Ήταν Τρίτη πρωί και μετρούσαμε ήδη δύο μέρες στην Γκίζα. Βρισκόμασταν σε μια μικρή «όαση» με θέα τις πυραμίδες, μακριά από τον χαλασμό που είχαμε ακούσει ότι μας περίμενε στο κέντρο του Καΐρου. Η ζέστη ήταν αισθητή από νωρίς το πρωί, όχι όμως ανυπόφορη, όπως μας έλεγαν πριν ξεκινήσουμε από την Αθήνα. Μόλις έπεφτε ο ήλιος η ατμόσφαιρα άλλαζε απότομα και ο αέρας δρόσιζε, ενώ στο σημείο που βρισκόμασταν υπήρχε ελάχιστη υγρασία.
Μέναμε δίπλα σε έναν σύλλογο ενοικίασης αλόγων με την ονομασία «Πανόραμα». Η φωτεινή επιγραφή ξεχώριζε και οι υπεύθυνοι έστηναν πάνω στον χωμάτινο δρόμο ένα τραπέζι για υποδοχή, όπου λαγοκοιμούνταν πριν καλά καλά βραδιάσει. Δεν ξυπνούσαν ούτε από τα χλιμιντρίσματα των αλόγων ούτε από τις προσευχές των μουεζίνηδων.
Μαζί τους ξάπλωναν τρία σκυλιά με μεγάλα πεταχτά αυτιά, εξαιρετικά λεπτό τρίχωμα και τη γλώσσα μονίμως έξω. Η όψη τους ήταν copy paste σε όλη την πόλη και έδιναν την εντύπωση ότι πάλευαν να αναπνεύσουν στην κάψα του καλοκαιριού. Βαριούνταν να γαβγίσουν ακόμα και στους νέους επισκέπτες που μερικές φορές περνούσαν από μπροστά για να φτάσουν στο δωμάτιό τους. Μόνο έσερναν τα πόδια τους στις σκιές.
Εάν το ηλιοβασίλεμα σε μια θάλασσα που δεν κινείται σε γαληνεύει, αυτό στην έρημο σε μαγνητίζει διπλά. Νιώθεις πως ο ήλιος δύει τη στιγμή που εσύ τον κοιτάς από άλλο πλανήτη. Και ακόμη κι αν εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα, το φως στον ουρανό συνεχίζει να συντροφεύει τις κινήσεις σου.
Όταν όμως εκείνο το πρωί ξυπνήσαμε στις επτά, στη μέση του Καΐρου, απέναντι από τον Νείλο που άχνιζε από τα καυσαέρια της προηγούμενης νύχτας, η ηρεμία της Γκίζας ήταν παρελθόν. Οι κόρνες –αληθινή προέκταση των χεριών των οδηγών– ξεκίνησαν από νωρίς.
Ο οδηγός μας, ο Μοχάμεντ, μας παρέλαβε από την είσοδο του ξενοδοχείου. Ήταν νέος, με χείλη μελανά απ’ το πολύ τσιγάρο και ευγενικός. Είχαμε ήδη πάρει μια γεύση από το πόσο επιθυμητό ήταν το φιλοδώρημα, έτσι φροντίσαμε να το έχουμε έτοιμο από νωρίς και του χαμογελάσαμε κι εμείς εγκάρδια.
Είχαμε μπροστά μας πέντε ώρες. Κατευθυνόμασταν 340 χιλιόμετρα νότια του Καΐρου, όπου μας περίμενε μια σειρά από στάσεις, ξεκινώντας από τη Μαύρη Έρημο δίπλα στην όαση Bahariya. Μετά από μια βουτιά στις θερμοπηγές του Bir Sigam, θα ακολουθούσαν η κοιλάδα του Agabat, το Chrystal Μountain και η Λευκή Έρημος με τα εντυπωσιακά φυσικά βραχώδη γλυπτά, όπου και θα διανυκτερεύαμε. Πρώτα, όμως, θα οργανωνόμασταν στη μικρή πόλη με το όνομα Bawiti, στη δυτική πλευρά της ερήμου.
Παρά το γεγονός ότι η μέρα ξεκινά λόγω του ήλιου από νωρίς, στο Κάιρο οι έμποροι μερικές φορές αργούν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Νυσταγμένοι, σηκώνουν τις λαμαρίνες πιο αργά. Μέχρι να κάνουμε τις απαραίτητες στάσεις όμως, η ώρα είχε περάσει, έτσι διασχίζαμε τους κεντρικούς δρόμους με τα καταστήματα ανοιχτά και μια διαρκή βοή γύρω μας. Στο κέντρο τα ψηλά σπίτια, εκτεθειμένα στο έλεος της σκόνης και του καυσαερίου, μοιάζουν να αποσυντίθενται και το μόνο που ξεχωρίζει πάνω στη συμπαγή μάζα από τούβλα είναι τα χρωματιστά, απλωμένα ρούχα, οι κεραίες στα γιαπιά και στις ταράτσες και οι μιναρέδες.
Στους δρόμους επικρατεί το απόλυτο χάος. Στις τρεις λωρίδες, τέσσερις και πέντε σειρές από αυτοκίνητα κορνάρουν ασταμάτητα και ελίσσονται το ένα δίπλα στο άλλο σε απόσταση αναπνοής. Μικρά παιδιά στριμώχνονται στις λαμαρίνες, προσπαθώντας να σου πουλήσουν τριαντάφυλλα και περαστικοί διασχίζουν τον δρόμο αμέριμνοι, παίζοντας με την τύχη τους. Γαϊδουράκια βαδίζουν νωχελικά πάνω σε σκουπίδια, αγνοώντας τις κόρνες, τη στιγμή που ένα θαμπό στρώμα από σκόνη και καυσαέριο κυκλώνει τα πάντα. Η εικόνα ενός παιδιού γύρω στα δέκα που οδηγούσε ένα πελώριο τζιπ, ενώ ο συνομήλικος φίλος του στη θέση του συνοδηγού σχημάτιζε δαχτυλίδια με τον καπνό του τσιγάρου του, νομίζω πως θα με ακολουθεί για πάντα.
Βγαίνοντας στα προάστια, περάσαμε από χωματόδρομους με ξερά χωράφια-σκουπιδότοπους. Στο Κάιρο έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο γνωστή στους ξένους η Mansheya Nasir, η «πόλη των σκουπιδιών», όπου ζουν εκατοντάδες χιλιάδες, στην πλειονότητά τους Κόπτες, αποκλειστικά και μόνο από τη συλλογή σκουπιδιών. Ακόμη και στα νότια προάστια, όμως, μπορείς να δεις διάσπαρτες ετοιμόρροπες παράγκες από διάφορα υλικά, στη μέση του πουθενά, πλάι σε σωρούς σκουπιδιών. Ο οδηγός κορνάρει σε όποιον συναντάμε για να τον χαιρετήσει και αφού κάνει στάση σε ένα κινητό καφενείο από τα πολλά που μπορείς να δεις στις κεντρικές λεωφόρους, καπνίζει τρία απανωτά τσιγάρα και μας κάνει νόημα ότι φεύγουμε.
Όταν φτάνουμε μερικές ώρες μετά στη Bawiti, μια μικρή πόλη 30.000 κατοίκων γεμάτη μηχανές μεγάλων αποστάσεων και βουλκανιζατέρ, οι οικοδεσπότες μας μας καλωσορίζουν με ένα τσάι και μας κάνουν το τραπέζι. Πληρώνουμε μερικά χρήματα που νομίζαμε ότι συμπεριλαμβάνονταν στο αρχικό κόστος της εμπειρίας μας και πεινασμένοι πιάνουμε δουλειά. Τρώμε μελιτζάνα και κοτόπουλο, ρύζι και μακαρόνια, καθώς και φαλάφελ, πάντα μαζί το ειδικό λεπτό ψωμί που συνοδεύει κάθε γεύμα.
Μόλις ξεμουδιάζουμε από το πολύωρο ταξίδι, γνωρίζουμε τον Χουσεΐν που θα είναι ο άνθρωπός μας στη διανυκτέρευση. Το γεύμα μάς έχει χορτάσει, όμως η γεύση από το Koshary, το εθνικό street food της Αιγύπτου που είχαμε φάει το προηγούμενο βράδυ, δεν συγκρίνεται με τίποτα. Είχαμε κάτσει στο κέντρο του Καΐρου, στου Abou Tarek, ένα από τα πιο δημοφιλή μέρη στον κόσμο που σερβίρει αποκλειστικά και μόνο Koshary. Ζυμαρικά, ρύζι και καφέ φακές με ζουμερή σάλτσα ντομάτας, ξίδι σκόρδου και γαρνιτούρα από ρεβίθια και τραγανά τηγανητά κρεμμύδια δημιουργούν ένα πικάντικο, χορταστικό πιάτο που μένει στη μνήμη σου.
Αργότερα θα είχαμε την ευκαιρία να το απολαύσουμε ξανά, όμως για την ώρα ευχαριστήσαμε τους οικοδεσπότες μας για το τραπέζι και αναχωρήσαμε με ένα τζιπ Toyota γεμάτο με σάκους, sleeping bags και πάνω από πενήντα μικρά μπουκάλια νερό.
Τον Χουσεΐν τον συμπαθήσαμε αμέσως. Ήταν υπερκινητικός, μιλούσε ελάχιστα, μασουλούσε ασταμάτητα σπόρια, ανεβάζοντας την ένταση στα αιγυπτιακά τραγούδια που έπαιζαν non stop στο αυτοκίνητο, και έλεγε δυνατά «okey!», ενθουσιασμένος, κάθε φορά που μας καλούσε να κατέβουμε για μια στάση. Λίγο αργότερα, μαύρη γη έκανε την εμφάνισή της στα δεξιά μας. Βρισκόμασταν στην Black Desert, γνωστή στους ντόπιους με το όνομα Sahra al-Suda. Οι μαύροι λόφοι σού έδιναν την εντύπωση ότι βρισκόσουν στη μέση ενός τοπίου γεμάτου απομεινάρια ηφαιστειακής έκρηξης. Ο Χουσεΐν είπε «okey!» κι εμείς καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα για την πρώτη στάση μας.
Ψηλαφίσαμε το καβουρδισμένο έδαφος και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στην κορυφή ενός λόφου απ' όπου η θέα ήταν εντυπωσιακή. Η μαύρη έρημος οφείλει το χρώμα της σε έναν συνδυασμό σιδηρούχου χαλαζίτη και δολερίτη. Μαθαίνουμε ότι οι ηφαιστιογενείς μαύροι λόφοι στο τέλος της ερήμου υποδεικνύουν εκρήξεις που έγιναν πριν από εκατομμύρια χρόνια και διαμόρφωσαν την τοποθεσία. Από την κορυφή του λόφου βλέπεις απλώνεται μπροστά σου μια σειρά από βραχονησίδες σε ένα πέλαγος από άμμο. Είναι μεσημέρι, ο ήλιος καίει και αφού καλύπτουμε το κεφάλι μας, παίρνουμε μια ανάσα πριν κατεβούμε. «Vamos!», φωνάζει ο Χουσεΐν, και μαθαίνουμε τη δεύτερη αγαπημένη του λέξη.
Επτά χιλιόμετρα ανατολικά της Bahariya μας περιμένουν τα θερμά λουτρά της Bir Sigam δίπλα σε ένα μικρό κτίσμα στη μέση του πουθενά. Δυο ντόπιοι κοιμούνται κάτω από τη σκιά ενός δέντρου με τις μηχανές τους παρκαρισμένες. Βγάζουμε ανακουφισμένοι τα ρούχα μας και βουτάμε στο νερό που έχει γεύση από χώμα και σίδερο. Ο Χουσεΐν μας εξηγεί ότι το νερό έχει ιαματικές ιδιότητες, έρχεται εξακόσια μέτρα κάτω από το έδαφος, περνά από έναν μακρύ σωλήνα και καταλήγει με δύναμη στην πηγή.
Πλένουμε το κεφάλι και το πρόσωπο και απολαμβάνουμε τη δροσιά με θέα τα ξεροχώραφα γύρω μας. Μέσα στο κτίσμα, πάνω στους τοίχους υπάρχουν ζωγραφιές με θέμα το περιβάλλον και τον οικοτουρισμό, έργα επισκεπτών. Μερικά παιδιά παίζουν στο ρυάκι που σχηματίζεται εσωτερικά στο έδαφος. Ο οικοδεσπότης μας, ένα παιδί γύρω στα δεκαπέντε, μας ετοιμάζει τσάι και χαμογελάει ντροπαλός, όταν του ζητάμε να τον φωτογραφίσουμε.
Ακολουθεί το Crystal Mountain, το διαμάντι της ερήμου, ανάμεσα στις οάσεις Bahariya και Farafra. Στο συγκεκριμένο βουνό, που για την ακρίβεια αποτελεί μια ελαφρώς υπερυψωμένη τοποθεσία με μικρές καμάρες και λοφάκια, οι κρύσταλλοι ασβεστίτη λάμπουν στον ήλιο και αν ψηλαφίσεις το έδαφος τους νιώθεις να προεξέχουν σε πολλά σημεία.
Οι κάτοικοι της περιοχής χρησιμοποιούσαν για αρκετό καιρό τα ορυκτά πετρώματα για την κατασκευή του δρόμου, μέχρι που ερευνητές ανακάλυψαν την αξία της τοποθεσίας και έκτοτε αποτελεί αγαπημένη στάση των επισκεπτών της ερήμου. Θεωρείται ότι είναι ένα σπήλαιο με σταλαγμίτες και σταλακτίτες που ανέβηκε στην επιφάνεια λόγω της κίνησης του εδάφους και τα τοιχώματά του σιγά σιγά διαβρώθηκαν.
Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα μας περιμένει ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία της διαδρομής, η κοιλάδα του Agabat. Η θέα μπορεί να καρφώσει τα πόδια σου στη ρευστή άμμο της ερήμου για πολλή ώρα. Το μέρος ονομάζεται και «κοιλάδα των εμποδίων», καθώς εδώ το πέρασμα με τις καμήλες είναι τρομερά δύσκολο λόγω της κινούμενης επιφάνειας του εδάφους. Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει, η ησυχία είναι απόλυτη, μόνο ο άνεμος σφυρίζει στα αυτιά μας και φυσικά η φωνή του Χουσεΐν μετά από λίγο. «Okey!» λέει από το βάθος της κοιλάδας, όπου μας περιμένει μέσα στο Toyota. Αναγκάζεται κυριολεκτικά να μας μαζέψει, αφού κανείς δεν θέλει να αποχωριστεί το θέαμα. Για να μας δελεάσει μας δείχνει μερικές σανίδες και με αυτές μας καλεί να κάνουμε sandboarding σε ένα αμμώδες λοφάκι λίγο πιο πέρα.
Η κατάβαση είναι εκρηκτική και η κλίση του εδάφους δημιουργεί ένα απελευθερωτικό συναίσθημα, όμως με την κούραση να μας έχει καταβάλει δυσκολευόμαστε να ανεβούμε κουβαλώντας τις σανίδες. Το σώμα μας ρουφά ασταμάτητα νερό, αφού ο καθένας έχει πιει πάνω από επτά μπουκάλια καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Τα μάγουλά μας έχουν ξεραθεί από το χώμα και τον ζεστό αέρα, όμως γελάμε και επιβιβαζόμαστε στο όχημα σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Θα κατασκηνώναμε λίγο αργότερα, πριν δύσει ο ήλιος, στη Λευκή Έρημο, μια προστατευόμενη τοποθεσία από το 2002. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το μέρος αυτό κάποτε βρισκόταν κάτω από τον βυθό της θάλασσας μέχρι που ο ωκεανός εξαφανίστηκε και τη βραχώδη επιφάνεια αλλοίωσε ο αέρας που έφερε άμμο. Εκεί σκαρφαλώσαμε στους μικρούς λόφους για να απολαύσουμε το ροζ φως που κάλυπτε τον ορίζοντα και δημιουργούσε σκιές, παίζοντας με τα μικρά φυσικά γλυπτά της ερήμου.
Πάνω σε εκείνους τους βράχους μπορείς στ' αλήθεια να νιώσεις για μια στιγμή ευλογημένος. Εάν το ηλιοβασίλεμα σε μια θάλασσα που δεν κινείται σε γαληνεύει, αυτό στην έρημο σε μαγνητίζει διπλά. Νιώθεις πως ο ήλιος δύει τη στιγμή που εσύ τον κοιτάς από άλλο πλανήτη. Και ακόμη κι αν εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα, το φως στον ουρανό συνεχίζει να συντροφεύει τις κινήσεις σου.
Όταν νύχτωσε ο Χουσεΐν άναψε τη φωτιά και έψησε κοτόπουλο. Οι κατσαρόλες με ρύζι και λαχανικά κόχλαζαν πάνω από το πετρογκάζ και εμείς, κουρασμένοι, αλλά γεμάτοι, περιμέναμε χωρίς να βγάζουμε κουβέντα για πολλή ώρα, παίζοντας με τα σκαθάρια που άφηναν λεπτά ίχνη στην άμμο. Ο θόρυβος των ξύλων που γίνονταν κάρβουνο μας νανούριζε και πριν το πάρουμε χαμπάρι ο πιο καθαρός ουρανός που έχουμε δει ποτέ έκανε την εμφάνισή του πάνω από τα κεφάλια μας.
Φάγαμε σιωπηλοί. Παρατηρούσαμε τους αστερισμούς και τους πλανήτες, τα στίγματα που λαμπύριζαν πεντακάθαρα σαν κρύσταλλα. Ρουφήξαμε το τσάι μας σαν βάλσαμο και με τη φωτιά να έχει σχεδόν σβήσει ξαπλώσαμε στα στρώματά μας. Έτσι, ανάσκελα, ώρα μετά, μας πήρε ο ύπνος.
Η αυγή ήταν στις 5:20 και ο Χουσεΐν, που είχε κοιμηθεί στην οροφή του αυτοκινήτου, ξύπνησε πρώτος. «Vamos», φώναξε. «The sun is coming out».
Στην κοιλάδα του Αγκαμπάτ