Η πλατεία Εξαρχείων σε συνθήκες εργοταξίου και με βροχή είναι θλιβερή αν την έχεις ζήσει τις εποχές που έσφυζε από ζωντάνια. Οι αστυνομικοί που την περιφρουρούν σκρολάρουν βαριεστημένα στα κινητά τους, προκαλώντας στους περαστικούς ποικίλα συναισθήματα, από αγανάκτηση μέχρι αδιαφορία, ενώ οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών που κάποτε ήταν στέκια είναι σε κατάσταση απελπισίας. Στην πλατεία δεν κυκλοφορεί ψυχή μετά το μεσημέρι, ακόμα και οι άνθρωποι που σύχναζαν για πολλά χρόνια εκεί και στα πέριξ έχουν μετακινηθεί σε άλλες περιοχές.
Τα Εξάρχεια δεν είναι αυτό που ήταν παλιότερα, τουλάχιστον η πλατεία, ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι που αρνούνται να τα εγκαταλείψουν και πολεμούν με όσα μέσα διαθέτουν να διατηρήσουν τον χαρακτήρα και την ιστορία τους.
Ο Βάσος Γεώργας και η Bibliothèque του, το βιβλιοπωλείο που για επτά χρόνια υπήρξε έμβλημα της πλατείας, λειτουργώντας ως μια πολιτιστική κιβωτός που αναβίωνε τις καλές μέρες των Εξαρχείων, αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα.
Τη στιγμή που η πλατεία είναι στη χειρότερη φάση της κάνει ένα ελπιδοφόρο restart και αντί να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή, με περισσότερη ασφάλεια, αποφασίζει να μείνει στην πλατεία, μετακομίζοντας ακριβώς δίπλα, σε έναν χώρο μεγαλύτερο, που ήταν πάντα σημαντικό μέρος της ιστορίας της πλατείας.
«Έληγε το συμβόλαιό μας από το γωνιακό μαγαζί και έπρεπε να το ανανεώσουμε, αλλά δεν είχαμε σκοπό να το κάνουμε», λέει, «επειδή αντιμετωπίσαμε πάρα πολλά προβλήματα τα επτά χρόνια που υπάρχουμε, μέχρι απειλές και απόπειρες εναντίον μας. Είχαμε αποφασίσει να φύγουμε μακριά κι αυτή ήταν μια σκέψη που επανερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι, την απωθούσα, έφευγε, ξαναρχόταν.
Έψαχνα, λοιπόν, ένα μέρος για να μπορεί να γίνει το βιβλιοπωλείο χώρος συνάντησης. Γιατί, λέγαμε, τι είναι το βιβλιοπωλείο; Χώρος συνάντησης ανθρώπων. Αλλά πώς μπορεί να είναι χώρος συνάντησης ένα μικρό βιβλιοπωλείο 60-70 τετραγωνικών;
Για μένα η πλατεία Εξαρχείων είναι πολύ σημαντικός τόπος για συγκεκριμένους λόγους. Ήταν πάντα ένας τόπος που μου επέτρεπε να σκέφτομαι, να κινούμαι και να αισθάνομαι διαφορετικά. Να νιώθω το διαφορετικό και να το καταλαβαίνω, ακόμη κι αν δεν είναι μέρος της δικής μου προσωπικότητας. Να το σέβομαι, να το αγαπώ.
Η αλήθεια είναι ότι ψάχναμε νέο χώρο σε περιοχές όπως το Μεταξουργείο και βρήκαμε έναν πολύ μεγάλο στην πλατεία Ναυαρίνου, αλλά προέκυψε η τσιμεντοποίηση της πλατείας, το φράξιμό της, η παρουσία όλων αυτών των αστυνομικών στην περιοχή, που ήταν σαν μια προσπάθεια να με διώξουν από έναν τόπο όπου έχω μεγαλώσει, όπου μένω.
Η δική μου ζωή ήταν πάντοτε περιορισμένη στο τετράγωνο Σόλωνος, Πατησίων, Αλεξάνδρας, Ασκληπιού και σκέφτηκα ότι αν φύγω, θα το κάνω επειδή θέλω, από επιλογή, γιατί αυτό είναι κάτι που μπορεί να το αντέξει ο οργανισμός μου, αλλά όχι, δεν θα με διώξεις. Και μετά σκεφτήκαμε ότι φεύγοντας είναι σαν να εγκαταλείπουμε και την ιστορία μας, τα πράγματα που έχουμε ζήσει, τα πράγματα που έχουμε αγαπήσει. Έτσι, αποφάσισα ότι πρέπει να μείνω εδώ.
Το καλύτερο μέρος που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η πρώην Μαρονίτα, γιατί είναι ένα μέρος όπου έπινα τον καφέ μου από μικρό παιδί. Και γι’ αυτό έχω βάλει μια ταμπέλα κάπου μπροστά στο μαγαζί ότι εδώ είναι ένας χώρος όπου καθόντουσαν ο Μίνως Βολανάκης, ο Χατζιδάκις, ο Κάρολος Κουν, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Παύλος ο Τάσιος, ο Μπάμπης ο Τσικληρόπουλος, ο Βακαλόπουλος, ο Αρμένης, ο Σκούρτης, πολύς κόσμος.
Σκέφτηκα ότι αυτοί που έχουν ζήσει την ιστορία της πλατείας οφείλουν να την περάσουν σε μια άλλη γενιά, ακόμα κι αν η πλατεία αλλάξει. Ότι η ιστορία δεν πάει χαμένη και σβήνει επειδή κάποιος έρχεται και θάβει μια πλατεία, αλλά μπορεί να συνεχίσει και να μεταφερθεί από γενιά σε γενιά και αυτό είναι το χρέος της κάθε γενιάς.
Για μένα η πλατεία Εξαρχείων είναι πολύ σημαντικός τόπος για συγκεκριμένους λόγους. Ήταν πάντα ένας τόπος που μου επέτρεπε να σκέφτομαι, να κινούμαι και να αισθάνομαι διαφορετικά.
Να νιώθω το διαφορετικό και να το καταλαβαίνω, ακόμη κι αν δεν είναι μέρος της δικής μου προσωπικότητας. Να το σέβομαι, να το αγαπώ. Δεν το ένιωσα πουθενά αλλού αυτό. Θεώρησα, έτσι, πρέπον να φύγω και να πάω λίγα μέτρα πιο πέρα.
Επίσης, επειδή αυτή η ιστορία με το μετρό θα κρατήσει πολύ, που σημαίνει ότι για χρόνια η γειτονιά, η περιοχή, ο τόπος αυτός θα είναι αντιμέτωπος με μια ασχήμια, φράχτες, καθόλου δέντρα, ένιωσα ότι χρωστάω σε αυτόν τον τόπο να φτιάξω κάτι όμορφο. Να υπάρχει μια διαφορετική εναλλακτική, ένας χώρος όπου μπορείς να βρεις καταφύγιο από αυτό που βλέπεις έξω, από αυτό που σε υποχρεώνουν να ζήσεις.
Για μένα η νέα Bibliothèque δεν είναι το βιβλιοπωλείο όπως ήταν πριν, είναι κάτι καινούργιο, κάτι τελείως διαφορετικό. Έτσι, λοιπόν, φτιάξαμε αυτό το βιβλιοπωλείο που θέλουμε να λειτουργήσει και ως πραγματικός τόπος συνάντησης, να μπορεί να κάθεται κανείς να διαβάσει, να πιει τον καφέ του, να φάει κάτι.
Και όπως και στα βιβλία ‒δεν ήταν ποτέ το Bibliothèque ένα βιβλιοπωλείο που είχε τα πάντα, είναι ένα βιβλιοπωλείο-μπουτίκ, έχει συγκεκριμένες προτάσεις‒, έτσι και στον χώρο του καφέ και του αναψυκτικού και του ποτού και του χυμού θα είναι το ίδιο, θα κάνει προτάσεις. Θα είναι πράγματα που δεν θα μπορείς να τα βρεις, να τα πεις και να τα φας σε ακτίνα χιλιομέτρων από αυτό εδώ το στέκι.
Και σε μια πιο εξελιγμένη μορφή, στο πατάρι θα γίνονται εκδηλώσεις, μουσικές βραδιές και θα δούμε μέχρι πού θα βγάλει. Η σκέψη είναι αργότερα κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν πού να στεγαστούν να μπορούν να κοιμηθούν μες στο μαγαζί, με τη μόνη υποχρέωση το πρωί να καθαρίζουν.
Αυτός ο χώρος υπήρξε στέκι για δυο γενιές, σε διαφορετικές περιόδους. Το πρώτο μαγαζί ήταν η Μαρονίτα, που ξεκίνησε μεσούσης της χούντας, και μετά ήταν το Ginger Ale για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, το οποίο ήταν πιο ρετρό ρουστίκ, και τα δύο αγαπημένα μαγαζιά για πάρα πολύ κόσμο. Μετά πέρασαν οκτώ χρόνια που ο χώρος ήταν κλειστός και χρησιμοποιούταν στο σκοτάδι ως αγορά ναρκωτικών.
Από τότε που άρχισαν τα έργα έπεσαν δραματικά οι πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο, δεν περνάνε άνθρωποι από την πλατεία από το μεσημέρι και μετά, το βράδυ δεν υπάρχει ψυχή. Εδώ κάνουμε έναν αγώνα, όπως και όλοι οι επαγγελματίες της περιοχής, για να πείσουμε τον κόσμο ότι δεν πρέπει να εγκαταλείψει τα Εξάρχεια. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη αντίδραση των κατοίκων εναντίον του μετρό ‒ δεν λένε να μη γίνει στα Εξάρχεια, αλλά να μη γίνει στην πλατεία.
Ό,τι κι αν γίνει, ακόμα και αν γίνει το μετρό, δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθεί ο ιδεολογικός και ο πολιτικός χαρακτήρας της περιοχής. Αυτή η πλατεία ήταν πάντοτε ένα καταφύγιο, αυτό πρέπει να παραμείνει, έχει ανάγκη έναν πιο ανθρώπινο χαρακτήρα η πόλη μας, και να μην παραδοθεί στα γενικότερα σχέδια τουριστικοποίησης της πόλης. Σε αυτό θεωρώ ότι το βιβλιοπωλείο θα βοηθήσει.
Επίσης, θυμάμαι τα Εξάρχεια ως τόπο όπου βγαίναν τα ζευγαράκια ραντεβού, γνωριζόντουσαν, φλέρταραν, φιλιόντουσαν, αγαπιόντουσαν, είτε στα παγκάκια, είτε στο πατάρι της Μαρονίτας, είτε στο πατάρι του παλιού Floral. Αυτό θέλω να ξαναγίνει και θα κάνω ό,τι μπορώ για να το καταφέρω, όσο μπορώ.
Πάντα πίστευα ότι χρειάζονται βιβλιοπωλεία ώστε να μπορέσουν να δημιουργηθούν κινήματα, ρεύματα, και η Bibliothèque το έχει καταφέρει αυτό. Έχουμε εκδώσει 240 βιβλία και ένα περιοδικό, το “Ανωνύμως”, που μετράει τέσσερα τεύχη.
Είμαι πολύ περήφανος για τις επιλογές μου, από το “Αγόρι” του Μάνου Ραγιάδη, που κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, μέχρι το “Χταπόδι - Μια ιστορία από την Καλιφόρνια” του Norris Frank, το οποίο το θεωρώ ένα αριστούργημα της αμερικανικής λογοτεχνίας που δεν το ήξερε κανείς εδώ. Και προχωράω ακάθεκτος».
Το νέο βιβλιοπωλείο και καφέ Bibliothèque βρίσκεται στο νούμερο 74 της Θεμιστοκλέους, στην πλατεία Εξαρχείων.