Χορευτές που συντονίζονται με την αναπνοή, τα μάτια και μια ανεπαίσθητη κίνηση σε ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο που συγκροτεί μια συμπαντική χορογραφία. Η αίθουσα του Μεγάρου, βυθισμένη στη σιωπή, παρακολουθεί μαγεμένη αυτήν τη συγκέντρωση των ανθρώπινων σωμάτων της κορυφαίας ομάδας σύγχρονου χορού Nederlands Dans Theater (NDT).
Οι χορευτές της ακολουθούν μια μινιμαλιστική και ακριβή σωματική γλώσσα που μοιάζει με τους σχηματισμούς πουλιών στον ουρανό ή με κοπάδια ψαριών σε γαλήνιους σκοτεινούς βυθούς∙ η ανεξήγητα ζηλευτή, αόρατη σχεδόν, ανεπαίσθητη δύναμή τους δονεί και διαμορφώνει τον χώρο ως ένα άχρονο και μυστηριώδες περιβάλλον.
Στη χορογραφία του νέου συνεργάτη του NDT Χρήστου Παπαδόπουλου, «Ties Unseen», που είδαμε τον Νοέμβριο δεν υπάρχει έντονη σωματικότητα παρά μικρές χειρονομίες. Πρόκειται για μια πνευματική και νοητική κατασκευή από την οποία προκύπτει η κίνηση, φτιαγμένη με τη συγκίνηση και τη φιλοπερίεργη διάθεση ενός σχολαστικού παρατηρητή της φύσης και της ανθρώπινης κατάστασης, που ανατέμνει τη συνθήκη των καθημερινών σχέσεων, των τετριμμένων συναντήσεων και τις βαθιές συνδέσεις που περνούν απαρατήρητες, για να τις φέρει στο φως της σκηνής ως δώρο, ως ωδή στις κοινές στιγμές, στα μικρά πράγματα που είναι καθοριστικής σημασίας στη διαδρομή της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Με απασχολεί το πώς μπορώ να προχωρήσω κάθε φορά τη δουλειά μου παραπέρα και να υποστηρίξω τη μοναδικότητα κάθε χορευτή μέσα σε ένα σύνολο που ακολουθεί τον ίδιο κανόνα και θέλει να φτάσει στο ίδιο νοητικό φως».
Η λεπτότητα που χαρακτηρίζει τη χορογραφία του Χρήστου χαρακτηρίζει και τον ίδιο. Είναι άνθρωπος μαλακός, ευθύς και στα μάτια του λάμπει ένα χαμόγελο που μοιάζει να θέλει να βρει την ομορφιά και τη γλυκύτητα του κόσμου στις πιο βαθιές του συνδέσεις.
Φτάνει στο ραντεβού μας μετά την πρόβα του και κρατά ένα ρόδι. Προτού μιλήσουμε για το νέο έργο που ετοιμάζει και θα παρουσιάσει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση μιλάμε για τη βυζαντινή ζωγραφική και τον Ιερώνυμο Μπος που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη δουλειά του. «Βλέπεις στη ζωγραφική του Μπος τα στοιχισμένα και συμπυκνωμένα σώματα σε πολύ μικρούς χώρους, τη συλλογικότητα και τη φόρμα κάθε σώματος και, παρόλο που καθένα είναι διαφορετικό από το άλλο, καταλαβαίνεις ότι τα συνδέουν η κοινή πρόθεση, η κοινή κατεύθυνση», λέει.
«Αυτό με απασχολεί, το πώς μπορώ να προχωρήσω κάθε φορά τη δουλειά μου παραπέρα και να υποστηρίξω τη μοναδικότητα κάθε χορευτή μέσα σε ένα σύνολο που ακολουθεί τον ίδιο κανόνα και θέλει να φτάσει στο ίδιο νοητικό φως. Οπότε, θέλοντας να δημιουργήσω κάτι με ένα μεγάλο γκρουπ ανθρώπων σε έναν μικρό χώρο, έπρεπε να κρατηθώ και να μην απλώσω τη χορογραφία, έπρεπε οι δεκάξι χορευτές να μη διαρρήξουν αυτή την εγγύτητα».
Μου δείχνει το ρόδι. «Αυτή είναι η ιδέα. Ανοίγεις αυτό το σκληρό κέλυφος και μέσα βρίσκεις έναν θησαυρό, καρπούς σε αρμονία φυσική, τον έναν δίπλα στον άλλο. Επιδιώκω πάντα ο χορευτής να καταλάβει ότι η κίνηση δεν είναι σημαντική, σημαντική είναι η πρόθεση που θα τη δημιουργήσει, η σύνδεσή μας, το βλέμμα μας∙ θέλω να αισθάνεται τι εννοώ, να επιστρατεύει τη φαντασία του, όχι να εκτελεί απλώς μια κίνηση.
Και θέλω ως θεατής να βλέπεις στη σκηνή μια σχέση, όχι μόνο ωραίες, απόλυτης ακρίβειας κινήσεις, να ανοίγεις τις κεραίες σου, όπως τις άνοιξαν και οι χορευτές πριν από σένα, και να καταλαβαίνεις ότι αυτό που συμβαίνει είναι αποτέλεσμα μιας συνδιαμόρφωσης, με τις μικροδονήσεις της κίνησης που δεν είναι ποτέ οι ίδιες να ανεβάζουν την αδρεναλίνη και την ελάχιστη μετατόπιση να δημιουργεί τη μεγαλειώδη, ανθρώπινη, βαθιά κρυμμένη πολλές φορές δυναμική που γεννούν η εμπιστοσύνη, η επιθυμία, ακόμα και η αντίσταση ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας. Θέλω να μπορείς να καταλάβεις ότι δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, ότι το σύστημα είναι σε ένα διαρκές debate μέσα σε κάτι που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή».
Η μικρή μαγική κίνηση της φύσης και η παρατήρησή της, η αρμονία μέσα σε έναν υφιστάμενο περιορισμό και η σύνδεσή της με την ελευθερία και τον απεγκλωβισμό, ζητήματα που απασχολούν διαρκώς τον Χρήστο, όπως και η κατανόηση της ανακύκλωσης της σύνδεσης ενός σώματος με τον χώρο και τους γύρω του, έχει να κάνει πολύ με το οικείο τοπίο της Νεμέας και τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.
Ties Unseen - Christos Papadopoulos (NDT 1 | Architecture of the Invisible)
Γεννήθηκε το 1976. Μεγάλωσε και έζησε στη Νεμέα, όπου η μητέρα του διατηρούσε μια βιοτεχνία ζυμαρικών∙ εκείνος και οι αδελφές του βοηθούσαν τα καλοκαίρια την οικογενειακή επιχείρηση. «Μεγάλωσα, ήρθα στην Αθήνα, σπούδασα στο Πάντειο, πήγα στο Εθνικό Θέατρο, στην Ολλανδία, έκανα χορό, γύρισα, ήμουν στους Ολυμπιακούς, και κάθε καλοκαίρι επέστρεφα στην οικογενειακή επιχείρηση».
Όταν το βράδυ καθάριζαν το μαγαζί, ο Χρήστος έβαζε πολύ δυνατά μουσική. Στην εφηβεία πέρασε μια φάση που άκουγε το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη συγκλονισμένος, καθώς ανακάλυπτε πώς ο λόγος πίσω από τη σύνθεση αποκτούσε την αφαιρετική διάσταση της κίνησης. «Αισθανόμουν ότι κάλπαζα μαζί της για να πιάσω το νόημα. Είχα ερωτευθεί αυτήν τη διαδικασία, ήταν μια αγαπημένη αίσθηση», θυμάται.
Την τελευταία χρονιά του λυκείου ήρθε στην Αθήνα, πέρασε στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου και εκεί έμαθε ότι υπήρχε μια «φανταστική θεατρική ομάδα» μέσα στην οποία ανακάλυψε το θέατρο και τον χορό, περνώντας δυο χρόνια έκστασης. Οι περισσότεροι από αυτή την ομάδα είχαν αποφασίσει να δώσουν εξετάσεις στο Εθνικό και ο Χρήστος σκέφτηκε να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Με ελάχιστη προετοιμασία, μεγάλη ανεμελιά και άγνοια κινδύνου έδωσε στο Θέατρο Τέχνης ‒ξέχασε τα λόγια του ποιήματος του Τάσου Λειβαδίτη που είχε επιλέξει και αυτοσχεδίασε με δικούς του στίχους‒, για το Εθνικό ετοιμάστηκε με κάπως μεγαλύτερη επιμέλεια.
Πέρασε και στις δυο σχολές, διάλεξε να φοιτήσει στο Εθνικό και κάπου εκεί άρχισε και η ιστορία του με τον χορό. Κατάλαβε ότι τον ενδιέφερε και παρακολούθησε τα μαθήματα της Τίνας Παπανικολάου στην κατάληψη καλλιτεχνών στη Γ’ Σεπτεμβρίου. «Ήθελα να δοκιμάσω τι μπορώ να κάνω στον χορό και αποφάσισα να πάω σε μια σχολή στο Άμστερνταμ που δεν είχε σύστημα, αλλά σε βοηθούσε να καταλάβεις τι θέλεις να κάνεις. Μάλιστα, μου είπαν ότι είχαν δει μια περφόρμανς όπου μασούσαν μανταλάκια στη σκηνή και είπα “αυτό θέλω”. Έτσι έδωσα εξετάσεις στο School for New Dance Development (SNDO). Πέρασα και μετακόμισα στο Άμστερνταμ».
Ο Χρήστος μπορεί να μην είχε ακριβώς αυτό που αποκαλούμε «σχέδιο» και να αφηνόταν το ένα βήμα να τον οδηγήσει στο επόμενο, είχε όμως την απόλυτη υποστήριξη από το σπίτι του, από τη μητέρα του ‒ πρόσφατα τη ρώτησε αν είχε άγχος που ήθελε να δοκιμάσει διάφορα πράγματα. «Σκεφτόμουν», του είπε, «ότι αυτό είναι ένα μοτίβο, “θα κάνω θέατρο, θα κάνω χορό, θα φύγω στο εξωτερικό”, αλλά σε έβλεπα ως έναν άνθρωπο με τόσα γκάζια και τόση όρεξη που δεν ήθελα να σε περιορίσω. Πώς θα μπορούσα να βάλω στοπ σε τόση φόρα;»
Στην Ολλανδία τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο Χρήστος βρέθηκε να πιάνει μπάρα για πρώτη φορά στη ζωή του δίπλα στους συμφοιτητές του, που οι περισσότεροι ήταν επαγγελματίες χορευτές, και έπρεπε να τρέξει πολύ γρήγορα για να τους φτάσει. Μπορεί να πήρε το πρώτο θετικό σχόλιο στο τρίτο έτος, αλλά δεν αποκαρδιώθηκε ούτε λεπτό. Δούλεψε σκληρά, δοκιμάστηκε σε πολλά πεδία και υπήρχε ενθάρρυνση. Από τις σπουδές του εκεί διαλέγει να μου μιλήσει για το συγκλονιστικότερο μάθημα που έχει κάνει, το feedback, δηλαδή πώς να κάνεις κριτική και να μιλάς γι’ αυτό που είδες.
«Αυτό ήταν ένα σπουδαίο μάθημα που γενικότερα αφορά όχι μόνο τον χορό και τη θεωρία αλλά και τη ζωή, το πώς μιλάς, πώς αρθρώνεις μια γλώσσα, πώς δεν θα είσαι αρνητικός κι ας διαφωνείς, πώς δεν θα κάνεις τον άλλο να κλειστεί στον εαυτό του. Η βασική αρχή του μαθήματος ήταν “δεν μας ενδιαφέρει η προσωπική σου άποψη, πρέπει να μιλήσεις πέρα απ’ αυτό, να μπορεί να καταλάβει ο άλλος ώστε να βελτιωθεί, να βελτιώσει τα εργαλεία του».
Τελειώνοντας τις σπουδές του εκεί τον κάλεσαν στη χορογραφική ομάδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Στη συνέχεια συμμετείχε σε τρεις δουλειές του Δημήτρη Παπαϊωάννου, σε ομάδες χορού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κάνοντας χορογραφίες για το θέατρο. Ενώ αγαπούσε να χορεύει, η ιδέα να χορογραφήσει με δική του ομάδα τον έτρωγε αλλά και τον τρόμαζε ‒ τον κρατούσαν πίσω η ανασφάλεια και η αναβλητικότητα. Πιο αποφασιστικός από εκείνον, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που είχε αποφασίσει να βάλει χορό στο θέατρο Πόρτα, τον κάλεσε να κάνει την πρώτη του χορογραφία, το «Έλβεντον», εμπνευσμένο από τα «Κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ.
Πυρήνας του έργου του, όπως και στο διάσημο μυθιστόρημα της Βρετανής συγγραφέως, ήταν το μοτίβο και η έννοια της αδιάκοπης ροής του χρόνου που απεικονίστηκε με τα μέσα της επανάληψης, της αναπήδησης και της σταδιακής ανάπτυξης της σωματικής κίνησης, φέρνοντας στη σκηνή διαφορετικές αντιλήψεις για την πραγματικότητα μέσα σε έναν κόσμο που ρέει συνεχώς, σαν τα κύματα του ωκεανού.
Το «Έλβεντον» ήταν η πρώτη επιλογή των Aerowaves ’16, της διασυνοριακής πλατφόρμας που παρέχει ευκαιρίες καλλιτεχνικής έκφρασης σε αναδυόμενους χορογράφους, έτσι με την πρώτη τους χορογραφική δουλειά ο Χρήστος και η ομάδα του έκαναν μια περιοδεία σε σαράντα πόλεις. Άρχισε να γνωρίζει έναν κύκλο ανθρώπων και ομοτέχνων του και παράλληλα ξεκίνησε τη δεύτερη δουλειά του, το «Opus», μια παράσταση βασισμένη στην κλασική μουσική, πρόθεση της οποία ήταν να μελετήσει την αυστηρή της δομή και την καλλιτεχνική της πολυπλοκότητα και να την παρουσιάσει εικαστικά στη σκηνή, διερευνώντας παράλληλα την αυτόματη απόκρισή μας στο άκουσμα της μουσικής.
«Και το “Έλβεντον” και το “Opus” ήταν δουλειές που έγιναν από την τσέπη μου και την τσέπη των φίλων μου που πίστεψαν στην ιδέα και είπαμε “πάμε, και θα μοιραστούμε τα εισιτήρια”. Κι έτσι έγιναν, ρεφενέ, αυτές οι παραγωγές», εξηγεί.
Έχοντας κλείσει μια δεκαετία χορογραφιών στο θέατρο και με δυο δουλειές που απέσπασαν ενθουσιώδεις κριτικές, αρχίζει να συνεργάζεται με τη Στέγη ‒ πρώτη του παραγωγή ήταν το «Ιόν». Εκεί η κινησιολογική του έρευνα είχε ως αφετηρία το πέταγμα των πουλιών, τον συντονισμό των πυγολαμπίδων, μια σειρά από μικρο-φαινόμενα που συνθέτουν τον κόσμο της φύσης, και την αναγωγή τους στα κινησιολογικά μοτίβα που συναντάμε παντού γύρω μας.
Εξακολούθησε να χρησιμοποιεί μια μινιμαλιστική γλώσσα, ενώ αναζητούσε τους μηχανισμούς ή τον αλγόριθμο που κρύβεται πίσω από τη λειτουργία του συντονισμού. Οι δέκα χορευτές του δοκίμαζαν στοιχεία που ξεπερνούν τη φόρμα, με ανεπαίσθητες αλλαγές και αθόρυβες μεταβάσεις που προσομοιάζουν στις ανθρώπινες σχέσεις οι οποίες επικυρώνουν τον ρυθμό της ζωής, τη φυσική τάξη πραγμάτων.
Ακολουθεί το «απατηλά απλό» «Larsen C», το πιο «φανερό» μέχρι σήμερα κομμάτι του, που αποκαλύπτει τη χορογραφική του γλώσσα και την ακούραστη εξερεύνηση της επανάληψης που μετατρέπει την κίνηση σε κατάσταση και δημιουργεί πολλαπλά στρώματα νοήματος και σπάνιες αντιληπτικές εμπειρίες.
Οι χορευτές του μετατρέπονται σε έναν παλλόμενο κινητικό όγκο που μεταφέρει νοήματα όπως ο χρόνος και η ζωή ή υποδηλώνει φυσικά φαινόμενα όπως η ροή του νερού, η διάβρωση του εδάφους, ο τρόπος που ξεθωριάζει το φως κατά τη δύση του ηλίου. Τα ίδια αυτά νοήματα μεταστρέφονται με μια ασήμαντη αλλαγή της σωματικής κίνησης, του ήχου ή του φωτός, όπως και ο τρόπος με τον οποίο τα αντιλαμβανόμαστε. Το «Larsen C» είναι μια τρανή απόδειξη ότι δεν υπάρχει σταθερή οπτική γωνία από την οποία μπορούμε να παρατηρήσουμε τον κόσμο.
Πριν αρχίσουμε να μιλάμε για τη δουλειά που ετοιμάζει τώρα, ο Χρήστος θέλει να κάνουμε μια παρένθεση, να πιάσουμε την ιστορία αυτής της νέας του δημιουργίας από την αρχή, από την πρώτη σκέψη.
«Τα δέκα αυτά χρόνια, από το 2014 ως το 2024, που έκανα την ομάδα, έχω ζήσει πολύ ωραία πράγματα. Είμαι πολύ τυχερός και πολύ ευγνώμων γι’ αυτά που έχουν συμβεί. Συγχρόνως, αυτά τα δέκα χρόνια παραμέλησα την υγεία μου, τους φίλους μου, δεν είχα πια ελεύθερο χρόνο, συνέχεια χρειαζόταν να λύνω προβλήματα. Παραμέλησα όλη τη γλύκα της ζωής και τη συλλογικότητα για την οποία δουλεύω δεν την εφάρμοζα στη ζωή μου. Απλά πράγματα, όπως το να βγω, να περάσω καλά, να δω το φως και να το εκτιμήσω, δεν τα έκανα.
Έφτασα σε ένα σημείο που δεν μου άρεσα όπως ήμουν και ήθελα να με βελτιώσω. Τι εννοώ; Ήθελα να βρω ξανά τη γλύκα, τη λαχτάρα και την ενέργεια που δύσκολα ανασύρεις όταν συνυπολογίζεις αυτό που συμβαίνει σε έναν κόσμο που βομβαρδίζεται διαρκώς, πολιτικά και κοινωνικά, από άσχημα πράγματα. Εγώ είμαι πιο δημιουργικός όταν είμαι κοντά στη φύση, όταν έχω χρόνο να καθαρίσει το μυαλό μου, όταν έχω την ευκαιρία να παρατηρήσω και να εκτιμήσω την ευχαρίστηση μέσα από την καθημερινή, έστω, απλότητα».
Από εκεί, από μια βαθιά καταγωγική ρίζα ξεκινά και η ιδέα της επόμενης δουλειάς του που θα δούμε τον Μάιο στη Στέγη. Ο τίτλος της, «My fierce ignorant step», ξεκινά από τη μνήμη και τα ακούσματα του «Άξιον Εστί» που σημάδεψε την εφηβεία του ‒ τι συμβαίνει όταν διαστέλλονται ο λόγος και ο ήχος για να φτάσουν σε μια κίνηση, ένα χέρι που σηκώνεται, ένα σώμα που ταλαντώνεται, ένα πόδι που τρέμει. Οι προσωπικές ακουστικές του μνήμες κρύβουν κάτι συλλογικό και καθολικό, συνδέονται με τις ζωές πολλών Ελλήνων που αντλούν από την ίδια δεξαμενή και την κοινή μοίρα του τόπου μας.
Οι φωνές και τα σώματα ηχούν σαν μουσικά όργανα και η κίνηση γίνεται τραγούδι. Με αναφορές από τα δικά του ακούσματα, συνδέει την υλικότητα του ήχου με τη μουσικότητα των σωμάτων. Με δέκα περφόρμερ επί σκηνής να συγκροτούν ένα σώμα που πορεύεται με μάτια ορθάνοιχτα προς τα εμπρός, πάντα δίνει φωνή στην ανεπαίσθητη κίνηση και ανάσα στα σώματα που ηχούν ανθεκτικά στη συνθήκη της αέναης πορείας τους στον ανοιχτό ορίζοντα.
Προτού τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ ποια ήταν η χορογραφική εμπειρία που τον έχει εκπλήξει περισσότερο μέχρι σήμερα. Μου μιλά για τους Dance On Ensemble, μια διεθνή ομάδα με εξαιρετικούς χορευτές από 45 ως 70 ετών με έδρα το Βερολίνο. Όταν πήγε εκεί για να συνεργαστεί μαζί τους και να χορογραφήσει το «Mellowing» είχε μια συγκεκριμένη άποψη για τα σώματα που έπρεπε να διαχειριστεί με μεγάλο σεβασμό.
«Αυτοί οι χορευτές έχουν υπάρξει σπουδαίοι και εξακολουθούν να είναι, αλλά με άλλο τρόπο», λέει. «Είναι μια ομάδα με μεγαλύτερους χορευτές που θέλουν να βελτιώνονται. Η εμπειρία μου μαζί τους ανέτρεψε πλήρως όσα πίστευα. Κρατούσαν σημειώσεις για τα πάντα, δοκίμαζαν τα πάντα ακόμα και στο μικρό διάλειμμά τους. Έλεγα “θέλετε να σταματήσουμε λίγο;”. Και μου απαντούσαν “η προσωπική μας κούραση δεν πρέπει να σε αφορά, κάνε το πρόγραμμα όπως έχουμε συμφωνήσει”. Ήταν ασταμάτητοι, ακούραστοι, δεν γκρίνιαζαν καθόλου. Μόνο δοτικότητα υπήρχε και αυτό με έκανε να σκεφτώ πόσο τρομακτική είναι η γκρίνια στην Ελλάδα.
Από την άλλη σκέφτομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι σε όλη τους τη ζωή είχαν μια εργασία ανταποδοτική, πληρώνονταν, είχαν ασφάλιση, έφτιαξαν τα σπίτια τους, έζησαν μια άνετη ζωή κάνοντας ένα επάγγελμα. Οπότε το στούντιο είναι φίλος, η πρόβα τούς δίνει χαρά. Σ’ εμάς ένας χορευτής έρχεται στην πρόβα από μια άλλη πρόβα και έχει κάνει και δύο μαθήματα∙ είναι λογικό η συνθήκη να σε κουράζει βαθιά, να σε αποκαρδιώνει. Αλλά δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος, έχουμε καλούς χορευτές και χορογράφους και θαυμάζω όσους είναι στο επάγγελμα, όσους πιστεύουν και το παλεύουν καθημερινά σε μια χώρα που δεν δίνει ευκαιρίες».
Ενώ έγραφα αυτό το κομμάτι, έμαθα τα καλά νέα, ότι ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι φιναλίστ, μαζί με τρεις άλλους χορογράφους από τις ΗΠΑ, την Πορτογαλία και τη Βραζιλία, για το Rose International Dance Prize, ένα καινούργιο διεθνές βραβείο χορού που δίνεται κάθε δύο χρόνια και θέσπισε το Sadler’s Wells για πρωτότυπες δημιουργίες χορού σε οποιοδήποτε στυλ απ’ όλο τον κόσμο. Ανάμεσα σε δεκατέσσερις υποψηφιότητες το «Larsen C» προκρίθηκε και θα παρουσιαστεί στο Sadler’s Wells για δύο παραστάσεις στις 4 και 5 Φεβρουαρίου 2025.