Από τη μία ο μέγας Βισκόντι, ο κόμης του Μοντρόνε, ο γαλαζοαίματος κομμουνιστής, τραχύς, βλοσυρός, οριακά άξεστος στην αναζήτηση της τελειότητας. Κι από την άλλη ένα 15χρονο ορφανό. Γιατί, γυμνό από την έκπαγλη, αλλόκοσμη ομορφιά του, αυτό ήταν ο Μπγιορν Αντρέσεν. Ένα έκθετο, αφρόντιστο, ορφανό, χωρίς κανένα συναισθηματικό καταφύγιο, παραδομένο σ’ έναν κόσμο αχόρταγων, αλλοτριωμένων ενηλίκων.
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα της γνωριμίας του Αντρέσεν με τον Βισκόντι, από εκείνο το χυδαίο κάστινγκ στη Στοκχόλμη, η συνθήκη είναι εις βάρος του «Τάτζιο», του ανήλικου μοιραίου ήρωα που έμελλε να ενσαρκώσει στον «Θάνατο στη Βενετία». Ναι, τώρα πια όλοι γνωρίζουμε ότι η ταινία δεν ήταν παρά μια αλληγορία, το όχημα για τη σκληρή κριτική του αριστοκράτη Βισκόντι στην ολική κατάρρευση των ιδανικών του δυτικού πολιτισμού, αλλά με πόσο διαφορετική ματιά αντικρίζουμε πλέον όλη αυτή την κανιβαλική πανήγυρη στη μετά MeToo εποχή; Πόση ανατριχίλα προκαλεί το ρολάρισμα της κάμερας πάνω σε ένα σχεδόν γυμνό παιδί που οι συνεργάτες του Βισκόντι περιτριγυρίζουν με κάτι μεταξύ λαγνείας και δέους, ξεχνώντας την ανηλικότητά του;
Μία αργόσυρτη, φλύαρη σπουδή πάνω στη ζωή ενός ανθρώπου που δεν του δόθηκε ποτέ το δώρο της αγάπης, δεν του εξηγήθηκε ποτέ ο χαμός της μητέρας του και δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να κατανοήσει τον εαυτό του και τα όρια του.
Το ντοκιμαντέρ των Κριστίνα Λίνστρομ και Κριστιάν Πέτρι συζητήθηκε πολύ ήδη από τα στάδια της προετοιμασίας για το ταξίδι του στη μεγάλη οθόνη. Τροφοδότησε την άναρχη φαντασία πολλών (κυρίως άνω των 40 που ίσως και να είχαν μαγευτεί από την βισκόντεια ματιά) για το πού πραγματικά χάθηκε αυτό το πανέμορφο αγόρι και τι διαδρομές ακολούθησε μετά την συνολικά τραυματική εμπειρία του φιλμ που, όμως, το έκανε διάσημο σ’ όλον τον κόσμο.
Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μία αργόσυρτη, φλύαρη σπουδή πάνω στη ζωή ενός ανθρώπου που δεν του δόθηκε ποτέ το δώρο της αγάπης, δεν του εξηγήθηκε ποτέ ο χαμός της μητέρας του και δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να κατανοήσει τον εαυτό του και τα όρια του. Μία μωροφιλόδοξη γιαγιά και ένα ιερό Τέρας των παραστατικών τεχνών σίγουρα δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν μια οικογένεια. Ο καλοπροαίρετος, ίσως και ευαίσθητος, θεατής, παρακολουθεί με αληθινό ενδιαφέρον τα πρώτα 45 λεπτά αυτού του μαραθώνιου στη ζωή του ξεκάθαρα χαωμένου Σουηδού. Ήταν τέτοιες και οι υποσχετικές για το περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ που κάπως δημιουργείται η ελπίδα εξηγήσεων, διαφωτιστικών behind the scenes πληροφοριών πάνω σε εικόνες και περιστατικά που έγιναν ποπ κουλτούρα.
Αντ’ αυτού ακολουθεί μία χωρίς συνοχή αφήγηση –κάποτε πρωτοπρόσωπη, κάποτε από τρίτους- για το αγόρι που αφού πρώτα αποθεώθηκε σε Ευρώπη και Ιαπωνία, εν συνεχεία επέλεξε τους δρόμους της εύκολης διαβίωσης, της σωματικής και ψυχικής αποχαλίνωσης και τελικά της αυτοκαταστροφής. Η κάμερα με αυτό το ζαλιστικό μπρος πίσω από την ανηλικότητα στην ενηλικίωση μπορεί να τρελάνει ακόμα και τον πιο υπομονετικό, καθώς δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση εξιστόρησης. Ίσως και γιατί μέχρι και σήμερα, στα 68 του, ο Αντρέσεν μπορεί να περηφανεύεται για σχετικά λίγα διαστήματα αληθινής νηφαλιότητας και πορεύεται με τα ψήγματα που υπάρχουν στο αποθεματικό ψυχής και σώματος.
Μόνη πραγματική αιτιολόγηση αυτού του αφηγηματικού ζιγκ ζαγκ, η πάλη του με την κατάθλιψη και τα αμαρτήματα του παρελθόντος, από την εποχή του σκληρού αλκοολισμού και η ζημιά που το χάρισμα της ομορφιάς προξένησε σε ένα παιδί, χωρίς οικογένεια, χωρίς σοβαρή προστασία από την έκθεσή του σε ένα καθαρά παιδόφιλο context, χωρίς την παραμικρή υποστήριξη απέναντι στον ολετήρα της δημοσιότητας.
Έχοντας υποστεί διάφορες μορφές κακοποίησης που υπονοούνται, αλλά ουδέποτε αναφέρονται ούτε εξηγούνται, ο νεαρός που υπήρξε «η μούσα» του Βισκόντι για τον «Θάνατο στη Βενετία» μοιάζει να μην ενηλικιώθηκε ποτέ, να μην ανέλαβε ευθύνες ποτέ, να αγόταν και να φερόταν από το χρήμα και τη ζήτηση. Και ασχέτως αν κάνει την αυτοκριτική του, στο τέλος παραμένει ένας τρομαγμένος παιδήλικας, που αφού «κλειδώθηκε» μέσα του ως ύστατη προσπάθεια αυτοπροστασίας, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει τα εφόδια που θα του επέτρεπαν να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Οι δυνατές σκηνές του ντοκιμαντέρ, αυτές που πραγματικά εξηγούν την εξέλιξη του «Πιο όμορφου αγοριού του κόσμου» είναι κατηγορηματικά εγκιβωτισμένες στα πρώτα λεπτά: η πρώτη, εκεί που ο Αντρέσεν εισέρχεται στο κάστινγκ του Βισκόντι, ανύποπτος και αθώος για τα χρόνια – τέρατα που θα ακολουθήσουν. Εκεί που χωρίς καμιά απολύτως μέριμνα για τους όρους που πρέπει να προσεγγιστεί ένα παιδί, οι συνεργάτες του αφεντικού Βισκόντι ακολουθούν τις οδηγίες του, οι οποίες και μεταφράζονται ξερά στον έφηβο. Το χαμόγελο της αμηχανίας του ανήλικου τότε Αντρέσεν μαρτυρά την πίεση και τη δυσφορία προς μία εξόχως κακοποιητική διαδικασία που στις μέρες μας θα ξεσήκωνε –και δικαίως- θύελλα αντιδράσεων.
Η δεύτερη, πραγματικά αποκαλυπτική, σκηνή εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στις Κάνες. Εκεί που ο Βισκόντι μιλά (σχεδόν απαξιωτικά) εξ ονόματος του Αντρέσεν, τον αντιμετωπίζει σαν μια όμορφη κούκλα που τού ανήκει (αλίμονο, τον είχε βάλει να υπογράψει τριετές συμβόλαιο ότι η εικόνα του του ανήκε) και τον σπρώχνει σαν να επρόκειτο για κάποιον λακέ για να μην έρθει σε επαφή με δημοσιογράφους και κοινό. Αδιαφορώντας για κάθε ευθύνη που φέρει απέναντι σε ένα ανήλικο, το οποίο και αντιμετωπίζει σαν οδαλίσκη, ο μέγας Βισκόντι, των λεπταίσθητων κινηματογραφήσεων και των αξεπέραστων ταινιών αποδεικνύεται αληθινό γαϊδούρι, ένας χοντράνθρωπος που μπορεί να μεγαλουργεί μόνο όταν φορά τον μανδύα της Τέχνης του.
Υπάρχει και μια σημαντική πληροφορία -εκεί προς τα μισά της αφήγησης- για το πόσο ο Αντρέσεν έγινε είδωλο manga στην Ιαπωνία. Για το πώς οι φεμινίστριες δημιουργοί manga έπλασαν από το καλούπι του προσώπου του μερικές από τις πιο αναγνωρίσιμες, σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργίες τους (όπως η Όσκαρ Φρανσουά Ντε Ζαρβάιγ από το δημοφιλές manga «Το Ρόδο των Βερσαλλιών» ή τον Άντονι από την «Κάντι Κάντι» που υπήρξε μεγάλη επιτυχία και στη χώρα μας), αλλά μέχρι εκεί. Καμία εξήγηση ή καμία έξτρα πληροφορία για τον τρόπο που αυτός ο άνθρωπος, ή το πρόσωπό του έστω, επηρέασε και την πρώιμη queer κουλτούρα και τη βιομηχανία των animation σε ευρεία κλίμακα).
Στο τέλος είναι να απορείς για το πώς πραγματικά μένει πίσω αυτός ο, ακόμη και σήμερα, εντυπωσιακός άνδρας (σ.σ.: τα επιθετικά γκρο πλαν στο πρόσωπο, τα μάτια, τα μακριά λευκά μαλλιά δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις στιγμή, αυτό που και ο ίδιος θα προτιμούσε να μη θυμάται: την ομορφιά). Ή γιατί δέχθηκε να γίνει το αντικείμενο παρατήρησης των Λίνστρομ και Πέτρι. Να επιζεί ακόμη το φιλόδοξο κομμάτι του εαυτού του; Να ελπίζει σε ένα τελευταίο σοβαρό comeback; Να ζητά συγνώμη για αμαρτήματα άλλων που στο τέλος έγιναν και δικά του;
Η βαριά σουηδική γλώσσα με όλον τον σκοτεινό ψυχισμό των τοπίων της γενέτειράς του δεν επιτρέπει περισσότερες αναγνώσεις και αν δεν υπήρχαν και τα πλάνα αρχείου (και κάποιες επιπρόσθετες συνεντεύξεις με συγγενείς και φίλες της αυτόχειρος μητέρας του) ειλικρινά δεν θα υπήρχε λόγος για τόσο κόπο. Εκτός κι αν χρειαζόταν ακόμα μία (φλύαρη) καταγραφή για τον τρόπο που η κινηματογραφική Μέκκα γδέρνει τους ανήλικους, και όταν μεγαλώσουν τους πετάει σε κάποια γωνιά να κυνηγήσουν ολομόναχοι ό,τι διασώθηκε από τον εαυτό τους. Και αν.
Το ντοκιμαντέρ των Λίνστρομ και Πέτρι προβάλλεται τώρα στους κινηματογράφους. Δείτε εδώ ώρες και μέρες προβολών.