Η ακριτική Κοττάνη βρίσκεται ακριβώς στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και θεωρείται ένα από τα πλέον απομακρυσμένα χωριά της ορεινής Ελλάδας. Παίρνοντας τον δρόμο για τα Πομακοχώρια της Θράκης συνειδητοποιώ ότι απέχει περίπου μία ώρα από την πανέμορφη πόλη της Ξάνθης. Η διαδρομή είναι μοναδική αφού διασχίζεις έναν ανεξερεύνητο κόσμο, μιας άλλης Ελλάδας.
Είναι πρωί και η ομίχλη έχει σκεπάσει τα πάντα. Έτσι, ήταν απαραίτητη η στάση στη Σμίνθη για μια πομάκικη μπουγάτσα ωσότου ο ήλιος καθαρίσει την ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια, οδηγώντας προς το κεφαλοχώρι του Εχίνου, παρατηρώ τα ερειπωμένα φυλάκια τα οποία θυμίζουν ότι κάποτε εκείνα τα μέρη ανήκαν στις επιτηρούμενες ζώνες, με τη δικαιολογία της προστασίας από τους Βούλγαρους.
Αναμφίβολα, είναι ένα ταξίδι σ΄ ένα διαφορετικό τοπίο αφού ο χρόνος εκεί κυλά με ήρεμο ρυθμό. Από τη μία η ανεκτίμητη αξία της φύσης, τα δάση οξιάς, τα μεσαιωνικά γεφύρια και από την άλλη οι φιγούρες των γυναικών με τις χρωματιστές μαντήλες, οι παλιές πολυκατοικίες, τα απλωμένα ρούχα, τα εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, τα καφενεία που λειτουργούν και ως μπακάλικα, οι νέοι με τα «πειραγμένα» μηχανάκια, οι εκκλησίες που βρίσκονται δίπλα στα τζαμιά αλλά και τα μουσουλμανικά νεκροταφεία που αποτυπώνουν το μωσαϊκό πολιτισμών.
Φυσικά, τα φημισμένα λουτρά της περιοχής που χρονολογούνται από την εποχή της Οθωμανικής περιόδου αλλά και οι φωνές των μουεζίνηδων από τα ηχεία των τζαμιών είναι μόνο μερικά απ’ όσα σου κάνουν εντύπωση σε όλη την έκταση αυτών των οικισμών.
Η Κοττάνη συμπεριλαμβάνεται στα χωριά που είναι παραδομένα στη λήθη του χρόνου. Έχοντας τον χαρακτηριστικό μιναρέ στο κέντρο του χωριού να δεσπόζει επιβλητικά, αριθμεί λιγότερα από 30 σπίτια ηλικίας 200 ετών και περίπου 30 κατοίκων.
Βασικός προορισμός μου είναι το παραδοσιακής αρχιτεκτονικής απομονωμένο χωριό της Κοττάνης. Το βλέμμα ξεχνιέται στον ορίζοντα αφού απολαμβάνεις τη μοναδική βιοποικιλότητα του τόπου. Φτάνοντας στο τέλος του οικισμού της Μέδουσας, μια ξύλινη επιγραφή με κίτρινα γράμματα σε κατευθύνει προς την τελευταία στάση αλλά και την ξακουστή ταβέρνα του Τζεμίλ και της Μουσγιέν Χαλίλογλου. Για επτά χιλιόμετρα χρειάζεται να οδηγήσεις σε έναν δύσβατο χωματόδρομο ο οποίος απαιτεί υπομονή και κατανόηση αλλά το τέλος της διαδρομής θα υπερκαλύψει όλες τις προσδοκίες σου.
Η Κοττάνη συμπεριλαμβάνεται στα χωριά που είναι παραδομένα στη λήθη του χρόνου. Έχοντας τον χαρακτηριστικό μιναρέ στο κέντρο του χωριού να δεσπόζει επιβλητικά, αριθμεί λιγότερα από 30 σπίτια ηλικίας 200 ετών και περίπου 30 κατοίκων. Η ταβέρνα - μουσείο του Τζεμίλ βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στους πρόποδες του οποίου διέρχεται ο ποταμός Κομψάτος ενώ τα νερά του εκβάλλουν στη λίμνη Βιστωνίδα.
Οι ιδιοκτήτες είναι κάτι παραπάνω από ευγενέστατοι και κάνουν τα πάντα για να σε εξυπηρετήσουν αλλά και να σε ξεναγήσουν στα ήθη και τα έθιμα της πομάκικης παράδοσης και γαστρονομίας. Η επίσκεψη μου ξεκίνησε από τον πάνω όροφο σε αυτό το δίπατο πέτρινο χάνι που ξεπερνά σε χρονολογία τα 200 χρόνια.
Οι εικόνες που αντικρίζω ξυπνούν μνήμες από περασμένες εποχές. Όπως μου λέει ο Τζεμίλ σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε και έζησε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Συγχρόνως, βασική τους επιδίωξη ήταν όχι μόνο να λειτουργήσουν την ταβέρνα αλλά να διατηρήσουν και τον χώρο όπως ακριβώς τον άφησαν οι πρόγονοι του.
Πράγματι, δεν χορταίνεις να χαζεύεις τις εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με οικογενειακά κειμήλια, υφαντά, πολυάριθμες φωτογραφίες και σπάνια αντικείμενα. Είναι αλήθεια ότι ο επισκέπτης μαγνητίζεται από τα παλιά έπιπλα, τις αντίκες, τα πήλινα κουζινικά σκεύη, τις πομακικές φορεσιές, τις πλεκτές κουβέρτες αλλά και τα χειροποίητα χαλιά τα οποία όπως θα μου πει ο Τζεμίλ είναι φτιαγμένα από κατσικίσιο μαλλί.
Πάνω στο τραπεζάκι διακρίνω ένα ζευγάρι γυαλιών, μια πίπα, ένα κομπολόι, ένα ξεχασμένο ραδιόφωνο, το ψυγείο του πάγου και τη μαντεμένια στόφα. Όλα αυτά στο εσωτερικό του σπιτιού ενώ στην πλακόστρωτη αυλή κυριαρχούν τα σαμάρια από γαϊδούρια, η παλιά άμαξα, ο νερόμυλος και τα κατάλοιπα της αγροτικής ζωής που συνέθεταν στο παρελθόν την καθημερινή ζωή των Πομάκων της Θράκης.
Στη συνέχεια, η ανοιχτή κουζίνα με τις απίστευτες μυρωδιές να αναδύονται, τα μεγάλα ταψιά με τις παραδοσιακές πίτες, οι ολόφρεσκες σαλάτες αλλά και οι τοπικές συνταγές που μαγειρεύει με μπόλικο μεράκι και όρεξη η Μουσγιέν είναι μόνο μερικές από τις εκπλήξεις που αποζημιώνουν τους πελάτες του μαγαζιού.
«Όλα είναι βασισμένα σε πατροπαράδοτες ντόπιες συνταγές ενώ τα κύρια πιάτα ποικίλουν και διαφέρουν ανάλογα με την εποχή. Ωστόσο, τα πάντα είναι αποτέλεσμα της πομακικής γαστρονομίας», μου λέει με ένα αστραφτερό χαμόγελο η Μουσγιέν ενώ ο Τζεμίλ, χρόνια μάγειρας σε εστιατόρια της Ξάνθης, έχει αναλάβει το ψήσιμο στη μεγάλη σχάρα.
Την ημέρα που τους επισκέφθηκα γεύθηκα τις φανταστικές πίτες, το ζυμωτό ψωμί, τις μελιτζάνες ψημένες με τυρί, το τας κεμπάπ και το αγριογούρουνο στιφάδο. Επίσης, στη λίστα των φαγητών υπήρχαν ακόμη το πατάτνικ, γνωστή ως πατατόπιτα, σπιτικό τουρσί, χουνκιάρ μπεγεντί, λουκάνικα, φασολάδα, σουτζουκάκια και τα ξακουστά του γλυκάδια.
Ο Τζεμίλ στη συζήτηση μας στέκεται αρκετά στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εδώ και είκοσι χρόνια σε αυτήν την ακριτική περιοχή. «Το χωριό συνδέθηκε οδικώς, έστω με αυτόν τον χωμάτινο δρόμο, μόλις το 1998. Μέχρι τότε χρειαζόταν να μετακινούμαστε με άλογα και μουλάρια μέσω μονοπατιών. Είναι κρίμα που ακόμη δεν έχει προνοήσει κανείς να μας φτιάξει αυτό τον δρόμο για να μπορεί και ο κόσμος να έρχεται πιο άνετα και με ασφάλεια.
Τα χιόνια και οι ακραίες καιρικές συνθήκες πολλές φορές διακόπτουν εντελώς την επικοινωνία μας με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός είναι και ο λόγος που ειδικά τον χειμώνα λειτουργούμε μόνο Παρασκευές και Σαββατοκύριακα.
Επίσης, ένα άλλο πρόβλημα είναι οι τηλεφωνικές συνδέσεις αφού το χωριό δεν διαθέτει ίντερνετ. Άρα εμείς δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε POS και κάποιοι πελάτες εκνευρίζονται δικαιολογημένα.
Προφανώς, δεν έχουμε ούτε στιγμή μετανιώσει που λειτουργήσαμε την ταβέρνα σε αυτόν τον απομακρυσμένο τόπο αλλά χρειαζόμαστε βοήθεια από την πολιτεία. Όπως και να ‘χει εμείς επιστρέψαμε για να ζωντανέψουμε το χωριό και σε ένα βαθμό το έχουμε καταφέρει», αφηγείται μ’ ένα μελαγχολικό ύφος.
Ο Τζεμίλ και η Μουσγιέν κάνουν τα πάντα για να αισθανθείς ότι βρίσκεσαι σπίτι σου. Χαμογελούν διαρκώς, σε ρωτούν συνεχώς αν θες κάτι άλλο ή λεπτομέρειες για το ταξίδι σου ενώ οι ίδιοι θα σου περιγράψουν παλιές ιστορίες για διάσημους ανθρώπους που τους έχουν επισκεφθεί αλλά και γεγονότα που τους επηρέασαν.
Για παράδειγμα, δεν μπορώ να μην τους ρωτήσω για το ότι κάποτε τους χώριζε από την υπόλοιπη εγχώρια επικράτεια μια μπάρα. Στο σημείο αυτό ο Τζεμίλ θα μου πει ότι αυτό είναι ένα θέμα που έχουν απωθήσει από τη μνήμη τους.
«Δεν θέλουμε να αναφερόμαστε σε αυτό το θέμα γιατί μας πληγώνει και μας στενοχωρεί. Ό,τι έγινε, έγινε, όλα αυτά αποτελούν ένα μακρινό παρελθόν. Ξέρεις, εκείνη η περίοδος ήταν πολύ δύσκολη. Τότε ήμασταν πολύ παραμελημένοι.
Άλλωστε, όταν πήγαινες να ζητήσεις κάτι, ήσουν Τούρκος. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε άδειες, να αγοράσουμε κτήματα, ούτε καν να βγάλουμε δίπλωμα για αυτοκίνητο. Είχαμε δύο ταυτότητες και αν έκανες το λάθος να ξεχάσεις τα αστυνομικά σου έγγραφα σε κατέβαζαν από το λεωφορείο και αναγκαζόσουν να επιστρέψεις στον τόπο σου με τα πόδια. Τραγικές στιγμές. Άδειες εισόδου, συνεχείς έλεγχοι διέλευσης και σύνορα εντός των συνόρων».
Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι η ύπαρξη επιτηρούμενων ζωνών εντός της ελληνικής επικράτειας χρονολογείται από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά ενώ η επίσημη κατάργηση τους αποφασίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης.
Τα γευστικά πιάτα, το υπέροχο τοπίο, η ζεστή φιλοξενία αλλά και οι εικόνες μιας άλλης εποχής με τα έντονα βιώματα και τις συγκλονιστικές ιστορίες των ανθρώπων, συμβάλλουν ώστε το ταξίδι σε αυτόν τον μακρινό τόπο να εξελίσσεται σε μια ανεξίτηλη εμπειρία. Στα αυτιά μου ηχούν ακόμη λέξεις της πομακικής γλώσσας όπως «γκάλενιε» που σημαίνει «αγάπη» αλλά και «χούμποβο πάτ», δηλαδή «καλό δρόμο». Χωρίς αμφιβολία, η ταβέρνα του Τζεμίλ και της Μουσγιέν αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο γεύσεων και μια ασύγκριτη μύηση στα άδυτα της πομάκικης παράδοσης.