Στο προ-νεοκλασικό κτίριο που στεγάζει το Σωματείο Ελληνικών Χορών «Δόρα Στράτου», ένα ζωντανό μουσείο του ελληνικού χορού, η ταμπέλα θυμίζει ότι το τετραώροφο κτίριο είχε κατασκευαστεί από τον φιλέλληνα ιστορικό Τζορτζ Φίνλεϊ. Αργότερα, στη δεκαετία του ’20, στέγασε τη Σχολή Διαλησμά, ενώ το διάστημα 1936-1963 το Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων. Στο διατηρητέο αυτό κτίριο, μια άλλοτε ήσυχη και άλλοτε βουερή κυψέλη δραστηριοτήτων, λειτουργούν τα γραφεία του Θεάτρου «Δόρα Στράτου». Πριν συναντήσουμε τον κ. Άλκη Ράφτη, πρόεδρο του σωματείου, η κ. Αγγελική Χριστοφιλοπούλου μάς ξεναγεί στους ορόφους.
Όπως κάθε Τετάρτη εδώ και 17 χρόνια, παραδίδονται δωρεάν μαθήματα ελληνικού παραδοσιακού κεντήματος. Σκυμμένες επάνω σε μοναδικά σχέδια, οι ηλικιωμένες μαθήτριες αυτής της εξαιρετικά δημιουργικής τάξης διδάσκονται βελονιές από τη μοναδική σε μέγεθος και πλούτο συλλογή του Θεάτρου «Δόρα Στράτου», που αριθμεί 2.000 πλήρεις φορεσιές, με κοσμήματα και εξαρτήματα, φτιαγμένες στα χωριά. Αν και η βιομηχανική ανάπτυξη και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας έδωσαν διαφορετική διάσταση στις παραδοσιακές χειροτεχνίες, και αναντίρρητα και στην κεντητική, εδώ υπάρχει η ζωντανή απόδειξη της προσπάθειας για τη διάσωση και την ανάδειξη μορφών, εικόνων και συμβόλων που αποτύπωναν συναισθήματα, ενός ολόκληρου κόσμου, μιας τέχνης που προσφέρεται και σήμερα για γνωριμία, που υπογραμμίζει την αξία της αισθητικής, της δημιουργίας και της τεχνικής τελειότητας και αξίζει να διασωθεί και να μη μείνει κλεισμένη και απαξιωμένη στα σεντούκια με τις προίκες των γιαγιάδων.
Αφήνοντας τις γυναίκες που με συγκινητική υπομονή και μέτρημα έχουν καταγράψει μέχρι σήμερα πάνω από 200 παραδοσιακές βελονιές, από τις οποίες οι περισσότερες είχαν εξαφανιστεί, και διασώζουν κεντίδια και κεντήματα σε σχέδια μιας μεγάλης παράδοσης που άνθησε σε όλη την Ελλάδα, περνάμε στις αίθουσες χορού. Τα περισσότερα μαθήματα φυσικά γίνονται στη μεγάλη κλειστή αίθουσα στον λόφο Φιλοπάππου, όλες τις ημέρες της εβδομάδας. Λειτουργούν περισσότερα από 30 τμήματα και τα μαθήματα παραδίδονται από ειδικά εκπαιδευμένους δασκάλους, χορευτές του συγκροτήματος, που έχουν πάνω από 500 παραστάσεις στο ενεργητικό του ο καθένας. Το πνεύμα της διδασκαλίας είναι ότι ο χορός δεν είναι μόνο κίνηση. Μαζί με τις χορευτικές κινήσεις δίνονται ποικίλες πληροφορίες για την περιοχή, την περίσταση, τη μουσική, τη φορεσιά και άλλα στοιχεία που συνδέονται με τον εκάστοτε χορό.
«Η Στράτου, χωρίς να έχει προηγούμενη σχέση με τον χώρο του παραδοσιακού χορού, έπρεπε να υπερνικήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ότι αυτά ήταν χωριατιά, ότι ήταν βλάχικα. Σήμερα αυτά φαίνονται εξωτικά, αλλά τότε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο· τα νυφικά, για παράδειγμα, που ήταν κεντημένα, τα έκρυβαν για να τις θάψουν με αυτά, έτσι χάθηκαν πολλά κειμήλια, τα είχαν για πέταμα».
Όλοι οι κάτοικοι της Αθήνας γνωρίζουν το θέατρο της Δόρας Στράτου στου Φιλοπάππου, ένα κηποθέατρο που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του ’50, με μόνιμο σκηνικό του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου. Απέναντι από την Ακρόπολη, μέσα στα πεύκα, στο κέντρο της Αθήνας αλλά μακριά από τους θορύβους της σύγχρονης πόλης, είναι ο ιδανικός χώρος για τη σκηνική παρουσίαση του πιο ελληνικού θεάματος. Η σκηνή είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ώστε να επιτρέπει την ανάπτυξη των χορευτών σε κύκλο, όπως περίπου γίνεται στις πλατείες των χωριών και στα πανηγύρια, ενώ δίπλα στο θέατρο κατασκευάστηκε μια μεγάλη κλειστή αίθουσα για τις πρόβες και τα μαθήματα.



Η γυναίκα που βρίσκεται πίσω από την ιστορία της διάσωσης των ελληνικών χορών, με όραμα να σώσει από τη λήθη τον γνήσιο ελληνικό χορό, δημιουργώντας γι’ αυτόν ένα «ζωντανό μουσείο», το οποίο αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλες δραστηριότητες, δεν είναι άλλη από τη Δόρα Στράτου. Όπως η Αγγελική Χατζημιχάλη, έτσι και η Δόρα Στράτου είναι γυναίκες της γενιάς του ’30 που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη διάσωση της παράδοσης.
Η Δόρα Στράτου γεννήθηκε το 1903 στην Αθήνα. Κόρη του πολιτικού, υπουργού και πρωθυπουργού Νικόλαου Στράτου, εγγονή του θεατρικού συγγραφέα Δημητρίου Κορομηλά, μεγάλωσε στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της Αθήνας των αρχών του αιώνα, μαθαίνοντας ξένες γλώσσες και έχοντας δάσκαλο στο πιάνο τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Όταν ο πατέρας της καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και τουφεκίστηκε, η οικογένεια έφυγε από την Ελλάδα, ενώ βρέθηκαν απότομα στο κατώφλι της φτώχειας, εφόσον η περιουσία τους είχε δημευθεί. Με το τραύμα του κοινωνικού υποβιβασμού, αφού έζησε 10 χρόνια με τη μητέρα της στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1932 και άρχισε να συναναστρέφεται τη νέα γενιά πνευματικών ανθρώπων του Μεσοπολέμου, ενώ μετά την Κατοχή βοήθησε τον Κάρολο Κουν να ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης.
«Από τη φιλία και τη συνεργασία μου με τον Κουν έμαθα πολλά, πάμπολλα πράγματα για το θέατρο», γράφει. «Έμαθα τον μηχανισμό, την οργάνωση, την ισορροπία δυνάμεων του έμψυχου υλικού, τι θα πει ρυθμός σε παράσταση −τάιμινγκ− ανάσα, όπως στο τραγούδι, ανέβασμα της εντάσεως. Τι μπορείς να ζητάς από τον άνθρωπο για το έργο, και πότε, για να βγει καλή η παράσταση», γράφει.
Το 1952 έτυχε να δει το εκατονταμελές κρατικό φολκλορικό συγκρότημα της Γιουγκοσλαβίας που περιόδευε στις διάφορες χώρες προβάλλοντας τους δημοτικούς χορούς, τις μουσικές και τις φορεσιές της χώρας του. Ήταν κάτι το πρωτοφανές για την Ελλάδα. Εκεί έπεσε ο πρώτος σπόρος για τη δημιουργία ενός μόνιμου συγκροτήματος, ικανού να δίνει καθημερινές παραστάσεις και να κάνει περιοδείες στο εξωτερικό, με μεγάλο ρεπερτόριο, με πλούσια ιματιοθήκη από όλη την Ελλάδα, και γενικά με ένα πρόγραμμα που να κερδίζει τον θεατή. Έτσι, το 1953 ίδρυσε το σωματείο «Ελληνικοί χοροί – Δόρα Στράτου», που έκανε τις πρώτες του παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο του Πειραιά.

Σε ηλικία 50 ετών αρχίζει να δουλεύει εξαντλητικά, γυρίζοντας στα χωριά, μαζεύοντας χορούς, τραγούδια, φορεσιές και κοσμήματα. Επιλέγει τους καλύτερους χορευτές και οργανοπαίχτες για να πλαισιώσουν το συγκρότημα. Δίνει παραστάσεις στην Ελλάδα και περιοδεύει θριαμβευτικά σε 21 χώρες.
«Ο χορός είναι η πιο άμεση εκδήλωση των ανθρωπίνων συναισθημάτων», γράφει. «Η πιο ζωντανή. Είναι η ανάγκη του υποσυνείδητου, που μέσα σε αυτό είναι συγκεντρωμένα, ανάκατα, τα πάντα. Ο άνθρωπος λειτουργεί ενστικτωδώς. Η μόρφωση είναι απλά βοηθητική. Πόσοι είναι οι άνθρωποι που δεν ξέρουν ούτε την υπογραφή τους να βάλουν κι ωστόσο έχουν μια ενστικτώδη ευπρέπεια, εντιμότητα και καλοσύνη. Οι λαοί δεν έχουν χαρτιά και μολύβια για να αποτυπώσουν τα συναισθήματά τους. Ούτε και καιρό. Δούλευαν, πολεμούσαν και κάποτε παίρνανε μια ανάσα χορεύοντας. Ο χορός δεν έχει δική του γραφή. Δυστυχώς», έλεγε.
«Η Στράτου, χωρίς να έχει προηγούμενη σχέση με τον χώρο του παραδοσιακού χορού, όπως είχε η Ραλλού Μάνου με τον χώρο του έντεχνου χορού, έπρεπε να υπερνικήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ότι αυτά ήταν χωριατιά, ότι ήταν βλάχικα. Σήμερα αυτά φαίνονται εξωτικά, αλλά τότε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο· τα νυφικά, για παράδειγμα, που ήταν κεντημένα, τα έκρυβαν για να τις θάψουν με αυτά, έτσι χάθηκαν πολλά κειμήλια, τα είχαν για πέταμα. Με κόπο διασώθηκαν ολοκληρωμένες φορεσιές μεγάλης αξίας, τις οποίες δύσκολα μπορούμε να ξαναράψουμε, γιατί δεν υπάρχουν πια αυτά τα υλικά», λέει ο πρόεδρος του Δ.Σ. κ. Άλκης Ράφτης, ενώ μας ξεναγούν με την κ. Αγγελική Χριστοφιλοπούλου στην ιματιοθήκη με τις 2.500 φορεσιές, έναν εθνικό πλούτο αυθεντικών ενδυμάτων που συντηρούνται με μεγάλο κόπο, χάρη στην αφοσίωση και την εθελοντική προσφορά μιας ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν και συνεχίζουν το όραμα της Στράτου.
Αυτό είναι και το μόνο περιουσιακό στοιχείο του σωματείου, οι φορεσιές του. Πρόκειται για έναν πραγματικό θησαυρό, τη μεγαλύτερη σε μέγεθος και σε αξία συλλογή του είδους. Περίπου 2.500 φορεσιές με τα κοσμήματα και τα εξαρτήματά τους, ραμμένες στα αντίστοιχα χωριά σε άλλες εποχές. Η συλλογή αυτή αποτελεί συγχρόνως την ιματιοθήκη του θεάτρου, παρουσιάζει δηλαδή την ιδιομορφία, σε σύγκριση με τις συλλογές των μουσείων, ότι οι φορεσιές φοριούνται, ζουν στη σκηνή του θεάτρου, με τα αντίστοιχα προβλήματα συντήρησης και φύλαξης. Μερικές φορεσιές είναι πάρα πολύ βαριές, άλλες είναι κεντημένες με χρυσή κλωστή και συνοδεύονται από παραδοσιακά κοσμήματα.


Συναντάμε συνολικά 98 τύπους γυναικείων και 44 τύπους αντρικών στολών, συνήθως με 10 ή περισσότερες φορεσιές στον κάθε τύπο. Πέρα από αυτές, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από κομμάτια, είτε από τις ίδιες φορεσιές είτε από άλλες.
Περίπου 1.000 φορεσιές φοριούνται στις παραστάσεις κάθε καλοκαίρι. Ειδικευμένο προσωπικό βοηθά τους χορευτές να ντυθούν σωστά και φροντίζει για την αντιμετώπιση της φθοράς, την αποθήκευση, το καθάρισμα κ.ά., ενώ οι φορεσιές έχουν παρουσιαστεί σε ειδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η Δόρα Στράτου κατόρθωσε, αγοράζοντας συνεχώς επί 30 χρόνια παλιές φορεσιές από τα χωριά, να προικίσει το σωματείο με τη μεγαλύτερη συλλογή της Ελλάδας. Παλιές φορεσιές σαν κι αυτές δεν υπάρχουν πλέον στα χωριά, ούτε μπορούν να ξαναγίνουν, γιατί έχουν χαθεί τα υλικά και οι τεχνίτες. Το ίδιο ισχύει και για όσα τις συνοδεύουν, πολλά παραδοσιακά κοσμήματα, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός αντικειμένων (παραδοσιακά υποδήματα, μάσκες, σπαθιά, μαντίλια, κουδούνια).
Η Δόρα Στράτου είχε τόσο πάθος για τη συλλογή αυτή και τη διάσωσή της, που σταματούσε κάθε γυρολόγο, κάθε παλιατζή της εποχής της όταν έβλεπε ότι έχει έστω και ένα μικρό κομμάτι από φορεσιά στην πραμάτεια του και το αγόραζε. Έδωσε αξία σε πράγματα που θεωρούνταν άχρηστα, ευτελή αλλά προέρχονταν από μια στιβαρή παράδοση.
Ανάμεσα στις φορεσιές ξεχωρίζουν τα ιστορικά πλέον αντίγραφα που έκανε ο Γιάννης Τσαρούχης, φορεσιές ζωγραφιστές σαν αυθεντικές, με τα κοσμήματα –που ακόμα και σήμερα μοιάζουν αληθινά– να είναι φτιαγμένα από δέρμα, ενώ ζωγραφιστό είναι και το χρυσοκέντητο γιλέκο του τσολιά. Η Στράτου έπρεπε να φτιάξει δέκα και περισσότερες φορεσιές από κάθε τόπο για να φορούν οι χορευτές της, κάτι που δεν επέτρεπαν τα οικονομικά της. Δεν θα μπορούσε να βρει ομοιόμορφες, αφού με κόπο και μεγάλες δυσκολίες είχε καταφέρει να έχει μία πλήρη φορεσιά από κάθε περιοχή.
«Βρήκα τον Γιάννη Τσαρούχη, τον μόνο ειδικό τόσο για την ιστορία των φορεσιών όσο και για την πρακτική λύση, τη θεατρική. Ο μεγάλος αυτός σκηνογράφος-ενδυματολόγος του θεάτρου μας έχει καταγίνει με τις φορεσιές του τόπου και έχει φοιτήσει σε ένα μεγάλο σχολειό: στην αυθεντία που έχουμε στον τόπο μας, την Αγγελική Χατζημιχάλη. Ο Τσαρούχης θα μου λύσει το πρόβλημα: αντιγραφές από τις φορεσιές του Μουσείου Μπενάκη, όπου έχει μεγάλη συλλογή», γράφει η Δόρα Στράτου στη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της.




Η φορεσιά, όπως και η μουσική, είναι συνθετικό στοιχείο κάθε είδους χορού, ιδιαίτερα όμως του παραδοσιακού. Για τον «παλιό» άνθρωπο του χωριού οι έννοιες του χορού και της φορεσιάς ήταν σύμφυτες: ο καλός χορευτής έπρεπε να είναι πρώτα απ’ όλα καλοντυμένος. Πέρα όμως από τον χορό, η φορεσιά ως προέκταση και απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος αποτελεί βασικό εργαλείο για την κατανόηση του ανθρώπου και της κοινωνίας. Μπορεί δηλαδή κανείς να «διαβάσει» σε μια φορεσιά την ιστορία και τις τοπικές συνθήκες ενός χώρου, τη διάρθρωση και τις αξίες μιας κοινωνίας, τη θέση και την προσωπικότητα ενός ατόμου. Τα μέρη μιας φορεσιάς έχουν αρχικά μια πρακτική χρησιμότητα: να κρύψουν ή να αναδείξουν ορισμένα μέρη του σώματος, να μεταφέρουν προσωπικά αντικείμενα κ.λπ., ανάγκες που μπορούν να καλυφθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Η φορεσιά ικανοποιεί και άλλες, λιγότερο εμφανείς ανάγκες. Στο φαντασιακό επίπεδο, η φορεσιά λειτουργεί ως μέσο προβολής της συλλογικής εικόνας του ανθρώπινου σώματος και τείνει να δώσει μιαν εικόνα του σώματος όπως θα ‘πρεπε να είναι και όχι όπως είναι. Σ’ αυτό συντελεί το γεγονός ότι τα ίδια ρούχα περνάνε από τη μια γενιά στην άλλη, καθώς και το ότι η διαδικασία της κατασκευής τους δεν είναι προσωπική υπόθεση, όπως σήμερα. Παράλληλα, η φορεσιά λειτουργεί και σαν στολή με την στρατιωτική έννοια. Εξασφαλίζοντας δηλαδή μια βασική ομοιομορφία, δηλώνει με ορισμένα διακριτικά σύμβολα την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει το άτομο καθώς και τη βαθμίδα που κατέχει στην ιεραρχία της, αλλά και την εθνολογική ομάδα, λειτουργώντας έτσι ως ανασταλτικό της επιμειξίας, περιφρουρώντας την ταυτότητα. Η φορεσιά είναι ένας ατομικός φάκελος που περιέχει ολόκληρη την κοινωνική και προσωπική ιστορία του ατόμου, ανοιχτός γι’ αυτόν που ξέρει να τον διαβάσει.
Μέσα στο πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεων υπάρχει πάντα χώρος για έκφραση των προσωπικών προτιμήσεων. Το χρώμα με το οποίο βάφεται το ύφασμα, το σχέδιο του κεντήματος, λίγο στραβά το φέσι ή πιο σφιχτό το δέσιμο του μαντιλιού, μικρές παραλλαγές πάνω στο βασικό θέμα που προδίδουν το γούστο και το μεράκι, τη διάθεση να διαφοροποιηθεί κανείς ή να αρέσει στους άλλους.
Οι γυναίκες των χωριών βιάστηκαν να ξεφορτωθούν τις φορεσιές που έβρισκαν στις κασέλες. Όσες έμειναν βρίσκονται κυρίως στα μουσεία και στις ιδιωτικές συλλογές, στα χορευτικά συγκροτήματα, στις αποθήκες των εμπόρων ή στο εξωτερικό. Σκορπισμένες, «διαμελισμένες», μακριά από τους ανθρώπους που ήξεραν τη χρήση, τη φροντίδα και τη σημασία τους, έγιναν άψυχα μουσειακά αντικείμενα ή εμπόρευμα. Το νήμα κόπηκε.

Στην Ελλάδα λίγοι ενδιαφέρθηκαν σοβαρά για την παραδοσιακή φορεσιά. Από την αρχή, η προσέγγιση που ακολουθήθηκε ήταν κυρίως συλλεκτική ή περιγραφική. Η συλλεκτική προσπάθεια ήταν τελικά σωτήρια, γιατί έτσι διασώθηκε στα μουσεία ένας μεγάλος αριθμός φορεσιών πριν από την εμπορευματική καταιγίδα. Όπως η κατασκευή, η συντήρηση και η κουβέντα γύρω από τη φορεσιά απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μιας γυναίκας, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο απασχόλησε και τη Δόρα Στράτου σε όλη της τη διαδρομή.
Πολλοί την πολέμησαν, άλλοι τόσοι έβρισκαν το όραμά της ανέφικτο, ωστόσο στο πλευρό της στάθηκε μια μακριά σειρά από τους επιφανέστερους δημιουργούς, και εκείνη συνεργάστηκε μαζί τους για τη διαμόρφωση του θεάματος. Να μερικοί από αυτούς: Μανόλης Ανδρόνικος, Φοίβος Ανωγειανάκης, Σπύρος Βασιλείου, Δέσπω Διαμαντίδου, Κωνσταντίνος Δοξιάδης, Μάρκος Δραγούμης, Σίμων Καράς, Κάρολος Κουν, Δημήτρης Λουκάτος, Δημήτρης Μητρόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Αντώνης Φωκάς, Μάνος Χατζιδάκις, Αγγελική Χατζημιχάλη, Δημήτρης Χορν. Ως χορευτές πέρασαν από το συγκρότημα, μεταξύ άλλων, οι μετέπειτα σκηνοθέτες Κώστας Γαβράς και Κώστας Τσιάνος, η ενδυματολόγος Τατιάνα Γιανναρά και η λαογράφος Αλίκη Λάμπρου.
Από τις παλιότερες επιτόπιες έρευνες που είχε κάνει η Δόρα Στράτου, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύονται σε περιοδικά και συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχει συγκεντρωθεί πολύτιμο λαογραφικό υλικό σε φωτογραφίες, κινηματογραφήσεις, ηχογραφήσεις.
Η Στράτου έδωσε έμφαση στην ποιότητα –προσέχοντας την κάθε λεπτομέρεια με τον πιο σχολαστικό τρόπο– και στην πιστότητα, φροντίζοντας να μην απομακρυνθεί από το παραδοσιακό πρότυπο. Κατάλαβε ότι οι ελληνικοί χοροί διακρίνονται για την τελετουργικότητά τους και όχι για τη θεαματικότητα της κίνησης. Αυτό είναι κάτι που λίγοι δάσκαλοι χορού έχουν καταλάβει, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Έγραψε τρία βιβλία: «Μια παράδοση, μια περιπέτεια», «Ελληνικοί χοροί, ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν» και «Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί». Εξέδωσε μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο σειρές δημοτικής μουσικής με 45 δίσκους.
Η κληρονομιά της είναι ανεκτίμητη. Είναι και στο δικό μας χέρι να μη βυθιστεί στη λήθη το ζωντανό μουσείο που άφησε πίσω της. Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για την παράδοση έχει αναθερμανθεί και δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν θεωρούν ξεπερασμένο το να μάθουν παραδοσιακούς χορούς. Η περιουσία του Θεάτρου «Δόρα Στράτου», εκτός από τις φορεσιές, είναι το έμψυχο υλικό του: ερευνητές, χορευτές, μουσικοί, συντηρητές και δάσκαλοι, όλοι εθελοντές που πιστεύουν στη διατήρηση της παράδοσης ως μέρος της συνέχειάς μας.









