Στην οδό Elizabeth, τον κεντρικότερο δρόμο της Μελβούρνης, μπορεί κανείς να δει κάθε λογής περαστικούς. Ασιάτες να κάνουν ουρές στα βιετναμέζικα και κορεάτικα εστιατόρια που φωσφορίζουν με τις neon επιγραφές τους. Σκυλιά να κοιμούνται στα πόδια χίπηδων όσο εκείνοι παίζουν μουσική ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο. Μπρατσωμένους ντόπιους με ηλιοκαμένα, επιδεικτικά εκτεθειμένα «ποντίκια». Punk τύπους να πίνουν μπίρες παρέα με άστεγους και γραβατωμένους επιχειρηματίες να παραμιλούν με τα airpods στα αυτιά πάνω σε ηλεκτρικά πατίνια.
Όπως σε κάθε μητρόπολη έτσι κι εδώ, φτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι, «τελειωμένοι» και βουλιμικά φιλόδοξοι, βράζουν όλοι στο ίδιο καζάνι. Εκεί όμως που καθόμασταν σε ένα πεζούλι παρατηρώντας με ένα slurpy βατόμουρο του ενός δολαρίου στο χέρι –το απόλυτο αντίδοτο στον καλοκαιρινό καύσωνα–, ένας περαστικός τράβηξε την προσοχή μας περισσότερο από κάθε άλλον. Με χίπστερ ενδυμασία και ένα ηχείο στον ώμο, κυκλοφορούσε ανάμεσα στους περαστικούς παίζοντας στη διαπασών θρησκευτικά κηρύγματα.
Ήταν δεν ήταν τριάντα ετών. Μαύρος, με αφάνα και αργόσυρτο βήμα. Κουβαλώντας το ηχείο στον ώμο του, έκανε τους πάντες να γυρνούν για να ακούσουν. Τον ακολουθήσαμε. Οι θρησκευτικές ιαχές μπερδεύονταν με τη βοή των κεντρικών λεωφόρων, τους country ήχους των μουσικών και τις διαφορετικές γλώσσες των περαστικών.
Η Μελβούρνη είναι μια πόλη που σε κάνει να νιώθεις ότι ζεις σε video game. Μοιάζει με μια φουτουριστική, ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που κρατά αναμνήσεις από τους δυο περασμένους αιώνες διάσπαρτες στα σπλάχνα της.
«The word of the lord» ακούμε από το ηχείο και την ίδια στιγμή μένουμε με ανοιχτό το στόμα έξω από τη βιτρίνα ενός ασιατικού εστιατορίου. Ένα ρομπότ ανακατεύει υλικά, μεταφέρει πατάτες στα τηγάνια και τεμαχίζει κομμάτια κρέατος. Χθες είδαμε ένα άλλο ρομπότ να ακολουθεί την προγραμματισμένη διαδρομή ανάμεσα στους πελάτες για να παραδώσει τα πιάτα.
Η Μελβούρνη είναι μια πόλη που σε κάνει να νιώθεις ότι ζεις σε video game. Μοιάζει με μια φουτουριστική, ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που κρατά αναμνήσεις από τους δύο περασμένους αιώνες διάσπαρτες στα σπλάχνα της.
«Fuck what they did to Britney, Lady Di and Whitney»
Μπορεί οι κάτοικοι της Μελβούρνης να είναι φημισμένοι για τη συνήθειά τους να φοράνε συνεχώς μαύρα ρούχα, όμως στάμπες όπως η παραπάνω συναντάς σε κάθε λογής χρώματα σε t-shirts, διασχίζοντας τα φανάρια της Elizabeth street. Έχει 38 βαθμούς.
Οι Βικτοριανοί κυκλοφορούν με παντόφλες, χαβανέζικα πουκάμισα ή και χωρίς μπλούζες, βουτάνε κυριολεκτικά στο σιντριβάνι μπροστά από την Εθνική Πινακοθήκη της Βικτόρια για να δροσιστούν. Προχθές είχε 16. Ο καιρός αλλάζει δύο και τρεις φορές τη μέρα, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολο το να προβλέψεις τα ρούχα που πρέπει να φορέσεις.
Στην περιοχή CBD, το επιχειρηματικό κέντρο της πόλης, οι ουρανοξύστες στέκουν επιβλητικοί από πάνω σου. «Melbourne, if you're really multi-culti, mix it up» φωτίζει πάνω από τα κεφάλια μας μια γιγαντοοθόνη, με μια γυναίκα να ποζάρει κρατώντας γεμάτη ενθουσιασμό το ποτό της.
Δίπλα στα τζάμια των 40 ορόφων που τα πρωινά καθαρίζουν κρεμασμένοι από γάντζους εργάτες, πλάι στις βιτρίνες όπου εκστασιασμένοι θαμώνες δίνουν τα δολάριά τους για ένα μπέργκερ από τα Mac, διάσπαρτα, και εντελώς παράταιρα μέσα στον αδηφάγο εκσυγχρονισμό επιβιώνουν κτίρια βικτοριανής αρχιτεκτονικής.
Πολλά κατεδαφίστηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του '50, όταν, λόγω της επικείμενης άφιξης των Ολυμπιακών Αγώνων, οι άνθρωποι της Βικτόρια φοβήθηκαν ότι θα θεωρηθούν παλιομοδίτες και τα κτίριά τους βαρετά και ξεπερασμένα.
Έναν αιώνα πριν, τη δεκαετία του 1850, η Μελβούρνη ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πόλη στον κόσμο. «They dreamt big, they built big… it was a city jumping out of its skin» ακούγεται στο τρέιλερ ενός ντοκιμαντέρ έξω από τα σινεμά στα malls.
Μόλις δεκαπέντε χρόνια πριν, το σημείο είχε μπει στον χάρτη των Δυτικών, και συγκεκριμένα κάποιων ποιμένων από την Τασμανία που αναζητούσαν νέα διαθέσιμη γη για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. «Εδώ θα γίνει ένα μικρό χωριό», είχε σημειώσει ο πρώτος επισκέπτης στον χάρτη. Η Μελβούρνη. Ένα ακόμη «μικρό χωριό», λοιπόν, στην αποικία Βρετανών που ξεκίνησε στέλνοντας αρχικά ανεπιθύμητους κρατούμενους στην άκρη του κόσμου. Η πολιτεία των φυλακισμένων που έγινε η γη της επαγγελίας. Αυτό όμως είναι ένα μόνο, πρόσφατο κομμάτι της ιστορίας.
Στην πραγματικότητα, η Αυστραλία αποικήθηκε για πρώτη φορά 40.000 χρόνια πριν, από ανθρώπους της Νοτιοανατολικής Ασίας που έφτασαν με χειροποίητα κανό και σχεδίες από μπαμπού. Όταν το 1788 έφτασαν οι Βρετανοί, στην Αυστραλία κατοικούσαν 350.000 Αβορίγινες, οι οποίοι θα αντιστέκονταν με επιθέσεις μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1860· στις μάχες μεταξύ των Ευρωπαίων και των ντόπιων υπολογίζεται ότι χάθηκαν 2.000 Ευρωπαίοι και τουλάχιστον δεκαπλάσιοι Αβορίγινες.
Σήμερα, στη Βικτόρια, μαζί με τους κατοίκους των Νήσων Torres, αντιπροσωπεύουν το 0,8% του πληθυσμού, περίπου 47.000 άνθρωποι.
«Welcome to the land of milk and honey» μας λέει ένας πωλητής όταν σταματάμε για να δοκιμάσουμε τα τάκος του, μια και ο φίλος μας με τα κηρύγματα κάνει μια στάση για να ατμίσει από το ηλεκτρονικό του τσιγάρο – ένα πακέτο κανονικά τσιγάρα κάνει 35 δολάρια, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να έχουν εγκαταλείψει το σπορ.
Η εξέλιξη της Βικτόρια, της περιοχής στην οποία ανήκει η Μελβούρνη, είναι ταυτόσημη με την εποχή του χρυσού. Με την ανακάλυψή του το 1851 ξεκίνησε η φρενίτιδα, που θα κορυφωνόταν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Οι εφημερίδες στην Ευρώπη γέμισαν πρωτοσέλιδα για τα έξι αγγεία γεμάτα με οκτώ τόνους χρυσού που έφτασαν από την άκρη του κόσμου. Μέσα σε μία χρονιά 50.000 τυχοδιώκτες πάτησαν το πόδι τους εδώ, διπλασιάζοντας τον πληθυσμό και πυροδοτώντας ένα κυνήγι ευημερίας που πέρασε στους αιώνες.
Κοιτώντας σήμερα γύρω σου μπορείς να νιώσεις τη δυναμική της post-Covid επιστροφής. Εκείνοι που αναζητούν μια καλύτερη ζωή σαλπάρουν για τον ίδιο μακρινό προορισμό, με την ελπίδα όμως τώρα στις οθόνες των smartphones τους.
Περνώντας από διαμέρισμα σε διαμέρισμα βλέπεις τους εργαζομένους στα real estates να ακυρώνουν τριάντα και σαράντα ενδιαφερόμενους που περιμένουν στην ουρά για ένα δωμάτιο 500 δολαρίων την εβδομάδα. Στον μαραθώνιο των ενοικίων, οι δρομείς στοιβάζονται σε ασανσέρ ασφυχτικά γεμάτα, συμπληρώνουν βιαστικά αιτήσεις στα κινητά τους, ιδρωμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, μόνο και μόνο για να λάβουν μία ακόμη αρνητική απάντηση.
Όσοι δεν τα καταφέρνουν, κλείνουν ένα δωμάτιο με τα μισά λεφτά σε κοινόβιο 10 ατόμων έξω από το κέντρο, σε επαρχιακές γειτονιές με χαμηλά σπίτια που μέσα στον καύσωνα σε κάνουν να νιώθεις ότι περπατάς στο Tέξας. Σε αυτές μπορεί να βρεις έπιπλα γεμάτα δωρεάν βιβλία στη μέση του πουθενά καθώς και κούτες στις πόρτες των σπιτιών από τις οποίες μπορείς να πάρεις όποιο από τα παιχνίδια ή τα βιβλία θέλεις.
Αυτό που μοιάζει πραγματικά να ενώνει το παρελθόν με το σήμερα, τις κλασικές ενδυμασίες της βικτοριανής εποχής που φαντάζεσαι να βγαίνουν από τα αναπαλαιωμένα κτίρια με τους χίπστερ του 2023 και τις μηχανές που αντικαθιστούν τους υπαλλήλους είναι ο ήχος του τραμ. Οι Αυστραλοί το λατρεύουν. Όπου και να πας ο ήχος της άφιξης ή της αναχώρησης, αυτό το «ντινγκ», συνδέει όλα τα συστατικά αυτής της σουρεαλιστικής πόλης.
Η drag παρουσιάστρια, ντυμένη σε πράσινα και μπλε, που μας καλεί από ένα μικρόφωνο να την πλησιάσουμε στην κεντρικότερη πλατεία, είναι ντυμένη ακριβώς αυτό, τραμ. Μας λέει πως ό,τι φορά είναι εμπνευσμένο από το λατρεμένο μεταφορικό μέσο των Αυστραλών.
Γύρω της στο stage, φανταχτερές drag ενδυμασίες φορεμένες σε κούκλες. Στρασάκια, πούπουλα, δαντέλες και μεταξωτά υφάσματα, disco στολές από το παρελθόν και κινηματογραφικά ενδύματα λάμπουν καλώντας τον κόσμο να τα φωτογραφίσει. Η queer κοινότητα της Μελβούρνης είναι από τις πιο ισχυρές σε όλη την Αυστραλία και το καθιερωμένο φεστιβάλ που μόλις αρχίζει από τα σημαντικότερα.
Ο tech θρησκευόμενος φίλος μας αρχίζει να παρατηρεί τις στολές και ενώ είμαστε σίγουροι πως θα μείνει εκεί μέχρι να βραδιάσει, αποφασίζει να ανηφορίσει στην China Town. Ο ήχος ενός τυμπάνου ξεχωρίζει. Οι Ασιάτες, που δημιούργησαν τη γειτονιά κατά την εποχή του χρυσού, υπήρξαν το επίκεντρο των διακρίσεων της «White Australia Policy» που επέβαλε περιορισμούς στη μετανάστευση μη Ευρωπαίων κατοίκων και δεν έπαψε να ισχύει παρά μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1975 καταργήθηκε με την οριστική κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.
Στην China Town μπορείς να βρεις αυθεντικά ασιατικά εστιατόρια και δρομάκια με προορισμούς που δεν υπάρχουν στο google maps. Κάθε μέρα τρυπώνουμε και σε ένα διαφορετικό φαγάδικο. Μπορείς να βρεις αδιανόητα dim sum με χοιρινό και κόκκινη σάλτσα σε προσιτές τιμές, κορεάτικο bibimbap με μια πικάντικη σάλτσα που ονομάζεται gochujang και εκπληκτικό japchae, ένα χορταστικό πιάτο με λαχανικά, χοιρινό και γλυκά noodles από πατάτα. Εδώ κάθε επίσκεψη μοιάζει και με μια διαφορετική γαστρονομική εμπειρία.
Η Χρονιά του Λαγού είναι σχεδόν εδώ για τους Κινέζους οι οποίοι ετοιμάζονται να γιορτάσουν το νέο ημερολογιακό τους έτος. Όταν περνάμε από κει μια ομάδα βγαίνει χορεύοντας στους δρόμους της China Town, η στολή του δράκου ηγείται της κομπανίας· αρχίζει να κάνει κύκλους, ξεσηκώνοντας τον κόσμο σε μια μικρή ένδειξη όσων θα ακολουθήσουν στη μεγάλη παρέλαση των επόμενων ημερών.
Σε ένα φανάρι ακούμε πίσω μας ελληνικά. Μια παρέα νεαρών με αναλλοίωτη ακόμη προφορά. Ίσως να είναι απλώς τουρίστες, ίσως παιδιά της κρίσης που ήρθαν για μια καλύτερη ζωή. Στην πολιτεία αυτή μέσα στα χρόνια οι Έλληνες άλλαξαν έξι και επτά διαφορετικές γειτονιές, ακολουθώντας την επιχειρηματική δραστηριότητα που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή.
Οι επίσημες πηγές λένε ότι οι πρώτοι Έλληνες που πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους στην Αυστραλία, το 1829, ήταν κρατούμενοι από το νησί της Ύδρας που πιάστηκαν από το Βρετανικό Ναυτικό και εξορίστηκαν στο Σίδνεϊ. Οι πέντε θα επέστρεφαν πίσω. Δύο από αυτούς όμως έμειναν. Οι ελληνικές γειτονιές από το Northcote στο Oakleigh μας περιμένουν.
Ο φίλος μας πατά το pause, ακουμπά το ηχείο του σε ένα παγκάκι της Swanston street και, αποκαμωμένος, αλλά σίγουρα ευχαριστημένος από το μέχρι τώρα έργο του χάνεται σε μια παρέα από νεαρούς διαφορετικών εθνικοτήτων.
Είναι Σάββατο βράδυ –από τις λίγες μέρες που οι Αυστραλοί ξενυχτούν– και οι προσευχές σταματούν, δίνοντας τη θέση τους στις μικρές ηδονές μιας μητροπολιτικής ζωής που παραμένει αναλλοίωτη, ακόμη και στην άκρη του κόσμου.