ΗΤΑΝ 2009 ΟΤΑΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ ΦΙΛΜ με τίτλο «Μαύρο πάνω σε λευκό: Ένα οδοιπορικό στη Γερμανία των ναζί», συμπαραγωγής της Δυτικογερμανικής Ραδιοφωνίας και του ARTE. Το φιλμ στηριζόταν σε ένα συγκαλυμμένο (undercover) ρεπορτάζ του διάσημου συγγραφέα και δημοσιογράφου Günter Wallraff.
Ο Wallraff έχει τιμηθεί πολλές φορές για το έργο του, μεταξύ άλλων για τη γενναία στάση ανοιχτής διαμαρτυρίας εναντίον του χουντικού καθεστώτος στην Ελλάδα τον Μάιο του 1974, πράξη για την οποία είχε φυλακιστεί από την απριλιανή χούντα.
Στο φιλμ, είχε μεταμορφωθεί σε έναν μαύρο μετανάστη από τη Σομαλία που επί μήνες διέσχιζε τη Γερμανία, συλλέγοντας εμπειρίες ξενοφοβίας και ρατσισμού στην επαφή του με νεοναζιστές, χούλιγκαν αλλά και καθημερινούς ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών χαρακτηριστικών και στάτους, όπως και με θεσμούς της τοπικής διοίκησης και της αστυνομίας.
Έχοντας τη βοήθεια μιας ομάδας επαγγελματιών, από make-up artists μέχρι τεχνικούς και βοηθούς που είχαν συγκεκριμένους ρόλους σε αυτό το σκηνοθετημένο οδοιπορικό, το φιλμ κατέγραψε στάσεις, εκφράσεις και συμπεριφορές του λευκού γηγενούς πληθυσμού απέναντι σε έναν μαύρο μετανάστη.
Παρότι το φιλμ ήταν αποκαλυπτικό, η συγκαλυμμένη μέθοδος καταγραφής που χρησιμοποιήθηκε αντιμετωπίστηκε με αιχμηρή κριτική. Σοβαρά μέσα ενημέρωσης και άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο θεώρησαν πως το φιλμ και η τεχνική Wallraff, αντί να αποτυπώνουν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, αναδεικνύουν σκηνοθετημένες πτυχές τους αναπαράγοντας τα ίδια μοτίβα προκαταλήψεων μέσα στα οποία διακρίσεις απέναντι στον οιονδήποτε άλλο, από τον μετανάστη μέχρι τον γηγενή διευκολύνονται να αναδειχθούν.
Η εισαγωγή στον δημόσιο διάλογο, λοιπόν, μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας καθιστά αναγκαία τη συζήτηση για την καλύτερη τήρηση των πρωτοκόλλων που διέπουν την έρευνα.
Πώς όμως φθάνει κανείς στην παραγωγή πρωτογενούς υλικού προκειμένου να αποτυπώσει, μελετήσει ή/και παρουσιάσει δημόσια ένα θέμα; Μέχρι πού και με ποια μέσα μπορεί να διεισδύσει σε περιοχές του ερευνητικού του ενδιαφέροντος ένας/μια επιστήμονας, δημοσιογράφος ή συγγραφέας;
Το ερώτημα επικαιροποιήθηκε στην ελληνική δημοσιότητα με την υπόθεση γνωστού συγγραφέα παιδικών βιβλίων ο οποίος έχει προφυλακιστεί για κατοχή αρχείων παιδικής πορνογραφίας που εντοπίστηκαν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Παρά το σοκ που έχει προκληθεί και το οποίο αυτονοήτως συμμερίζομαι όσον αφορά το ενδεχόμενο μια τέτοια πράξη να έχει πράγματι συντελεστεί, δεν θα ήθελα να υπαινιχθώ οτιδήποτε αφορά το ποινικό σκέλος της δικαστικής υπόθεσης.
Σε ό,τι αφορά, όμως, τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι «το υλικό που βρέθηκε και κατασχέθηκε στον σκληρό δίσκο (του υπολογιστή του) αποτελεί πρώτη ύλη για βιβλίο» του που είναι υπό συγγραφή και έχει ως θέμα του «το Internet, τους κινδύνους που εγκυμονεί υπό το πρίσμα της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης των ανηλίκων», είναι ένα θέμα που δεν χρειάζεται να προηγηθεί κάποια δικαστική απόφαση για να μας προβληματίσει.
Προσωπικά, συγκλονίζομαι από το ότι θα μπορούσε να εκληφθεί ως άλλοθι η κατοχή ενός τέτοιου παράνομου υλικού, εφόσον αποδεικνυόταν ότι αυτό θα χρησιμοποιούνταν ως βάση για την κατανόηση ενός τόσο σκληρού και διαστροφικού φαινομένου.
Και μόνο η εισαγωγή στον δημόσιο διάλογο, λοιπόν, μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας καθιστά αναγκαία τη συζήτηση για την καλύτερη τήρηση των πρωτοκόλλων που διέπουν την έρευνα, είτε αυτή γίνεται για αμιγώς επιστημονικούς είτε για ευρύτερους συγγραφικούς, δημοσιογραφικούς κ.ά. σκοπούς.
Εκκινώντας από το ζήτημα της επικαιρότητας που αφορά τη χρήση υλικού παιδικής πορνογραφίας έστω για συγγραφικούς λόγους, είναι σημαντικό να είμαστε απόλυτα αυστηροί στον κανόνα δεοντολογίας και ηθικής, ότι δηλαδή ορισμένα είδη έρευνας, πρωτίστως εκείνα που αφορούν παιδιά, «απαιτούν ειδική μέριμνα» (Alan Bryman), κάτι που πολύ πιθανόν να περιορίζει το τι και με ποια μέσα μπορεί να ερευνηθεί ένα θέμα που αγγίζει την ανηλικότητα.
Μπορεί κάποιος να θέλει να μελετήσει συμπεριφορές που προκαλούν κοινωνική ή και προσωπική απαξία, ωστόσο αυτό δεν πρέπει να χαλαρώνει τα δικά του κριτήρια τόσο όσον αφορά το πώς θα χειριστεί τους ανθρώπους που μελετά όσο και το πώς θα προσεγγίσει το υπό μελέτη φαινόμενο.
Η μη πρόκληση άμεσης ή έμμεσης βλάβης στους ανθρώπους στους οποίους εστιάζει η έρευνα, η ενήμερη συγκατάθεσή τους όσον αφορά το περιεχόμενο της έρευνας και η μη παραπλάνησή τους εφόσον θα χρειαστεί να εισφέρουν (π.χ. με συνεντεύξεις), η σχολαστική διαφύλαξη της ιδιωτικότητας των υποκειμένων στα οποία η έρευνα εστιάζει, αποτελούν θεμελιώδεις κανόνες που οφείλει να τηρεί οποιοσδήποτε ιδιώτης εμπλακεί σε μια κάποια ερευνητική διαδικασία.
Η χρήση συγκαλυμμένων ερευνητικών μεθόδων, όπως και μεθόδων που παρακάμπτουν τα αναγνωρισμένα στάδια μιας ερευνητικής διαδικασίας, παραβιάζουν την ηθική και τη δεοντολογία της έρευνας, υπονομεύοντας το ίδιο το ερευνητικό αποτέλεσμα.
Ο ερευνητής θα χρειαστεί κάποιες φορές να περιορίσει τους ερευνητικούς στόχους του προκειμένου να προστατεύσει από ενδεχόμενη έκθεση σε κινδύνους τα υποκείμενα της έρευνάς του. Πλέον, η επιστημονική έρευνα έχει θωρακιστεί αρκετά, ενώ τόσο η χρηματοδότησή της όσο και η δημοσίευση των ερευνητικών ευρημάτων ελέγχονται αυστηρά για την πιστή τήρηση των κανόνων ηθικής και δεοντολογίας.
Βέβαια, ο χώρος του διαδικτύου από τον οποίο αντλούνται δεδομένα εγκυμονεί νέους κινδύνους και οδηγεί σε παραβίαση καθιερωμένων κανόνων. Η τήρησή τους είναι ούτως ή άλλως χαλαρότερη σε άλλες περιοχές της γραπτής και πνευματικής έκφρασης, στις οποίες πραγματοποιείται τυπικά ή άτυπα κάποιο είδος ερευνητικής διαδικασίας.
Συνολικά ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει τα σχετικά πρωτόκολλα ηθικής και δεοντολογίας με τρόπο που να τα καθιστούν ουσιαστικά κριτήρια και προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση του εκδοτικού προϊόντος και sine qua non για την πρότασή του στο αναγνωστικό κοινό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.