Ο τίτλος του φωτογραφικού πρότζεκτ του Μιχάλη Πατσούρα, «Still Human», που κέρδισε το φετινό βραβείο Athens Photo World 2022 (ένα βραβείο που θεσπίστηκε στη μνήμη του Γιάννη Μπεχράκη και αναδεικνύει τη δουλειά επαγγελματιών φωτορεπόρτερ), μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: Ο ένας είναι ότι κάποιος ζει μια ζωή «ακίνητη», στο τέλμα, και ο άλλος ότι το πρόσωπο που φωτογραφίζει παραμένει ακέραιο και συναισθηματικά δυνατό, παρ’ όλες τις δυσκολίες.
Και οι δύο ερμηνείες μπορούν να ταιριάξουν στους ήρωες της ιστορίας του, τη Σύλβια και τον Στάθη, ένα ζευγάρι που ο Μιχάλης παρακολουθεί διακριτικά, αποτυπώνοντας στιγμές της ζωής τους τα τελευταία χρόνια.
Ο Μιχάλης Πατσούρας είναι επαγγελματίας φωτογράφος που έχει ασχοληθεί με κάθε είδος φωτογραφίας. «Έχω δουλέψει ως ρεπόρτερ σε περιοδικά, ως lifestyle φωτογράφος, ως still life φωτογράφος, ως φωτογράφος εξωτερικών χώρων» λέει, «αλλά όλα αυτά τα χρόνια που βιοποριζόμουν από τη φωτογραφία δούλευα και σε δικά μου πρότζεκτ τα οποία δεν τα επικοινωνούσα. Είχα φτιάξει ένα site και ανέβαζα εκεί ό,τι δουλειά τελείωνα και αισθανόμουν ότι την είχα δείξει στον κόσμο. Δεν την επικοινωνούσα, όμως, πραγματικά.
Λίγο πριν από τον κορωνοϊό, την περίοδο που είχα τις καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις, έσβησα το site και αποφάσισα να επικοινωνήσω σωστά τις προσωπικές μου δουλειές. Το μικρό αυτό στόρι είναι η πρώτη δουλειά που βγάζω προς τα έξω. Το έστειλα στον διαγωνισμό και τώρα που πήρε το βραβείο είναι ευκαιρία να το γνωρίσει καλύτερα ο κόσμος.
Το «Still Human» το εμπνεύστηκε η φίλη ενός φίλου μου που είναι στη Νέα Υόρκη, η οποία είναι κοινωνική λειτουργός. Προσέγγισα αυτούς τους ανθρώπους με σεβασμό, ήθελα να είναι ντοκουμέντο της ζωής τους…».
Η Σύλβια και ο Στάθης είναι ένα ταιριαστό ζευγάρι που είναι πολλά χρόνια μαζί και αγαπιούνται πολύ μεταξύ τους. Ενώ συνήθως, λόγω της εξάρτησης, πάρα πολλά ζευγάρια χαλάνε τη σχέση τους επειδή τα κερδίζει η ανάγκη, αυτοί παραμένουν ζευγάρι, γιατί ο Στάθης είναι πάρα πολύ δοτικός και καλός με τη Σύλβια, κι αντίστοιχα η Σύλβια τον λατρεύει.
Εξηγεί ότι γνώρισε τη Σύλβια και τον Στάθη μέσα από κάποιον άλλο πρωταγωνιστή σε φωτογραφικό στόρι του, τον Γιάννη, τον οποίο ακολουθεί χρόνια και καταγράφει τη ζωή του. «Ακολουθώ τις ζωές κάποιων ανθρώπων για πολλά χρόνια» λέει.
«Πολύ συχνά φωτογραφίζω ακόμα και τους δικούς μου φίλους ή τις δικές μου σχέσεις, στην ουσία ζω με αυτό το κομμάτι, το φωτογραφικό, συνυπάρχω με τη φωτογραφία. Για μένα η φωτογραφία είναι ένας ιδιότυπος τρόπος για να γνωρίζω ανθρώπους, θα τολμούσα να πω ακόμα και να τους να αγαπάω.
Το ζευγάρι μου το σύστησε ο Γιάννης, γιατί θεώρησε ότι θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να τους φωτογραφίσω. Μου τους σύστησε και πήγα στο σπίτι τους το 2020, στο ξεκίνημα σχεδόν όλης αυτής της ιστορίας του κορωνοϊού. Τους εξήγησα τι ακριβώς κάνω, και από τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε άρχισα να τους φωτογραφίζω. Με δέχτηκαν στη ζωή τους κι άρχισαν να μου μιλάνε για τον εαυτό τους, επειδή κατάλαβαν ότι ο σκοπός μου δεν ήταν να κάνω κανενός είδους καταγγελτική φωτογραφία. Τους εξήγησα ότι με ενδιαφέρει η εικόνα, αυτό που κάνω μου αρέσει και μου δίνει χαρά. Πολύ γρήγορα ένιωσα ότι αισθάνονταν άνετα μπροστά στον φακό κι έτσι άρχισαν να μου αφηγούνται τη ζωή τους, με όλα τα σκαμπανεβάσματα, τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες.
Η Σύλβια και ο Στάθης είναι ένα ταιριαστό ζευγάρι που είναι πολλά χρόνια μαζί και είναι ολαφάνερο για κάποιον που μοιράζεται μαζί τους στιγμές από την καθημερινότητά τους ότι αγαπιούνται. Παρόλες τις αντιξοότητες που τους επιφύλασσαν κάποιες από τις επιλογές τους, παρέμειναν συνοδοιπόροι και σύντροφοι ο ένας για τον άλλον. Ο Στάθης είναι ένας άνθρωπος πολύ δοτικός, που την φροντίζει και την προστατεύει και η Σύλβια από την άλλη είναι ολοφάνερο ότι τον λατρεύει. Ενδεχομένως κάποια ζευγάρια που η ζωή τους υπήρξε πιο ανέφελη απ' αυτήν της Σύλβιας και του Στάθη να ζήλευαν τη σχέση τους.
Αυτό με βοήθησε και μένα πολύ στο να συνυπάρξω μαζί τους. Επειδή, παρόλ' αυτά, ήθελα να μένω όσο γίνεται πιο απαρατήρητος στο χρόνο που περνούσα μαζί τους για να μπορώ να βγάζω τις εικόνες που με ενδιέφεραν (δεν ήθελα να μπουν στη διαδικασία να ποζάρουν στον φακό), είχα γυρίσει τη μηχανή σε αθόρυβο mode για να μην ακούγεται το κλείστρο κι έτσι να ξεχνάνε ότι είμαι εκεί και βγάζω φωτογραφίες. Συνήθως δεν κινούμαι πολύ στον χώρο, επιλέγω να κάθομαι σε μία θέση και να αφήνω τους άλλους να κινούνται χαλαρά, κάνοντας τις δουλειές τους, σαν να μην βρίσκομαι εγώ εκεί.
Η Σύλβια στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού τους, στα προσφυγικά του Νέου Κόσμου, το πατρικό του Στάθη, πριν η πυρκαγιά το κάψει ολοσχερώς. Είναι η πρώτη γνωριμία μαζί της. Κουβεντιάζουμε πολλές ώρες, καθώς μου ξεδιπλώνει λεπτομέρειες από τη ζωή της, που από πολύ νωρίς υπήρξε δύσκολη και καθόλου ανέφελη.
Μου λέει για το ατύχημα που είχε στη Νέα Υόρκη, που της άλλαξε όλη της τη ζωή. Έζησε αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη και απ' ότι καταλαβαίνω, αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Πρόκειται για ένα πολύ έξυπνο άτομο, μία γυναίκα πολύ καλλιεργημένη, η οποία μιλάει ξένες γλώσσες, έχει γνώσεις γύρω απ' τη μουσική, της αρέσει να διαβάζει και να γράφει, ενώ μέσα απ' την επαφή μας εκδήλωσε την επιθυμία να μάθει και φωτογραφία.
Στις εξομολογήσεις της μου αναφέρει ότι, αν και προερχόμενη από αρκετά εύρωστη οικονομικά οικογένεια, έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Παρόλο που αγαπάει τους γονείς της, νιώθει ότι για κάποιες από τις δυσκολίες που βίωσε στη ζωή της, φέρουν εκείνοι την ευθύνη.
Ο Στάθης χρειάστηκε περισσότερο χρόνο να εξοικειωθεί μαζί μου, μέχρι να βεβαιωθεί για την ειλικρίνεια των προθέσεών μου. Μου μιλάει για διάφορες περιπέτειες που έζησε στη ζωή του. Οι σκληρές καταστάσεις δεν αλλοιώνουν πάντα τον χαρακτήρα, και ο Στάθης είναι ένας άνθρωπος με πραγματικά καλό χαρακτήρα.
Κάποτε ασχολούνταν με το μποξ. Το καταλαβαίνεις από το κορμί του ότι, πριν αφεθεί σε κάποιες καταχρήσεις, είχε υπάρξει μποξέρ. Έχοντας περάσει κι αυτός δια πυρρός και σιδήρου, αυτό που θέλει τώρα είναι να ξαναπιάσει το νήμα απ' την αρχή, να νιώσει ξανά ζωντανός και μάχιμος. Την επομένη έχει ραντεβού με κάποιους γνωστούς του, που ίσως τον βοηθήσουν να βρει μια δουλειά.
Όλη η οικογένεια μαζί στο κρεβάτι. Η Σύλβια, ο Στάθης και το κοκόνι, ο Μόρτης. Ιστορίες με τον Μόρτη. Χρόνια μαζί τους, τον έχουν κυριολεκτικά σαν παιδί τους. Ο Μόρτης τώρα είναι με έναν φίλο τους, ο οποίος τον φιλοξενεί επειδή δεν έχουν σταθερό σπίτι και δεν ήθελαν να ταλαιπωρείται κι εκείνος στο δρόμο. Μόλις καταφέρουν να βρουν σπίτι, θα τον πάρουν πάλι μαζί τους.
Ο Στάθης με σορτς πυγμάχου. Δένοντας τα μπαντάζ, μου μιλάει για τον πυγμάχο παππού του, που κάποτε ήταν πρωταθλητής. Η Σύλβια, συγκινημένη, τον αγκαλιάζει. Για κείνη μοιάζει να είναι ο «θεός» της, ο ένας και μοναδικός, ο άντρας της ζωής της.
Ο Στάθης φοράει μία ζώνη για βάρη, για να μην πάθει ζημιά η μέση του. Για πολλοστή φορά ετοιμάζεται να παλέψει. Προσπαθεί, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, να ξαναμπεί στο παιχνίδι της ζωής, να παλέψει για τη ζωή του που μόνο εύκολη δεν υπήρξε.
Απογευματινή προπόνηση. Στον τοίχο διακρίνει κανείς γραμμένα δύο ονόματα: «Σύλβια» και "Πανιώνιος", δύο μεγάλες αγάπες της ζωής του. Με τη Σύλβια καμιά φορά τσακώνονται. Εκείνος προσπαθεί να το αποφεύγει, γιατί αν τυχόν υψώσει τον τόνο της φωνής του, η Σύλβια φεύγει κι αυτός παθαίνει σοκ. Δεν θέλει να της φωνάζει.
Ο Στάθης μού δείχνει τους κοιλιακούς του. Είναι πολύ σκληρό να είσαι πρώην αθλητής και να βλέπεις το σώμα σου να τσακίζεται, το σφρίγος του να παρακμάζει.
Η Σύλβια έχει πάει να φτιάξει καφέ στην τουαλέτα. Είναι στεναχωρημένη γιατί ο Μόρτης έχει ένα πρόβλημα υγείας και δεν έχουν λεφτά να τον πάνε στο γιατρό.
Το ζευγάρι κουβεντιάζει, είναι η ώρα που τα λένε μεταξύ τους. Συλλογισμός, σκέψη, απόσυρση σε μια εσώτερη πραγματικότητα, εντελώς προσωπική.
Μόλις έχουν πάει τον Μόρτη στην κτηνίατρο. Το κόστος της ιατρικής φροντίδας που χρειάζεται το σκυλάκι είναι 60 ευρώ. Δεν έχουν να τα δώσουν. Ο Στάθης είναι σε απόγνωση και η Σύλβια προσπαθεί να τον καλμάρει. Του λέει «θα τα βρούμε, μη στενοχωριέσαι».
Το «φιλί της ζωής». Όλα θα περάσουν και όλα θα είναι καλύτερα. Ο Στάθης κρατάει στο χέρι του την κεραία της τηλεόρασης. Έχει μια τεράστια τηλεόραση υγρών κρυστάλλων, σπασμένη, και το υγρό που υπάρχει μέσα δημιουργεί διάφορα σχέδια. Αν την ανάψεις, τα σχέδια αυτά είναι σαν fractals, σαν tribals, πολύ ιδιαίτερα.
Τη βάζει στην πρίζα και μου λέει «αυτό είναι δικό μου έργο τέχνης». Και γελάμε...
Το σπίτι τους αμέσως μετά την πυρκαγιά, καμένο ολοσχερώς. Ο Στάθης λέει ότι μπορεί και να ήταν εμπρησμός, δεν ξέρουν τι συνέβη γιατί δεν ήταν στο σπίτι όταν ξέσπασε η φωτιά. Είχαν βγει και γυρνώντας είδαν μαζεμένο κόσμο, πυροσβεστική, αστυνομία και το σπίτι τους να καίγεται μαζί με τα διπλανά σπίτια. Πανικοβλήθηκαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Ο Στάθης μου τηλεφώνησε να πάω από κει για να μου δείξει τι είχαν πάθει. Τα πάντα είναι ακόμη νωπά από το νερό της πυροσβεστικής. Δεν έχει μείνει τίποτα, το σπίτι δεν είναι πλέον κατοικήσιμο. Ωστόσο, κοιμούνται εκεί, ανάμεσα στα αποκαϊδια.
Το καλοκαίρι κοιμόντουσαν σε πλατείες, όπου μπορούσαν να βρουν εύκολη πρόσβαση. Πήγαν και σε μία δομή φιλοξενίας, αλλά εκεί έπρεπε να χωριστούν, γιατί υπήρχαν τμήματα αντρών και γυναικών. Διεκδίκησαν να μείνουν μαζί, αλλά επειδή αυτό δεν ήταν εφικτό, τους ζήτησαν να φύγουν και έκτοτεδεν τους ξαναδέχτηκαν σε κάποια δομή.
Κάηκε. Αποκαΐδια. Δεν έμεινε τίποτα. Όλα από την αρχή. «Τι θα κάνουμε, πού θα πάμε; Έχω την εντύπωση πως μας κυνηγάνε. Ποιος μας το έκανε αυτό;». Ο Στάθης ψάχνει να βρει τι ρούχα του έχουν απομείνει. Ένα μάτσο καμένα και παντού νερό από την πυροσβεστική.
Κι όμως, ο σταυρός γλίτωσε. Έργο του Στάθη, από την εποχή που εργαζόταν ως κοσμηματοποιός. Δέκα χρόνια δούλευε σε εργαστήριο. Τον βρίσκει άθικτο και τον περνάει στο λαιμό του.
Σαν από θαύμα σώθηκε και το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες. Στη φωτογραφία ο Στάθης και η Σύλβια σε νεαρή ηλικία. Εικοσιπέντε χρόνια πίσω. Εικοσιπέντε χρόνια σύντροφοι. Είναι ανεξήγητο πώς δεν έπαθε τίποτα ένα τόσο ευαίσθητο υλικό.
Με ένα κερί στο χέρι για να μπορέσει να κινηθεί, να βρει το δρόμο του μέσα στο σπίτι. Όλα μαύρα. Πλένοντας τα χέρια στο μπάνιο. «Όπου και να ακουμπήσεις λερώνεσαι. Τι μας συνέβη; Πώς έγινε αυτό το κακό;».
Το πορτρέτο της μητέρας του Στάθη έμεινε άθικτο από τη φωτιά. «Έχει γλιτώσει από όλες τις καταστροφές που μας έχουν συμβεί. Είναι σαν να μας προστατεύει».
Κάπου μέσα στο καλοκαίρι ένας φίλος τους βρήκε μία προσωρινή λύση για να μείνουν, ένα τροχόσπιτο, ένα «σπίτι» δηλαδή απ' αυτά που μπορούν να σε ταξιδέψουν παντού. Στο Λαγονήσι, πολύ κοντά στη θάλασσα. Μοιάζει σαν να είναι σε άλλη χώρα, σαν αμερικάνικο τροχόσπιτο.
Πήγα να δω πώς ζούσαν γιατί εκεί δεν ήταν Αθήνα για να υπάρχουν συσσίτια. Υπήρχαν όμως κάποια μαγαζιά της περιοχής που τους έδιναν φαγητό κάθε μέρα. Τους βοηθούσαν. Έμειναν εκεί όλη την περίοδο του καλοκαιριού, αλλά μετά αναγκάστηκαν να φύγουν γιατί οι κάτοικοι της περιοχής τούς έκαναν τη ζωή δύσκολη.
Έμειναν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην πλατεία Καρύτση, μετά για λίγο καιρό κοιμόντουσαν στο Σύνταγμα, και τώρα που ο καιρός χάλασε κοιμούνται ξανά στο καμένο σπίτι γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Όσοι από τους αναγνώστες έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν το ζευγάρι να παραμείνουν άνθρωποι αξιοπρεπείς μπορούν να στείλουν ένα mail στο [email protected].
Αποφάσισα να φτιάξω αυτό το φανζίν που ονόμασα «Still Human» και περιέχει τις παραπάνω φωτογραφίες, ενώ του χρόνου θα γίνει μια έκθεση οργανωμένη από το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το Athens Photo World όπου θα εκτεθούν οι βραβευμένες ιστορίες στον χώρο Μελίνα Μερκούρη του Δήμου Αθηναίων στο Γκάζι.
Ένα βράδυ, την ώρα που έφευγα από το σπίτι τους, η Σύλβια με ξεπροβόδισε και μου έδωσε ένα δεματάκι πιασμένο με λάστιχο. Είχε μέσα ένα παραμύθι που είχε γράψει η ίδια, ένα ευχαριστήριο γράμμα σε μένα και τρεις χειροποίητες καρδιές που είχε ζωγραφίσει η ίδια με τέμπερα. Σε μία απ’ αυτές έγραψε «ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μας και που δεν μας κρίνεις».
Ήταν κάτι πολύ συγκινητικό γιατί δείχνει την ποιότητα αυτών των ανθρώπων.
Το παραμύθι της Σύλβιας: «Ένα πρόχειρο παραμύθι»
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Ελισάβετ, ετών έξι, και ο Νικόλας, ετών εννέα, ζούσαν στα Εξάρχεια τότε που υπήρχαν πλακόστρωτα, μονοκατοικίες και καθόλου κίνδυνος.
Μια μέρα η Ελισάβετ λέει στον μεγαλύτερο Νικόλα: «Νικόλα, πες, τι είναι η ψυχή;». Ο Νικόλας της απαντάει χωρίς έπαρση ότι «όπως έχουμε καρδιά που κάνει τικ τακ και έχει συγκεκριμένο σχήμα, έτσι είναι και η ψυχή, μόνο που δεν έχει σχήμα, αλλά είναι κάτι που νιώθεις πολύ νοερά».
«Και τι είναι νοερά Νικόλα;». «Νοερά είναι σαν να παίρνεις μια πέτρα και να την πετάς. Μόνο που το κάνεις με το μυαλό. Η ψυχή χρησιμεύει συνήθως για να κάνεις κάτι καλό και να το πετάξεις στο γιαλό».
«Και σε ποιο γιαλό;» λέει η Ελισάβετ. «Σε οποιονδήποτε, νοερά».
Η Ελισάβετ μετά το μάθημα που πήρε από τον Νικόλα τον κάλεσε να φτιάξει πικνίκ με τα υπέροχα σάντουιτς και να πάνε να παίξουνε στη λίμνη. Όταν βρεθήκανε, ο Νικόλας είδε τα καλούδια στο καλάθι, μόνο που δεν του άρεσε το ότι είχε φέρει να παίξει με τις κούκλες της. Όπως βαριότανε, άρχισε να κάνει επίδειξη μπάλας και η Ελισάβετ στεναχωρήθηκε και έτσι άρχισε να ταΐζει τα παπάκια που περνούσαν από τη λίμνη.
Ξάφνου, ένα σουτ και ο Νικόλας ρίχνει την μπάλα μέσα στη λίμνη βαθιά. Μπάνιο δεν ήξεραν, άρχισε λοιπόν και της έβαλε τις φωνές, «καλά, δεν φτάνει που έχασα την μπάλα, μου ταΐζεις και τα παπάκια με όλο το φαγητό;».
Ξάφνου, τα παπάκια, παπά παπά, σπρώξανε την μπάλα προς το μέρος τους και εκείνη ήταν η μαγική στιγμή που η αντανάκλαση μέσα στο πεντακάθαρο νερό σχημάτισε μισή καρδιά που την είδε ο Νικόλας και άλλη μισή που την είδε η Ελισάβετ. Και οι δύο είπανε «μήπως τελικά αυτό είναι το σχήμα της ψυχής και εμφανίζεται όταν κάνεις κάτι καλό;» και για κάμποση ώρα μείνανε αμίλητοι.
Αν και μικρότερη η Ελισάβετ το είχε μάλλον καταλάβει, το ίδιο και ο Νικόλας, και είπαν αυτό που έλεγε από μικρός ο πατέρας του, «κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό».
Το φωτογραφικό project «Still Human» του Μιχάλη Πατσούρα θα εκτεθεί από τις 26 Νοεμβρίου 2022 έως και 15 Ιανουαρίου 2023 στην γκαλερί Tyrvee στο Μεσολόγγι.