ΣTHN EΠΟΧΗ ΠΡΙΝ από την ανακάλυψη του «αθηναϊκού downtown», ζωή στο κέντρο σήμαινε κυρίως, για μένα τουλάχιστον, τα μέρη, τα ορόσημα, οι καταστάσεις και ο κόσμος μεταξύ πλατείας Κολωνακίου και πλατείας Εξαρχείων, παρά τους «εμφυλιακούς» διαχωρισμούς που συνέδεαν πάντα αυτούς τους δύο πόλους.
Εδώ και μερικούς μήνες συνδέονται πλέον και μέσω της κοινής τους μοίρας. Πρώτα η μία και μετά η άλλη αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία και από την κοινή θέα για να μετατραπούν σε εργοτάξια του μετρό, σε κρατήρες, σε μαύρες τρύπες περιφραγμένες με λαμαρίνες.
Και οι δύο ιστορικές πλατείες επίσης, έμοιαζαν εδώ και χρόνια, και για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, μάλλον αμήχανες και ακυρωμένες, σα να λειτουργούσαν μόνο σε ένα συμβολικό πεδίο. Υποτίθεται ότι κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον, μετά την αποπεράτωση των έργων και την περιβόητη «ανάπλασή» τους, θα επιστρέψουν στο κοινό, αλλά μόνο κατ’ όνομα επί της ουσίας, και με τη γραμματοσειρά των σταθμών της Αττικό Μετρό Α.Ε.
Γίνεται πολύς λόγος περί δόλιας και εξ άνωθεν διάβρωσης της φυσιογνωμίας των Εξαρχείων με μοχλό της επέλασης του gentrification τον σταθμό του μετρό. Μα το gentrification της περιοχής συμβαίνει έτσι κι αλλιώς και σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα συντελείται από αυτούς που το καταγγέλλουν.
Πέρα από ρομαντισμούς και νοσταλγίες όμως, το μετρό είναι ίσως το πιο χρήσιμο και το πιο σύγχρονο (και το πιο «ευρωπαϊκό») πράγμα που συνέβη σ’ αυτή την πόλη και η συγκοινωνιακή λογική που το διέπει είναι να δημιουργηθούν όσο πιο πολλοί και πυκνοί σταθμοί είναι εφικτό, ειδικά στο κέντρο μιας πόλης, όπως συμβαίνει σε όλον τον κόσμο.
Συνεπώς, οι αντιδράσεις του τύπου «γιατί να γίνει σώνει και καλά εκεί αφού υπάρχει άλλος σταθμός ενάμισι χιλιόμετρο πιο πέρα» μου φαίνονται λίγο ακατανόητες. Όσον αφορά επιμέρους αντιρρήσεις πολεοδομικού, πολιτισμικού, οικολογικού ή ιδεολογικού τύπου, μπορώ να τις κατανοήσω, τουλάχιστον εν μέρει, αν όχι να τις συμμεριστώ.
Θέλω να πω, γίνεται πολύς λόγος περί δόλιας και εξ άνωθεν διάβρωσης της φυσιογνωμίας των Εξαρχείων με μοχλό της επέλασης του gentrification τον σταθμό του μετρό. Μα το gentrification της περιοχής συμβαίνει έτσι κι αλλιώς και σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα συντελείται από αυτούς που το καταγγέλλουν, και ειδικά τους διάφορους εναλλακτικούς entrepreneurs που ξεπουλάνε τον vintage ελευθεριακό χαρακτήρα της περιοχής με όποιον τρόπο μπορούν, κυρίως ως «ψαγμένο» τουριστικό προϊόν ή ως ασφαλή προσομοίωση επαναστατικής δράσης.
Οι αντιδράσεις στο εργοτάξιο της πλατείας Φιλικής Εταιρείας που ξεκίνησε πρώτο υπήρξαν λιγότερο έντονες και σαφώς λιγότερο «ιδεολογικοποιημένες». Έτσι κι αλλιώς το Κολωνάκι μοιάζει να τελεί υπό παραίτηση εδώ και χρόνια, σα να απόκαμε από τις απανωτές κρίσεις που επέφεραν τη σταδιακή απώλεια της όποιας ταυτότητας φαινόταν να έχει κάποτε.
Εκείνους που κατανοώ απολύτως είναι τους κατοίκους και τους καταστηματάρχες (ειδικά τους δεύτερους) γύρω από τις δύο πλατείες, που για την υπόλοιπη δεκαετία θα πρέπει να ζουν μ’ αυτή την παρακμή και μ’ αυτή την ακύρωση και μ’ αυτή την ταλαιπωρία. Είναι πολύς ο καιρός και δεν περισσεύει, ειδικά μάλιστα όταν το φως στο τέλος του τούνελ, πέρα από έναν νέο σταθμό του μετρό, είναι μια ιδέα περί αλλαγής, ανάπλασης και εξευγενισμού που μοιάζει να μη σε περιλαμβάνει.