Σε αντίθεση με τις ιστορίες που ακούμε για τους νέους που επιστρέφουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα, στην περίπτωση της Ελένης Τσομπανίδου η δουλειά ήταν αυτή που την έφερε πίσω. Έχοντας εργαστεί για πολλά χρόνια στο εξωτερικό σε χώρους εξαιρετικά ανταγωνιστικούς, προσανατολισμένους στο κέρδος, αυστηρούς και θεσμικούς, που δεν αφήνουν αρκετό χώρο για ατομικά έργα χωρίς πόρους ή που δεν ταιριάζουν στα καθιερωμένα, αναζητούσε κάτι διαφορετικό.
Αυτό το διαφορετικό το βρήκε στο χωριό της. Στα Δίκαια βρήκε ένα σχεδόν ανεξερεύνητο περιβάλλον, γεμάτο δυνατότητες για να δημιουργηθεί κάτι νέο. Η κουλτούρα του «φτιάξ’ το μόνος σου», η αίσθηση της κοινότητας, και η αφθονία χώρων και υλικών που μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν ήταν συναρπαστικά στοιχεία που της έδωσαν την έμπνευση να ξεκινήσει κάτι δημιουργικό και πρωτότυπο.
Αυτό ήταν η Cotranspose, μια μη κερδοσκοπική εταιρεία που έχει ως στόχο να ανακτήσει ανενεργούς χώρους της περιοχής μέσω δημιουργικών αλληλεπιδράσεων με διεθνείς και τοπικές κοινότητες.
«Λόγω της γεωπολιτικής τους τοποθεσίας, τα Δίκαια και γενικότερα η περιοχή του Τριγώνου αποτελούν κόμβο πολιτισμών και παραδόσεων. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εδώ πριν από περίπου έναν αιώνα, φέρνοντας μαζί τους ιστορίες και συνήθειες που συνέβαλαν στη δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού τόπου».
Μέρος των τοπικών πρωτοβουλιών που έχει δημιουργήσει αποτελεί και το COΦέστιβαλ, το οποίο προσφέρει πρόσβαση σε καλλιτεχνικά εργαστήρια, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είναι μη εμπορικό, με ελεύθερη είσοδο, και στόχος του είναι να αντιμετωπίσει την έλλειψη πολιτιστικών και κοινωνικών ευκαιριών στην περιοχή, γιορτάζοντας παράλληλα τη συνεργασία και τη συνδημιουργία.
Φέτος, θα πραγματοποιηθεί στις 15-17 Απριλίου, καλώντας τους επισκέπτες να ζήσουν την πασχαλινή περίοδο στο χωριό. Το φεστιβάλ συνδυάζει παραδοσιακές εμπειρίες του χωριού με εναλλακτική τέχνη, μουσική και γαστρονομία, δημιουργώντας ένα πραγματικά ιδιαίτερο πολιτιστικό γεγονός.
Ακολουθεί η συζήτηση μαζί της.
«Το φεστιβάλ αποτελεί μέρος των τοπικών πρωτοβουλιών που έχουμε δημιουργήσει για να βελτιώσουμε την πρόσβαση στον πολιτισμό.
Τα Δίκαια βρίσκονται στο βορειότερο σημείο του Έβρου, εκεί όπου η Ελλάδα συναντά τη Βουλγαρία και την Τουρκία, με μόνο χώρισμα ανάμεσά τους τον ποταμό Έβρο. Λόγω της γεωπολιτικής τους τοποθεσίας, τα Δίκαια και γενικότερα η περιοχή του Τριγώνου αποτελούν κόμβο πολιτισμών και παραδόσεων. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εδώ πριν από περίπου έναν αιώνα, φέρνοντας μαζί τους ιστορίες και συνήθειες που συνέβαλαν στη δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού τόπου. Παρόλο που είναι πλούσια σε ιστορία και πολιτισμική κληρονομιά, η περιοχή σήμερα χαρακτηρίζεται από δραματική μείωση του πληθυσμού, έλλειψη ευκαιριών και προσβασιμότητας, και μια γενικότερη κρατική αδιαφορία που έχουν καταστήσει τη ζωή εδώ δύσκολη.
Έχω όμορφες παιδικές αναμνήσεις μεγαλώνοντας στα Δίκαια. Την πρώτη δεκαετία της ζωής μου, το χωριό ήταν ακόμα ζωντανό. Θυμάμαι μια γενικότερη αίσθηση ανεμελιάς, ασφάλειας και ελευθερίας.
Τα εφηβικά μου χρόνια ήταν όταν άρχισα να βιώνω την έλλειψη ευκαιριών και προσβασιμότητας, ιδιαίτερα σε θέματα πολιτισμού και τεχνών, που ήταν ήδη τότε ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά μου. Στα δεκαέξι μου, αποφάσισα να μετακομίσω στην Ορεστιάδα, μια μεγαλύτερη πόλη στην περιοχή, που μου έδινε τη δυνατότητα να έχω πρόσβαση σε περισσότερους πόρους και δραστηριότητες στην καθημερινότητά μου.
Στα δεκαοχτώ μου, θέλοντας να βιώσω κάτι διαφορετικό, έφυγα για το εξωτερικό. Έζησα δύο χρόνια στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, μια πόλη με έντονη πολιτισμική ταυτότητα. Έπειτα, το Groningen της Ολλανδίας έγινε το δεύτερο σπίτι μου για 11 χρόνια, καθώς έζησα και δούλεψα εκεί στον πολιτισμικό τομέα, αποκτώντας πολύτιμες εμπειρίες και προοπτικές.
Παρά τα χρόνια που έλειπα, αποφάσισα να επιστρέψω στα Δίκαια επειδή ήθελα να προσφέρω κάτι που μου έλειπε μεγαλώνοντας: πρόσβαση στον πολιτισμό. Επέστρεψα με την επιθυμία να δημιουργήσω κάτι νέο, αξιοποιώντας τις εμπειρίες μου αλλά και τις δυνατότητες της περιοχής, που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητες.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Σχολή Καλών Τεχνών, μια περίοδο έντονης δημιουργικότητας και βαθύτερης κατανόησης του εαυτού μου, συνειδητοποίησα ότι μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής μου ταυτότητας και έμπνευσης πηγάζει από τις εμπειρίες μου στα Δίκαια. Η επαφή με τη φύση, τις παραδόσεις και τις ιστορίες του τόπου, οι ατέλειες, η αίσθηση του χρόνου που κυλά, όσα έχουν ξεχαστεί ή εγκαταλειφθεί, και πάνω απ’ όλα, η νοοτροπία του «φτιάξ’ το μόνος σου» που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους λόγω της έλλειψης πόρων – όλα αυτά με διαμόρφωσαν βαθιά, τόσο προσωπικά όσο και καλλιτεχνικά. Ζώντας στην Ολλανδία, μια χώρα τακτοποιημένη, σύγχρονη και σχεδιασμένη μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, συνειδητοποίησα ότι ήταν το αντίθετο από αυτό που πραγματικά χρειαζόμουν.
Τα πρώτα βήματα προς την επιστροφή μου στο χωριό έγιναν το 2022. Αν και όχι μόνιμα, ήταν η αρχή μιας επανασύνδεσης με τον τόπο, αυτή τη φορά με έναν καινούργιο τρόπο – όχι απλώς ως ένα μέρος που επισκεπτόμουν επειδή ζούσε η οικογένειά μου. Μέσα από μια στιγμή συγχρονικότητας με την Ελένη Βουλτσίδου, με την οποία μοιραζόμαστε παρόμοιες ιστορίες – μεγαλώσαμε στο χωριό και φύγαμε για να βρούμε ευκαιρίες στον πολιτιστικό τομέα – γεννήθηκε η ιδέα να επιστρέψουμε και να δημιουργήσουμε μια καλλιτεχνική πρωτοβουλία στα Δίκαια. Θέλαμε να αξιοποιήσουμε τους ανενεργούς χώρους, που ήταν άφθονοι λόγω της ερήμωσης της περιοχής, για να φιλοξενήσουμε διεθνείς δημιουργούς από διάφορους πολιτιστικούς τομείς και, μαζί τους, να προσφέρουμε πολιτισμικές δραστηριότητες στην τοπική κοινότητα.
Ήταν κάτι καινοτόμο για την περιοχή, και οι αντιδράσεις στην επιστροφή μας για αυτόν τον σκοπό ήταν ποικίλες. Από την κριτική που έλεγε ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να δουλέψει, μέχρι τη δυσπιστία ανθρώπων που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την απόφασή μας να επιστρέψουμε στο χωριό μετά από χρόνια στο εξωτερικό και σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Υπήρχαν όμως και λίγες, αλλά σημαντικές, αντιδράσεις κατανόησης και στήριξης.
Η πρώτη πιλοτική εφαρμογή της ιδέας μας ήταν επιτυχημένη και μας ώθησε να ιδρύσουμε την Cotranspose, μια μη κερδοσκοπική εταιρεία που έχει ως στόχο να ανακτήσει ανενεργούς χώρους της περιοχής μέσω δημιουργικών αλληλεπιδράσεων με διεθνείς και τοπικές κοινότητες. Όσο αυτό το εγχείρημα μεγάλωνε, με πολλές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του χρόνου, τόσο μεγάλωναν και οι ανάγκες του, όπως και η επιθυμία μου να βρίσκομαι στα Δίκαια. Έτσι, από τον Σεπτέμβριο του 2024, επέστρεψα μόνιμα, μαζί με την εξάχρονη κόρη μου, για να δοκιμάσουμε να ζήσουμε εδώ.
Δεν θα περιέγραφα τη μετάβαση πίσω στο χωριό ως δύσκολη ή εύκολη – ήταν, για διαφορετικούς λόγους, και τα δύο. Αυτό που μου μένει, όμως, είναι ότι ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Όταν αποφάσισα να μετακομίσω, είχα ήδη συνειδητοποιήσει ότι είχα δημιουργήσει τον δικό μου μικρόκοσμο εκεί. Είχα καταφέρει να συνδυάσω τα θετικά δύο κόσμων και να δημιουργήσω ένα περιβάλλον που καλλιεργούσε μέσα μου μια αίσθηση του ανήκειν: από τη μία ο δημιουργικός κόσμος και τα καλλιτεχνικά ερεθίσματα που μου έλειπαν όταν μεγάλωνα, αλλά πλέον υπήρχαν χάρη στην Cotranspose και από την άλλη, η ήρεμη, αυτάρκης και μοναδική ζωή του χωριού.
Ένα από τα σημαντικότερα θετικά για μένα ήταν οι ρυθμοί της ζωής στο χωριό. Έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια με απαιτητικούς καθημερινούς ρυθμούς που προκαλούν μια συνεχή αίσθηση άγχους, το να έχω τη δυνατότητα να επιλέγω την ταχύτητα της ημέρας μου ήταν πολύ σημαντικό. Το ίδιο σημαντική ήταν και η συνεχής επαφή και πρόσβαση στη φύση, καθώς και οι αυθόρμητες, χωρίς προγραμματισμό καθημερινές αλληλεπιδράσεις.
Φυσικά, υπάρχουν και αρκετά αρνητικά, όπως η έλλειψη συγκοινωνιών, περίθαλψης και άλλων ευκαιριών, αλλά και πολλά από τα προβλήματα που υπήρχαν όταν ήμουν παιδί και τώρα τα ξαναβιώνω μέσα από την κόρη μου.
Σε αντίθεση με τις ιστορίες που ακούς από τους περισσότερους νέους που ζουν σήμερα στην Ελλάδα, στη δική μου περίπτωση, η δουλειά ήταν αυτή που με έφερε πίσω στα Δίκαια. Έχοντας εργαστεί στον πολιτιστικό τομέα και σε επαγγελματικά περιβάλλοντα στην Ολλανδία και το εξωτερικό για πολλά χρόνια – χώρους εξαιρετικά ανταγωνιστικούς, προσανατολισμένους στο κέρδος, αυστηρούς και θεσμικούς, που δεν αφήνουν αρκετό χώρο για ατομικά έργα χωρίς πόρους ή που δεν ταιριάζουν στα καθιερωμένα – αναζητούσα πραγματικά κάτι διαφορετικό.
Εδώ βρήκα ένα σχεδόν ανεξερεύνητο περιβάλλον, γεμάτο δυνατότητες για να δημιουργηθεί κάτι νέο. Η κουλτούρα του "φτιάξ’ το μόνος σου", η αίσθηση της κοινότητας, και η αφθονία χώρων και υλικών που μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν ήταν συναρπαστικά στοιχεία που μου έδωσαν την έμπνευση να ξεκινήσω κάτι δημιουργικό και πρωτότυπο.
Προσπαθώ να μην βλέπω τα πράγματα με έναν απόλυτο τρόπο, δηλαδή μόνο ως θετικά ή αρνητικά. Προτιμώ να τα βλέπω ως προκλήσεις που μπορούν να γίνουν ευκαιρίες. Στη δουλειά μου, μου αρέσει να βλέπω ό,τι λείπει ή ό,τι δεν λειτουργεί ως μια ευκαιρία να δημιουργήσω κάτι νέο. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοώ τα πολλά αρνητικά γύρω μας – ειδικά στον κόσμο που ζούμε σήμερα, όπου αυτά τα βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρόλα αυτά, βρίσκω πιο εύκολο να ζω σε μια μικρή κοινότητα, όπως αυτή του χωριού, όπου οι μικρές πράξεις μπορούν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο. Προσπαθώ λοιπόν να συμβάλλω σε αυτό, αντί να αφήνω τον εαυτό μου να κατακλύζεται από το αίσθημα της αδυναμίας.
Σε προσωπικό επίπεδο, θα έλεγα πως όχι δεν μου λείπει κάτι. Αυτή τη στιγμή νιώθω πολύ καλά εδώ. Σε επίπεδο κοινότητας, όμως, αυτό που μου λείπει είναι η αίσθηση ότι υπάρχει φροντίδα για τις ανάγκες των ανθρώπων. Μετά από τόσα χρόνια στην Ολλανδία, είχα συνηθίσει να έχω πρόσβαση σε δημόσιες συγκοινωνίες, ασφαλείς και λειτουργικούς δρόμους, και επαρκή υποστήριξη για όσους αντιμετωπίζουν δυσκολίες – πράγματα που θεωρούσα βασικά και θεμελιώδη, αλλά εδώ απουσιάζουν. Το γεγονός ότι οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες και συχνά ακατάλληλες, αποτυπώνει την έλλειψη προσοχής στις πραγματικές ανάγκες της περιοχής.
Το φεστιβάλ είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας και της συνδημιουργίας ανάμεσα στην τοπική κοινότητα και τους διεθνείς συμμετέχοντες του προγράμματος της Cotranspose. Ξεκίνησε το 2022 ως ένας τρόπος να ευχαριστήσουμε την κοινότητα των Δικαίων για τη φιλοξενία και την ανοιχτή τους στάση, με τη συμμετοχή 22 καλλιτεχνών που διέμειναν στο χωριό.
«Στην κοινότητά μου, οι γυναίκες παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της γνώσης και της παράδοσης. Κρατούν ζωντανές τις ιστορίες και τις πρακτικές του τόπου, ενώ με την έμπνευση και τη δημιουργικότητά τους, φέρνουν νέες προοπτικές σε όσα ήδη υπάρχουν».
Από τότε, αποφασίσαμε να το καθιερώσουμε ως ετήσιο γεγονός, δίνοντάς του μια πιο διευρυμένη μορφή ώστε να περιλαμβάνει τη συμμετοχή τοπικών πρωτοβουλιών και δημιουργών. Το φεστιβάλ προσφέρει πρόσβαση σε καλλιτεχνικά εργαστήρια, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είναι μη εμπορικό, με ελεύθερη είσοδο, και στόχος του είναι να αντιμετωπίσει την έλλειψη πολιτιστικών και κοινωνικών ευκαιριών στην περιοχή, γιορτάζοντας παράλληλα τη συνεργασία και τη συνδημιουργία.
Φέτος, θα πραγματοποιηθεί στις 15-17 Απριλίου, καλώντας τους επισκέπτες να ζήσουν την πασχαλινή περίοδο στο χωριό. Το φεστιβάλ συνδυάζει παραδοσιακές εμπειρίες του χωριού με εναλλακτική τέχνη, μουσική και γαστρονομία, δημιουργώντας ένα μοναδικό πολιτιστικό γεγονός.
Το φεστιβάλ αποτελεί μέρος των τοπικών πρωτοβουλιών που έχουμε δημιουργήσει για να βελτιώσουμε την πρόσβαση στον πολιτισμό. Παράλληλα, λειτουργεί ως πλατφόρμα για τους δημιουργούς να παρουσιάσουν τη δουλειά που ανέπτυξαν κατά τη διαμονή τους στην περιοχή, ενισχύοντας ένα θετικό συναίσθημα στους ντόπιους για τον τόπο τους – κάτι που συχνά λείπει, καθώς πολλοί θεωρούν ότι ο τόπος αυτός δεν έχει τίποτα περισσότερο να προσφέρει.
Είναι επίσης ένας τρόπος για την ανταλλαγή πολυπολιτισμικής και διαγενεακής γνώσης, την παροχή εκπαίδευσης και τον εορτασμό του τι μπορεί να επιτύχει μια κοινότητα όταν συνεργάζεται και συνενώνεται. Για εμάς, τόσο το πρόγραμμά μας όσο και το φεστιβάλ είναι τρόποι να δείξουμε ότι μπορούν να συμβούν σπουδαία πράγματα, ακόμα και σε μέρη που οι περισσότεροι δεν θα το φαντάζονταν, όταν δουλεύουμε μαζί.
Αυτό που μας ικανοποιεί και έχει τη μεγαλύτερη σημασία για εμάς είναι ότι καταφέραμε να προσφέρουμε αυτό το φεστιβάλ τα τελευταία τρία χρόνια και ότι θα το συνεχίσουμε και τη φετινή χρονιά. Είναι κάτι νέο και, με πολλούς τρόπους, καινοτόμο για την περιοχή, οπότε φυσικά υπάρχουν – και θα υπάρχουν πάντα – πράγματα που μπορούμε να μάθουμε, να βελτιώσουμε και να δοκιμάσουμε. Αυτό, όμως, που μας δίνει τη μεγαλύτερη χαρά είναι ότι το φεστιβάλ πραγματοποιείται, φέρνει κοινότητες κοντά και δημιουργεί νέες προοπτικές ακόμα και σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος του Βορρά.
Υπάρχουν πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην περιοχή, όπως το γεγονός ότι από το μπαλκόνι σου μπορείς να δεις τόσο τη Βουλγαρία όσο και την Τουρκία, οι ενδιαφέρουσες παραδόσεις, η όμορφη φύση και πολλά άλλα που μου έρχονται στο μυαλό. Αυτό που θα ήθελα, όμως, να μοιραστώ είναι κάτι που με εξέπληξε θετικά και μου έχει μείνει αυτά τα τελευταία χρόνια: η φιλοξενία των ανθρώπων της περιοχής.
Από το 2022 έχουμε φιλοξενήσει περίπου 200 άτομα στα Δίκαια, από διαφορετικούς πολιτισμούς, κουλτούρες και εθνικότητες, και σχεδόν όλοι – αν όχι όλοι – έχουν εντυπωσιαστεί από το πόσο καλά τους υποδέχεται η τοπική κοινότητα. Υπάρχουν συχνά στιγμές όπου κάποιος από τους συμμετέχοντες επιστρέφει με την αγκαλιά του γεμάτη τοπικά προϊόντα ή ένα σπιτικό πιάτο, ή όταν ένας ντόπιος εμφανίζεται φέρνοντας δώρα για όλους. Αυτές οι μικρές, αυθόρμητες πράξεις φιλοξενίας είναι κάτι που κάνει τον τόπο πραγματικά ξεχωριστό.
Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της περιοχής είναι το τριεθνές σύνορο. Στο παρελθόν, ο ποταμός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων του χωριού. Θυμάμαι να περπατάω εκεί με τον παππού μου όταν ήμουν παιδί· πήγαινε για ψάρεμα και συχνά συνομιλούσε με Τούρκους ψαράδες από την άλλη πλευρά.
Σήμερα, όμως, η βόλτα είναι πολύ διαφορετική. Η πρόσβαση στην περιοχή έχει γίνει δύσκολη και συνοδεύεται από μια σιωπηλή, βαριά αίσθηση. Συρματοπλέγματα κόβουν την πρόσβαση στα περισσότερα σημεία εισόδου στον ποταμό, και μπορεί να χρειαστεί να αποδείξουμε ποιοι είμαστε αρκετές φορές. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι ο ποταμός Έβρος παραμένει ένα μέρος που έχει πολλά να πει σε όποιον θέλει να καταλάβει πώς είναι να ζεις σε ένα παραμεθόριο χωριό.
Το χωριό έχει πολλές κρυφές ιστορίες που αξίζει να μοιραστεί κανείς. Όπως τότε που ανακαλύψαμε ότι υπήρχε ένα σινεμά κρυμμένο σε μια στοά, το οποίο είχε μείνει ανέγγιχτο από τη δεκαετία του 1980. Το σινεμά ανήκει στην οικογένεια της κυρίας Μαρίας Δημητρούδη, η οποία ήρθε ειδικά από τη Θεσσαλονίκη για να μας το ανοίξει. Όταν μπήκαμε στον χώρο, ήταν σαν να είχε παγώσει ο χρόνος. Οι αφίσες, τα προγράμματα, η ταμπέλα και ολόκληρη η εσωτερική διακόσμηση – όλα ήταν εκεί, δίνοντας μια μοναδική εικόνα για το πώς μπορεί να ήταν το χωριό όταν ακόμα έσφυζε από ζωή.
Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες, όμως, είναι αυτή του Μανώλη Καρατσιβά, ενός φωτογράφου που αφιέρωσε τη ζωή του στην καταγραφή του χωριού και δημιούργησε ένα σημαντικό φωτογραφικό αρχείο. Ο Μανώλης είχε φύγει από τη ζωή λίγα χρόνια πριν, αλλά κατά τη διάρκεια του πρώτου μας φεστιβάλ το 2022, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μια έκθεση φωτογραφίας στο παραδοσιακό καφενείο που είχε διακοσμήσει με πολλές από τις φωτογραφίες του. Η σύζυγός του, κ. Τασούλα Καρατσιβά, μοιράστηκε μαζί μας ιστορίες για τη δουλειά του και για το πώς το πάθος του για την καταγραφή του χωριού συχνά δεν γινόταν κατανοητό από τους ανθρώπους της περιοχής.
Την ημέρα της έκθεσης, το καφενείο γέμισε από φίλους, συγγενείς και καλλιτέχνες. Η κ. Τασούλα είχε ετοιμάσει ένα τραπέζι με πορτοκαλόπιτα και μια φωτογραφία του Μανώλη. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη συναισθηματικά, αλλά και γεμάτη έμπνευση, καθώς οι συμμετέχοντες συνδέθηκαν με την ιστορία του ως ενός δημιουργού που, αν και συχνά παρεξηγημένος, άφησε πίσω του ένα ανεκτίμητο αρχείο. Για μένα, αυτή ήταν μια στιγμή που έδειξε πόσες ιστορίες έχει να πει το χωριό και πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η σύνδεση ανάμεσα σε ανθρώπους που μοιράζονται τις ιστορίες τους, ακόμα κι αν δεν μιλούν την ίδια γλώσσα.
Έχουμε βουνά με κρυμμένα μονοπάτια και μικρούς καταρράκτες, τοπικές συνταγές που δεν θα βρεις πουθενά αλλού, και μοναδικές παραδόσεις, όπως η γιορτή του Τρύφωνα – μια γιορτή αφιερωμένη στους αμπελώνες και την καλλιέργεια του κρασιού – και το Μπαμπιντέν (ή Γυναικοκρατία), μια ημέρα που τιμά τις μαίες και αναδεικνύει τον ρόλο των γυναικών στην κοινωνία.
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα που δείχνουν ότι το χωριό και η περιοχή κρύβουν ιστορίες, γεύσεις και εμπειρίες που μπορούν να μαγέψουν όποιον τις γνωρίσει. Εύχομαι περισσότεροι άνθρωποι να αποφασίσουν να εξερευνήσουν τα μικρά και μεγάλα μυστικά αυτού του τόπου.
Στην κοινότητά μου, οι γυναίκες παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της γνώσης και της παράδοσης. Κρατούν ζωντανές τις ιστορίες και τις πρακτικές του τόπου, ενώ με την έμπνευση και τη δημιουργικότητά τους, φέρνουν νέες προοπτικές σε όσα ήδη υπάρχουν. Υπάρχουν τόσες γυναίκες για τις οποίες θα μπορούσα να μιλήσω – μητέρες και γιαγιάδες, τοπικές επιχειρηματίες και εργαζόμενες – αλλά θα επικεντρωθώ σε εκείνες που με έχουν εμπνεύσει προσωπικά στον δικό μου τομέα.
Η Χρυσούλα Ιωαννίδου συλλέγει με πάθος τη γνώση της περιοχής και τη μοιράζεται μέσα από δημιουργικά έργα και όμορφα βιβλία, όπως το "Όσα έμαθα από τις γιαγιάδες". Η Ζωή Φραγκούδη είναι η γυναίκα πίσω από τη GAIA, μια γυναικεία αγροτική πρωτοβουλία που διατηρεί και μοιράζεται την ιδιαίτερη τοπική γαστρονομική κουλτούρα. Η Μάρω Γκουτσίδου διευθύνει ένα τοπικό βιολογικό οινοποιείο, εμπνευσμένο από τις παραδοσιακές πρακτικές οινοποίησης και την τοπική οινική κουλτούρα. Τέλος, η Ζωγραφούλα Καραδήμου δημιουργεί παραδοσιακά ρούχα και υφαίνει με ανακυκλωμένα υλικά και φύλλα καλαμποκιού, φτιάχνοντας υπέροχα χειροποίητα σχέδια.
Αυτές οι γυναίκες έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στο έργο μας, προσφέροντας γνώση, έμπνευση και στήριξη. Είναι παραδείγματα του πώς η δύναμη της παράδοσης και η αγάπη για τον τόπο μπορούν να οδηγήσουν σε μοναδικές δημιουργίες και πρωτοβουλίες που εμπνέουν και ενώνουν την κοινότητα.
Το καλοκαίρι, από τις αγαπημένες μου συνήθειες είναι η φιλοξενία διεθνών δημιουργών στην Cotranspose και το φεστιβάλ μας. Αυτή η περίοδος είναι πάντα ξεχωριστή, καθώς μου δίνει την ευκαιρία να εξερευνώ την περιοχή μαζί τους, να ανακαλύπτω ξανά τον τόπο μου μέσα από τα δικά τους μάτια και να μοιράζομαι την εμπειρία της συνδημιουργίας. Το φεστιβάλ, που συνδυάζει την τοπική κουλτούρα με τις ιδέες και την ενέργεια των καλλιτεχνών, είναι για εμένα μια πραγματική γιορτή τέχνης και πολιτισμού.
Παράλληλα, λατρεύω τις καλοκαιρινές νύχτες στο βουνό, παρατηρώντας τον έναστρο ουρανό – μια εμπειρία μοναδική, χάρη στην έλλειψη φωτορύπανσης. Ο χρόνος στη φύση είναι πάντα πολύτιμος, ενώ τα παραδοσιακά πανηγύρια της περιοχής προσθέτουν μια ιδιαίτερη ζωντάνια στο καλοκαίρι.
Τον χειμώνα, βρίσκω χαρά στη θαλπωρή του τζακιού, αλλά και στις επισκέψεις στα μικρά, τοπικά καφενεία και τις ταβέρνες, όπου μπορείς να απολαύσεις ζεστό φαγητό και μια φιλόξενη ατμόσφαιρα. Μου αρέσουν επίσης οι χειμερινές βόλτες στη φύση, ιδιαίτερα σε σημεία με ξύλινα καταφύγια που προσφέρουν μια αίσθηση γαλήνης. Μια ιδιαίτερη στιγμή κάθε χειμώνα είναι ο εορτασμός του Τρύφωνα την 1η Φεβρουαρίου. Το προηγούμενο βράδυ, ανάβουμε μεγάλες φωτιές στις πλαγιές των αμπελώνων, μοιραζόμαστε κρασί, τραγούδια και παραδοσιακή μουσική
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα ήταν η προσβασιμότητα και οι υποδομές. Το να ζεις σε ένα χωριό μπορεί να είναι μια υπέροχη εμπειρία – με χαμηλότερο κόστος ζωής, αφθονία χώρου, δυνατότητες όπως η καλλιέργεια της δικής σου τροφής, και ένα ασφαλές περιβάλλον για τα παιδιά. Όμως, αυτό που λείπει για να γίνει πραγματικά βιώσιμο είναι η πρόσβαση στις βασικές υπηρεσίες και τα απαραίτητα αγαθά.
Η υγειονομική περίθαλψη είναι ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα. Όλοι – από παιδιά μέχρι ηλικιωμένους – χρειάζονται εύκολη πρόσβαση σε ποιοτική φροντίδα, είτε μέσω καλύτερων δημόσιων συγκοινωνιών προς τα κεντρικά νοσοκομεία είτε με τη δημιουργία βελτιωμένων τοπικών εγκαταστάσεων υγείας.
Η μεγαλύτερη αλλαγή, όμως, θα ήταν στις δημόσιες συγκοινωνίες. Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να μετακινηθούν συχνά (πολλές φορές μέσα στη μέρα), οικονομικά και εύκολα προς κοντινές πόλεις και ανάμεσα στα χωριά της περιοχής, η ζωή στις αγροτικές περιοχές θα άλλαζε ριζικά.
Πιστεύω ότι αν υπήρχε αυτή η προσβασιμότητα, περισσότεροι άνθρωποι θα επέλεγαν να ζήσουν σε χωριά. Είναι μέρη που προσφέρουν τόσα πολλά – ιδανικά για οικογένειες, με ανοιχτούς χώρους και δυνατότητες να ζεις πιο κοντά στη φύση. Η σωστή υποδομή θα έκανε τη ζωή εδώ όχι μόνο εφικτή αλλά και ελκυστική για περισσότερους.
Η ζωή σε ένα χωριό μπορεί να είναι μια πραγματικά όμορφη εμπειρία, γεμάτη δυνατότητες. Για μένα, είναι ένας χώρος όπου μπορείς να δημιουργήσεις το δικό σου περιβάλλον – κάτι που συχνά είναι δύσκολο να πετύχεις σε μια πόλη. Το γεγονός ότι πολλά πράγματα λείπουν δεν είναι μόνο πρόκληση· μπορεί να γίνει ευκαιρία. Είναι ένας καμβάς για να ξεκινήσεις νέα πράγματα, να δοκιμάσεις ιδέες και να συνεισφέρεις σε κάτι ουσιαστικό, μέσα σε ένα πιο οικονομικό και λιγότερο ανταγωνιστικό πλαίσιο.
Σε ένα χωριό, η σύνδεση με την κοινότητα είναι πιο άμεση, και ο αντίκτυπός σου μπορεί να είναι μεγαλύτερος. Όταν είσαι ένας ανάμεσα σε εκατό ανθρώπους, μπορείς να κάνεις τη διαφορά πιο εύκολα από ό,τι όταν είσαι ένας ανάμεσα σε εκατομμύρια. Το χωριό μπορεί να γίνει ένας χώρος όπου συλλογικά μπορούμε να διεκδικήσουμε τη ζωή όπως την φανταζόμαστε».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]