Υπάρχουν κλοπές έργων τέχνης που έχουν γίνει μυθικές, μερικές από αυτές έμειναν για πάντα ανεξιχνίαστες. Υπάρχουν πλαστογραφίες απίστευτες, υποθέσεις που μοιάζουν με αστυνομικά σενάρια, με ελάχιστες εξαιρέσεις το έγκλημα όταν συνδέεται με την τέχνη έχει ως υπότιτλο «ακολούθησε το χρήμα».
Αν υποθέσουμε ότι πίσω από τα εγκλήματα τέχνης μπορεί το κέρδος να είναι το πρωταρχικό κίνητρο, ο βανδαλισμός των έργων τέχνης είναι μια πιο περίπλοκη υπόθεση.
Έχοντας ελάχιστη σχέση με το κέρδος, το κίνητρο είναι κάποιες φορές πολύ σκοτεινό και άλλες πρόδηλο, για παράδειγμα ένας τρόπος για να προσελκύσει κάποιος την προσοχή, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που τα έργα τέχνης στοχοποιούνται από ανθρώπους που πάσχουν από κάποιας μορφής ψυχική αστάθεια, από καλλιτέχνες που έχουν αδικηθεί, από ακτιβιστές για λόγους οικολογικούς όπως συνέβη με την τελευταία επίθεση στο έργο του Βαν Γκογκ «Ηλιοτρόπια» που εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
Στην περίπτωση του έργου του βαν Γκογκ τα κατάφεραν και τα αιτήματά τους έγιναν γνωστά, με την είδηση να κάνει το γύρο του κόσμου, μη δίνοντας σημασία στον κίνδυνο να καταστραφεί ένας πολιτιστικός θησαυρός, ωστόσο δεν υπάρχει μέχρι σήμερα τουλάχιστον καμία πράξη βανδαλισμού έργων τέχνης που να έχει αλλάξει τη δημόσια πολιτική.
Η επίθεση έγινε με ντοματόσουπα που έριξαν μέλη της ομάδας Just Stop Oil που διαμαρτύρονται και σε άλλα μουσεία του Λονδίνου για τις χορηγίες που δέχονται από εταιρείες που μολύνουν το περιβάλλον. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που έχουν δράσει μέσα σε μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Ιούλιο του 2022 ψέκασαν μπογιά μέσα στη Βασιλική Ακαδημία και κόλλησαν τα χέρια τους στο πλαίσιο του Μυστικού Δείπνου που αποδίδεται στον Τζιανπιετρίνο, ένα αντίγραφο σε πλήρη κλίμακα του διάσημου έργου του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Στην περίπτωση του έργου του Βαν Γκογκ τα κατάφεραν και τα αιτήματά τους έγιναν γνωστά, με την είδηση να κάνει το γύρο του κόσμου, μη δίνοντας σημασία στον κίνδυνο να καταστραφεί ένας πολιτιστικός θησαυρός, ωστόσο δεν υπάρχει μέχρι σήμερα τουλάχιστον καμία πράξη βανδαλισμού έργων τέχνης που να έχει αλλάξει τη δημόσια πολιτική.
Προφανώς, όσο πιο διάσημα είναι τα έργα τόσο περισσότερο προκαλούν το μένος ενός επίδοξου διάσημου βάνδαλου, δεν είναι τυχαίο ότι η Μόνα Λίζα, ένα από τα πιο διάσημα έργα του κόσμου κατέχει και το ρεκόρ βανδαλισμών, με πιο πρόσφατο το «άλειμμα» με τούρτα, από ένα πρόσωπο που ήταν ντυμένο γυναίκα και καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο 36χρονος μεταμφιεσμένος άντρας που με την πράξη του έγινε viral, δήλωσε ότι το έκανε «για τον πλανήτη που καταστρέφεται». Ο διάσημος πίνακας του Λεονάρντο ντα Βίντσι είναι προστατευμένος πίσω από αλεξίσφαιρο γυαλί και βγήκε αλώβητος από την απόπειρα βανδαλισμού.
Ένα άλλο πρόσφατο περιστατικό αφορά έναν πίνακα του διάσημου Γάλλου ζωγράφου Κλοντ Μονέ. Οι ακτιβιστές του κλίματος πέταξαν πουρέ πατάτας στο έργο «Αποθήκες σιτηρών» στο Μουσείο Μπαρμπερίνι στη γερμανική πόλη Πότσνταμ. Αν και προστατεύεται από τζάμι, το πλαίσιο του πίνακα υπέστη σοβαρές ζημιές και πρέπει τώρα να αποκατασταθεί, ενώ το μουσείο έκλεισε τους χώρους του για δυο εβδομάδες. Μιλώντας για την καταστροφή του κόσμου που ο Μονέ τόσο θαύμαζε και απεικόνιζε στα έργα του οι ακτιβιστές δήλωσαν: «Δεν θα υπάρχει χρόνος για να θαυμάζουμε την τέχνη, αν πολεμάμε μεταξύ μας για το φαγητό και το νερό».
Μιλώντας για τον Μονέ, ο ίδιος, κατέστρεψε πολλά έργα του στο δεύτερο μισό της καριέρας του, αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί πράξη βανδαλισμού. Το 1908, δυσαρεστημένος με μια σειρά από πίνακες με νούφαρα που δούλευε για μια επερχόμενη έκθεση κατέστρεψε 15 από αυτούς, με μαχαίρι και πινέλο προτιμώντας να δει τα έργα να καταστρέφονται παρά να αντιμετωπίσει τη δημόσια κριτική. Η συζήτηση που ξεκίνησε τότε αφορούσε την ηθική, αν ένας καλλιτέχνης μπορούσε να έχει το δικαίωμα να καταστρέφει το ίδιο του το έργο.
Σταρ των βανδαλισμών η «Μόνα Λίζα» το έργο του 1503 του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που έχει δεχθεί συνολικά τις πιο κατάφωρες επιθέσεις από εντελώς διαφορετικούς τύπους και με εντελώς διαφορετικά «αιτήματα».
Η κλοπή της το 1911 και οι επιθέσεις εναντίον της έκαναν το μουσείο του Λούβρου να πάρει μέτρα και σήμερα είναι ένα από τα καλύτερα προστατευμένα έργα τέχνης στον κόσμο.
Το 1956, το κάτω μέρος του αριστουργήματος υπέστη σοβαρές ζημιές, όταν ένας βάνδαλος περιέλουσε τον πίνακα με οξύ, ενώ εκτίθετο σε μουσείο στο Μοντομπάν της Γαλλίας. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς ένας νεαρός Βολιβιανός άστεγος ονόματι Ugo Ungaza Villegas πέταξε μια πέτρα στον πίνακα- αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί ένας κόκκος χρωστικής ουσίας κοντά στον αριστερό αγκώνα, ζημιά που αργότερα αποκαταστάθηκε. Ο λόγος; Ήθελε να πάει στη φυλακή για να κοιμάται σε ζεστό κρεβάτι.
Τον Απρίλιο του 1974, μια ανάπηρη γυναίκα, ενοχλημένη από την πολιτική προσβασιμότητας του μουσείου για τους ανάπηρους, ψέκασε με κόκκινη μπογιά το τζάμι του πίνακα, ενώ εκτίθετο στο Εθνικό Μουσείο του Τόκιο. Επόμενη επίθεση αυτή του 2009 όταν μια Ρωσίδα, προφανώς εξοργισμένη επειδή της αρνήθηκαν τη γαλλική υπηκοότητα, πέταξε μια κούπα καφέ κατά της γαλήνιας Μόνα Λίζα. Η κούπα έσπασε το προστατευτικό τζάμι που αποκαταστάθηκε καλού-κακού με αλεξίσφαιρο με την αναγεννησιακή μυστηριώδη Μόνα Λίζα να μένει ευτυχώς απείραχτη.
Maybe this is just nuts to me💀but an man dressed as an old lady jumps out of a wheel chair and attempted to smash the bullet proof glass of the Mona Lisa. Then proceeds to smear cake on the glass, and throws roses everywhere all before being tackled by security. 😂??? pic.twitter.com/OFXdx9eWcM
— Lukeee🧃 (@lukeXC2002) May 29, 2022
Οι σουφραζέτες του Λονδίνου είχαν δείξει από νωρίς τα «δόντια τους». Δε δίσταζαν να παίξουν ξύλο με την αστυνομία και να πετάνε πέτρες κάτι που οδήγησε πολλές από αυτές στην φυλακή. Όταν η χαρισματική γυναίκα στην οποία το κίνημα για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών οφείλει πολλά, Έμελιν Πάνκχερστ, ηγέτιδα του Women's Social and Political Union, οδηγήθηκε στη φυλακή το 1914, την επόμενη της βίαιης σύλληψής της, μια μαχητική σουφραζέτα, η Μαίρη Ρίτσαρντσον μπήκε στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και έκοψε το αριστούργημα του Ντιέγκο Βελάσκεθ «Η Αφροδίτη στον καθρέφτη της» με έναν μπαλτά. Η επιλογή της δεν ήταν τυχαία, είχε επιλέξει συμβολικά μια εικόνα- επιτομή της γυναικείας ομορφιάς: «Προσπάθησα να καταστρέψω τον πίνακα της πιο όμορφης γυναίκας της μυθολογικής ιστορίας ως ένδειξη διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση για την σύλληψη της κυρίας Πάνκχερστ, η οποία είναι η πιο όμορφη προσωπικότητα της σύγχρονης ιστορίας. Η δικαιοσύνη είναι στοιχείο ομορφιάς, όπως το χρώμα και το περίγραμμα στον καμβά», είπε. Η Ρίτσαρντσον, φοιτήτρια τέχνης, είχε παλέψει με την επιλογή της, και θεώρησε ότι η στοχοποίηση αυτής της αναπαράστασης της γυναικείας ομορφιάς ήταν απαραίτητη για να στείλει ένα μήνυμα. Ο πίνακας αποκαταστάθηκε με επιτυχία και η Ρίτσαρντσον καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών.
Μια άλλη σουφραζέτα, ονόματι Μαίρη Γουντ, μία από τις πολλές ακτιβίστριες που διαμαρτυρήθηκαν κατά της άρνησης ψήφου των γυναικών, έκανε επίθεση στο πορτραίτο του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ που απεικόνιζε τον Χένρι Τζέιμς με τον οποίο είχε σχέση θαυμασμού και εκτίμησης. Στη συνέχεια ο Τζέιμς θα χαρακτήριζε αυτό το έργο "αριστούργημα". Το έργο είχε εκτεθεί στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου εκείνη την περίοδο και η νεαρή σουφραζέτα επιτέθηκε στο πορτρέτο με μπαλτά, αφήνοντας τρεις βαθιές χαρακιές στο πέρασμά της. Ο Χένρι Τζέιμς έγραψε για το περιστατικό ότι λυπήθηκε αλλά θα «θεραπευθεί» η προσωπογραφία του και ο Σάρτζεντ μπόρεσε να αποκαταστήσει τον πίνακα.
Το απόγευμα της 30ής Απριλίου του 1974, ένας άντρας εισέβαλε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης κρατώντας ένα κόκκινο σπρέι και μπροστά στα μάτια των έκπληκτων επισκεπτών και των άναυδων φρουρών ψέκασε τις λέξεις "Kill lies All" πάνω στο αντιπολεμικό αριστούργημα του Πάμπλο Πικάσο, Γκερνίκα. Προς έκπληξη όλων φώναξε με πάθος: «Είμαι καλλιτέχνης, καλέστε τον έφορο». Βάνδαλος ήταν ο νεαρός καλλιτέχνης Τόνι Σαφράζι, που ονειρευόταν να αλλάξει και τον κόσμο και το μήνυμά του φάνηκε να σχετίζεται με μια διαμαρτυρία κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ωστόσο η πράξη του καταγγέλθηκε ως ιεροσυλία από τους αντιπολεμικούς ακτιβιστές. Μια συντηρήτρια από το Μουσείο του Μπρούκλιν που βρισκόταν στο εστιατόριο του μουσείου έτρεξε να βοηθήσει και σε λιγότερο από μια ώρα, η ομάδα συντήρησης είχε ξεπλύνει το σπρέι από τη βαριά επίστρωση βερνικιού που είχε το έργο. Η αστυνομία συνέλαβε τον 79χρονο σήμερα Σαφράζι που είναι ένας επιτυχημένος έμπορος τέχνης και ιδιοκτήτης γκαλερί στη Νέα Υόρκη.
Ένα από τα πιο διάσημα παραδείγματα βανδαλισμού είναι η μεγάλη καταστροφή της Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου, το μόνο έργο που υπέγραψε ο μεγάλος δάσκαλος της Αναγέννησης. Στις 21 Μαΐου 1972, ένας Αυστραλός γεωλόγος, ο Λάζλο Τοθ, ξέφυγε από τους φύλακες, πήδηξε πάνω στο άγαλμα και άρχισε να το χτυπάει με ένα σφυρί φωνάζοντας «Είμαι ο Ιησούς Χριστός, έχω αναστηθεί από τους νεκρούς».
Ο ψυχικά ασταθής άνδρας κατάφερε να σπάσει το αριστερό χέρι της Μαρίας στον αγκώνα, καθώς και μέρος της μύτης και του βλεφάρου της, χτυπώντας το γλυπτό 15 φορές. Μια ομάδα παρευρισκομένων, επιτέθηκε σχεδόν αμέσως στον Τοθ και τον γρονθοκόπησε. Ο Τοθ ήταν 33 ετών όταν συνέβη το περιστατικό, είχε την ίδια ηλικία με τον Ιησού κατά τη στιγμή του θανάτου του. Ένα χρόνο νωρίτερα, είχε απαιτήσει επίμονα να συναντήσει τον Πάπα, ισχυριζόμενος ότι αναγνωρίζεται ως ο Μεσσίας. Δεδομένης της προφανούς παραφροσύνης του ο Τοθ δεν κατηγορήθηκε ποτέ για το έγκλημα, αλλά κλείστηκε σε ιταλικό ψυχιατρείο για δύο χρόνια, πριν απελαθεί πίσω στην Αυστραλία.
Η Νυχτερινή Φρουρά του Ρέμπραντ είναι αγαπημένο έργο των βανδάλων και οι επιθέσεις εναντίον του εμβληματικού έργου του Ρέμπραντ που εκτίθεται στο Ρέικσμουζεουμ του Άμστερνταμ έχουν ιστορία μεγαλύτερη από ενός αιώνα.
Στις 13 Ιανουαρίου 1911, ένας άνεργος μάγειρας του ναυτικού επιτέθηκε στον πίνακα με ένα μαχαίρι, αλλά δεν μπόρεσε να κόψει το παχύ βερνίκι του πίνακα. Το 1975, ο Γουίλιαμ ντε Ρικ, ένας άνεργος δάσκαλος, χάραξε δεκάδες τεθλασμένες γραμμές στον πίνακα με ένα μαχαίρι, προτού τον απομακρύνουν οι φύλακες, ισχυριζόμενος ότι το έκανε "για τον Κύριο", ο οποίος "τον διέταξε να το κάνει".
Την προηγούμενη ημέρα, ο Ρικ είχε απομακρυνθεί από το μουσείο επειδή έφτασε μετά το κλείσιμο. Μετά το συμβάν, διαγνώστηκε με ψυχική διαταραχή- στάλθηκε σε ψυχιατρική κλινική και αυτοκτόνησε εκεί στις 21 Απριλίου 1976. Χρειάστηκαν έξι μήνες για να αποκατασταθεί ο πίνακας και τα ίχνη των κοψιμάτων που μερικά έχουν μήκος δυο μέτρα παραμένουν ακόμη ορατά. Αυτή ήταν η πιο σοβαρή φθορά που έχει υποστεί το έργο. Και πάλι, το 1990, ένας δραπέτης ψυχιατρικός ασθενής ψέκασε τον πίνακα με οξύ. Οι φύλακες κατάφεραν να το αραιώσουν γρήγορα με νερό, ώστε να διαπεράσει μόνο το στρώμα του βερνικιού, και ο πίνακας αποκαταστάθηκε και πάλι. Όταν το μουσείο ξεκίνησε το μεγάλο πρόγραμμα συντήρησης του πίνακα το έκανε σε δημόσια θέα αλλά πίσω από ένα γυάλινο θάλαμο, ειδικά διαμορφωμένο για την ασφάλεια του έργου.
Πολλοί αναρωτιούνται ακόμα τι σχέση είχε η τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, όταν το 1988 ένα μεγάλο σχέδιο με κάρβουνο που δημιούργησε ο Ιταλός Δάσκαλος το 1500 και κρεμόταν στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, πυροβολήθηκε από τον Ρόμπερτ Κέιμπριτζ, που με μια καραμπίνα που είχε κρύψει κάτω από το παλτό του κονιορτοποίησε το τζάμι που προστάτευε το έργο με αποτέλεσμα να ανοίξει μια τρύπα διαμέτρου έξι ιντσών σε ένα τμήμα του σχεδίου, στο ένδυμα της Παναγίας. Η περίτεχνη διαδικασία συντήρησης του έργου κατά την οποία δεκάδες μικροσκοπικά θραύσματα χαρτιού συγκολλήθηκαν ξανά, ένα προς ένα κράτησε καιρό ενώ ο Κέιμπριτζ, εν τω μεταξύ αφού είπε στην αστυνομία ότι το κίνητρό του ήταν η απέχθειά του για τις πολιτικές της Θάτσερ, κλείστηκε σε ίδρυμα για ψυχιατρικά ασθενείς.
Τρία χρόνια νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1985, ο πίνακας "Δανάη" του 17ου αιώνα του Ρέμπραντ δέχθηκε επίθεση στο Μουσείο Ερμιτάζ της Ρωσίας. Ένας άνδρας, που αργότερα κρίθηκε παράφρων, έριξε πρώτα θειικό οξύ στον καμβά και στη συνέχεια τον έκοψε δύο φορές με ένα μαχαίρι. Ολόκληρο το κεντρικό τμήμα της σύνθεσης καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Η αποκατάσταση διήρκεσε 12 χρόνια, από το 1985 έως το 1997- έκτοτε ο πίνακας προστατεύεται με θωρακισμένο γυαλί.
Το 1997, ο Αλεξάντερ Μπρένερ, ένας Ρωσοεβραίος καλλιτέχνης, περφόρμερ και αυτοπροσδιοριζόμενος ως πολιτικός ακτιβιστής ζωγράφισε ένα πράσινο σύμβολο δολαρίου στον πίνακα του Καζιμίρ Μάλεβιτς "Ο Λευκός Σταυρός". Ο πίνακας αποκαταστάθηκε και ο Μπρένερ καταδικάστηκε σε 5 μήνες φυλάκιση. Κανένας δεν κατάλαβε την πράξη του ή το κίνητρό του.
Ένας ακόμα διάσημος πίνακας και από τα πιο διάσημα έργα του Σαλβαντόρ Νταλί ο "Χριστός του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού" που ανήκει στα δημόσια μουσεία της Γλασκώβης και σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο διάσημα και αγαπητά έργα της πόλης, όταν εκτέθηκε στην Kelvingrove Art Gallery, ήταν έργο αμφιλεγόμενο με κάποιους να διαμαρτύρονται ότι η αγορά του από το κράτος ήταν σπατάλη χρημάτων. Κάποιοι άλλοι είχαν πιο ακραίες αντιδράσεις. Το πρώτο περιστατικό συνέβη το 1961, όταν ένας 22χρονος επιτέθηκε πρώτα με μια πέτρα και στη συνέχεια με τα ίδια του τα χέρια στο έργο. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένας άνδρας το πυροβόλησε με αεροβόλο τουφέκι - κάτι που ευτυχώς δεν προκάλεσε ζημιά, χάρη στο στρώμα προστατευτικού ακρυλικού γυαλιού που είχε τοποθετηθεί μπροστά από τον πίνακα μετά την προηγούμενη επίθεση.
Ένα από τα πιο διάσημα έργα του Ογκίστ Ροντέν, ο «Στοχαστής» έπεσε δυο φορές θύμα βανδαλισμού σε δυο διαφορετικά σημεία του κόσμου. Ο καλλιτέχνης έφτιαξε πολλά εκμαγεία του πρωτοτύπου, τα οποία κατέληξαν σε διάφορες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Ένα από αυτά, που εκτίθεται στο Μπουένος Άιρες, έγινε στόχος βανδαλισμού το 2011, όταν το έβαψαν με ροζ σπρέι και «φιλοτέχνησαν επάνω του τατουάζ. Το αρχικό σοκ από την επίθεση κάλυψε ένα μεγαλύτερο, όταν κάποιοι υποστήριξαν ότι οι προσπάθειες αποκατάστασης που ακολούθησαν τον βανδαλισμό προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στο ίδιο το γλυπτό.
Ο δεύτερος βανδαλισμός του «Στοχαστή» έγινε το 1970 έξω από το Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ με άγνωστο μέχρι σήμερα τον ή τους δράστες, ενώ οι υποψίες τότε έπεσαν στη ριζοσπαστική ακτιβιστική ομάδα Weather Underground.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Μαρτίου 1970, μια έκρηξη από τρεις ράβδους δυναμίτη ταρακούνησε το μεγάλο εκμαγείο του γλυπτού του Ροντέν, αποκόπτοντας τα κάτω πόδια και προκαλώντας ζημιά στη βάση του αγάλματος. Η έκρηξη καταδικάστηκε από την κοινότητα ως πράξη βίας, η ζημιά στο έργο ήταν τόσο εκτεταμένη που οποιαδήποτε συντήρηση θα έθετε σε κίνδυνο την αρχική σύνθεση του καλλιτέχνη. Τελικά οι υπεύθυνοι του μουσείου εξέτασαν μερικές επιλογές και επέλεξαν να κρατήσουν ό,τι είχε απομείνει από το έργο χωρίς επισκευές - διασφαλίζοντας ότι όποιος το επισκεπτόταν θα γνώριζε τη θλιβερή ιστορία της φιγούρας του «Σκεπτόμενου».
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο παράδοξα όταν πρόκειται για τέχνη του δρόμου που βανδαλίζεται. Ο Μπάνκσι το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τους περισσότερους. Τα έργα του καθώς είναι εκτεθειμένα στο δρόμο υπόκεινται συχνά σε αυτό που θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως βανδαλισμός, παρόλο που η ενσωμάτωση υφιστάμενων γκράφιτι αποτελεί κοινή πρακτική στον κόσμο της τέχνης του δρόμου. Ωστόσο, στην περίπτωση του Βρετανού καλλιτέχνη του δρόμου όλα είναι μέρος του παιχνιδιού ώστε να αποδεχτούμε την παροδική φύση της τέχνης του δρόμου.
Υπάρχει στην ιστορία της τέχνης ένας κατά συρροήν βάνδαλος, ο Χανς Χοακίμ Μπόλμαν που επιτέθηκε σε μια σειρά από έργα διάσημων καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένων των Ρέμπραντ, Κλέε, Λούκας Γκράναχ και Ρούμπενς. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση μετά από αυτή την αρχική σειρά επιθέσεων- μετά την αποφυλάκισή του, συνέχισε τον βανδαλισμό του, εκτοξεύοντας οξύ σε τρία έργα του Άλμπρεχτ Ντίρερ, συμπεριλαμβανομένου του Θρήνου του Χριστού, σε ένα μουσείο του Μονάχου το 1988.
Μια από τις περιπετειώδεις υποθέσεις βανδαλισμού είναι αυτή του έργου του «Who is afraid of Red, Yellow, and Blue III» του Μπάρνετ Νιούμαν. Ο μνημειώδης πίνακας περιλαμβάνει τα βασικά χρώματα με μεγάλη έμφαση στο κόκκινο. Όταν εκτέθηκε το 1986 στο Stedelijk Museum στο Άμστερνταμ, το έργο του Νιούμαν που είχε φιλοτεχνήσει το 1967 με διαστάσεις 224 επί 544 εκατοστά προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις ανάμεσα στο κοινό που δε μπορούσε να καταλάβει το νόημα και την αξία του έργου. Η επίθεση με μαχαίρι από τον ψυχικά ασταθή Γκέραρντ Γιαν ντε Μπλάντερεν βρήκε πολλούς υποστηρικτές, που θεωρούσαν τον πίνακα σκουπίδι. Όμως, η ατυχία του αριστουργήματος δεν είχε τελειώσει εκεί.
Ο πίνακας δόθηκε για συντήρηση στο στούντιο συντήρησης του Daniel Goldreyer, αλλά όταν μετά από πέντε χρόνια επέστρεψε στο μουσείο, χωρίς χαρακιές, όλοι κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, η βαθιά απόχρωση του κόκκινου είχε εξαφανιστεί. Ο συντηρητής που είχε πάρει 400.000 δολάρια για την αποκατάσταση του έργου το είχε περάσει με κόκκινη μπογιά με την οποία βάφουμε τοίχους. Οι λεπτές αποχρώσεις του έργου του Νιούμαν χάθηκαν για πάντα και σύμφωνα με τους κριτικούς, ο πίνακας είχε βανδαλιστεί δύο φορές: πρώτα κατά τη διάρκεια της επίθεσης και ξανά κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης.
Με τις αγωγές και τους διακανονισμούς που ακολούθησαν το τελικό κόστος της επίθεσης εκτιμήθηκε ότι πλησίαζε το 1 εκατομμύριο δολάρια, ενώ η υπόθεση κρατήθηκε κρυφή μέχρι το 2013. Ο βάνδαλος Βαν Μπλάντερεν όταν έμαθε ότι ο πίνακας είχε αποκατασταθεί δεν έμεινε ευχαριστημένος και μπήκε στο μουσείο για δεύτερη φορά το 1997 για να παραμορφώσει ξανά το «Who's Afraid of Red, Yellow and Blue III», αλλά δεν μπόρεσε να εντοπίσει τον πίνακα – ήταν στις αποθήκες. Αντ' αυτού επέλεξε να επιτεθεί σε έναν διαφορετικό πίνακα του Μπάρνετ Νιούμαν, τον «Cathedra», τον οποίο έκοψε με παρόμοιο τρόπο όπως είχε πράξει και στην πρώτη του επίθεση και πέταξε φυλλάδια με ακατάληπτη, ασυνάρτητη γραφή. Συνελήφθη, κηρύχθηκε ψυχικά άρρωστος και στάλθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα.
Είναι τέχνη ή βανδαλισμός η πράξη του Άι Γουέι-Γουέι να σπάσει τεφροδόχους για την ανάγκη μιας σειράς φωτογραφιών;
Το 1995, ο Κινέζος καλλιτέχνης και ακτιβιστής χρησιμοποίησε την προσωπική του συλλογή αρχαιοτήτων για να δημιουργήσει το προκλητικό έργο «Dropping a Han Dynasty Urn», μια σειρά τριών ασπρόμαυρων φωτογραφιών που τον απεικονίζουν να κρατά ένα βάζο 2000 ετών και στη συνέχεια το βάζο να συντρίβεται στο πάτωμα.
Μπορεί η πράξη του να αντανακλά θέματα που είναι αγαπητά στον καλλιτέχνη όπως η μεταμόρφωση και η καταστροφή, όμως δεν ήταν λίγοι αυτοί που βρήκαν την πράξη του ανήθικη.
Το 2014, ένας επισκέπτης στο Μουσείο Τέχνης Pérez στο Μαϊάμι της Φλόριντα που φιλοξενούσε την έκθεση "Αι Γουέι Γουέι: Σύμφωνα με τι;" που περιλάμβανε μια εγκατάσταση στο δάπεδο με δεκαέξι αρχαίες κινεζικές τεφροδόχους που ο Άι Γουέι Γουέι έβαψε με έντονα χρώματα, πήρε ένα από τα βαμμένα αγγεία και, παρά τις προειδοποιήσεις ενός φύλακα, το έριξε κάτω συντρίβοντάς το σε εκατό κομμάτια, ακριβώς μπροστά στις εικόνες που απεικόνιζαν τον Κινέζο καλλιτέχνη να κάνει το ίδιο πράγμα σχεδόν είκοσι χρόνια πριν.
Ο δράστης, που ονομάζεται Μάξιμο Καμινέρο, συνελήφθη αμέσως και δήλωσε ότι έσπασε το αγγείο για να διαμαρτυρηθεί κατά του μουσείου που δεν υποστήριζε την τοπική καλλιτεχνική σκηνή, μιμούμενος την πρακτική του καλλιτέχνη. Ο Άι Γουέι Γουέι και το μουσείο δεν εκτίμησαν τη χειρονομία και ο άνδρας κατηγορήθηκε για εγκληματική βλάβη και αναγκάστηκε να πληρώσει 10.000 δολάρια.
Μπορεί οι Γάλλοι να αγαπούν τη σύγχρονη τέχνη και να τη στηρίζουν με παγκοσμίου κύρους διοργανώσεις, ωστόσο, όταν πρόκειται για ιερά και όσια όπως οι Λουδοβίκοι, η Μαρία Αντουανέτα, οι Βερσαλλίες και άλλοι «ιεροί τόποι» κυριολεκτικά τρελαίνονται. Όταν ο διάσημος γλύπτης Ανίς Καπούρ εγκατέστησε στους κήπους των Βερσαλλιών το έργο του «Dirty Corner», το 2015, έγινε κυριολεκτικά χαμός. Το σπηλαιώδες γλυπτό, το οποίο έχει σχήμα κόρνου έγινε το επίκεντρο της διαμάχης για τις πιθανές ανατομικές συσχετίσεις του με γυναικεία γεννητικά όργανα, κερδίζοντας παρατσούκλι "κόλπος της βασίλισσας", εννοώντας μάλλον την Μαρία Αντουανέτα. Ο Καπούρ μάταια προσπάθησε να πείσει το εξοργισμένο γαλλικό κοινό που δεν παρέλειπε να λερώνει διαρκώς το γλυπτό με μπογιές και πολλά αντισημιτικά συνθήματα που είχαν στόχο την εβραία μητέρα του Καπούρ. Ο καλλιτέχνης επέμενε ότι τα γεμάτα μίσος γκράφιτι δεν έπρεπε να αφαιρεθούν από το γλυπτό και αντιθέτως έπρεπε να παραμείνουν για να χρησιμεύσουν ως υπενθύμιση της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού, αλλά ο Σύμβουλος των Βερσαλλιών έφερε την υπόθεση στα δικαστήρια καθώς δεν ανεχόταν τη βρωμιά των γκράφιτι στους βασιλικούς κήπους, η απόφαση τον δικαίωσε και η «Βρώμικη Γωνιά» καλύφθηκε τελικά με φύλλα χρυσού.