Γιατί οι 20άρηδες χορεύουν ηπειρώτικα;

Πού οφείλεται η στροφή των νέων ανθρώπων στην παραδοσιακή μουσική; Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO
0

Σε μια χρονιά που η νέα γενιά φάνηκε να ανακαλύπτει τα πανηγύρια σε κάθε περιοχή της Ελλάδας που γλένταγε τον Αύγουστο και που τα social media γέμισαν βίντεο και εικόνες 20άρηδων να χορεύουν παραδοσιακούς χορούς, η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί έχει ξεφύγει από την κατηγορία «μόδα» και «τάση» και δείχνει να παγιώνεται, φέρνοντας την παράδοση σε πρώτο πλάνο. Απόδειξη είναι η «χρυσή περίοδος» την οποία διανύουν οι σχολές που διδάσκουν παραδοσιακούς χορούς, όπου γίνεται το αδιαχώρητο.

Ο Ανδρέας Σεγδίτσας είναι ο ιδιοκτήτης της Βιοτεχνίας Χορού, μιας σχολής χορού αρκετά εναλλακτικής, η οποία έχει και παιδαγωγικό ρόλο, που σημαίνει ότι διδάσκει και σεβασμό στα ήθη και τις χορευτικές συνήθειες της κάθε περιοχής, για να μην προκύπτουν τα παράπονα που είχαν φέτος οι ντόπιοι από τους ξένους γλεντιστές.

Πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας, μού έδωσε μια επιστολή που του έστειλε η κυρία Μαρία, κάτοικος ενός χωριού της Ηπείρου, στην οποία περιγράφει το νέο status που έχει δημιουργηθεί μετά τη μαζική εισβολή των «αχόρταγων» παιδιών στα πανηγύρια:

«Ακόμα κι αφού άρχισαν τα χωριά να μαραζώνουν απ’ τα γηρατειά και την εγκατάλειψη, στο αυγουστιάτικο πανηγύρι μας η πλατεία γέμιζε πάντα με τραπέζια. Έρχονταν οι ξενιτεμένοι μας, από Αμερική, από Αθήνα, από όπου μπορείς να φανταστείς. Έρχονταν και κάτι μερακλήδες απ’ τα δίπλα χωριά. Η ορχήστρα, παραδοσιακά, κάτω απ’ τον πλάτανο. Η πίστα για τους χορούς μας μικρή. Να χωρέσουν οι επισκέπτες μας. Να κάτσουν, να φάνε, να πιούνε, να ανταλλάξουμε νέα και ευχές. Ποτέ δεν μας χρειάστηκε μεγαλύτερη. Τραπέζι-τραπέζι χορεύαμε. Οικογένειες-οικογένειες, παρέες-παρέες.

Διανύουμε ένα διάστημα που νομίζω ότι αλλάζουν πολύ γρήγορα τα πράγματα. Ενώ η παράδοση συνήθως δεν βιάζεται, τα κάνει αργά, τώρα νομίζω ότι γίνονται πράγματα πολύ γρήγορα, και στον τρόπο τον χορευτικό και στα καινούργια τραγούδια και στους καινούργιους χορούς. Πήγα στην Ήπειρο φέτος και είδα ένα νέο χορευτικό μοτίβο, εξελίσσονται τα πράγματα...

Ήταν ωραία, γιατί εκτός που μονοιάζαμε αναμεταξύ μας, βλέπαμε και τους χορευτές και τους χαιρόμασταν και μας χαίρονταν κι αυτοί άμα ερχόταν η σειρά μας. Αν και σε μας εδώ στην Ήπειρο μπόραγες να σηκωθείς με την παρέα που πληρώνει, δεν το πολυσυνηθίζαμε. Περιμέναμε τη σειρά μας. Άσε που δύο χορούς θέλαμε και γιόμιζε η ψυχούλα μας.

Εκτός από παραδοσιακούς χορούς, ο Ανδρέας Σεγδίτσας διδάσκει και χορευτικό ήθος Facebook Twitter
Ό,τι δεν μπορείς να πεις μπορείς να το χορέψεις, σηκώνεται και χορεύει ένας άνθρωπος ένα ζεϊμπέκικο, π.χ., και καταλαβαίνεις πράγματα που θα χρειαστεί χίλιες λέξεις για να τα περιγράψει. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO

Με τον καιρό σουλουπώθηκε ο δρόμος απ’ τα Γιάννενα, ήρθε η κρίση, φτιάξαμε το σύλλογο στο χωριό. Αυτός πλήρωνε πια την ορχήστρα κι εμείς, με τον παπά και τα κλαρίνα, γυρίζαμε την κανίστρα από τραπέζι σε τραπέζι κι έδινε ο καθένας ό,τι μπορούσε. Σιγά σιγά, βγάλαμε και τα πρώτα τραπέζια, κλείναμε τον δρόμο πια, μεγάλωσε κι η πίστα. Μεγάλωσαν κι οι δικοί μας, περισσότεροι πια και οι επισκέπτες, και κάπως πήραν το δρόμο τους τα πράματα.

Το χορό τον ξεκίναγαν πάντα οι άνω των 70. Και μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος κάτω, δεν κουνιόταν φύλλο. Αργότερα, όλοι πάνω. Μανάδες με τα παιδιά στην αγκαλιά ή απ’ το χέρι να τα χορευτοσέρνουνε, άνθρωποι κάθε ηλικίας − χορευταράδες και μη. Χαμός. Ωραίος όμως, είχε ζωή και χαρά αυτό το γιουρούσι. Και πάντα περιμέναμε το μετά. Με το που πήγαινε η ώρα τρεις, τέσσερις το πολύ, ήταν η ώρα των μερακλήδων. Αυτό το παλιό, παρέα-παρέα. Και ξημερώναμε έτσι όλοι μαζί. Και ας είχαμε σηκωθεί απ’ τις έξι το προηγούμενο πρωί, δεν κινούσαμε ρούπι.

Τώρα πια, κάποιοι από μας είναι μόνο για μοιρολόγια. Ο σύλλογος έχει περάσει στα χέρια των μικρότερων, η πλατεία γεμίζει από νεολαία. Και θα το γράψω όπως το σκέφτομαι, ελπίζω να μη με παρεξηγήσεις. Παίρνω το θάρρος να σ’ τα πω εσένα, που έχεις τόσα νέα παιδιά γύρω σου. Αχόρταγα, μωρέ, είναι αυτά! Τέλειωνε ο χορός και αυτά και η παρέα τους έμεναν, εκεί, αχάμπαρα, μπροστά. Και στο επόμενο και στο παραπόμενο, πάνω όλοι. Και ερχόταν κι άλλη παρέα, να πάρουν κι αυτοί ένα χορό για το καλό (έχει ξανάρθει η χαρτούρα, ο σύλλογος δε βαστάει άλλο κι οι μερακλήδες λένε ότι μόνο με ασήμωμα ζωντανεύει η ορχήστρα) κι ακόμα εκεί αυτοί, ούτε που παραμεράνε. Πριν καν ακουστεί “Στον μύλο να μην πας”, σαλίγκαρο είχαν κάνει όλοι μαζί που στριμώχνονταν. Διπλό, και τριπλό μη σου πω. Έμπαιναν και τα όργανα στη μέση να βλέπονται με τους πρωτοχορευτές, να κρατήσουν το έθιμο της παραγγελιάς, και μόνο αυτοί τους έβλεπαν. Κι εμείς που θέλαμε μια ανάσα παραπάνω για να κάνουμε μια γύρα, ούτε που ζυγώναμε. Και τα ’δα δυο και τρεις φορές αυτά φέτος. Εγώ ούτε μια γυροβολιά δεν έριξα (καλά, έχω καιρό, μικρούλα είμαι ακόμα!).

Για πες τώρα, λεβέντη μου, τι θα τα κάνουμε; Και πες μου κι αυτό πρώτα, πρέπει ή δεν πρέπει να τα κάνουμε και κάτι; Να τους έλεγες κι εσύ μια κουβέντα παραπάνω πριν τα ξεπροβοδίσεις για τα πανηγύρια; Ή θα φτιάξουν κι αυτά το δρόμο τους, όπως τον φτιάξαμε κι εμείς;».

Εκτός από παραδοσιακούς χορούς, ο Ανδρέας Σεγδίτσας διδάσκει και χορευτικό ήθος Facebook Twitter
Η μεγαλύτερη ανάγκη που τους κάνει να έρθουν είναι η κοινωνικοποίηση: υπάρχουν άτομα που έχουν 3 φίλους, μπαίνουν σε μια ομάδα και ξαφνικά γίνονται 33, και κάνουν παρέα, κανονίζουν να μαζευτούν όπου γίνεται γλέντι, είναι πολύ σπουδαίο αυτό. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO

«Οτιδήποτε συμβαίνει αυτήν τη στιγμή με την παράδοση είναι ένα έργο σε εξέλιξη», λέει ο Ανδρέας. «Είμαστε όλοι γείτονες και στον δρόμο μας έχει μείνει ένα αμάξι που εμποδίζει την κυκλοφορία. Έχουμε βγει όλοι και σπρώχνουμε − ο καθένας προς τα εκεί που θέλει ή νομίζει ότι πρέπει να πάει. Το αμάξι όμως θα κινηθεί με τη συνισταμένη των δυνάμεων. Αυτό, θεωρώ, συμβαίνει και με την παράδοση τώρα, και γι’ αυτό από κάθε πλευρά μπορεί να ακούς παράπονα − και από τους γλεντιστές και από τους μουσικούς και από τους συλλόγους. Όλοι αποτελούν κομμάτι της παράδοσής μας και ο καθένας προσπαθεί να την κατευθύνει από την πλευρά του προς τα εκεί που θέλει να πάει, αλλά προφανώς αυτή διαμορφώνει την πορεία της συνεχώς, παίρνοντας μια συνολική ώθηση από όλους μαζί − το πού θα φτάσει δεν το ξέρουμε». 

― Πού οφείλεται η στροφή των νέων ανθρώπων στην παραδοσιακή μουσική; Είναι κάτι πρόσφατο, που συμβαίνει τα δυο-τρία τελευταία καλοκαίρια, ή συμβαίνει εδώ και καιρό και δεν το έχουμε πάρει είδηση;
Είναι ένα πράγμα που μεγάλωνε με τον καιρό. Φαντάσου ότι πριν από είκοσι χρόνια που έβλεπα κόσμο να έρχεται στα μαθήματα έλεγα «μπα, θα πάνε για ταγκό του χρόνου, είναι μόδα, θα κάνουν κάτι άλλο», και την επόμενη χρονιά έρχονταν ακόμα περισσότεροι άνθρωποι, και κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι. Όταν όλες οι εργασίες γίνονται πλέον μπροστά στον υπολογιστή, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη για κοινωνικοποίηση, συλλογικότητα, έχουν ανάγκη κάπως να εκτονωθούν, κάπως να εκφραστούν. Είναι διαφορετικός ο τρόπος που αντιμετωπίζουν ωστόσο το γλέντι∙ κάποτε πήγαινες σε ένα πανηγύρι να χορέψεις και περίμενες να έρθει η σειρά σου, να κάνεις το κομμάτι σου, τώρα τα παιδιά βγάζουν το μπουφάν στις εννιά το βράδυ, μπαίνουν στον χορό και το ξαναβάζουν στις έξι το πρωί, είναι μόνιμα στον χορό.

― Ίσως επειδή αυτή η γενιά που ανακάλυψε τώρα τα πανηγύρια δεν έχει χορέψει, δεν έχει εκτονωθεί με χορό, όπως γινόταν μαζικά στα ’90s, είχε σταματήσει την προηγούμενη δεκαετία να χορεύει ο κόσμος στα κλαμπ. Η Αθήνα πέρασε χρόνια παρακμής στη διασκέδαση.
Αυτό που λες δεν το έχω εντοπίσει, δεν χόρεψε με το ραπ ή το ροκ παλιότερα;

― Σίγουρα διασκέδαζε, αλλά αυτό που γινόταν στα πάρτι στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και στα ’90s δεν το ξαναζήσαμε. Έχουν φάει και πολλή ταλαιπωρία οι νεότερες γενιές. Και μέσα σε όλα αυτά άνθησε και η σκηνή του νεο-έντεχνου, που έχει σχέση με τον παραδοσιακό ήχο, ο Χαρούλης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Μάλαμας... Κάποια παιδιά ήρθαν σε επαφή με την παράδοση μέσω αυτών των μουσικών.
Κι εγώ τον Ζωναράδικο απ’ τον Σαββόπουλο τον άκουσα πρώτη φορά, κάπως όλοι βάζουν το λιθαράκι τους. Κοίταξε, η παράδοση, κακά τα ψέματα, έχει σοφία, κι αυτός ο κίνδυνος που πήγε να παιχτεί μετά τη χούντα αφορούσε το αστικό τοπίο∙ δηλαδή δεν σταμάτησε ο Κρητικός να χορεύει, εμείς οι αστοί συνδυάσαμε τους δημοτικούς χορούς με τον Ιωαννίδη και το τσάμικο. Είχαμε άγνοια, η παράδοση σε μας άρχιζε και τελείωνε σε ένα τσάμικο και σε ένα καλαματιανό. Η δικιά μου παρέα ήταν εξαίρεση για την εποχή, γιατί εγώ ήμουν μεγαλωμένος μέσα σε μουσικούς, ωστόσο τότε δεν ήξερε τόσος κόσμος να παίζει μουσική. Έβλεπες παρέες 30 και 40 ατόμων και είχαν έναν τύπο με μια κιθάρα στην πλάτη, ενώ τώρα βλέπεις να κάθονται τέσσερα άτομα σε ένα τραπεζάκι και οι δυο κουβαλάνε όργανο, δηλαδή σίγουρα έχει ανοίξει αυτό το πράγμα.

Αμαράς

― Πόσο έχουν συνεισφέρει οι σύλλογοι και οι σχολές σε αυτό που συμβαίνει; Κι εσύ ήσουν στη Δόρα Στράτου.
Μέσα σε όλα αυτά που λέγαμε πριν, ότι κάποια στιγμή το πράγμα έγκωσε και τρόμαξαν τον κόσμο τα τσάμικα και η χούντα, οι σχολές αυτές κράτησαν την επαφή με την παράδοση. Τότε υπήρχαν μόνο το Λύκειο Ελληνίδων, οι Ελληνικοί Χοροί Δόρας Στράτου, άντε και δυο τρεις σύλλογοι, οι Κρήτες, οι Αργοναύτες, γιατί τόση ήταν η ανάγκη του κόσμου. Όταν παρουσιάστηκε μεγαλύτερο ενδιαφέρον του κόσμου, σε δύο τετραγωνικά χιλιόμετρα εμφανίστηκαν εννιά σχολές. Είναι σαν τα μαγαζιά, όσο υπάρχει ανάγκη τόσο περισσότερα εμφανίζονται. Σίγουρα βοήθησαν πολύ οι σχολές, η κάθε μία με τις δυνατότητές της. Στη Δόρα Στράτου ήταν αρκετά νεωτεριστές, έφτιαχναν και πράγματα, το Λύκειο Ελληνίδων ήταν πιο πολύ «φωτογραφία». Και τα μουσικά σχολεία έχουν παίξει σημαντικό ρόλο∙ μέχρι να εμφανιστούν, τα παιδιά δεν είχαν επαφή με παραδοσιακά όργανα εκτός απ’ το μπουζουκοκίθαρο. Ξαφνικά άρχισες να ακούς λαούτα, όργανα στα οποία δεν ήταν εύκολο να έχουν πρόσβαση σε ένα ωδείο, έπρεπε να ψάξουν για να τα μάθουν. Η γενιά που μεγαλώνει τώρα στα μουσικά λύκεια ξέρει να παίζει ένα σωρό παραδοσιακά όργανα.  

Όταν μιλάμε για άνθηση στην παράδοση, δεν μιλάμε μόνο για τους χορούς∙ το ούτι ήταν άγνωστη λέξη. Εγώ ήμουν από τους τυχερούς γιατί είχα και τις Δυνάμεις του Αιγαίου δίπλα μου και τραγούδαγα το 1990 το «Μήλο μου κόκκινο»… Τα μουσικά σχολεία είναι μια φυσική ανάγκη και εξέλιξη, ο κόσμος ήρθε κοντά στην παράδοση, ήταν ανάγκη να μάθουν όργανα. Οι φίλοι μου πήγαιναν να μάθουν ούτι και τέτοια όργανα στην Κωνσταντινούπολη, δεν υπήρχε τρόπος να μάθουν στην Ελλάδα, οπότε έχει γίνει πρόοδος, κι εκεί που κυνήγαγες έναν κλαρινίστα ή έναν βιολιστή από πίσω για να μάθεις όργανο, τώρα είναι έτοιμο σε ένα μουσικό σχολείο ή σε ένα ωδείο. Οι σχολές που αναφέραμε κράτησαν στην πόλη, στο αστικό τοπίο, το τονίζω, την παράδοση.

― Εσένα τι σε τράβηξε στην παράδοση;
Καταρχάς το έκανα για αντίδραση. Βέβαια, εκ των υστέρων μπορώ να σου πω ότι έχω μνήμες να κοιμάμαι σε ένα «φιατάκι», αφού έχω φάει πατάτες τηγανητές, και να ακούω κλαρίνα απ' το βάθος, που με πήγαινε ο πατέρας μου. Οι δικοί μου είναι απ’ την Άμφισσα, έχω εικόνα να κοιμάμαι με κλαρίνα, κι πατέρας μου ήταν μέγας χορευτής στο τσάμικο, αλλά είχα και την τύχη να είναι όλοι οι φίλοι μου οργανοπαίχτες και είχα μια εξοικείωση μ’ αυτά. Μια φίλη μου που ήταν στη Δόρα Στράτου μού είπε «Αντρέα, έλα, θα σ’ αρέσει», και πήγα και μου άρεσε. Ήμουν 27 χρονών, αρκετά μεγάλος. Κι έχει πλάκα, γιατί ταυτόχρονα ό,τι μάθαινα πήγαινα και το έδειχνα στους φίλους μου. Τρώγαμε και πίναμε σε ταβέρνες και μετά έβγαζαν τα όργανα και έπαιζαν και σηκωνόμασταν να χορέψουμε και κουτουλάγαμε, συγκρουόμασταν. Έτσι τους έμαθα πέντε βασικά βήματα και ξεκίνησα το δασκαλίκι παράλληλα με τη μάθηση. Ποτέ δεν το πήρα σοβαρά, αλλά μεγάλωνε, πηγαίναμε στον χώρο ενός φίλου για να τους δείξω και σε τρεις μήνες είχα δύο τμήματα. Μετά έγινε αυτή η τρελή συνάντηση στον Κρατήρα με τη Μάρθα Φριντζήλα, με την ομάδα χορού «Sinequanon», με τον Δανέλλη τον καραγκιοζοπαίχτη∙ είχε ο καθένας τη μέρα του, κι άπλωσε αυτό το πράγμα πολύ.

Γιάννενα

― Τη σχολή πότε την άνοιξες;
Το 2020, αλλά ήμουν δέκα χρόνια στο Baumstrasse, πέντε-έξι χρόνια στον Κρατήρα και σε άλλα μέρη, απλώς αυτό το πράγμα άρχισε να μη με χωράει, ερχόταν πολύς κόσμος, οπότε έπρεπε να γίνει κάτι πιο οργανωμένο. Η μία μέρα έγινε δύο, οι δύο τρεις, οι τρεις τέσσερις και έφτασα να κάνω τέσσερα μαθήματα την ημέρα, να ζητάει ο κόσμος. Και είναι τώρα κάνα δυο χρόνια που δεν παίρνουμε άλλους. 

― Τώρα, βέβαια, είναι μόδα, αλλά το θέμα είναι ότι αυτό το πράγμα δεν φαίνεται να ξεφουσκώνει. Είναι και ψυχοθεραπεία ο χορός.
Εννοείται. Δεν ξέρω αν θα ξεφουσκώσει, αλλά κάτι θα μείνει. Είναι παράδοση και ο συνηθέστερος τρόπος να αλλάξει κάτι στην παράδοση είναι σιγά-σιγά. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα τραγούδι ζαγορίσιο που για χρόνια το άκουγα και έλεγε «βάσανα που ’χουν οι βραδιές γι’ αυτούς που αγαπούνε», και τα τελευταία χρόνια έχει γίνει «βάσανα είναι οι βραδιές γι’ αυτούς που αγαπάνε»∙ έτσι αλλάζει η παράδοση συνήθως. Γίνονται κι επαναστατικά πράγματα, πώς από τη μια στιγμή στην άλλη στο Φιλότι της Νάξου σταματήσαν να πιάνονται στον χορό με τα μαντίλια και πιάνονται με τα χέρια, από ένα συμβάν μιας νύχτας; Συνήθως, όμως, γίνονται αραιά οι αλλαγές.

― Τι χορούς μπορεί να μάθει κανείς στη σχολή;
Τα πάντα. Είναι μια σχολή γενικής κατεύθυνσης και τα παιδιά που έρχονται το ξέρουν αυτό − αν κάποιος θέλει να μάθει κρητικά θα πάει σε κρητική σχολή και για ποντιακά θα πάει σε ποντιακή, τα παιδιά που έρχονται εδώ θέλουν να μάθουν να χορεύουν. Στην ουσία, όμως, θέλω να μάθουν κάτι παραπάνω από τους χορούς, να μάθουν κινησιολογία, να μπορεί ο άλλος να μεταφράσει αυτό που βλέπει, να πει άρση, αναπήδηση, ανάπαλση, και όχι να πει αυτό είναι καλαματιανό. Να μπορεί, δηλαδή, να χορέψει ακόμα κι αν δεν ξέρει ότι αυτό είναι καλαματιανό, να μπορεί να το αποκωδικοποιήσει. Αυτός είναι ο ρόλος του δασκάλου, και φυσικά να μιλήσει για τα ήθη. Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να λέω στα παιδιά μου ότι όταν πάμε σε ένα γλέντι, δεν πετάμε την τσάντα και λέμε «πάμε για χορό»∙ καθίστε απ’ έξω, δείτε τι γίνεται, υπάρχουν κάποιοι κανόνες, μην μπαίνετε αμέσως μέσα. Υπάρχει μια δυναμική νέα γενιά που βουτάνε αμέσως στα γούστα και τους εξηγώ ότι στα γλέντια που διοργανώνουμε εμείς μπορεί να γίνει αυτό, αλλά δεν είναι παντού έτσι. Άλλα γλέντια έχουν σειρά, σε άλλα πρέπει να πληρώσεις τα όργανα, σε κάποιες περιοχές −στην Ήπειρο π.χ.− σε αφήνουν να κάτσεις πίσω στον χορό, σε άλλες περιοχές δεν σε αφήνουν να σηκωθείς. Δες τι γίνεται πριν πας να μπεις στον χορό. Έπαιξε και η κρίση ρόλο στην αλλαγή που έχει συμβεί στα γλέντια, γιατί πριν τα όργανα τα πλήρωνε όποιος χόρευε, ενώ μέσα στην κρίση άρχισε να τα πληρώνει ο σύλλογος, κι εφόσον τα πλήρωνε ο σύλλογος, ο καθένας είχε δικαίωμα να σηκωθεί. Τώρα, πάλι, στα καλά γλέντια ξαναγύρισε η χαρτούρα, γιατί θεωρεί ο χορευτής ο μερακλής ότι αν δεν πληρώσει τον μουσικό, αυτός παίζει σαν αγγαρεία. 

― Τι ηλικίες έρχονται στη σχολή;
Νέοι άνθρωποι, συν πλην 30. Έχω και συνταξιούχους που είναι τελείως ακομπλεξάριστοι, θέλουν και να μάθουν αλλά και να κρατάνε το κορμί τους σε φόρμα, αλλά ο μέσος όρος είναι εκεί, γύρω στα 30. Η μεγαλύτερη ανάγκη που τους κάνει να έρθουν είναι η κοινωνικοποίηση: υπάρχουν άτομα που έχουν 3 φίλους, μπαίνουν σε μια ομάδα και ξαφνικά γίνονται 33, και κάνουν παρέα, κανονίζουν να μαζευτούν όπου γίνεται γλέντι, είναι πολύ σπουδαίο αυτό.

― Ποιο είναι το ποσοστό αγοριών και κοριτσιών;
Στην αρχή ήταν κυρίως κορίτσια, στη Δόρα Στράτου ήμουν εγώ και 25 κορίτσια, ήταν μεγάλη η διαφορά. Τώρα είναι ίδιος ο αριθμός.

Εκτός από παραδοσιακούς χορούς, ο Ανδρέας Σεγδίτσας διδάσκει και χορευτικό ήθος Facebook Twitter
Τώρα είναι εξοικειωμένος ο κόσμος με τους βασικούς ρυθμούς. Βλέπεις, προχωράνε τα μαθήματα, τρέχουν, υπάρχει μεγαλύτερη εξοικείωση από ό,τι πριν από δέκα χρόνια. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO
Εκτός από παραδοσιακούς χορούς, ο Ανδρέας Σεγδίτσας διδάσκει και χορευτικό ήθος Facebook Twitter
Οι παραδοσιακοί δρόμοι δεν είναι άπειροι, αλλά η μουσική και οι χοροί εξελίσσονται, η κίνηση εξελίσσεται. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO
Εκτός από παραδοσιακούς χορούς, ο Ανδρέας Σεγδίτσας διδάσκει και χορευτικό ήθος Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LiFO

― Τα παιδιά που έρχονται έχουν καθόλου ιδέα από χορό ή είναι εντελώς αρχάρια;
Πριν από χρόνια ξεκίναγαν τελείως από το μηδέν, δεν ήξεραν ποιο είναι το δεξί πόδι, η κίνηση ήταν ρομποτική, πάταγαν στις μύτες, τους έλεγα να χορέψουν και έσκυβαν, νόμιζαν ότι είναι κάτι άλλο, ξένο, τους έπαιρνε καιρό να το σωματοποιήσουν. Τώρα είναι εξοικειωμένος ο κόσμος με τους βασικούς ρυθμούς. Βλέπεις, προχωράνε τα μαθήματα, τρέχουν, υπάρχει μεγαλύτερη εξοικείωση από ό,τι πριν από δέκα χρόνια.

― Πώς σου φαίνεται το αυξημένο ενδιαφέρον που υπάρχει για τα πανηγύρια;
Έχω την αίσθηση ότι είμαστε πολύ κοντά στο peak, στην κορύφωση. Υπάρχουν μαθητές μου για πολλά χρόνια που πλέον έχουν σταματήσει να ασχολούνται. Έχω πραγματικά την απορία ποια θα είναι η συνισταμένη των δυνάμεων. Υπάρχουν παραδοσιακά τραγούδια που δεν χορεύονταν στον τόπο τους, αλλά επειδή είναι τέτοια η ροπή των νέων στον χορό βλέπεις ότι μαθαίνουν να τα χορεύουν κι αυτά που δεν τα ξέρουν πια ούτε οι ντόπιοι. Αλλάζουν τα πράγματα και οι χορευτικοί σύλλογοι έχουν βάλει το λιθαράκι τους σ’ αυτό. Αυτό το «μέσα χεράκια, πίσω χεράκια» όταν χορεύουν οι νέοι στα νησιά θα γίνει παράδοση, αν δεν έχει γίνει ήδη∙ δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, είναι μια κακή μετάφραση ενός αδαή για να μπορεί να μπει στον ρυθμό, γιατί έτσι καταλαβαίνει αυτός έναν συρτό. Κι αυτό θα γίνει παράδοση, ενώ είναι κάτι που δεν υπήρχε.

― Μου λες ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που χορεύουν; 
Τα παιδιά μπαίνουν σε έναν κύκλο χωρίς να ξέρουν τι θα χορέψουν. Δεν ξέρουν τι είναι αυτό που ακούγεται, αν είναι τσάμικο ή καλαματιανό, μπαίνουν για τον κύκλο και μετά κοιτάζουν τι χορός είναι· αυτή είναι κακή αντίληψη. Τα πράγματα αλλάζουν, κάνουμε από τη χαρά μας λάθη ή απρέπειες. Κάποτε υπήρχε ένας χορευτικός κύκλος, ο οποίος έχει μεγάλη δυναμική, όλοι έβλεπαν όλους, ο χορευτικός κύκλος σε δέκα τετραγωνικά όμως σήμαινε ότι σηκωνόταν το τραπέζι μου, πλήρωνε και χόρευε μόνο αυτό, έξι άτομα. Τώρα όταν σηκώνονται σε μια πλατεία δέκα άτομα και κάνουν κύκλο και σηκώνονται και άλλα 500 από πίσω, τότε πρέπει να ασχολείσαι με τη χορευτική περιφέρεια, όχι με τον χορευτικό κύκλο. Δηλαδή το σχήμα πρέπει να αλλάξει, πρέπει να κερδίσεις όλο τον χώρο, γιατί γίνονται σαλίγκαροι απ’ την τρίτη βόλτα και δεν περνάει κανείς καλά μετά.

Οι παραδοσιακοί δρόμοι δεν είναι άπειροι, αλλά η μουσική και οι χοροί εξελίσσονται, η κίνηση εξελίσσεται. Έχει να κάνει και με την ελευθερία του σύγχρονου ανθρώπου, κάποτε η γυναίκα δεν σήκωνε το πόδι για να μη φανεί η γάμπα, τώρα μπορούν να το σηκώνουν τα κορίτσια και μέχρι το στομάχι. Ως δάσκαλος οφείλω να πω ότι δεν συνηθίζεται, δεν θα πω «μην το κάνεις», θα πω όμως ότι συνήθως δεν μου αρέσει. Τι είναι όμως το αισθητικό κριτήριο; Μια εμπειρία που έγινε ένστικτο. Εξηγώ ότι μέσα στις σχολές μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, έξω όμως δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Πρέπει να πω ότι το Νι Κε Ντρε είναι από την Αμοργό και είναι αντρικός χορός, άμα πάμε στην Αμοργό και σηκώνονται οι ντόπιοι παρακαλώ τα κορίτσια να μην επιλέξουν αυτήν τη στιγμή για να επαναστατήσουν, αλλά εδώ μέσα εμείς θα τα χορέψουμε όλα. Θα χορέψουμε όλοι και τους γυναικείους χορούς και όλες και τους αντρικούς.

Διανύουμε ένα διάστημα που νομίζω ότι αλλάζουν πολύ γρήγορα τα πράγματα. Ενώ η παράδοση συνήθως δεν βιάζεται, τα κάνει αργά, τώρα νομίζω ότι γίνονται πράγματα πολύ γρήγορα, και στον τρόπο τον χορευτικό και στα καινούργια τραγούδια και στους καινούργιους χορούς. Πήγα στην Ήπειρο φέτος και είδα ένα νέο χορευτικό μοτίβο, εξελίσσονται τα πράγματα...

Αντάμωμα (Χορός Απτάλικος)

― Εκτός από εκτόνωση και έκφραση, τι άλλο μπορεί να είναι ο χορός;
Έχει ενδιαφέρον αυτό που είπες για την έκφραση. Ό,τι δεν μπορείς να πεις μπορείς να το χορέψεις, σηκώνεται και χορεύει ένας άνθρωπος ένα ζεϊμπέκικο, π.χ., και καταλαβαίνεις πράγματα που θα χρειαστεί χίλιες λέξεις για να τα περιγράψει. Μετά, η δυναμική του κύκλου είναι σπουδαία και την έχουν εκτιμήσει και όλοι οι ξένοι, βγάζει μια μαγική ενέργεια ο κύκλος. Ακόμα και αν το γειώσουμε, σίγουρα είναι μια άσκηση.

― Με τι άλλο ασχολείσαι;
Για χρόνια οι χοροί ήταν κάτι σαν χόμπι και δεύτερο επάγγελμα. Είχα ένα μαγαζί, πιο πριν παράτησα το Μαθηματικό, έχω κάνει πολλές στροφές στη ζωή μου. Αυτήν τη στιγμή οι χοροί είναι και το επάγγελμά μου και το χόμπι μου ταυτόχρονα, και είναι πάρα πολύ ωραίο που κατάφερα στα 57 μου να το κάνω αυτό. Κατά βάση με αυτό ασχολούμαι. Φαντάσου όμως ότι αυτό μου τρώει πάρα πολύ χρόνο, πάω κάθε 15 μέρες στη Νάξο όπου διδάσκω, κάνουμε και χορευτικές εκδρομές με τα παιδιά. Παράλληλα, έχουμε ξεκινήσει στη σχολή να φτιάχνουμε κάποια χοροτράγουδα δικά μας, σε συνεργασία με πολύ αγαπημένους και αξιόλογους μουσικούς και φίλους. Ο «Αμαράς», τα «Γιάννενα», και το «Αντάμωμα» είναι τρία από αυτά και σύντομα ετοιμάζουμε και άλλα.

― Γιατί σε λένε μαστρο-Κάπελα;
Αυτό είναι ένα αστειάκι, έτσι ξεκίνησε, επειδή άλλαζα διάφορα πράγματα στη ζωή μου, και επαγγέλματα. Μία φίλη κόλλησε μαζί τα δύο μου τελευταία παρατσούκλια, το μαστρο-Αντρέας επειδή ήμουν στην οικοδομή και το Κάπελας επειδή άνοιξα το μαγαζί, έτσι έγινα μαστρο-Κάπελας. Το επόμενο θα είναι καπελο-δάσκαλος, όπως κάνουν οι Αιγύπτιοι, που κολλάνε τα πέντε τελευταία επίθετα στα ονόματα. Κάπελα ξεκίνησαν να με λένε απ’ το μαγαζί, το Αστάρι, που ήταν σαν καπηλειό τα βράδια, με κρασί και μουσικές∙ με είπε έτσι ένας φίλος μια φορά και έμεινε.

― Ποιο είναι το πιο μεγάλο σου όφελος από αυτό που κάνεις;
Καταρχάς κάνω κάτι που μ’ αρέσει και ζω απ’ αυτό. Η συναναστροφή με τα παιδιά είναι πολύ σπουδαία, το σώμα μου είναι σε κίνηση, με ταξιδεύουν πάρα πολύ οι μουσικές και τα τραγούδια, μπορεί να μη χορεύω πολύ πια, αλλά μπορεί να βάλω ένα τραγούδι και να τ’ ακούσω και να μου δώσει χαρά. Η παράδοσή μας τα έχει πει όλα, μιλάει και για σκληρά πράγματα, δεν μιλάει μόνο για λουλούδια και έρωτες. Με τα παιδιά κάνουμε πολλές χορευτικές εκδρομές, δεν φοράμε φορεσιές, δεν μας αρέσουν τα φεστιβάλ και οι παραστάσεις κ.λπ., το ζούμε στο σήμερα και με αυτά που φοράμε. Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τους ανθρώπους, είναι ωραίο, ειδικά όταν είναι νέοι άνθρωποι. Εντυπωσιάζομαι που ενοχλούνται από πράγματα που για μας ήταν κανονικά, παρατηρώ τα πράγματα πώς αλλάζουν. Από την άλλη, βλέπεις την ανάγκη τους για καθοδήγηση, τους μαλώνεις και τους βάζεις φρένο ταυτόχρονα, βάζεις κανόνες. Για εμένα είναι πολύ σημαντικό να είμαι σε επαφή με τα παιδιά, να είμαι κοντά σε όλες αυτές τις πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις που συζητάμε, και να βάζω το δικό μου λιθαράκι στο πώς διαμορφώνεται αυτό που λέμε παράδοση στο σήμερα – να δίνω δηλαδή από τη θέση μου, ως δάσκαλος, μία ακόμα κατεύθυνση για το πού μπορεί να πάει αυτό το όχημα.

instagram
youtube

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ένα καλοκαίρι για τα πανηγύρια

Living / Τα πανηγύρια φέτος είχαν μεγάλο σουξέ, και αυτό προκάλεσε γκρίνια

Θρασύτητα και εισβολή στα χωράφια των ντόπιων ή δικαίωμα στη διασκέδαση; Μπορούμε να μιλάμε για την αποικιοποίηση των φασέων στα νησιά; Η νέα γενιά ανακαλύπτει μαζικά τα πανηγύρια, προκαλώντας ανάμεικτες αντιδράσεις.
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιώργος Πέτρου

Portraits 2025 / «Θα ήθελα η Καμεράτα να λειτουργήσει στην Ελλάδα ως πρότυπη ορχήστρα»

Έχοντας κατακτήσει μία περίοπτη θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους διευθυντές ορχήστρας της Ευρώπης, ο Γιώργος Πέτρου είχε την ικανοποίηση, λίγο πριν το 2024 εκπνεύσει, η Καμεράτα, η ορχήστρα με την οποία τον έχει συνδέσει το ελληνικό μουσικόφιλο κοινό, να ανακηρυχθεί επισήμως ορχήστρα του Μεγάρου Μουσικής.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Portraits 2025 / Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Η χορογράφος και στενή συνεργάτιδα της Ελένης Φουρέιρα, αφού έφτιαξε την πιο viral χορογραφία της χρονιάς για το «Αριστούργημα», αποφάσισε να δοκιμαστεί και στη συναυλία της Άννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο. Και ναι, πήγε καλά αυτό.
ΒΑΝΑ ΚΡΑΒΑΡΗ
«Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Daily / «Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Από τους Steely Dan, τους Toto και τον Kenny Loggins μέχρι τον Questlove, τον Thundercat και τον Mac De Marco, τo ντοκιμαντέρ του HBO συνδέει τις κουκίδες ενός φαινομένου που αποτελεί λιγότερο ένα μουσικό είδος και περισσότερο μια αίσθηση, μια ιδέα, ένα vibe.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ