Σε ένα λευκό, χιονισμένο τοπίο στον δρόμο για τη Λιβαδειά τα πάντα μοιάζουν να κυλούν αργά. Η κακοκαιρία έχει αφήσει παντού το στίγμα της. Ακόμη και στο απομακρυσμένο βενζινάδικο, μέσα από το οποίο παρατηρούμε τα πάντα, τα αντικείμενα δείχνουν παγωμένα, οι ήχοι είναι ξεροί.
Όταν ένας επισκέπτης παρκάρει το αυτοκίνητό του για να βάλει βενζίνη, οδηγείται σε μια συνάντηση που εξελίσσεται αρμονικά, ακολουθώντας τη μουσική και την υπερευαίσθητη φύση των πρωταγωνιστών. Τρεις χαρακτήρες μετατρέπουν μέσω των κινήσεών τους το νεκρό φόντο σε μια ζωντανή σκηνή experimental χορευτικής έκφρασης. Το «Αγκάθι», το κινηματογραφικό βάπτισμα του πυρός του 23χρονου Αλέξανδρου Σταματιάδη, είναι μια απόκοσμη δεκάλεπτη ταινία που σε κεντρίζει, συνδυάζοντας μουσική, ιδιαίτερο φωτισμό και εντυπωσιακή εικόνα.
«Δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο πλάνο ως προς το τι θέλαμε να κάνουμε. Ο Πέτρος Νικολίδης, που είναι και συμπαραγωγός, αποφάσισε να φέρει δυο Γάλλους χορευτές στην Ελλάδα για να γυρίσουμε ένα βίντεο», λέει ο Αλέξανδρος. «Ήρθαν τον Ιανουάριο, όταν στην Ελλάδα είχαμε την κακοκαιρία Ελπίδα, και οι ημερομηνίες ήταν fixed. Ή θα το κάναμε τότε ή ποτέ».
Δεν υπάρχουν όρια στον χορό. Δεν σε περιορίζει ούτε η πρόζα ούτε ο ήχος, είναι πάρα πολύ απελευθερωτικό όλο αυτό.
Οι συνθήκες των γυρισμάτων ήταν αντίξοες και παρά το γεγονός ότι η ομάδα είχε σκεφτεί αρχικά να κάνει τα γυρίσματα σε εξωτερικό χώρο, σύντομα κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό.
«Είχαμε σκεφτεί να πάμε προς τη Θήβα, σε κάποια πολύ καλά εξωτερικά σημεία, αλλά με τον χιονιά δεν ήταν καθόλου προσβάσιμα. Στον γυρισμό πήγαμε αρχικά για ένα ρεπεράζ με τον διευθυντή φωτογραφίας και τη διευθύντρια της παραγωγής μας και στον δρόμο προς τη Λιβαδειά είπαμε να φάμε κάτι. Περάσαμε από ένα βενζινάδικο και σταματήσαμε για να βγάλουμε φωτογραφίες. Ο κύριος που ήταν εκεί ήταν πολύ δεκτικός και μας πρόσφερε το μέρος. Μετά από δυο μέρες γυρίσαμε την ταινία. Ήμασταν περίπου δεκαπέντε άτομα on set».
Το συνεργείο δεν μπορούσε να μείνει σε εξωτερικό χώρο για πολλή ώρα, αφού το κρύο ήταν έντονο. «Δεν ήταν πολύ μεγάλη παραγωγή, επομένως προσπαθήσαμε κάπως να χρησιμοποιήσουμε το βενζινάδικο και να στήσουμε μια ιστορία γύρω από αυτό με τους τρεις χορευτές που είχαμε», λέει ο Αλέξανδρος. «Τη χορογραφία την είχαν δουλέψει ήδη τα παιδιά πάνω σε άλλο μουσικό κομμάτι, το οποίο γράφτηκε εκ νέου από τον Ερμή Γεραγίδη, τον συνθέτη μας».
Όπως εξηγεί, δεν υπήρχε κάτι χτισμένο από πριν σε επίπεδο σεναρίου. «Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι είχαμε αυτούς τους τρεις ανθρώπους που γνωρίζονται τυχαία στο βενζινάδικο και στην πορεία ανακαλύπτουν, μέσω της υπερευαισθησίας τους, ότι κάτι τους συνδέει. Είναι μοναδικό όλο αυτό. Ήθελα να δείξω πώς μια απλή, καθημερινή μέρα σε αυτό τον κόσμο τον πολύ παγωμένο και μοναχικό με ένα twist αλλάζει ξαφνικά πάρα πολύ την πραγματικότητα και των τριών αυτών ανθρώπων».
Ο ένας από τους ήρωες δουλεύει στο βενζινάδικο, ο άλλος έχει έρθει για stop-over και πίνει καφέ και ο άλλος απλώς περνά με το αυτοκίνητο για να βάλει βενζίνη. Αφού οι ήρωες μπουν σε ένα κινησιολογικό παιχνίδι αλληλεπίδρασης, στο τέλος τα πάντα επιστρέφουν στη χιονισμένη και στατική πραγματικότητα.
«Είχαμε ξεφύγει χρονικά, οπότε χάσαμε το ημερήσιο φως. Aναγκαστικά αυτοσχεδιάσαμε on set. Ούτε φώτα είχαμε στη διάθεσή μας. Το μόνο που χρησιμοποιήσαμε, πέρα από το φυσικό φως, ήταν αυτό του αυτοκινήτου. Ο φωτογράφος μας έκανε εκπληκτική δουλειά». Στο μοντάζ ξεκλειδώθηκε μια άλλη διάσταση της ταινίας. Η εναλλαγή μέρας και νύχτας, ο χρόνος που κυλά αργά αλλά και γρήγορα, οι εναλλαγές του φωτός και ο ρυθμός σύνδεσης των σκηνών, όλα ακολουθούν μια αρμονική οπτικά διαδοχή.
«Ήθελα πάρα πολύ να δείξω πόσο στατική και μονοδιάστατη είναι η ελληνική επαρχία και πόσο στεγνά και μίζερα είναι τα πράγματα εκεί. Να δώσω μια βαριά ατμόσφαιρα, να δείξω πώς το χιόνι παγώνει τα πάντα. Υπάρχει και ένα timeless στοιχείο, γιατί βλέποντας την ταινία δεν ξέρεις πότε είναι γυρισμένη, στο τώρα ή στο παρελθόν. Θέλαμε να το αποδώσουμε όλο αυτό ως κάτι άχρονο».
Αναφορικά με την υπερευαισθησία που δείχνουν να έχουν οι χαρακτήρες, ο Αλέξανδρος εξηγεί: «Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα twist. Προσπαθούσα να σκεφτώ πώς αυτοί οι τρεις άνθρωποι θα ενωθούν κι αυτό έγινε πάρα πολύ αυθόρμητα. Η υπερευαισθησία ήταν ένα topic που είχαν και τα παιδιά μέσα από τη χορογραφία τους. Είχε πάρα πολύ λεπτή κίνηση, έπαιζε πάρα πολύ με τον ήχο, με πολύ λεπτά στοιχεία στον ρυθμό και στη μουσική. Αυτά τα στοιχεία πήραμε από τη χορογραφία και τα ενσωματώσαμε στην εικόνα».
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς ότι η ταινία γυρίστηκε με μηδενικό budget. «Είχαμε απίστευτη στήριξη από όλους. Ήταν όλοι on board. Από βοηθούς κάμερας μέχρι βοηθούς παραγωγής και φίλους, ήρθαν όλοι και κάναμε κάτι ουσιαστικά χωρίς πόρους. Ευχαριστούμε πολύ την Arctos Films για τη στήριξή της».
«Δεν υπάρχουν όρια στον χορό. Δεν σε περιορίζει ούτε η πρόζα ούτε ο ήχος, είναι πάρα πολύ απελευθερωτικό όλο αυτό», λέει ο Αλέξανδρος σχετικά με το «Dance Film». Η ταινία είχε μια καλή πορεία στο εξωτερικό, με παρουσία στο Aesthetica Short Film Festival (BAFTA qualifying), στο PÖFF Short Film Festival (Εσθονία, BAFTA qualifying) και στο Inshadow Screendance Festival.
«Θέλω να κάνω ένα πιο δημιουργικό docu, ακόμη δεν είμαι έτοιμος να το ορίσω», καταλήγει σχετικά με τα μελλοντικά του σχέδια. «Σίγουρα θα ήθελα να κάνω και μια fictional μικρού μήκους ταινία και να πειραματιστώ με τον διάλογο σε κάποιο επόμενο πρότζεκτ».
Παίζουν οι χορευτές: Karim Khouader, Πέτρος Νικολίδης, Jerson Diasonama
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Σταματιάδης
Παραγωγοί: Πέτρος Νικολίδης, Αλέξανδρος Σταματιάδης
Συμπαραγωγή: Arctos Films
Χορευτής-Χορογράφος: Karim Khouader
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Λαμπρίδης
Μουσικός συνθέτης & παραγωγός: Ερμής Γεραγίδης
Σκηνογραφία & ενδυματολογία: Δήμητρα Βαρβάρα Σταυροπούλου
Διεύθυνση παραγωγής: Ιώ Παπαδάτου
Μοντάζ: Nicola Powell
Μακιγιάζ: Έλενα Σταυροπούλου
Colorist: Μάνθος Σάρδης
Παραδοσιακά έγχορδα: Ευριπίδης Νικολίδης
Backstage φωτογραφίες: Γιάννης Ανδρουλάκης