ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΝΤΕΛΩΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ και παράδοξου καινούργιου μυθιστορήματος του Ζάουμε Καμπρέ το μόνο όν που επιζεί είναι ένα αγριογούρουνο που ακούει στο όνομα Καπρέτ. Είναι ένα σκεπτόμενο ζώο, σαν αυτά που ξέρουμε από τα παραμύθια, στο οποίο ο Καμπρέ δίνει βασικό ρόλο. Ο Καπρέτ είναι ένας από δύο κύριους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο άλλος χαρακτήρας είναι ο Ισμαήλ, ένας νέος άντρας που, έχοντας χάσει τη μνήμη του, προσπαθεί να ξαναβρεί τη ζωή του μέσα από αναφορές στη λογοτεχνία. Στο τέλος καίγεται όπως οι νυχτοπεταλούδες όταν πλησιάζουν επικίνδυνα τις λάμπες των στύλων του δημόσιου φωτισμού. (Από εκεί και ο τίτλος του βιβλίου, Consumits pel foc στα καταλανικά). Ο Καπρέτ είναι το alter ego του Ισμαήλ και το αντίστροφο. Την ιστορία τη μαθαίνουμε και από τους δύο, για να συνειδητοποιήσουμε στην τελευταία σελίδα και στην τελευταία αράδα του μυθιστορήματος ότι το να λες ιστορίες είναι μεγάλη ευθύνη και μεγάλο βάρος.
Τα ελληνικά είναι η πρώτη γλώσσα στην οποία μεταφράζεται το νέο μυθιστόρημα του Καμπρέ. Το διάβασα μονομιάς, στην ωραία μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού. Ενθουσιάστηκα, γιατί βρήκα εδώ το παραμύθι και τον ρεαλισμό, το νεο-νουάρ και το ψυχολογικό μυθιστόρημα, το μεταφυσικό θρίλερ και το παράλογο, συνδυασμένα αριστοτεχνικά, τέλεια. Κυρίως βρήκα τον ίδιο τον Καμπρέ και το λογοτεχνικό σύμπαν του. Βρήκα αυτούς τους ήρωες, τους καλλιεργημένους και μορφωμένους νεαρούς άντρες, με τα δύσκολα παιδικά χρόνια και την ταραγμένη οικογενειακή ζωή, ευνουχισμένους όμως ψυχολογικά και σεξουαλικά, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν είναι ευνούχοι παρά την κουλτούρα τους ή λόγω της κουλτούρας τους. Βρήκα τις αναφορές στη λογοτεχνία σαν κλειδιά ερμηνείας των καταστάσεων και αποκωδικοποίησης των ηρώων. Βρήκα την εμμονή με τα λατινικά και τα γερμανικά, που δίνουν στο μυθιστόρημα έναν παράξενο εξωτισμό. Για παράδειγμα, η λατινική φράση In girum imus nocte et consumimur igni (Στριφογυρίζουμε μες στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά), καρκινικού τύπου, δηλαδή διαβάζεται και από την αρχή προς το τέλος και από το τέλος προς την αρχή, είναι ένας κώδικας για το ξεκλείδωμα της νουάρ/αστυνομικής πλευράς του μυθιστορήματος. Βρήκα ακόμη τους εξαιρετικούς διαλόγους, που τους σκέφτομαι απομονωμένους σ’ ένα θεατρικό έργο και μονολογώ ότι είναι σαν διάλογοι του Μπέκετ, ίσως και καλύτεροι. Ο Καμπρέ είναι μάστορας, μετρ. Και το αποδεικνύει με το καινούργιο μυθιστόρημά του, ολιγοσέλιδο αυτήν τη φορά, πράγμα που έχει απογοητεύσει φανατικούς αναγνώστες του, απ’ ό,τι είδα σε διάφορες καταλανικές αναγνωστικές πλατφόρμες, που περίμεναν ίσως ένα ακόμη Κονφίτεορ ή μια ακόμη «Σκιά του ευνούχου».
Βρήκα αυτούς τους ήρωες, τους καλλιεργημένους και μορφωμένους νεαρούς άντρες, με τα δύσκολα παιδικά χρόνια και την ταραγμένη οικογενειακή ζωή, ευνουχισμένους όμως ψυχολογικά και σεξουαλικά, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν είναι ευνούχοι παρά την κουλτούρα τους ή λόγω της κουλτούρας τους.
Υπάρχουν αρκετά επίπεδα ανάγνωσης στο μυθιστόρημα του Καμπρέ. Όσο το ψάχνεις, δηλαδή όσο το διαβάζεις, ανακαλύπτεις το ένα μετά το άλλο τα στρώματα της αφήγησης. Ας δούμε όμως το πρώτο στρώμα. Ο ήρωας λέγεται Ισμαήλ. Είναι μια ρητή λογοτεχνική αναφορά. «Α! Και να με λέτε Ισμαήλ. Ναι, Ισμαήλ, καλά το διαβάσατε. Όπως εκείνος απ’ τον Μόμπι Ντικ, ναι». Ο Ισμαήλ γεννήθηκε την πιο κρύα μέρα του χρόνου σε μια πολύ δυσλειτουργική οικογένεια. Είναι ένας ήρωας που μας θυμίζει πολύ τον ήρωα του Κονφίτεορ. Ο πατέρας του ήταν φλαουτίστας στη Φιλαρμονική του δήμου και αντιγραφέας. Αντέγραφε παρτιτούρες για άλλους μουσικούς. Η μητέρα του Ισμαήλ πέθανε όταν αυτός ήταν εννιά ετών. Ο πατέρας του τον κατηγόρησε ότι ευθυνόταν για τον θάνατό της. Επειδή τον γέννησε χειμώνα, έπαθε πνευμονία που την εξασθένησε. Η κατάρρευση του πατέρα του Ισμαήλ δεν άργησε να έρθει. Έκοψε τον δείκτη του δεξιού του χεριού, πράγμα που τον έκανε ανίκανο να παίζει φλάουτο αλλά και να αντιγράφει παρτιτούρες. Σιγά-σιγά κυλούσε προς την τρέλα. Ο Ισμαήλ μπήκε σε οικοτροφείο και δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του, μέχρι που τον ειδοποίησαν ότι είχε πεθάνει. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του και δεν εξαρτιόταν από κανέναν. Είχε μορφωθεί, είχε μάθει γλώσσες, έβγαζε τα προς το ζην διδάσκοντας λατινικά και λογοτεχνία και είχε μόνη παρηγοριά του το διάβασμα.
Την ημέρα που θα έπρεπε να πιάσει δουλειά σ’ ένα λύκειο, ο Ισμαήλ διαπίστωσε ότι από το μοναδικό πουκάμισό του έλειπαν δύο κουμπιά. Στο κατάστημα ειδών ραπτικής που τα αναζήτησε η πωλήτρια ήταν η Λέο, μια γνωριμία των παιδικών του χρόνων. Άρχισε μια τρυφερή σχέση μεταξύ τους, που δεν έγινε ποτέ σεξουαλική. Συναντιόντουσαν πάντα στο σπίτι του Ισμαήλ. Όταν τα βράδια ο Ισμαήλ συνόδευε τη Λέο στο σπίτι της, αυτή δεν τον άφηνε ποτέ να μπει μέσα, σαν να έκρυβε κάτι, ένα ανομολόγητο μυστικό.
Μια μέρα ο Ισμαήλ βγήκε να πάρει ψωμί και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε μπλεγμένος σε μια απίθανη ιστορία που ανέτρεψε ανεπανόρθωτα τη ζωή του. Καθώς προχωρούσε προς τον φούρνο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα του, που οδηγούσε ο θυρωρός του σχολείου όπου δίδασκε. Ο θυρωρός τού ζήτησε μια εξυπηρέτηση: να τον συνοδεύσει σ’ ένα σπίτι, σε αριστοκρατική συνοικία, σε μια συνάντηση πολυγλωσσίας. Δεν ήταν όμως αυτό. Ο Ισμαήλ βρέθηκε τελικά συνεργός στη δολοφονία μιας γηραιάς κυρίας που βασανίστηκε άγρια προκειμένου να αποκαλύψει τον κωδικό του τραπεζικού λογαριασμού του συζύγου της. Ο θυρωρός με τον Ισμαήλ ως συνοδηγό προσπαθούν να εξαφανιστούν μέσα στη νύχτα και στην ομίχλη. Ο θυρωρός αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα και ενώ διασχίζουν ένα δάσος, δεν προλαβαίνει να αποφύγει τη σύγκρουση με μια οικογένεια αγριογούρουνων που διασχίζουν αμέριμνα τον δρόμο. Η μητέρα γουρούνα και τέσσερα από τα πέντε γουρουνάκια της μένουν στον τόπο. Στον τόπο μένει και ο οδηγός. Ο Ισμαήλ εκσφενδονίζεται από το παράθυρο, αλλά δεν σκοτώνεται. Το άλλο ον που επιζεί είναι ο Καπρέτ, αργό γουρουνάκι που δεν είχε προλάβει να βγει στην άσφαλτο. Κι ευτυχώς. Γιατί, απ’ ότι φαίνεται, ο Καπρέτ θα μας πει την ιστορία, όπου όλους τους καταβροχθίζει η φωτιά.
Όταν ο Ισμαήλ θα συνέλθει σε κάποιο χώρο που μοιάζει με νοσοκομείο, δεν θα θυμάται τίποτα. Ό,τι λέει έχει σχέση με τη λογοτεχνία. Δόκτωρ Ζιβάγκο, Μαντάμ Μποβαρί, Χανς Κάστορπ (στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν) κι εκείνη η λατινική φράση που σχετίζεται με το αστυνομικό αίνιγμα.
Ένα δεύτερο στρώμα στο μυθιστόρημα είναι η πανταχού παρούσα λογοτεχνία. Δεν είναι μόνο ο Ισμαήλ και το μυθιστόρημα του Μέλβιλ. Παντού, οι λογοτεχνικές αναφορές, οι λογοτεχνικοί ήρωες, φράσεις από τη λογοτεχνία σηματοδοτούν την πλοκή. Τίποτα δεν είναι αδιάφορο. Οι αναγνώστες θα πρέπει να ξεκινήσουν από το μότο …ist dies etwa der Tod? (αυτό είναι λοιπόν ο θάνατος;), από τον ρομαντικό ποιητή Φον Άιχεντορφ, μια φράση που λειτουργεί ως λάιτ μοτίφ στο μυθιστόρημα του Καμπρέ.
Ένα ακόμη στρώμα είναι η αυτοβιογραφία. Ο Καμπρέ εργάστηκε ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο Ισμαήλ, καθηγητής στο λύκειο Καρνέρ (προς τιμήν του Καταλανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ζοζέπ Καρνέρ), είναι σίγουρα μια αυτοβιογραφική αναφορά.
Και μια συμβουλή: το βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί χωρίς διακοπή.