ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ διάφορους ανθρώπους να δηλώνουν ότι αν μια ταινία δεν τους «κάτσει» στα πρώτα δέκα, δεκαπέντε, είκοσι το πολύ λεπτά, δεν ήταν γραφτό να συμβεί. Το έχω πει κι εγώ. Προσπαθήσαμε, αλλά δεν μας κράτησε.
Αυτό έχει ενισχυθεί σαφώς στην εποχή της διάσπασης προσοχής και της ανεξάντλητης πρόσβασης (άμα δεν σου «κάθεται» το ένα, το σταματάς και βλέπεις το άλλο) με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να είναι μονίμως προετοιμασμένος να βαρεθεί, να εκνευριστεί ή να προσβληθεί ακόμα, και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο, με μια «πολυαναμενόμενη» ταινία, εάν αυτή δεν του χαϊδεύει με υποτακτικό σχεδόν τρόπο τις αισθητικές και, κυρίως, τις ιδεολογικές του βεβαιότητες.
Δεν είναι διατριβή, ούτε παραβολή, ούτε αλληγορία. Δεν είναι καν κοινωνικό δράμα, αλλά κάτι ανάμεσα σε ψυχολογικό θρίλερ και μαύρη κωμωδία που όσο κυλάει γίνεται όλο και πιο αινιγματικό, αλλόκοτο και, αναπόφευκτα, «αμφιλεγόμενο».
Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, δεν είναι περίεργο που έχει προκαλέσει τόσες έντονες αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις το Tar, μια ταινία που ενδεχομένως μπορεί να μη σε «πιάσει» όχι στα δέκα αλλά ούτε και στα πενήντα πρώτα λεπτά της, αν συνεχίσεις όμως και επιτρέψεις στο τέμπο, που αλλάζει κάθε τόσο, να σε παρασύρει, θα συνειδητοποιήσεις ότι εκείνο το πρώτο κομμάτι που δεν ήξερες πώς ακριβώς να το εκλάβεις ήταν όπως θα έπρεπε να είναι.
Μπορεί να μοιάζει εκ των υστέρων να ανήκει σε άλλο είδος ή ακόμα και σε άλλη ταινία, αποτελεί όμως ένα αναπόσπαστο μέρος μιας πολύ ξεχωριστής, εν τέλει, κινηματογραφικής εμπειρίας όπου το mood είναι υπεράνω όλων, κι αν το αφήσεις να σε πάρει μαζί του, τελείωσε.
Τα 160 λεπτά θα σου φανούν λίγα (βοηθάει προφανώς η φωτογραφία, η μουσική και η μεγαλειώδης και ψυχρά αισθησιακή ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ) και θα θέλεις να το ξαναδείς. Όχι για να ανακαλύψεις ίχνη και εργαλεία επίλυσης της πλοκής ή του φινάλε, αλλά για να την «ακούσεις» ξανά και με διαφορετικό τρόπο ίσως, όπως ακούει κανείς την ίδια μουσική με διαφορετικό τρόπο κάθε επόμενη φορά, ανακαλύπτοντας καινούριες ιδιότητες και αποχρώσεις.
Όλα αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα περιμένεις από την ταινία να πάρει σαφή και ξεκάθαρη θέση στα «καυτά» ζητήματα που θίγονται στη μυθοπλασία της. Ναι, έχει να κάνει και με την καλούμενη cancel culture και με τη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας και με τη σεξουαλική εκμετάλλευση και με τις περιπέτειες του φύλου στη σύγχρονη κουλτούρα και με τις «ανταλλακτικές» σχέσεις, αλλά δεν έχει καμιά διάθεση να προσφέρει απαντήσεις ή υποδείξεις. Δεν είναι διατριβή, ούτε παραβολή, ούτε αλληγορία. Δεν είναι καν κοινωνικό δράμα, αλλά κάτι ανάμεσα σε ψυχολογικό θρίλερ και μαύρη κωμωδία που όσο κυλάει γίνεται όλο και πιο αινιγματικό, αλλόκοτο και, αναπόφευκτα, «αμφιλεγόμενο».
Μοιάζει απλά να θέτει κάποια μεγάλα (σαν συμφωνία του Μάλερ) ερωτήματα που δεν μπορεί να έχουν εύκολη απάντηση, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι έχουν.