Hφωτογράφος Κατερίνα Καλούδη αποτυπώνει την απώλεια με έναν αποχαιρετισμό που απευθύνει προς τους γονείς της μέσα από τα αντικείμενα που τους συντρόφευσαν στη διάρκεια της ζωής τους. Τα φωτογράφισε προσεκτικά, κάνοντας μια καταγραφή της απουσίας-παρουσίας και επιχειρώντας να βρει τον δρόμο της απελευθέρωσής της και της συνέχειας.
Η Κατερίνα Καλούδη μέσα από τη φωτογραφική της δουλειά περιγράφει τα στάδια του πένθους.
«Η μητέρα μου πέθανε ξαφνικά», γράφει. «Δεν μπόρεσα να την αποχαιρετήσω. Η αναχώρησή της ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο και δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα από όσα έχω ζήσει. Αφύπνισε μέσα μου συγκινήσεις που δύσκολα μπορώ να συλλάβω και να εκφράσω με λόγια».
Το πατρικό σπίτι της Κατερίνας Καλούδη έμεινε όπως όλα τα πατρικά, ασάλευτο, απείραχτο, όπως το ήξερε για μισό αιώνα. Με τα έπιπλα και τις μυρωδιές και την οικειότητα μέσα στην οποία μεγάλωσε. Ελάχιστοι από όσους απομακρύνονται από το πατρικό δεν κουβαλούν μαζί τους αυτήν τη μυρωδιά.
Όσοι έχουν χάσει γονείς γνωρίζουν καλά αυτό το πρώτο στάδιο του αποχωρισμού, που ξεκινά με μια άρνηση. Να μην ακουμπήσεις τίποτα από τα πράγματα των γονιών, η κάθε αλλαγή, κάθε ξεκαθάρισμα φαντάζει ιερόσυλο.
Το πατρικό σπίτι της Κατερίνας Καλούδη έμεινε όπως όλα τα πατρικά, ασάλευτο, απείραχτο, όπως το ήξερε για μισό αιώνα. Με τα έπιπλα και τις μυρωδιές και την οικειότητα μέσα στην οποία μεγάλωσε. Ελάχιστοι από όσους απομακρύνονται από το πατρικό δεν κουβαλούν μαζί τους αυτήν τη μυρωδιά.
«Έπρεπε να προχωρήσω σε μια από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες της ζωής, να εκτελέσω το πιο βαρύ ψυχολογικό έργο που μπορεί κανείς να φανταστεί, με τις πιο περίπλοκες, αντιφατικές επιπτώσεις, να το αδειάσω» γράφει η Κ. Καλούδη.
Το «αδειάζω» είναι ένα ρήμα άγριο, μη συμφιλιωτικό, γεννάει εικόνες δύσκολες, πράγματα μιας ζωής στα σκουπίδια. Όπως οι περισσότεροι της γενιάς των γονιών μας, έτσι και οι γονείς της είχαν συνηθίσει να μην πετάνε τίποτα. Ίσως τα ελληνικά σπίτια είναι τα πιο μαξιμαλιστικά σε αυτό το επίπεδο. Αναμνηστικά και ρούχα και στέφανα και βαφτιστικά και αντικείμενα και πολλές φωτογραφίες και γράμματα και σημειώσεις και καρτ-ποστάλ, όλα βρίσκονται μέσα στα πατρικά, σε σπίτια ιδιόκτητα με αποθήκες, που ό,τι πάλιωνε φροντισμένα έβρισκε μια θέση κάπου αλλού.
Η Καλούδη ακολούθησε μια πρακτική ως μνημόσυνο και ως βήμα απελευθέρωσης. Άρχισε να φωτογραφίζει, μετατρέποντας την τραπεζαρία του σπιτιού της σε στούντιο, και άρχισε να αποκτά μια άλλη σχέση, μια εικαστική σύνδεση με τα αντικείμενα, τα ρούχα, τις παλιές φωτογραφίες, τις αναμνήσεις, τις ιστορίες της οικογένειας, τους φανταστικούς εσωτερικούς διαλόγους και τα συναισθήματά της.
Δανείστηκε τον τίτλο «Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου» από τη μετάφραση του βιβλίου της Lydia Flem «Comment j’ ai vidé la maison de mes parents» που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μελάνι (2006).
Η εργασία της Κατερίνας Καλούδη σχετίζεται με την ψυχολογική και πρακτική διεργασία που όλοι κάποια στιγμή στη ζωή, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Η διαδικασία του αδειάσματος αφύπνισε θύελλα συγκινήσεων, έγινε μέρος της αυτοανάλυσής της, της αναδρομής στη μέχρι τότε ζωή της και σε αυτή των γονιών και των υπολοίπων προγόνων της.
Επέλεξε το μέσο που μεταχειρίζεται με επιτυχία για την καλλιτεχνική της έκφραση ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ιστορίες του παρελθόντος της και την απώλεια των γονιών της. Η φωτογραφία άλλωστε έχει τη «μαγική» ιδιότητα να ανασύρει αναμνήσεις, να μας εμποδίζει από το να ξεχάσουμε τα γεγονότα που πέρασαν, να ζωντανεύει στη θύμησή μας τους ανθρώπους που έφυγαν, να μας κάνει να νοσταλγούμε. Έτσι στωικά η Κατερίνα Καλούδη εσωκλείει στις εικόνες της την τελευταία της συνομιλία με τους γονείς της και τους αποχαιρετά με τη γέννηση ενός καλλιτεχνικού έργου.
Η δημιουργία των έργων μεταμόρφωσε την όλη εσωτερική κι εξωτερική διεργασία της για το άδειασμα του σπιτιού των γονιών της. Της έδωσε τη δύναμη και τον τρόπο να συνειδητοποιήσει βαθύτερα τον σύνδεσμο με αυτούς από τους οποίους προήλθε, να τους τιμήσει, να τους ευχαριστήσει, να τους συγχωρήσει. Και να αποσυνδεθεί.
«Η μητέρα μου», γράφει στις σημειώσεις που συνοδεύουν τη φωτογραφική της εργασία, «έτυχε να είναι μοντέλο στα νιάτα της και διατήρησε σε όλη της τη ζωή το πάθος για τη φινέτσα και τη μόδα. Ένα πάθος που τη συνέδεε και με τη γιαγιά μου. Την έβλεπα να ράβει τα ρούχα της. Μεταξωτά, μάλλινα, μουσελίνες, βελούδα. Χρησιμοποιούσε μεταξωτές κλωστές που ταίριαζαν τέλεια στους χρωματισμούς του υφάσματος, απόχρωση με απόχρωση. Κρατούσε τις καρφίτσες ανάμεσα στα χείλια της, αλλάζοντας, διορθώνοντας, σχεδιάζοντας την καμπύλη ενός εβαζέ, το άνοιγμα μιας μασχάλης, το ψαλίδισμα μιας φάσας, το στρογγύλεμα μιας λαιμόκοψης, το γύρισμα ενός ρεβέρ, το πώς "έπεφτε" η φούστα. Χρησιμοποιούσε λέξεις που κανείς άλλος δεν πρόφερε: πλισέ, κρεπ ντε σιν, σιρίτια, κλος, ούγια, σουά σοβάζ… Ήταν όλα φυλαγμένα. Τα φορέματά της είχαν σωθεί από τον χρόνο που κυλά, θαυμαστά, ανέγγιχτα, αιωνίως άψογα. Σιγά σιγά η συλλογή άλλαξε χέρια. Οι κόρες μου, οι φίλες κι εγώ η ίδια τα προσαρμόσαμε στο δικό μας στυλ, εφηύραμε νέες αρμονίες, νέους συνδυασμούς και τους δώσαμε νέα ζωή. Ένα φόρεμα ποτέ δεν πεθαίνει».
Ο καθένας μέσα σε ένα σπίτι συνδέεται με τα μικροπράγματα που τον περιστοιχίζουν με τρόπο μοναδικό. Σε κατάφορτες βιτρίνες και γεμάτα συρτάρια γνωρίζουμε τι υπάρχει ακριβώς, ακόμα καλύτερα, γνωρίζουμε πώς έφτασε κάθε αντικείμενο εκεί, την ιστορία του, τον άνθρωπο που το δώρισε, τον τόπο όπου το αγοράσαμε και την περίσταση.
Οι ασήμαντες για έναν θεατή αλλά σημαντικές για εμάς στιγμές του προσωπικού μας βίου αποτυπώνονται στην έκθεση της Καλούδη με έναν τρόπο ποιητικό, όπως τα κείμενα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες της, που όχι μόνο παραθέτουν αγαπημένα αντικείμενα-τεκμήρια μιας ζωής που δεν υπάρχει πια, αλλά και μεταμορφώνουν τα πρόσωπα της οικογένειάς της σε φιγούρες παρηγορητικές και μυστηριώδεις μαζί, σε ανθρώπους που δεν θα χαθούν και το αποτύπωμά τους συγκινεί και προκαλεί ενδιαφέρον να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή τους, μια ζωή ανεπανάληπτη μέσα στον χρόνο.
«Υπάρχουν πολλά πράγματα που μας συνοδεύουν μέσα σε ένα σπίτι, μόνο που δεν είναι πράγματα, κουβαλούν ανθρώπινα ίχνη… Τα αντικείμενα που για πολύ καιρό μας συντροφεύουν δεν είναι λιγότερο πιστά, με τον δικό τους σεμνό και ταπεινό τρόπο, από τα ζώα και τα φυτά που μας περιβάλλουν. Το καθένα τους έχει μια ιστορία και μια σημασία ταυτισμένη με την ιστορία των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούσαν και τα αγαπούσαν».
«Αυτή η δουλειά θα μπορούσε να είναι ένας ψυχικός χάρτης. Άλλωστε, ο άνθρωπος και η ζωή του είναι ένας χάρτης», σημειώνει για την έκθεση η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια Μαριαλένα Σπυροπούλου. «Εν πολλοίς ανεξερεύνητος από εκείνον και από τους άλλους. Με τη γέννηση καλείται μέσα στα χρόνια του να αναλάβει την ευθύνη του και να τον χαράξει. Καλείται δηλαδή ξανά και ξανά, σε κάθε φάση, να βάλει τα δικά του σημεία πάνω σε αυτή την πορεία, άλλοτε πιο βίαια, άλλοτε πιο ομαλά και συμφιλιωμένα.
Όμως, αυτός ο χάρτης χρειάζεται στη συνέχεια τη δική μας επικαιροποίηση, τη δική μας επανεφεύρεση των τόπων στους οποίους οδηγεί, τους δρόμους που θα φράξουμε, τους δρόμους που θα αρνηθούμε και κυρίως θα ανοίξουμε. Τον "σκοπό" που θα σφυρίξουμε πηγαίνοντας προς τον σκοπό που καταλήγουμε. Τι "υλικά" θα βάλουμε στην πορεία μας προς τον θάνατο».
Παρατηρώντας τη δουλειά της Κατερίνας Καλούδη, θα διαπιστώσετε ότι είναι μια έκθεση αισθήσεων, όχι μόνο προσωπικών εικόνων. Έχοντας δει ολόκληρα νοικοκυριά σε παζάρια, αυτή η έκθεση ακτινογραφεί το αίσθημα του σεβασμού και της σύνδεσης για πάντα με έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, αλλά και με έναν κόσμο σκληρό, τον κόσμο των αντικειμένων που ζουν πολύ περισσότερο από τους κατόχους τους, οι οποίοι φρόντισαν στοργικά να φτάσει ακέραιη μια υλική κληρονομιά, ανεξάρτητα από την αξία της, στα χέρια μας. Αυτή η έκθεση δηλώνει τη συνέχεια αλλά και την αποδέσμευση προς μια περιοχή ελεύθερη, που σηματοδοτεί την πάντα καθυστερημένη χρονικά ενηλικίωση που έρχεται με το τέλος των γεννητόρων μας.
Λίγα λόγια για τη δημιουργό
Η Κατερίνα Καλούδη γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Μαθηματικά και Τέχνη στο Hamilton College της Αμερικής και συνέχισε με σπουδές Φωτογραφίας στο Royal College of Art του Λονδίνου (ΜFA), από όπου αποφοίτησε με το βραβείο της καλύτερης δουλειάς το 1986. Έχει φωτογραφίσει εκτενώς στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες και οι φωτογραφίες της έχουν δημοσιευθεί σε πολλά βιβλία, περιοδικά και εταιρικά έντυπα. Έργα της ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Έχει πραγματοποιήσει τις ατομικές εκθέσεις: «Έλληνες ΙΙ», Γκαλερί Σκουφά, Μύκονος, 2017 / «Μικρόκοσμος – Μακρόκοσμος», Γκαλερί Σκουφά, Αθήνα, 2014/ «Έλληνες Ι», Photomed Βηρυτός, 2014 / «Έλληνες Ι», Photomed, Σαναρί, Γαλλία, 2013 / «Μοντέρνες Αφροδίτες», Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου, 2010 / «Αντανακλάσεις και Νοητικά Τοπία», Γκαλερί Citronne, Πόρος, 2010 / «Νερομπογιές», Γκαλερί Σκουφά, Αθήνα 2010 / «Φωτογραφίες», Γκαλερί Κούρος, Νέα Υόρκη 2009 / «Αόρατες Επαφές», Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα, 2008 / «Μυστικά της Θάλασσας», Ναυτική Λέσχη Πειραιά, 2008 / «Έλληνες-Greeks», Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα, 2004 / «Φωτογραφίες», Γκαλερί Σκουφά, Αθήνα 2000 / «24 Ώρες στην Τράπεζα», Κεντρικό Κτίριο Γραφείων Alpha Bank, Αθήνα, 1995 / «Τσιγγάνες», Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, Αθήνα 1991.
Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων οι: «Σύγχρονη Τέχνη για τη Μήλο», Μήλος, 2021 / «3 Γυναίκες Φωτογράφοι», Φουγάρο Art Center, Ναύπλιο, 2019 / «Αναμόρφωση», Εκκλησία Pitié-Salpêtrière, Παρίσι, 2018 / «Lens culture», Φιναλίστας Πορτραίτων, PhotoLondon, 2018 / «Όψεις της Μεσογείου», Αθήνα, 2017 / «Orange Water Art Festival», Πάρος, 2017 / «Orange Water Art Festival», Εργοστάσιο Τεχνών (SAF), Σαντορίνη, 2017 / «Καλοκαίρια», Γκαλερί Citronne, Πόρος, 2015 / «4η Εικόνα», Χώρος De Βlancs Mοnteaux, Παρίσι, 2015 / «Ναυτίλος: Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα», Μουσείο Καλών Τεχνών, Βρυξέλλες, 2014 / «Ελληνικές Θάλασσες», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, 2013 / «TRASHFormation», ΕΜΣΤ, Αθήνα, 2013 / «Αφροδίτη 2012», Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα, 2013 / «Ταξιδεύοντας γύρω από τη γη», Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Αθήνα, 2012 / «Άλλη Ελλάδα», Γκαλερί Κούρος NY, Art Athina, 2010 / «Ανακτώντας την Ιθάκη», Γκαλερί Κούρος NY, Art Athina, 2009 / «Φωτοσυγκυρία», Μουσείο Φωτογραφίας, Θεσσαλονίκη, 2006 / «Οι Κυκλάδες μέσα από τη ματιά σύγχρονων καλλιτεχνών», Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 2005 / «Εικόνα και Είδωλο: Νέα Ελληνική Φωτογραφία», Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη, 1997 / «Το συναρπαστικό Μάτι», RCA, Λονδίνο, 1989 / «20 Νέοι Έλληνες Φωτογράφοι», Μήνας Φωτογραφίας, Αθήνα, 1987 / «Το Eυρωπαϊκό Bραβείο της Κodak», Αρλ, 1987 / «2η Μπιενάλε Νέων Ελλήνων Καλλιτεχνών», Θεσσαλονίκη, 1986.