ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΛΟΓΟ οι πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ελλάδα είναι πάντα τόσο έντονα φορτισμένες, λεκτικά αλλά και νοηματοδοτικά; Για ποιον λόγο η πολιτική αντιπαράθεση με τον αντίπαλο, ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο, εξελίσσεται με γηπεδικούς όρους; Ασφαλώς και δεν διεκδικώ δάφνες ουτοπισμού, ούτε θεωρώ την πολιτική αποκομμένη από τον εντυπωσιασμό της υπερβολής που ενισχύεται σήμερα από την τηλεοπτική κάμερα.
Αλλά αν κάποιοι θεωρούν πως αυτή η ακραία πόλωση είναι απλώς συγκαιρινό φαινόμενο, αρκεί μια αναζήτηση στο διαδίκτυο για να διαπιστώσουν πως μπορεί παλαιότερα οι Έλληνες πολιτικοί να ήταν ντυμένοι ανάλογα με τη βαρύνουσα σημειολογία του Κοινοβουλίου, αλλά και τότε οι αντιπαραθέσεις, λεκτικές και μη, ήταν υπέρ το δέον εκτός λελογισμένου πλαισίου.
Εμφύλιοι, πραξικοπήματα, εκτοπίσεις, εξορίες, πανδημίες, πτωχεύσεις, εξωτερικές διαιτησίες, είναι μεταβλητές που συντελούν στην ένταση και προσδίδουν ένα στρατευμένο τόνο έντονου ιδεολογικού ναρκισσισμού ο οποίος συγκινεί ακόμη και τα στρώματα αυτά που πορεύονται με μη ιδεολογική παντιέρα.
Ένας βασικός λόγος γι’ αυτό, εκτός της ίδια της φύσης της πολιτικής σε μια χώρα που λατρεύει το παρασκήνιο, τη φήμη και την υπερβολή, θα μπορούσε να είναι η πυκνότητα του ιστορικού χρόνου στον σύντομο εικοστό αιώνα, κατά Eric Hobsbawm, αλλά και η βίαιη κατάρρευση του ψευδεπίγραφου, αλλά τόσο λαμπερού ελληνικού ονείρου στον διαρκώς ανατροφοδοτούμενο με περισσότερη ρευστότητα από αυτήν που στην πραγματικότητα μπορεί να καταναλώσει εικοστό πρώτο αιώνα.
Εμφύλιοι, πραξικοπήματα, εκτοπίσεις, εξορίες, πανδημίες, πτωχεύσεις, εξωτερικές διαιτησίες, είναι μεταβλητές που συντελούν στην ένταση και προσδίδουν ένα στρατευμένο τόνο έντονου ιδεολογικού ναρκισσισμού ο οποίος συγκινεί ακόμη και τα στρώματα αυτά που πορεύονται με μη ιδεολογική παντιέρα.
Θα ανέμενε κάποιος ότι η περίοδος της Αντιπολίτευσης θα σηματοδοτούνταν από την ανεκτικότητα που επιβάλλει η λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την αστική ευγένεια ως φυσική αντίδραση απέναντι στον βαρβαρισμό της χούντας.
Αυτό, φευ, δεν έχει καταστεί δυνατό μέχρι και σήμερα. Κράτη με σχετικά ανάλογη ιστορική πορεία, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, παρ’ όλη την πόλωση στις πολιτικές διεργασίες, διατηρούν τον φορμαλισμό της αναγνώρισης στον αντίπαλο το δικαίωμα να υπάρχει πολιτικά με σκοπό να ενδυναμώνεται η ουσία του πολιτεύματος.
Στην Ελλάδα το συλλογικό ενδιαφέρον για την άσκηση της πολιτικής δεν εκπορεύεται από την ουσία του πράγματος, την κατανόηση δηλαδή της σημαντικότητας που η πολιτική διαδραματίζει στις ζωές όλων μας, αλλά ως κακοπαιγμένο ματς του American Wrestling Federation καταφεύγει στην υπερβολή, έστω κι αν στο τέλος η είσπραξη από την εξέδρα θα είναι «βροχή δεκάρικα», όπως λέει και ο στίχος του Κώστα Τριπολίτη.
Ίσως αυτή η διαφορά ανάμεσα στους τρεις κύριους παράγοντες του ευρωπαϊκού μεσογειακού Νότου αφορά το ότι η Ελλάδα έχει μια εξαιρετικά περιορισμένη, είτε ποσοτικώς είτε αυτοβούλως, αστική τάξη σε αντίθεση με την Ισπανία και την Ιταλία, ενώ και η κρίση του 2010-2019 μείωσε σημαντικά την επονομαζόμενη μεσοαστική τάξη της Αντιπολίτευσης.
Στην Ελλάδα η πολιτική τριβή πλέον δεν εξελίσσεται απλώς μέσω των τηλεοπτικών δεκτών αλλά το τηλεοπτικό προϊόν έχει επιβάλει τους κανόνες του στον τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνονται οι μονομαχίες, δίχως βάθος, αλλά με έμφαση, ώστε να επιτυγχάνεται η αποτύπωση του κλίματος και όχι της ουσίας του λόγου κάθε πολιτικού. Έχει, δε, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ότι εδώ και χρόνια υπάρχουν δεδομένα τηλεοπτικά ζευγάρια πολιτικής αντιπαράθεσης που βοηθούν μεν την τηλεθέαση, ωστόσο ενισχύουν την ένταση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούν. Αλλά, από την άλλη, το να θεωρήσει κάποιος υπεύθυνη την τηλεόραση για τη διαρκή ένταση που διαπερνά την πολιτική πρακτική στον τόπο μας θα ήταν, τουλάχιστον, αδόκιμο.
Η πολιτική αντανακλά τα ευρύτερα κοινωνικά δεδομένα σε κάθε εξελικτική φάση της ανθρωπότητας. Επομένως, οι λεκτικές υπερβολές, η τυραννία της οικειότητας, οι υπεραπλουστεύσεις και η συγκρουσιακή έξη που διαπερνά τη νεοελληνική κοινωνία με την ίδια ένταση πριν και μετά τη Μεταπολίτευση αποτυπώνεται με ευκρίνεια και στην πολιτική.
Μόνο που μέσα στην οχλαγωγία δείχνουμε να ξεχνούμε πως όσο πιο ακραίος ο πολιτικός λόγος τόσο μεγαλύτερο το τραύμα που αποτυπώνεται στους θεσμούς και τόσο μεγαλύτερη η επιβεβαίωση των άκρων, με τον αταβισμό να βαφτίζεται εσφαλμένα «λαϊκότητα» και τον λαϊκισμό να βρίσκει χώρο ακόμα και στις τάξεις των συστημικών πολιτικών σχημάτων.
Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες και η δημόσια πολιτική αντιπαράθεση αποτελούν καθημερινές ασκήσεις της δημοκρατίας μας. Όσο λιγότερη η ένταση, τόσο πιο ενισχυμένο βγαίνει το επιχείρημα και όσο μεγαλύτερος ο σεβασμός προς τον αντίπαλο τόσο μεγαλύτερη η εμβάθυνση των δημοκρατικών αντανακλαστικών του πολιτεύματός μας.
Κι αν έχουμε μάθει ως κοινωνία ότι η πολιτική αποτελεί ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, η πραγματικότητα διαψεύδει την εν λόγω πεποίθηση μέσω της συμμετοχικότητας που αναδεικνύει η φιλελεύθερη δημοκρατία μας. Η πολιτική αντιπαράθεση θα έπρεπε να αποτελεί το μέσο με το οποίο οι πολιτικοί μας καλούν την κοινωνία να ξεπεράσει τα υφιστάμενα και να προβεί σε μια διαδικασία αέναης αυτοβελτίωσης, αντί της άχαρης ανταλλαγής προσβολών, απειλών, κατηγοριών και αδιεξόδων.
Οδεύοντας εγγύτερα προς την επίσημη έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας και παρακολουθώντας τα τοξικά πολιτικοφανή επιχειρήματα που εκτοξεύονται με άνεση από όλους εναντίον όλων, στο μυαλό μου έρχεται ο ορθολογισμός του Γεώργιου Ράλλη και το γνωστό «δεν θέλω ου» που τόσο λοιδορήθηκε στη μεταπολιτευτική ιστορία του τόπου αυτού κι όμως εκπέμπει αστική αξιοπρέπεια, όπως οφείλει να αναδεικνύει ο πολιτικός λόγος.
Μόνο που αυτήν τη φορά νιώθω πως οι όροι πρέπει να αντιστραφούν. Το 1981 ένας κορυφαίος πολιτικός ζήτησε από την κοινωνία να δείξει σεβασμό στον αντίπαλο, υπακούοντας στα διαχρονικά κελεύσματα της δημοκρατίας. Ίσως το «δεν θέλω ου» θα πρέπει να ζητηθεί ξανά, από τους πολίτες τη φορά αυτή. Το 2023 η κοινωνία οφείλει να ζητήσει από το κοινοβουλευτικό δυναμικό της χώρας να χαμηλώσει τους τόνους της αντιπαράθεσης για να ακουστεί η πολυπόθητη ουσία.
*Ο Σπύρος Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.