Γεννήθηκα το 1979 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είναι Έλληνας και η μητέρα μου από την Ινδονησία. Μέχρι σήμερα με ρωτάνε καθημερινά από πού είμαι. Και στην Ινδονησία, που είναι ένας παράδεισος και έχω μεγάλη οικογένεια, με ρωτούν το ίδιο. Από τα μέρη που έχω ζήσει, η Νέα Υόρκη έγινε σπίτι μου κατευθείαν, είναι το μόνο μέρος όπου δεν σε ρωτάνε από πού είσαι, νιώθεις ελεύθερος.
• Όταν μεγάλωνα, οι ξένοι στην Αθήνα ήταν λιγότεροι. Ως μισή Ασιάτισσα αισθανόμουν ξένη, στον δρόμο τα πράγματα ήταν λίγο δύσκολα, παρόλο που το περιβάλλον μου μού έδινε πολλή αγάπη και προστασία. Ο ρατσισμός δεν ήταν σκληρός, αλλά υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα, και από την εμπειρία μου θα σου πω ότι δεν έχει καμία σημασία σε ποια κοινωνική τάξη ανήκεις. Ο ρατσισμός, για παράδειγμα, υπάρχει και στο ακριβό ιδιωτικό και στο δημόσιο σχολείο και στις παρέες. Είναι μια στάση, μια συμπεριφορά. Ωστόσο έκανα πάρα πολλούς φίλους ‒ έκανα φίλους όπου κι αν έζησα. Νομίζω ότι στα ζητήματα αποδοχής του ξένου η Ελλάδα έχει κάνει πολλά βήματα, είμαστε καλύτερα, αλλά θέλει ακόμα πολλή δουλειά,.
• Τραυλίζω από μωρό, από τριών ετών, είναι κάτι νευρολογικό. Όταν ήμουν μικρή, που το τραύλισμα ήταν και πιο έντονο, υπήρχαν στιγμές που δυσκολευόμουν. Αισθανόμουν λίγο μειονεκτικά που δεν μπορούσα να πω αυτά που ήθελα. Άρχισα, λοιπόν, να γράφω ιστορίες σε τετράδια, δουλεύοντας τη φαντασία μου ‒αυτή χρησιμοποιώ και τώρα‒, έκανα πολύ χορό και έτσι έβρισκα πολλούς τρόπους, δικούς μου, να εκφράζομαι. Αργότερα, με τη φωτογραφία, ανακάλυψα άλλη μια προέκταση της δημιουργικής μου πλευράς και έκφρασης.
• Στους ανθρώπους που συμβαίνει αυτό θα ήθελα να πω να είναι δυνατοί και να μην κάνουν πίσω, να έχουν πείσμα. Είναι κάποια παιδιά που έχω γνωρίσει στη λογοθεραπεία αλλά και άλλος κόσμος που εξαιτίας του τραυλισμού δεν έχουν ακολουθήσει τα όνειρά τους, δεν βγαίνουν έξω, δεν κοινωνικοποιούνται, έτσι όμως αλλάζει η ζωή τους και όχι προς το καλύτερο. Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα τελικά και αν προσπαθήσεις να κάνεις ασκήσεις και θεραπεία, όλα βελτιώνονται. Εμένα αυτό ακριβώς μού άλλαξε τη ζωή, μου έδωσε πολλά θετικά, με έκανε δημιουργική και με έμαθε να εκφράζομαι με πολλά άλλα εργαλεία εκτός από την ομιλία. Δεν έχει εμποδίσει την προσωπική μου ζωή, είναι μέρος της, όπως και της ταυτότητάς μου.
Πολλοί με ρωτάνε πώς έχω βγάλει πέρα ψυχικά αυτή την κατάσταση. Είναι δύσκολο, αλλά όταν είσαι εκεί, σε αυτές τις συνθήκες, είσαι ευγνώμων που είσαι καλά, που δεν υποφέρεις όπως εκείνοι.
• Ο παππούς μου Ανδρέας Βουρλούμης ήταν ζωγράφος της Αθήνας. Αγαπούσε πολύ την Αθήνα και έκανε σκίτσα διαρκώς, όπως ανέπνεε. Είχε ένα στούντιο στο Παγκράτι και περπατώντας μέχρι το σπίτι του στην οδό Τσακάλωφ ζωγράφιζε σε ένα μπλοκάκι. Όταν πέθανε βρήκαμε χιλιάδες τέτοια σχέδια με την Αθήνα και τους ανθρώπους της. Ήμασταν συνέχεια μαζί όταν ήμουν μικρή, με ενθάρρυνε, ήταν ευγενικός και αυτό θέλω να του το ανταποδώσω με τον τρόπο μου, με το πρότζεκτ που κάνω τώρα στο ΕΜΣΤ. Επίσης, θα ήθελα μια καινούργια γενιά και ένα άλλο κοινό να γνωρίσει τη δουλειά του.
• Έτσι άρχισα να παίρνω ένα σχέδιό του που μου άρεσε, να κάνω κι εγώ περιπάτους, όπως εκείνος, και να φωτογραφίζω θέματα που νομίζω θα του άρεσαν. Έβλεπα σε ποιον πίνακα ταίριαζε η φωτογραφία μου και πολλές φορές ήξερα ποιος ακριβώς ήταν από το αρχείο του.
• Στην αρχή έκανα μια φωτογραφία πιο «ταιριαστή», αλλά στη συνέχεια απελευθερώθηκα και δημιουργήθηκε και κάτι πιο αφηρημένο. Κάποια ζεύγη έχουν κοινό χρώμα ή μορφή, αλλά πιο πολύ αυτό που ενδιαφέρει είναι το αίσθημα που θέλω να αποδώσω, η καθημερινότητα· ο παππούς μου ήθελε, αποδίδοντας την καθημερινότητα, να αποδώσει το συναίσθημα των ανθρώπων. Αυτοί οι διάλογοι που θα παρουσιάσω αποτελούνται από τριάντα τρία ζεύγη φωτογραφιών και ζωγραφικών έργων και έχουν τον τίτλο «Στον ίδιο χώρο». Όπως ο παππούς μου έκανε σκίτσα, εγώ τράβηξα τις φωτογραφίες με το κινητό· είναι ο τρόπος να σκιτσάρεις σήμερα και μπορεί τα μέσα να διαφέρουν, αλλά ο σκοπός είναι κοινός. Είναι σαν να δημιουργώ μια γέφυρα μεταξύ της μεταπολεμικής Αθήνας, όπως την κατέγραψε ο παππούς μου με γρήγορα σχέδια, και της πόλης, όπως είναι σήμερα, με στοιχεία αλλαγμένα και διαχρονικά, από την αρχιτεκτονική και το τοπίο ως τη ζωή των κατοίκων της. Αυτό το πρότζεκτ το ξεκίνησα το 2014, όταν το περιοδικό «New Υorker» μού ζήτησε να αναλάβω τον λογαριασμό τους στο Instagram. Σου έδιναν το κείμενο κι εσύ ανέβαζες ό,τι ήθελες, τη φωτογραφία σου. Μετά σταμάτησα, ξεκίνησα ξανά και η ιδέα εξελίχθηκε.
• Τον τίτλο τον εμπνεύστηκα από το ποίημα του Καβάφη «Στον ίδιο χώρο». Χαρακτηρίζει την προσέγγιση του παππού μου, τελικά και τη δική μου: ένας αέναος περιπατητής και παρατηρητής της πόλης που την αισθάνεται αποτυπώνοντάς σε ένα μπλοκάκι ή μια φωτογραφία. Πάντα μου αρέσει να λέω αυτό το σύντομο ποίημα, που είναι για μένα μια σύνοψη του πώς βλέπω τα πράγματα γύρω μου, και με συγκλονίζει το ότι ένας άλλος παρατηρητής, ένας μέγιστος ποιητής, αντιλαμβάνεται την πόλη με αυτόν τον τρόπο.
• Εδώ στην Ελλάδα πήγα σε αγγλικό σχολείο και όταν έφυγα για τη Νέα Υόρκη να σπουδάσω Κοινωνιολογία ο πατέρας μου μού έδωσε την παλιά του κάμερα. Μου άρεσε πολύ να περπατάω στην πόλη και να τραβάω φωτογραφίες. Είχα γνωρίσει έναν κύριο που ήταν ποιητής. Ήταν τυφλός, αλλά είχε ένα στούντιο, όπου πήγαιναν φοιτητές και καλλιτέχνες, και στο σαλόνι του είχε μια μικρή γκαλερί. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να δει τα έργα μου, αλλά του είχαν πει οι άλλοι ότι φωτογράφιζα καλά και μου πρότεινε να κάνω μια έκθεση, την πρώτη μου.
• Ενώ σπούδαζα Κοινωνιολογία μπορούσα να κάνω και ένα δεύτερο πτυχίο, έτσι άρχισα να κάνω φωτογραφία στο Parsons School of Design. Δεν ήμουν σίγουρη, όμως, αν ήθελα να γίνω φωτογράφος και έκανα μεταπτυχιακό στο Κολούμπια στη δημοσιογραφία. Όταν τελείωσα, έκανα ένα σεμινάριο φωτορεπορτάζ στο Μεξικό και το αγάπησα τόσο πολύ, που έμεινα. Τότε αποφάσισα ότι ήθελα να γίνω φωτορεπόρτερ, ιδιότητα που συνδυάζει και τα δύο, και τη φωτογραφία και τη δημοσιογραφία. Έχω συνεργαστεί με μεγάλα μέσα όπως οι «New York Times», η «Guardian», η «Wall Street Journal» και οι «Financial Times», κυρίως για θέματα που σχετίζονται με την προσφυγική κρίση αλλά και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Πιο πριν είχα ξεκινήσει να δουλεύω σε μικρές εφημερίδες στο Κουίνς και στο Μπρούκλιν και εκεί κατάλαβα τι ήθελα να κάνω και τι όχι.
• Από τα φωτορεπορτάζ που θυμάμαι είναι η κάλυψη της υπόθεσης του Μπέρνι Μάντοφ, ενός απατεώνα και εμπνευστή του πιο κερδοφόρου σχήματος Πόντσι στην ιστορία. Ήταν διευθυντής του χρηματιστηρίου Nasdaq και έφαγε τα χρήματα των επενδυτών προκαλώντας τεράστιο σκάνδαλο. Ακόμα και σήμερα θεωρείται από τους πλουσιότερους εγκληματίες. Έπρεπε, λοιπόν, να είμαι έξω από το σπίτι του τα ξημερώματα, από τις 5 το πρωί, περιμένοντας να βγει για να πάει στο δικαστήριο, και ήταν χάλια γιατί δεν μου άρεσε καθόλου που έπρεπε να πηγαίνω και να στήνομαι σαν κοράκι. Από τα καλά της δουλειάς που θυμάμαι στην Αμερική ήταν τα θέματα που έκανα όταν ξεκίνησα στο τμήμα Metro των ΝΥΤ και είχα πολλές αναθέσεις στην πόλη. Ήταν πολύ πλούσια θέματα, όπως αυτό με τους μουσικούς στο μετρό, που μου άρεσε πολύ. Σήμερα τα σκέφτομαι και νομίζω ότι συνέβησαν σε μια προηγούμενη ζωή.
• Επέστρεψα στην Ελλάδα το 2011, για να δουλέψω ως ξένη ανταποκρίτρια. Αρχικά κάλυπτα την οικονομική κρίση για λογαριασμό των μέσων στα οποία εργαζόμουν. Μετά ήρθε το προσφυγικό και δεν ξανάφυγα.
• Ήταν χάλια η Αθήνα, σκοτεινή, βρόμικη. Άρχισα να δουλεύω για τους ΝΥΤ, στέλνοντας φωτογραφίες που αποτύπωναν την κρίση. Είχαν δυο-τρεις ανταποκριτές που πηγαινοέρχονταν και κάναμε μαζί όλα τα θέματα, από πολιτικούς μέχρι οικογένειες που είχαν θέματα σοβαρά, ανθρώπους που είχαν χάσει τα χρήματά τους και είχαν καταστραφεί οι δουλειές τους. Οι ΝΥΤ έκαναν πολλά θέματα για την Ελλάδα. Φυσικά, υπήρχαν και πολλά breaking news, και τότε και στα επόμενα χρόνια, π.χ. με όλα αυτά που έγιναν με το δημοψήφισμα το 2015.
• Τότε πήρα την απόφαση να μείνω εδώ και γιατί με αυτή την κατάσταση το φωτορεπορτάζ έχει πολλή δουλειά, πολλή και ενδιαφέρουσα εικόνα. Η οικονομική κρίση είναι κάτι πολύ δύσκολο να το δείξεις, ειδικά στο εξωτερικό. Ήμουνα κάθε μέρα στο Σύνταγμα, κάθε μέρα γινόταν διαδήλωση. Είχα φτάσει στο σημείο να ξέρω και πότε θα πέσει η πρώτη πέτρα, σε ποια γωνία και τι θα επακολουθήσει. Ήταν κάτι πολύ παράξενο, σαν ένα σόου, που ήταν και πολύ κουραστικό. Σκέφτομαι σήμερα ότι ακόμα και το να δείξεις μια οικογένεια που υπέφερε ήταν κοπιώδες και δύσκολο. Έπρεπε να τους γνωρίσεις και να έχεις μια σχέση μαζί τους και ακόμα κι αυτό, το ότι δεν είχες χρόνο να το κάνεις, αποτελούσε μια ακόμα δυσκολία.
• Αυτό το κομμάτι της δουλειάς με επηρέαζε πρώτα απ’ όλα γιατί ήμουν Ελληνίδα και με πονούσε αυτό που συνέβαινε στο διπλανό μου, στη χώρα μου ‒ ίσως σε άλλους ξένους ανταποκριτές να φαινόταν και λίγο εξωτικό. Ευτυχώς, οι ΝΥΤ ήταν καλοί στον τρόπο που κάλυπταν το θέμα και πιο αντικειμενικοί, είχαν κόσμο για να διασταυρώνουν κάθε είδηση.
• Τότε αποφάσισα να κάνω το «In Waiting», στην ουσία μια εξέταση της Αθήνας και του ρόλου της ως φυσικού σκηνικού της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Οι φωτογραφίσεις έγιναν κυρίως στους εσωτερικούς χώρους κυβερνητικών κτιρίων, ιδρυμάτων και σχολείων, σε οικείους μικρόκοσμους όπου υπήρχε μια κιτς αισθητική αλλά και μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, και αποτελούσαν τη δημόσια σκηνή της αναγκαστικής επαναδιαπραγμάτευσης της ελληνικής ταυτότητας.
• Ήταν μια αποκάλυψη οι φωτογραφίσεις του «In waiting» σε χώρους χωρίς ανθρώπινη παρουσία, όπου, αν δεν έμπαινες, δεν μπορούσες να καταλάβεις αν είναι εγκαταλελειμμένοι ή ενεργοί, σαν απομεινάρια παλιών εποχών αλλά με κάτι σύγχρονο και κάτι μισοτελειωμένο και ανόμοιο. Ήταν ένας αλλόκοτος κόσμος που είχε δύναμη μέσα σε ένα ήσυχο κάδρο: μια φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα, ενοικιαστήρια στους πίνακες ανακοινώσεων έξω από τις αίθουσες των δικαστηρίων, κάρτες που χτυπάνε ακόμα οι δημόσιοι υπάλληλοι και σιδερένια κουτιά της ΔΕΗ, ένα πλήθος από παράταιρα σουβενίρ επάνω σε γραφεία, μια τηλεόραση μόνιμα ανοιχτή στο μπαρ κάποιου υπουργείου και δίπλα μια ξεχασμένη αγιοβασιλιάτικη μπότα, κι όλα αυτά μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο που φαινόταν να διαστέλλεται και να αλλάζει διαρκώς.
• Αυτό το πρότζεκτ το έκανα στον ελεύθερο χρόνο μου, σε φιλμ, γιατί η οικονομική κρίση έχει τόση ένταση και ταχύτητα, που ως φωτορεπόρτερ «βαράγαμε» διαρκώς σε ψηφιακό, δουλεύαμε ακατάπαυστα. Ήταν πολύ σκληρό να πηγαίνεις να φωτογραφίζεις τον κόσμο στις ουρές, στα ΑΤΜ, στις πέντε τα ξημερώματα, γιατί κι εγώ ήμουν μία από αυτούς που έπαιρναν χρήματα από το μηχάνημα. Αυτή η δουλειά μου, το ότι έμπαινα και φωτογράφιζα χώρους με γυμνούς, με λιτή αισθητική, που μπορεί να μην τους παρατηρούμε ή να φαίνονται ασήμαντοι, με ηρέμησε. Έχεις μόνο δώδεκα καρέ και πρέπει να σκεφτείς, να κατεβάσεις τους τόνους και να δεις τις αποχρώσεις του θέματος, τους χώρους αυτούς να υπάρχουν σε αναμονή του μέλλοντός μας.
• Μετά άρχισε το προσφυγικό, έτσι πήγα στη Λέσβο, για πρώτη φορά με τη «Wall street Journal», και μετά άρχισα να πηγαίνω μόνη μου. Έμεινα πολύ καιρό στη Σκάλα και σήμερα λέω με υπερηφάνεια ότι έχω μια οικογένεια εκεί, φίλους, έκανα άλλη μια ρίζα. Η Σκάλα είναι το πιο όμορφο χωριό που έχω δει στη ζωή μου, σαν καρτ ποστάλ, ένα μέρος υπέροχο. Αυτό που συνέβη ήταν τρομερά δύσκολο για τους κατοίκους, υπήρχαν μέρες που έφταναν και δύο χιλιάδες άνθρωποι με τις βάρκες.
• Πολλοί με ρωτάνε πώς έχω βγάλει πέρα ψυχικά αυτή την κατάσταση. Είναι δύσκολο, αλλά όταν είσαι εκεί, σε αυτές τις συνθήκες, είσαι ευγνώμων που είσαι καλά, που δεν υποφέρεις όπως εκείνοι. Όταν ήμουν στη Λέσβο είχα πάρει πολλές αναθέσεις. Με το που έφταναν τα πλοία όλοι οι φωτογράφοι πέφταμε επάνω τους και κάποια στιγμή δεν το άντεξα, το σταμάτησα αυτό. Είχα ένα αυτοκίνητο και έπαιρνα τις εγκύους και τα παιδάκια και τους πήγαινα στο πρώτο camp. Προσπαθούσα να βοηθήσω, όπως έκαναν και πολλοί εθελοντές και όλοι οι φωτογράφοι που ήμασταν εκεί. Όταν είχε φουρτούνα, μπαίναμε στη θάλασσα να βγάλουμε τους ανθρώπους, όπως και οι ντόπιοι, που ήταν οι πρώτοι που βοηθούσαν. Έβγαζαν τα ρούχα τους και τα έδιναν, έδιναν τροφή ‒ αυτά συνέβαιναν τους πρώτους τέσσερις μήνες, που η κυβέρνηση δεν υπήρχε πουθενά.
• Αφότου κυκλοφόρησε η φωτογραφία του νεκρού παιδιού στην παραλία και το είδε όλος ο κόσμος ήρθαν σιγά σιγά οι ξένοι, πολλές ΜΚΟ να βοηθήσουν αλλά και άλλες που ήταν τρομερά αναξιόπιστες, ζήσαμε τρελά σκηνικά, ήταν όλοι παγιδευμένοι σε μια κατάσταση. Εκεί συνέβη και κάτι συμβολικό, για μένα τουλάχιστον: ο πρώτος πρόσφυγας που συνάντησα ήταν ένας φωτογράφος από τη Συρία.
• Η Μόρια, το 2015, είναι από το πιο δύσκολα φωτορεπορτάζ που έχω κάνει, δεν πίστευα ότι μπορούσε να είναι τόσο χάλια. Θυμάμαι, έβρεχε δύο μέρες συνεχώς και τα παιδιά ήταν στη βροχή, σε σοκ, απλώς στέκονταν εκεί και έκλαιγαν. Το τρελό με τη Μόρια είναι ότι η κατάσταση να γίνεται καλύτερη, χειροτέρευε. Εκεί κατάλαβα ότι κανένας δεν νοιάζεται αν ο κόσμος είναι καλά, σκεφτόμουν ότι ήθελαν να είναι χάλια για να μην ενθαρρύνονται οι επόμενοι να πάνε εκεί. Είχαν δυο γιατρούς από το UNCR για δύο χιλιάδες ανθρώπους, δεν είχαν αρκετό φαγητό, δεν είχαν τουαλέτες, υπήρχε σεξουαλική βία, ήταν ένας εφιάλτης. Έχω πάει σε πολλά άλλα στρατόπεδα, αλλά η Μόρια ήταν το χειρότερο.
• Στη Λέσβο πηγαινοερχόμουν μέχρι το 2019, έτσι αποφάσισα να κάνω κάτι προσωπικό, μια σειρά φωτογραφική βασισμένη στο βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη Η Παναγιά η Γοργόνα. Μάλιστα έδωσα στο πρότζεκτ τον ίδιο τίτλο, γιατί το βιβλίο μιλάει για μια άλλη προσφυγιά, των Ελλήνων της Μικρασίας που φτάνουν σε ένα ακρογιάλι, σε ένα ψαροχώρι της ελεύθερης πατρίδας, ξεριζωμένοι και με όνειρο να κάνουν ρίζες στα πατρογονικά χώματα. Ήθελα να πω μια ιστορία γι’ αυτόν τον πληθυσμό του χωριού που προέρχεται απευθείας από πρόσφυγες της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που έγινε πριν από έναν αιώνα. Με το προσφυγικό, οι άνθρωποι αυτοί είδαν όχι μόνο τη ζωή τους να διαταράσσεται αλλά αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τις αναμνήσεις των δικών τους οικογενειακών ιστοριών. Ξεκίνησα το έργο που στυλιστικά καθοδηγείται από τη μαγική ρεαλιστική αφήγηση του κειμένου, ενώ εξετάζει την επανάληψη της μαζικής μεταβατικής κίνησης σε αυτή την ακτογραμμή και τον ρόλο που παίζει η κοινωνική μνήμη στη μονιμότητα του τοπίου, αμφισβητώντας το ότι τα φυσικά περιβάλλοντα μπορεί να αποτελούν συνεχή στάδια σε διαφορετικές καταστάσεις μετατόπισης.
• Λίγο πριν από την πανδημία είχα ξεκινήσει την πρώτη μου ταινία, ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, ένα πορτρέτο της Αθήνας μέσα από τα μάτια ενός οδηγού ταξί, του μεγαλύτερου σε ηλικία στην Αθήνα, που πάει κάθε μέρα στον Παρθενώνα και ακούει την κουκουβάγια. που είναι κι αυτή ένας χαρακτήρας που συμβολίζει και την Αθήνα. Έχουμε κάνει αρκετά γυρίσματα, ένα μέρος τους έγινε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Πρόκειται για μια ταινία περίπλοκη με τρεις χαρακτήρες, για τη δημιουργία της οποίας ήθελα να πάρω τον χώρο και τον χρόνο μου. Θα έχει τίτλο Τα μυστικά της κουκουβάγιας. Είμαστε ακόμα στη φάση της παραγωγής, θα είναι έτοιμη το 2023. Ο δεύτερος ταξιτζής είναι τραγουδιστής και ο τρίτος ηθοποιός από την Αφρική.
Τα μυστικά της κουκουβάγιας
• Η Αθήνα είναι μια πόλη που αγαπάω, περπατάω πολύ, φωτογραφίζω, για μένα είναι η καλύτερη στον κόσμο, έχει μυαλό, έχει πνεύμα, έχει καρδιά, είναι ακόμα βρόμικη, αλλά αυτά μου αρέσουν· ο κόσμος της έχει ταπεραμέντο, είναι δυναμικός. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι αλλάζει πολύ γρήγορα, υιοθετούμε μια χιπστεροαισθητική και σε καφέ και μπαρ, με αποτέλεσμα να χάνουμε τα δικά μας καφενεία και τους φούρνους, τα μαγαζάκια μας. Αυτό με ενοχλεί πολύ, όπως και το ότι με την οικονομική κρίση πουλήσαμε τα πάντα ως χώρα, ακόμα και τα σπίτια μας. Και με ανησυχεί πολύ το ότι οι μόνοι που μπορούν να νοικιάσουν ή να αγοράσουν σπίτι στο κέντρο θα είναι οι επενδυτές. Εμένα, που μένω στη Νεάπολη, μόνο το κουδούνι δεν μου έχουν χτυπήσει για να με ρωτήσουν αν πουλάω το σπίτι μου. Αλλά είναι η πόλη μου και εδώ θέλω να ζω.
Ειρήνη Βουρλούμη: «Στον ίδιο χώρο»
Ένας φωτογραφικός διάλογος με τον ζωγράφο Ανδρέα Βουρλούμη
Επιμέλεια: Σταμάτης Σχιζάκης
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Λεωφ. Καλλιρρόης & Αμβρ. Φραντζή)
17/6-30/10