ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΕΧΝΗΣ επανήλθαν ξανά στην επικαιρότητα, όχι τόσο για τη διαχρονική καλλιτεχνική αξία τους, αλλά γιατί μπήκαν στο στόχαστρο του περιβαλλοντικού κινήματος.
Από τα «Ηλιοτρόπια» του Βίνσεντ βαν Γκογκ στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, τα οποία «ποτίστηκαν» με ντοματόσουπα από την ομάδα Just Stop Oil, μέχρι το «Θάνατος και Zωή» του Γκούσταφ Κλιμτ στο Μουσείο Leopold της Βιέννης, το οποίο πρόσφατα περιλούστηκε από μαύρη μπογιά από ακτιβιστές της ομάδας Last Generation, περιβαλλοντικοί ακτιβιστές σε όλη την Ευρώπη προσπαθούν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Το «artwashing» επιτρέπει στους σπόνσορες να παρουσιάζονται ως φιλάνθρωποι και ευεργέτες των τεχνών μέσω θεσμικών χορηγιών, την ίδια στιγμή που μπορεί να κερδοσκοπούν από πολέμους, κρατική βία και την κλιματική καταστροφή.
Μερίδα της διεθνούς κοινότητας επαγγελματιών του πολιτισμού καταδίκασε έντονα το γεγονός, δηλώνοντας ότι η εργαλειοποίηση έργων τέχνης δεν θα σώσει τον πλανήτη. Ωστόσο, μια τέτοια οπτική, που απομονώνει την τέχνη σε μια δική της αποστειρωμένη σφαίρα, απομακρύνει τη συζήτηση από πιο καίρια ζητήματα του χώρου.
Τέτοιες παρεμβάσεις θα πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα της προσπάθειας εδραίωσης μιας μακράς παράδοσης ακτιβισμού που στοχεύει να καταστήσει πολιτιστικούς θεσμούς (όπως είναι τα μουσεία) υπόλογους όχι μόνο στις αποστολές που διακηρύττουν (mission statements) αλλά και στις κοινότητες που ισχυρίζονται ότι υπηρετούν.
Παραδείγματος χάριν, ομάδες όπως οι Art Not Oil Coalition, Extinction Rebellion, BP or Not BP και Liberate Tate, με επαναλαμβανόμενες εκστρατείες την τελευταία δεκαετία, αποσκοπούν στη διακοπή της χρηματοδότησης των τεχνών από τη βιομηχανία πετρελαίου, επιτυγχάνοντας αξιοσημείωτα αποτελέσματα.
Τέτοιες ακτιβιστικές δράσεις σηματοδοτούν μια ευρύτερη κρίση νομιμοποίησης που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κυρίαρχοι φορείς πολιτισμού. Χορηγοί και εταιρείες προσπαθούν να συνδεθούν με τις τέχνες και τα πολιτιστικά ιδρύματα, καθώς έτσι εξασφαλίζουν όχι μόνο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο, αλλά και «κοινωνική άδεια λειτουργίας», δηλαδή, κοινωνική αποδοχή, δημόσιες σχέσεις και προώθηση της επωνυμίας τους (branding).
Το «artwashing» επιτρέπει στους σπόνσορες να παρουσιάζονται ως φιλάνθρωποι και ευεργέτες των τεχνών μέσω θεσμικών χορηγιών, την ίδια στιγμή που μπορεί να κερδοσκοπούν από πολέμους, κρατική βία και την κλιματική καταστροφή.
Παράλληλα, τα μουσεία, όποτε μπαίνουν στο στόχαστρο κριτικής οχυρώνονται πίσω από τον μύθο της «ουδετερότητας», ισχυρίζοντας ότι, ως θεματοφύλακες της πολιτιστικής κληρονομιάς, οφείλουν να παρουσιάζουν τις συλλογές τους αμερόληπτα και να διατηρούν «ουδέτερη» ιδεολογική θέση.
Σε μια εποχή γενικευμένης ενεργειακής κρίσης, ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός προσπαθεί να θέσει τους πολιτιστικούς θεσμούς προ των ευθυνών τους, σε επίπεδα πέραν του συμβολικού. Καταρχάς, αποπειράται να αποδομήσει αυτόν καθ’ αυτόν τον μύθο της ουδετερότητας.
Δεδομένου ότι οι πολιτιστικοί θεσμοί αποτελούν μέρος της κοινωνίας, όχι μόνο εσωκλείουν αντιφατικά συμφέροντα (μεταξύ διοίκησης, προσωπικού, φορέων χρηματοδότησης και επισκεπτών), αλλά συμμετέχουν αδιαμφισβήτητα σε δυναμικές (αν)ισότητας μέσω της διάδοσης κυρίαρχων κοινωνικών αφηγημάτων.
Ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός μας υπενθυμίζει ότι τα μουσεία ασκούν πολιτική, οικονομική και πολιτιστική επιρροή, ορίζουν την «κοινή λογική» και παγιώνουν συλλογικές πεποιθήσεις και αξίες.
Παραδείγματος χάριν, όταν, πριν από περίπου τρεις δεκαετίες, η Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Tate του Λονδίνου διέκοψε τις χορηγίες από εταιρείες καπνού και όπλων, είχε άνευ προηγουμένου αντίκτυπο στον ευρύτερο κοινωνικό στιγματισμό αυτών των βιομηχανιών.
Με άλλα λόγια, πέρα από την εφήμερη ευαισθητοποίηση, οι ακτιβιστικές δράσεις προτρέπουν τα μουσεία να επηρεάσουν τον δημόσιο διάλογο, αλλά και τη χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής. Αξιώνουν συλλογικά αιτήματα προς τα μουσεία τόσο να πάρουν ηχηρή «θέση» ενάντια στη μαινόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, όσο και να επιστρατεύσουν τους πολύτιμους πόρους και την ευρεία αποδοχή τους ενάντια στα συμφέροντα που απειλούν τη φύση και την ανθρώπινη ζωή.
Από την άλλη πλευρά, προκειμένου ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός να εισέλθει στο ευρύτερο πεδίο της πολιτικής στρατηγικής (πχ. Green New Deal), πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει τη δική του αυτοπεριθωριοποίηση και να αναπτύξει καλύτερες οργανωτικές δομές, πιο διευρυμένες συνέργειες και πιο εφευρετικές τακτικές.
Τα «μεγάλα» έργα τέχνης, άλλωστε, έχουν αποδείξει τις αντοχές τους στον χρόνο, τώρα ήρθε η σειρά του οικολογικού κινήματος να κάνει το ίδιο.
Ο Κωνσταντίνος Πίττας είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, αρχιτέκτονας, συγγραφέας και σύμβουλος σε θέματα πολιτισμού.