ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΗ - ΔΥΣΗ και η θέση του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας μέσα σ’ αυτήν τη μεγάλη πολιτισμική γεωγραφία κλονίζεται καταλυτικά με τα «ευρήματα» του ερευνητικού προγράμματος «Thomas de Aquino Byzantinus» (Ο Βυζαντινός Θωμάς Ακυινάτης).
Στόχος του προγράμματος, που λειτουργεί από το 2006 έως σήμερα και συνενώνει ερευνητές και πανεπιστημιακά/ερευνητικά ιδρύματα από πολλές χώρες, είναι η κριτική έκδοση μεταφράσεων έργων του Θωμά Ακυινάτη που έγιναν στο ύστερο Βυζάντιο (δέκατος τέταρτος αιώνας) και υπογράφονται από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής.
Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, μετά το σχίσμα του 1054 μ.Χ. παύει κάθε διάλογος μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό γενικότερα στο πολιτισμικό, ανθρωπολογικό, ιδεολογικό, φιλοσοφικό, πολιτικό, κοινωνικό κ.λπ. πεδίο.
Όπως ξέρουμε, η διχοτομία αυτή δεν ανήκει οριστικά στο παρελθόν αλλά είναι ισχυρή ακόμη και σήμερα και επανέρχεται διαρκώς στον δημόσιο λόγο, και όχι μόνο στον θεολογικό/εκκλησιαστικό. Το πρόγραμμα δείχνει όμως ότι η διχοτομία Ανατολή - Δύση είναι δύσκολο πλέον να υποστηριχθεί με ιστορικά τεκμήρια και ότι ο διάλογος δεν διακόπηκε ποτέ.
Μάλιστα, ο διακεκριμένος Αμερικανός θεολόγος Μάρκους Πλέστιντ, του καθολικού πανεπιστημίου Μαρκέτ στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν, τονίζει ότι «οι βυζαντινοί στοχαστές της περιόδου εκείνης γνώριζαν τη δυτική θεολογική (και φιλοσοφική) σκέψη περισσότερο απ’ όσο οι Δυτικοί συνάδελφοί τους τη βυζαντινή και επέδειξαν εξαιρετική ελευθερία και ευρηματικότητα κατά την πρόσληψή της».
Ο Θωμάς Ακυινάτης (1224/25-1274) άσκησε, όπως ξέρουμε, τεράστια επίδραση στην ευρωπαϊκή σκέψη. Θεωρείται μάλιστα «μαθητής» του Αριστοτέλη, με την έννοια ότι καθιέρωσε τον Έλληνα φιλόσοφο στον μεσαιωνικό κόσμο. Εκείνο που δεν ξέραμε είναι ότι άσκησε μεγάλη επίδραση και στη βυζαντινή σκέψη.
Ο Θωμάς Ακυινάτης (1224/25-1274) άσκησε, όπως ξέρουμε, τεράστια επίδραση στην ευρωπαϊκή σκέψη. Θεωρείται μάλιστα «μαθητής» του Αριστοτέλη, με την έννοια ότι καθιέρωσε τον Έλληνα φιλόσοφο στον μεσαιωνικό κόσμο. Εκείνο που δεν ξέραμε είναι ότι άσκησε μεγάλη επίδραση και στη βυζαντινή σκέψη.
Διαβάζω, λοιπόν, ως γενικός αναγνώστης, με μεγάλη έκπληξη το βιβλίο Thomas Latinus, Thomas Graecus - Ο Θωμάς Ακυινάτης και η πρόσληψή του στο Βυζάντιο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άρτος Ζωής.
Το βιβλίο περιλαμβάνει τα πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου που είχε συνδιοργανωθεί στο τέλος του 2017 από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Hellenic Institute του Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Επιμελητές του είναι ο Γιάννης Δημητρακόπουλος, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, και ο Χαράλαμπος Δενδρινός, senior lecturer Βυζαντινής Φιλολογίας και Ελληνικής Παλαιογραφίας στο Royal Hοlloway, που έχουν και τη γενικότερη ευθύνη του προγράμματος.
Προφανώς είναι ένας τόμος που περιλαμβάνει επιστημονικές ανακοινώσεις και απευθύνεται στην επιστημονική κοινότητα. Αλλά «γενικά» κείμενα, όπως του Σταύρου Ζουμπουλάκη, προέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, των δύο επιμελητών αλλά και του Μάρκους Πλέστιντ, με το οποίο κλείνει ο τόμος, παρουσιάζουν τη γενικότερη σημασία που έχει αυτή η τεκμηρίωση του διαλόγου Ανατολής - Δύσης. Μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα υπερβαίνει το στενό ερευνητικό/πανεπιστημιακό πλαίσιο και αποκτά πολιτικές διαστάσεις. Αξίζει να κοινοποιηθεί και σε ευρύτερο κοινό.
Τα έργα του Θωμά Ακυινάτη μετέφραζαν στα ελληνικά σημαντικές προσωπικότητες/θεολόγοι που έζησαν στον δέκατο τέταρτο αιώνα. Ανάμεσά τους ήταν οι αδελφοί Κυδώνη, ο Δημήτριος (1320/25-1397) και ο Πρόχορος (1330-169/71).
Ο Δημήτριος Κυδώνης μετέφραζε συστηματικά έργα της χριστιανικής λατινικής γραμματείας από συγγραφείς όπως ο Ανσέλμος Καντουαρίας, ο Ριχάρδος του Σταυροβουνίου και άλλοι. Το έργο του Θωμά Ακυινάτη κατείχε όμως το μεγαλύτερο μέρος της μεταφραστικής του εργασίας. Στόχος του ήταν «να καταστήσει προσιτή τη δυτική-ρωμαιοκαθολική σκέψη στον βυζαντινό κόσμο».
Ο Πρόχορος Κυδώνης είχε τα ίδια ενδιαφέροντα με τον αδελφό του. Γνώριζε, φυσικά, λατινικά, που μάλλον τα είχε διδαχθεί από τον αδελφό του. Ο Δημήτριος Κυδώνης είχε μαθητεύσει δίπλα σ’ έναν Δομινικανό μοναχό του κοινοβίου του Πέρα στην Κωνσταντινούπολη. Οι Δομινικανοί είχαν παρουσία στην Κωνσταντινούπολη από τα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα και συνέβαλαν στο να γίνει γνωστός ο Θωμάς Ακυινάτης, επίσης Δομινικανός.
Όπως γράφει ο Χαράλαμπος Δενδρινός, η σκέψη του Θωμά, «με την καθαρότητα, το εύρος και την ποιότητά της» μαγνήτισε θεολόγους όπως «οι Δημήτριος και Πρόχορος Κυδώνης, ο Μανουήλ Καλέκας και ο Γεώργιος Σχολάριος, οι οποίοι εμβαπτίστηκαν στη θωμική σκέψη και αφιέρωσαν σημαντικό μέρος της πνευματικής τους δραστηριότητας στη μετάφραση, σύνοψη, μελέτη και αφομοίωση του έργου του».
Ο Πρόχορος είχε βρεθεί «εκ παίδων» στο Άγιο Όρος, όπου έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε ιερέας στην Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Ήταν οπαδός της λατινικής σχολαστικής σκέψης και αντίθετος με τον Γρηγόριο Παλαμά (1296-1356), αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τη διδασκαλία του και τον ησυχασμό. Όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία κύρωσε επίσημα τη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά, ο Πρόχορος διώχτηκε. Έγινε έφοδος στο κελί του, όπου βρέθηκαν συγγράμματα «αιρετικών» και «κακόδοξων», και καταδικάστηκε από τη Σύνοδο του 1368.
Η περιπέτεια των αδελφών Κυδώνη, έτσι όπως παρουσιάζεται στις ανακοινώσεις που περιλαμβάνονται στον τόμο των εκδόσεων Άρτος Ζωής, δείχνει ότι μέσα από το ερευνητικό πρόγραμμα «Thomas de Aquino Byzantinus» αναδεικνύεται μια ολόκληρη κοινότητα διανοουμένων. «Φωτίζεται ένας ολόκληρος κόσμος από γραφείς, μεταφραστές, λογίους, θεολόγους και φιλοσόφους», γράφει ο Χαράλαμπος Δενδρινός.
Όλοι αυτοί δραστηριοποιούνται «σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση πολιτική, κοινωνική, οικονομική, θρησκευτική, συναισθηματική, ψυχολογική, υπαρξιακή, μια κοινωνία με πολλές αντιθέσεις που προσπαθεί να βρει απαντήσεις σε μεγάλες προκλήσεις».
Τα ερωτήματα αυτά δεν ήταν μόνο στενά θεολογικά. Είχαν σχέση, για παράδειγμα, με την απειλή του Ισλάμ και το πώς η θεία πρόνοια εγκατέλειψε τον περιούσιο ορθόδοξο χριστιανικό λαό. Είχαν σχέση με το πώς μπορεί να ενωθούν η ανατολική και η δυτική χριστιανοσύνη, χωρίς να νοθευτεί η πίστη. Ή πώς ο φιλοσοφικός στοχασμός και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα μπορούν να συμβάλουν στην προσπάθεια για την κατανόηση του θείου. Αν υπάρχει σωτηρία και τι είδους σωτηρία είναι αυτή.
Πολλοί βυζαντινοί διανοούμενοι, λοιπόν, αναζητούσαν απαντήσεις σε κείμενα της Δύσης και ιδιαίτερα σε αυτά του Θωμά Ακυινάτη. Υπήρχαν όμως και πολλοί Βυζαντινοί θεολόγοι που χρησιμοποιούσαν, όπως δείχνει η έρευνα του Γιάννη Δημητρακόπουλου, αποσπάσματα και επιχειρήματα του Θωμά Ακυινάτη, δηλωμένα ή αδήλωτα, προκειμένου να αντικρούσουν απόψεις Λατίνων συναδέλφων τους.
Τα προς έκδοση κείμενα ελληνικών μεταφράσεων έργων του Θωμά Ακυινάτη και άλλων σχετικών με το έργο του, τα οποία είτε είναι εντελώς ανέκδοτα ή έχουν εκδοθεί με ατέλειες, φτάνουν στον αριθμό πενήντα τέσσερα. Σώζονται σε περισσότερα από εκατόν σαράντα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα που φυλάσσονται σε δημόσιες και μοναστηριακές βιβλιοθήκες στην Ευρώπη, στην Αίγυπτο, στο Ισραήλ και στη Ρωσία.
Ο τεκμηριωμένος πλέον διάλογος ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση, με κέντρο του έργο του Θωμά του Ακυινάτη, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Ταυτόχρονα μπορεί να προκαλέσει μια σχισμή στη σύγχρονη ελληνική Ορθοδοξία που καταδικάζει τον Θωμά, χωρίς να έχει διαβάσει ούτε μια γραμμή του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO