Γεννήθηκα στην Αθήνα, στα Σεπόλια, τελείωσα το δημοτικό εκεί και μετά μετακομίσαμε στο Άργος, όπου είναι το πατρικό του πατέρα μου, για καλύτερη ποιότητα ζωής. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον υγιές, με δυο γονείς που αγαπιούνταν ‒και ακόμα αγαπιούνται‒ και δύο ακόμα αδερφές. Οι γονείς μου έκαναν δουλειές βάρδιας, ο μπαμπάς μου πυροσβέστης και η μαμά μου νοσοκόμα, έτσι πήγαινα πολύ συχνά στη γιαγιά, στο Άργος. Αυτή με έχει μεγαλώσει, ήταν η μάνα μου μέχρι τα τρία μου. Όποτε με είχαν στην Αθήνα οι γονείς μου έκαναν ανάποδη βάρδια, ένας πρωί ένας απόγευμα, για να είναι με τα παιδιά. Κατέβαλλαν πολύ κόπο και για τις τρεις μας, τότε δεν το καταλάβαινα, αλλά σήμερα καταλαβαίνω ότι κάθε γονιός κάνει αυτό που θεωρεί καλύτερο για το παιδί του.
• Από πολύ μικρή ήθελα να γίνω δικηγόρος, δικαστής. Με αφορούσε από τότε το κομμάτι της Δικαιοσύνης και ακόμα με αφορά, προσπαθώ πάντα στη ζωή να είμαι δίκαιη με όλους, και με μένα. Το όνειρό μου, όμως, όταν ήμουν δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών, ήταν να κάνω το Μπούρτζι στο Ναύπλιο εστιατόριο. Αποφάσισα έτσι να γίνω δικηγόρος, με σκοπό όμως στα σαράντα μου να έχω βγάλει αρκετά λεφτά ώστε να ανοίξω εστιατόριο. Το 2000 ήταν κάτι που γινόταν, τώρα ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο, ωστόσο έχω ακόμα το όνειρο για το Μπούρτζι.
• Η πρώτη μου ανάμνηση σε σχέση με το φαγητό είναι η γιαγιά μου να ζυμώνει στο σπίτι της. Κοιμόμουν στο δωμάτιο όπου ήταν η σόμπα και άκουγα μέσα στον ύπνο μου τον ήχο που κάνει το χέρι μέσα στο ζυμάρι, αυτό το «χλουπ». Τότε ξυπνούσα, σηκωνόμουν και έπρεπε οπωσδήποτε να ζυμώσω. Ήμουν πέντε-έξι χρονών και έβαζα τα καρβελάκια ένα-ένα στην πινακωτή, τα σκέπαζα με τις κουβέρτες και μετά, πριν πάμε τα ψωμιά στον φούρνο, φτιάχναμε τηγανόψωμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακολουθήσω όλη τη διαδικασία. Ρίχναμε τα ψωμιά με φτυάρι στον ξυλόφουρνο και όταν τα βγάζαμε, καθαρίζαμε τις στάχτες με βρεγμένο πανί.
Παίζουν πάρα πολλά, αλλά το πιο άσχημο απ’ όλα είναι μια έμφυτη υποτίμηση με την οποία αντιμετωπίζουν οι άντρες τις γυναίκες όταν αυτές είναι ανώτερές τους. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην κουζίνα, συμβαίνει παντού.
• Το φαγητό που υπήρχε στο σπίτι ήταν πάντα κατσαρόλας, το οποίο η μαμά με πολύ κόπο έφτιαχνε το βράδυ, αφού γύρναγε και από τη δεύτερη δουλειά. Μαγείρευε για να υπάρχει φαγητό για όλους μας το επόμενο μεσημέρι κι εμείς το ζεσταίναμε και το τρώγαμε. Ήταν καθημερινό ελληνικό φαγητό, φασολάκια, φακές, μοσχάρι κοκκινιστό με ρύζι, χοιρινό λεμονάτο, φασολάδα, μακαρόνια, ομελέτες, ό,τι χρειαζόταν για να είναι η οικογένεια όλη φαγωμένη.
• Η σχέση μου με το φαγητό ξεκίνησε όταν δώδεκα χρονών έβραζα ρύζι ή το κριθαράκι για το κοκκινιστό κρέας που είχε φτιάξει η μαμά μου. Δεν τηγάνιζα πατάτες γιατί φοβόμουν, αλλά τις έψηνα, για να συνοδεύσω το κυρίως φαγητό. Έκοβα σαλάτα, έστρωνα το τραπέζι και γύρω στα δεκαπέντε έφτιαξα μόνη μου μια ολοκληρωμένη μακαρονάδα και για τους πέντε μας, υπολογίζοντας την ποσότητα για να χορτάσουμε. Η μακαρονάδα έγινε μπριζόλες με πατάτες, μπιφτέκια με πατάτες και μετά άρχισα να φτιάχνω φασολάκια, αρακά, φακές. Στα δεκαοχτώ έφτιαχνα γεμιστά αξιώσεων. Όταν έδωσα Πανελλήνιες, είπα «θα πάω στη σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, αφού είμαι καλή στη μαγειρική», παρότι μου άρεσε και η Νομική. Έπεσαν όλοι πάνω μου, γονείς, καθηγητές, «όχι, αφού πιάνεις τα μόρια της Νομικής, είναι κρίμα να μην πας», και πήγα Νομική. Ωστόσο ποτέ δεν έπαψα να θέλω να μαγειρεύω και να ανοίξω εστιατόριο.
• Για μένα η μνήμη και το φαγητό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να ανακαλώ τη γευστική μνήμη. Θυμάμαι ‒και ακόμα μου τρέχουν τα σάλια‒ τον καγιανά που έφτιαχνε η γιαγιά μου, ο οποίος για μένα είναι μια γευστική μνήμη αξεπέραστη. Και όταν κατάφερα, μετά από πολλές προσπάθειες, να φτιάξω ένα πιάτο κοντά σε αυτό που έφτιαχνε η γιαγιά, ξετρελάθηκα. Και στο μαγαζί που κάνω consulting στην Τήνο ένα από τα δύο νέα πιάτα που πρότεινα ήταν ο καγιανάς. Όταν τον έφαγα και κατάλαβα ότι τον είχαν κάνει ακριβώς όπως τον είχα πει, πολύ κοντινό στον καγιανά της γιαγιάς μου, πήρα μια εσωτερική χαρά που δεν μπορώ να την περιγράψω. Είναι πολύ μεγάλο παιχνίδι η ανάκληση της γευστικής μνήμης και όποιος την καταφέρνει, είναι πολύ μπροστά στο παιχνίδι της γεύσης.
• Η σημερινή κοινωνία, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί χρονικά, ζει με το delivery. Και τα πιτσιρίκια έχουν συνηθίσει σε αυτό. Στο σπίτι μου δεν θυμάμαι να τρώγαμε απ’ έξω, μία φορά στις δεκαπέντε μέρες παίρναμε σουβλάκια και καμιά φορά, αν δεν προλάβαινε η μάνα μου να μαγειρέψει, παίρναμε από μια ψησταριά ένα ολόκληρο ψητό κοτόπουλο, βράζαμε λαχανικά ή φτιάχναμε μια σαλάτα κι αυτό ήταν το φαγητό μας το «απ' έξω». Κι εγώ, αν δεν πάω να φάω σε ένα από τα μαγαζιά μου, παραγγέλνω, αλλά και στα μαγαζιά μου τρώω συνήθως μια μακαρονάδα με τυρί, ρύζι με γιαούρτι ή ρύζι με κοτόπουλο. Αυτά είναι τα αγαπημένα μου φαγητά. Το delivery που παίζει σήμερα στις οικογένειες, δυστυχώς, μπορεί να στερήσει τη γαστρονομική μνήμη. Ωστόσο, οι μάγειρες αυτή τη στιγμή, και οι πολύ νεότεροι από μένα, ασχολούνται τόσο πολύ με το ελληνικό προϊόν και τον ελληνικό τρόπο παρασκευής, που πιστεύω ότι κάπως σώζεται η κατάσταση. Αν σε δέκα χρόνια η γευστική μνήμη ενός δεκαπεντάχρονου ανακαλείται με το να τρώει noodles ή katsu sando, εκεί κάπου θα έχει χαθεί η μπάλα.
• Θεωρώ ότι η δικαιοσύνη ‒και εννοώ την εσωτερική δικαιοσύνη του καθενός μας‒ θα έπρεπε να ορίζει τον κόσμο, αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Η νομική είναι φανταστική επιστήμη, αλλά η καθημερινότητά της, η δουλειά, είναι χάλια. Μια μέρα συνέβη κάτι πολύ ακραίο. Μού έστειλε μια συνάδελφος από Θεσσαλονίκη μια υπόθεση που ένας μπαμπάς είχε πάρει το παιδί του για Σαββατοκύριακο και δεν το έφερε πίσω και η μαμά θεωρούσε ότι το είχε απαγάγει ‒ όντως το είχε απαγάγει. Η μαμά του παιδιού με πήρε απελπισμένη, κλαίγοντας, κι εγώ, προσπαθώντας να περιφρουρήσω τον χώρο και τον χρόνο μου, της είπα «δεν μπορώ να κάνω κάτι τώρα, πάρε με αύριο, σε ώρες γραφείου». Και σκεφτόμουν όλο το βράδυ ότι πρώτον δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος και δεύτερον ότι δεν θέλω να γίνω αυτός ο άνθρωπος. Το πρωί που σηκώθηκα είπα «τέλος για μένα η δικηγορία». Συστεγαζόμασταν με δυο φίλες σε ένα γραφείο στη Σκουφά και έκανα πολλές μέρες να τους το πω γιατί κώλωνα, αλλά εν τέλει τους είπα «θα φύγω και θα πάω να κυνηγήσω το όνειρό μου». Έτσι κι έγινε. Με στήριξαν φουλ και αυτές και αρκετοί ακόμα φίλοι, κάποιοι άλλοι όμως όχι, γιατί είχαν τους δικούς τους ενδοιασμούς, και αυτό τότε με είχε πειράξει πολύ. Οι γονείς μου ήταν έξαλλοι, ο πατέρας μου έλεγε «θ’ αφήσεις το γραφείο και θα πας να πλένεις ταψιά;» κι εγώ του απαντούσα «μπαμπά, δεν τα πλένω τα ταψιά, τα γεμίζω» ‒ «το ίδιο είναι!». Τότε κατέβηκα στο Άργος και γράφτηκα στη σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και με τους γονείς μου οριακά δεν μιλούσαμε για δύο μήνες. Δεν ήθελαν με τίποτα, αλλά κατάλαβαν ότι εγώ το ήθελα πάρα πολύ και ότι το δικό μου θα περνούσε, γιατί εγώ θα όριζα τη ζωή μου. Αφού είδαν ότι πήγαινα καλά, ότι μου άρεσε και ήμουν χαρούμενη, ηρέμησαν.
• Το πρώτο μαγαζί όπου δούλεψα και έμαθα πολλά πράγματα ήταν η Fuga στο Μέγαρο Μουσικής. Τρομερή εμπειρία. Πριν από αυτό είχα δουλέψει σε ένα catering με δυο φοβερούς σεφ, όπου έμαθα πολύ καλά τις ποσότητες, αλλά στη Fuga έμαθα να κάνω πράγματα που ήταν επιστήμη. Είχα χτυπήσει ό,τι πόρτες είχα και δεν είχα, πήγα σε όλους τους γνωστούς μου ζητώντας δουλειά. Στη Fuga μου έκαναν δοκιμαστικό επί δέκα μέρες, με τέντωσαν και μετά μου είπαν «έλα, σε θέλουμε». Και πήγα πριν ακόμα τελειώσω τη σχολή. Πολλές φορές κι εγώ, όταν έχω την άνεση να πάρω κάποιον που δεν είναι μάγειρας, όταν μου περισσεύουν χέρια, το κάνω. Δεν μου έχει βγει άσχημα μέχρι στιγμής.
• Οι συνθήκες είναι γενικά δύσκολες σε μια επαγγελματική κουζίνα. Τα έμφυλα στερεότυπα δεν φεύγουν απ’ αυτήν γιατί δεν φεύγουν ούτε απ’ την κοινωνία, η κουζίνα αντικατοπτρίζει τη μεγάλη εικόνα. Παίζουν πάρα πολλά, αλλά το πιο άσχημο απ’ όλα είναι μια έμφυτη υποτίμηση με την οποία αντιμετωπίζουν οι άντρες τις γυναίκες όταν αυτές είναι ανώτερές τους. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην κουζίνα, συμβαίνει παντού. Στο μαγαζί στο οποίο κάνω consulting ο ιδιοκτήτης βρήκε έναν σεφ σαράντα πέντε χρονών με τεράστια εμπειρία, κάνουμε ραντεβού όλοι μαζί, όλα ok, και μετά έρχεται και μου φέρνει το μενού μου και μου λέει «αυτές είναι οι αλλαγές που θα κάνω». Τις διαβάζω, του λέω «εσείς θα είστε εκεί, εσείς έχετε τον τελικό λόγο και την ευθύνη, αν πιστεύετε ότι αυτές οι αλλαγές πρέπει να γίνουν, θα τις δοκιμάσουμε όλοι μαζί, να δούμε αν χρειάζονται και με χαρά να τις κάνουμε». Φεύγουμε από το ραντεβού και λέω στον ιδιοκτήτη «αυτός ο άνθρωπος δεν θα έρθει να δουλέψει, γιατί πιστεύει ότι θα έρθει να δουλεύει για μένα, κάτω από μένα». Μου λέει «σιγά, το έχουμε συμφωνήσει, έχουμε δώσει χέρια». Το ίδιο βράδυ μού στέλνει μήνυμα και μου λέει «είχες δίκιο, παραιτήθηκε!».
Ο εσωτερικευμένος μισογυνισμός είναι πανταχού παρών, πολύ ύπουλος και επικίνδυνος. Σιχαίνομαι που το λέω, αλλά δεν υπάρχει καμία μας που να μην τον φέρει έστω και λίγο. Γιατί οι μαμάδες μας και οι γιαγιάδες μας, οι θειάδες μας, οι φίλες μας που είναι τα πρότυπά μας, όλες οι κλώσες που περιβάλουμε η μία την άλλη ‒γιατί έχουμε μεγαλώσει ως κλώσες‒, έχουμε βαθιά ριζωμένο στο DNA μας το ζιζάνιο της πατριαρχίας. Κι αυτή η ρίζα, όσο και να την καίμε και να την πετάμε, ξαναβγαίνει.
• Όταν δούλευα στο Costa Navarino είχαμε είκοσι έναν sous-chefs, δεκαεννιά άντρες και δύο γυναίκες, κι αυτές ζαχαροπλάστριες. Η κουζίνα είναι φτιαγμένη έτσι που δυσκολεύει τις γυναίκες σωματικά, οπότε ήταν λαμπρό πεδίο δόξης για τους άντρες. Όταν η γυναίκα συνάδελφός σου δεν μπορεί να σηκώσει την κατσαρόλα, ενώ εσύ μπορείς, μάνι-μάνι στα μάτια του σεφ είσαι πιο ικανός μάγειρας, οπότε ανελίσσεσαι γρηγορότερα. Οι κουζίνες είναι φτιαγμένες για άντρες. Εγώ, που δεν θεωρούμαι κοντή γυναίκα, δεν φτάνω τα πίσω μάτια, αν έχω κατσαρόλι ή τηγάνι μπροστά, το πίσω μάτι δεν το φτάνω. Όλα τα ανθρωπομετρικά, σε όλες τις δουλειές, είναι μετρημένα πάνω σε άντρες, είναι όλα εξήντα πόντους, όσο πιάνει ένας άντρας. Οπότε, μοιραία, οι γυναίκες πήγαν πιο πίσω στις κουζίνες, ακριβώς επειδή η σωματοδομή τους δεν τις ευνοεί, έτσι επαναπαύθηκαν οι άντρες ότι εκείνοι θα κάνουν πάντα κουμάντο. Όταν άρχισαν οι γυναίκες να εργάζονται σκληρά, εξίσου με τους άντρες συναδέλφους τους, και να χαραμίζουν την προσωπική τους ζωή ή την οικογενειακή για λίγη παραπάνω καριέρα, τότε άρχισαν να βγαίνουν μαζί μπροστά. Αυτήν τη στιγμή έχουμε τρομερές γυναίκες μαγείρισσες, όμως κανείς δεν τις ξέρει, γιατί δεν είναι προβεβλημένο το πρότυπο της γυναίκας στην επαγγελματική κουζίνα. Δεν είναι μαθημένο το μάτι. Επίσης, τα μαγαζιά πολύ δύσκολα επιλέγουν γυναίκες σεφ, αν κι εγώ λυσσάω να έχω κορίτσια στις κουζίνες. Όταν βάλαμε αγγελία για τη Γαλιάντρα, μας έστειλαν δεκατρία αγόρια και δύο κορίτσια, αυτή είναι ποσόστωση, γιατί είναι αποθαρρυντικές οι δεκαέξι ώρες της κουζίνας για μια γυναίκα, το ότι δεν θα μεγαλώσεις τα παιδιά σου εσύ και θα σ’ τα μεγαλώσει η μάνα σου. Αλλιώς πρέπει να αφήσεις τη δουλειά της καριέρας, της δημιουργικότητας και της χαράς και να πας μαγείρισσα σε παιδικό σταθμό. Η κοινωνία δεν είναι διαμορφωμένη έτσι που μια γυναίκα, όποια δουλειά κι αν κάνει, να μπορεί να μεγαλώσει το παιδί της παράλληλα με την εργασία της. Δεν υπάρχουν εστιατόρια που να κρατάνε τα παιδιά των εργαζομένων, όπως στη Δανία, με δημιουργική απασχόληση. Όποιο επάγγελμα απαιτεί να θυσιάσεις προσωπικό χρόνο απευθύνεται κυρίως σε άντρες.
• Ο εσωτερικευμένος μισογυνισμός είναι πανταχού παρών, πολύ ύπουλος και επικίνδυνος. Σιχαίνομαι που το λέω, αλλά δεν υπάρχει καμία μας που να μην τον φέρει έστω και λίγο. Γιατί οι μαμάδες μας και οι γιαγιάδες μας, οι θειάδες μας, οι φίλες μας που είναι τα πρότυπά μας, όλες οι κλώσες που περιβάλουμε η μία την άλλη ‒γιατί έχουμε μεγαλώσει ως κλώσες‒, έχουμε βαθιά ριζωμένο στο DNA μας το ζιζάνιο της πατριαρχίας. Κι αυτή η ρίζα, όσο και να την καίμε και να την πετάμε, ξαναβγαίνει. Μια τύπισσα που έχει το δικό μου κορμί, που δεν είναι ένα κορμί που το βλέπει ο άλλος και το λιμπίζεται, θα δει κάποια που είναι σαράντα κιλά πιο αδύνατη και έχει μεγάλα μπούτια και θα πει «ρε φίλε, πώς βγήκε έτσι στην παραλία;». Ακόμα κι αν δεν το πει δυνατά, θα το σκεφτεί. Και για μένα λένε το ίδιο όλοι και το ξέρω, γι’ αυτό προσπαθώ να μην κάνω τέτοιες σκέψεις, αλλά όσο και να λέω «το κορίτσι είναι γαμώ και θα κάνει ό,τι θέλει και με αυτά τα μπούτια και με αυτά τα βυζιά και με τον κώλο έξω, και κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει», έχει περάσει από το μυαλό μου. Γιατί μου έχει περάσει στο DNA ότι πρέπει να είσαι ψηλή, ξανθιά, καλλίγραμμη για να τα έχεις όλα ξέσκεπα, αλλιώς να είσαι σεμνή και χαμηλοβλεπούσα και να κάθεσαι σπίτι σου και να μεγαλώνεις τα παιδιά σου.
• Από την άλλη, είναι ενθαρρυντικό το ότι τα νέα παιδιά αλλάζουν εντελώς την κατάσταση. Ένας φίλος μου που είναι drag ήρθε ένα βράδυ μετά τη δουλειά στο μαγαζί για να φάει και μετά από δυο μέρες μου έστειλε μήνυμα «η Γαλιάντρα είναι το μόνο μαγαζί της Αθήνας όπου μπήκα με γόβα, μούσια, βαμμένα νύχια, περπατώντας στα χαλίκια, και δεν με κοίταξε κανένας περίεργα». Είναι πολύ σημαντικό για μένα αυτό, όπως και το ότι τα μικρά παιδιά μεγαλώνουν χωρίς στερεότυπα. Μου έλεγε μια φίλη μου που έχει μια δεκατριάχρονη κόρη ότι έβλεπε ένα συγκρότημα στην τηλεόραση με τραγουδιστή και τραγουδίστρια και της είπε «μαμά, μου αρέσουν και οι δύο, νομίζω ότι μου αρέσουν και οι άντρες και οι γυναίκες» κι αυτή σούπερ cool μάνα της λέει «εντάξει παιδί μου, it’s ok». Το ότι δεκατριών χρονών κορίτσι είχε την άνεση να το πει στη μαμά του, ενώ αυτό δεν συνέβαινε πριν, και εκείνη το βρήκε ok, μου αρέσει πάρα πολύ, με φτιάχνει, μου δίνει ελπίδα.
• Αυτήν τη στιγμή στα εστιατόρια ζούμε την απόλυτη κατρακύλα γιατί οι πρώτες ύλες είναι στον Θεό κι αυτή η κούρσα δεν σταματάει. Ταυτόχρονα η βενζίνη είναι πανάκριβη, οπότε μοιραία ο κόσμος κωλώνει να αγοράσει και για ένα εστιατόριο σαν το δικό μου, που δεν είναι ακριβό, έχει ένα μέσο κουβέρ είκοσι δύο-είκοσι πέντε ευρώ, αυτό είναι απελπιστικό. Έρχονται οι άνθρωποι και πίνουν μια μπίρα, ένα κρασί, τρώνε ένα πιάτο και φεύγουν. Οι καταναλώσεις που χρειάζεται ένα εστιατόριο για να ζήσει δεν γίνονται, παρότι το μαγαζί είναι γεμάτο. Και απ’ ό,τι ξέρω είναι παντού τα ίδια. Ο κόσμος φοβάται να καταναλώσει, με ίδια επισκεψιμότητα στα μαγαζιά ο τζίρος είναι 25% κάτω.
• Παράτησα τη ζωή και τη δουλειά που είχα, μια καλή δουλειά, για να κάνω κάτι που απευθύνεται σε όλους και έτσι όπως πάμε εμείς, που κάνουμε εστίαση, οδηγούμαστε μαθηματικά να κάνουμε κάτι που αφορά μόνο την ελίτ. Κι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Δεν το θέλω. Τα μαγαζιά είναι γεμάτα και δεν βγαίνουν τα νούμερα. Τα κεφτεδάκια από μοσχίδα Κερκίνης τα χρεώνουμε επτάμισι ευρώ τη μερίδα, όχι δεκατέσσερα, είναι καντίνα. Μπορώ να πάρω κατεψυγμένο γαλλικό μοσχάρι με τεσσεράμισι ευρώ το κιλό, αλλά συνεχίζω να παίρνω μοσχίδα Κερκίνης, δεν ρίχνω την ποιότητα. Χίλιες φορές να κλείσω το μαγαζί. Δεν μπορώ να βάλω υλικό που δεν θα μπορώ να το δώσω στο βαφτιστηράκι μου που είναι τριών χρονών και στα παιδιά των φίλων μου. Θέλω να είναι φρέσκο και καθαρό. Όταν κοστολογώ στα μαγαζιά μου σκέφτομαι ως πελάτης, αλλά αυτό με κάνει κακή επιχειρηματία. Δεν μπορώ να δουλεύω δεκαέξι ώρες κάθε μέρα και να σκέφτομαι αν θα έχω να πάω διακοπές το καλοκαίρι. Και είμαι μόνη μου με ένα σκυλί. Λούσα δεν κάνω, λεφτά δεν χαλάω, έχω ένα καλό αυτοκίνητο με leasing, το σκυλί μου τρώει μια καλή τροφή και κάνω και μια ακριβή ψυχοθεραπεία, τίποτε άλλο. Δεν γίνεται να μην μπορώ να ζήσω με δυο μαγαζιά τα οποία είναι γεμάτα. Είμαι καλή επιχειρηματίας για τον πελάτη, αλλά κακή για μένα, αυτό δείχνουν τα νούμερα που δεν βγαίνουν. Γιατί δεν δέχομαι να μην πάρει κάποιος όλα τα ένσημα, δεν δέχομαι να μην πάρει τις προσαυξήσεις του, να μην πάρει τα νυχτερινά του, αλλά και καλή ποιότητα, και καλός εργοδότης, και καλός επιχειρηματίας προς τον πελάτη, προς το κράτος και προς το κέρδος δεν γίνεται. Κάτι απ’ όλα πρέπει να μπλοκαριστεί. Συγκεκριμένα, δύο απ’ τα πέντε, αν θέλεις να επιβιώσεις. Δεν μπορούν να είναι όλοι χαρούμενοι, δυστυχώς.
• Στην Τήνο ήθελα να βάλω στη σαλάτα μαύρο ντοματίνι. Πήγα στον παραγωγό και του ζήτησα να βάλει δύο ρίζες, τις έβαλε, αλλά τις έφαγε η πεταλούδα τις ντοματιές κι έτσι αγοράζω από την Αθήνα. Εν τω μεταξύ, όσο χειροτερεύει η φάση με την κλιματική αλλαγή, τόσο θα ακριβαίνουν τα υλικά. Αυτή την εποχή, Ιούλιο, η ντομάτα δεν γίνεται να έχει τρία ευρώ, αλλά η υπαίθρια δεν έχει βγει ακόμα, οι πρώιμες σάπισαν απ’ τις βροχές, κι αυτές που ήταν να βγουν τώρα δεν έχουν βγει γιατί ενδιάμεσα έκανε κρύο. Δεν έχουμε υλικό, με τι να δουλέψουμε; Κι αυτό αντικατοπτρίζεται παντού.
• Η ποιότητα του φαγητού που τρώμε στην Αθήνα έχει ανέβει κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια και έχει συμπαρασύρει μαζί της και το κόστος ‒ λογικό το βρίσκω μέχρι ενός σημείου. Η ποιότητα του φαγητού που δίνουν τα εστιατόρια έχει ανέβει, αλλά υπάρχουν και κάποια που σταθερά εμμένουν στη σαπίλα και για κάποιον λόγο έχουν πάντα δουλειά.
• Τα αγαπημένα μου υλικά είναι ό,τι πιο απλό μπορείς να φανταστείς, τα τυριά, το κρεμμύδι, η πάπρικα, τα λαχανικά στην εποχή τους. Φέρε μου ανοιξιάτικα λαχανικά και πάρε μου την καρδιά. Μου αρέσει πολύ η ζεστή κουζίνα, αλλά η έφεσή μου είναι στην κρύα. Αν μου δώσεις ένα βουνό λαχανικά και τυρί, με κλειστά τα μάτια θα φτιάξω κάτι που και να μην το έχω ξανακάνει, θα το δοκιμάσεις και θα πεις είναι ok. Στην κρύα το χέρι μου πάει αυτόματα, ξέρω τι θα συνδυάσω με τι, ακόμα και αν δεν τα έχω ξαναβάλει ποτέ μαζί, κι αυτό που θα βγάλω είναι πάντα πάρα πολύ ωραίο, από καλό και πάνω. Από τότε που το διαπίστωσα αυτό έχουν αρχίσει να μου αρέσουν πάρα πολύ τα φρέσκα λαχανικά και ό,τι είναι στην ώρα του και φρέσκο και τρυφερό το χρησιμοποιώ ωμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άλλος θα είναι χαρούμενος άμα του δώσω σαλάτα με ωμό κολοκύθι, ωμή μελιτζάνα, ωμό μανιτάρι, ωμό μπρόκολο ή κουνουπίδι. Δεν είμαστε και πάρα πολύ εκπαιδευμένοι γαστρονομικά, δεν είμαστε και έτοιμοι να δοκιμάσουμε. Και δεν το έχουμε και δεν θέλουμε ταυτόχρονα.
• Το πιο μεγάλο μου όφελος από την ασχολία μου με τη μαγειρική είναι ότι όσο περνάει ο καιρός και αποκτώ αυτοπεποίθηση στην κουζίνα, βλέπω ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζω τους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί μου και είναι υφιστάμενοί μου είναι πολύ πιο χαλαρός και άνετος. Όσο ήμουν πιο ανασφαλής, θεωρούσα ότι αν λίγο παρεκκλίναμε από αυτά που είχα πει, δεν θα βγαίναμε σωστοί, γιατί δεν ήξερα να διορθώσω τα πράγματα. Σήμερα, που ξέρω να τα διορθώσω, νιώθω μια ηρεμία. Και έχοντας καταλάβει αυτό, το έχω κάνει adapt σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου. Η ενασχόλησή μου με τη μαγειρική κάπως με έχει κάνει πιο cool τύπισσα.
• Υπάρχει ένας στίχος των Snow Patrol που λέει «I need your grace to remind me to find my own» που είναι πραγματικά ο τρόπος που συνδέομαι με τους ανθρώπους μέχρι σήμερα και ο τρόπος που επιλέγω να συνδέομαι γενικά. Το ίδιο κάνω κι εγώ γι’ αυτούς, όταν ο άλλος έχει χάσει τη λάμψη του, την αίγλη του, και κάπως θέλει λίγο από τη δική σου, του δίνεις για να ανέβει. Ασχολούμαι με τους ανθρώπους και επενδύω σε αυτούς και είναι ωραίο, με πάει παρακάτω κι εμένα.
• Με ενοχλεί η προσποίηση και η δηθενιά, το να μην είσαι αληθινός σε αυτό που σκέφτεσαι, λες, νιώθεις, πράττεις ή πρεσβεύεις. Με ενοχλεί ο τρόπος που η κοινωνία απεμπολεί την ευθύνη της για όλα τα σκατά που συμβαίνουν, με ενοχλεί που η μαμά και ο μπαμπάς λένε «δεν πειράζει που έδειρες το άλλο παιδάκι, γιατί κι αυτό σε χτύπησε». Πειράζει. Η βία είναι ένας φαύλος κύκλος, κόψε εκεί την αλυσίδα. Με ενοχλεί που η ανοχή μας ως συνόλου μας οδηγεί σε κακές καταστάσεις, παρ’ όλα αυτά συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε με αυτόν τον τρόπο, με ενοχλούν και τα πάρα πολύ υψηλά ενοίκια στο Μεταξουργείο. Με ενοχλεί που γκρινιάζουμε με το παραμικρό και τις πιο πολλές φορές χωρίς να έχουμε πραγματικό λόγο.
• Μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω με τα Lego μου. Έχω μια τεράστια συλλογή από παλιά Lego και παίρνω spare τουβλάκια, παίρνω βάσεις και χτίζω μόνη μου. Το πιο χαρούμενο και κατευναστικό πράγμα που γινόταν την περίοδο της καραντίνας στη ζωή μου ήταν το «κλακ» που κάνει το ένα Lego με το άλλο όταν κουμπώνουν, γιατί ξέρεις ότι όσο παλιά ή καινούργια και να είναι, πάντα θα ενωθούν και θα είναι εκεί, αυτό είναι μια βεβαιότητα. Δεν υπάρχει ευτυχία, σχεδόν πουθενά, οπότε πρέπει να την εφεύρουμε μόνοι μας, να τη βρίσκουμε όπου και όπως μπορεί ο καθένας, γιατί. στ’ αλήθεια, μόνοι μας τη φτιάχνουμε. Η αγαπημένη μου ασχολία είναι να φτιάχνω αυτοκίνητα από Lego με το βαφτιστήρι μου, μου αρέσει να βλέπω τη θάλασσα, μου φτιάχνει το κέφι, δεν με νοιάζει να μπω ούτε να είμαι κοντά, θέλω να τη βλέπω. Μου αρέσει πάρα πολύ και να βρίσκομαι με φίλους και να σχεδιάζουμε τη ζωή μας από κοινού.
• Πρακτικά με κουράζει που είμαι 130 κιλά, είναι κουραστικό να τα κουβαλάω. Κατά τ’ άλλα, με κουράζει πάρα πολύ η αναβλητικότητά μου σε θέματα που αφορούν στην προσωπική μου φροντίδα. Κι αυτό σημαίνει και τη σωματική αλλά πολλές φορές και τη συναισθηματική, την ψυχική. Είμαι βραδείας καύσης και λίγο αυτό με ενοχλεί.
• Η ζωή με έχει μάθει δύο πράγματα: «it is what it is» και «shit happens». Αυτά τα δύο.
Μπορείτε να δοκιμάσετε όσα μαγειρεύει η Γωγώ Δελογιάννη στην Αθήνα στη Στοά Φιξ (Στοά Φιξ @mosaikon, Κολοκοτρώνη 61, Σύνταγμα) και στη Γαλιάντρα (Γιατράκου 4, Μεταξουργείο).
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.