Ήταν αρκετή μια κινηματογραφική κάμερα 8 mm που μπήκε στη ζωή της οικογένειας με τη μορφή ενός «χάπενινγκ», όπως αφηγείται χαρακτηριστικά η νομπελίστρια Ανί Ερνό, για να καταγράψει σε μια σειρά από βίντεο οικογενειακές στιγμές, ταξίδια, πολιτικές αγωνίες και έναν ολόκληρο κόσμο από μνήμες τις οποίες ξεδιπλώνει η ίδια μαζί με τον γιο της Νταβίντ Ερνό-Μπριό, αναλαμβάνοντας αμφότεροι χρέη σκηνοθέτη.
Προσκαλώντας μας σε αυτό το ταξίδι, τα βίντεο αυτά, τραβηγμένα μεταξύ 1972 και 1981, οπότε εκδόθηκαν τα πρώτα βιβλία της Ερνό καθώς οι γιοι της έμπαιναν στην εφηβεία, φιλοτεχνούν ένα εξαιρετικό πορτρέτο της εποχής υπό μορφή ταινίας με τον τίτλο «Τα χρόνια των super 8».
Είχαμε τη χαρά να τη δούμε σε μια κατάμεστη από νέους αίθουσα στο πλαίσιο του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, κάτι που έκανε εντύπωση στον Νταβίντ, ο οποίος παρευρέθηκε στην προβολή και μίλησε στη LiFO για την εμπειρία τού να γυρίζει μια ταινία μαζί με τη μητέρα του αλλά και να μοιράζεται κοινές μνήμες και ανησυχίες για το μέλλον.
«Μου αρέσει πολύ, λοιπόν, που ο κόσμος στη Γαλλία νιώθει πολύ πιο περήφανος γι’ αυτό το Νόμπελ από ό,τι για τα άλλα».
— Κύριε Ερνό, γνωρίζατε την ύπαρξη αυτών των βίντεο; Πώς πήρατε την απόφαση να τα αξιοποιήσετε για να γυρίσετε ταινία;
Ήξερα ότι υπήρχαν και τα βλέπαμε αρκετά συχνά, αλλά αποφάσισα να τα αξιοποιήσω όταν τα είδα παρέα με τον γιο μου, ο οποίος μου έβαλε τελικά την ιδέα. Τα είχα επεξεργαστεί αρκετά, καθώς κατέγραφα σε ψηφιακή κάμερα τα σχόλια της μητέρας μου, του αδελφού μου και των παιδιών μου αναφορικά με αυτά τα βίντεο, ώστε να φτιάξω μια οικογενειακή ιστορία. Αργότερα, όμως, και με την παρότρυνση του γιου μου, σκέφτηκα ότι είναι ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο γιατί αποκαλύπτει μια ολόκληρη εποχή, όχι μόνο τον τρόπο που ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι.
— Βλέποντας, πάντως, κανείς τα βίντεο από την Αλβανία της δεκαετίας του ’70, αναρωτιέται αν υπάρχει άλλη φιλμική καταγραφή της κομμουνιστικής περιόδου. Είναι σπάνια αυτά τα βίντεο;
Είναι όντως σπάνια και όχι μόνο τα σχετικά με την Αλβανία αλλά περισσότερο αυτά από τη Χιλή. Ήταν πολύ δύσκολο να ταξιδέψει κανείς την εποχή εκείνη και οι γονείς μου το τόλμησαν.
— Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι το Δυρράχιο της εποχής εκείνης έμοιαζε με το Σαν Τροπέ!
Το φανταζόσασταν πιο γκρι, έτσι δεν είναι; Ναι, είναι τρομερό να βλέπεις πόσο ανεπτυγμένη ήταν ήδη από τότε η λογική του παραθερισμού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το καθεστώς δεν ήταν σκληρό, ότι δεν δυσκόλευε τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Αντίθετα, ήταν απόλυτα ελεγχόμενη.
— Πόσο εύκολη ήταν όμως για εσάς το να βλέπετε τα οικογενειακά αυτά βίντεο για από ψυχολογική άποψη; Από την ταινία, φέρ’ ειπείν, μαθαίνουμε ότι πολλά από τα πρόσωπα που εμφανίζονται δεν είναι εν ζωή.
Όπως σας είπα και προηγουμένως, τα έβλεπα αρκετά συχνά, οπότε ήμουν εξοικειωμένος μαζί τους. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ένα δικό μου κομμάτι και της οικογένειάς μου. Ίσως ήταν πιο δύσκολο όταν έκανα το μοντάζ.
— Εσείς κάνατε το μοντάζ και η μητέρα σας έγραψε το κείμενο;
Εγώ έκανα το μοντάζ και η μητέρα μου έγραψε το κείμενο εν λευκώ. Είχε την απόλυτη ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει, δουλεύοντας αυτόνομα. Απλώς, όταν τελείωσε, το πήρα εγώ και προσπάθησα να προσαρμόσω σε αυτό τις εικόνες. Γνωρίζοντας μάλιστα τον τρόπο που δουλεύει, ήξερα ή μάλλον αντιλαμβανόμουν ποια είναι η οπτική της. Το πρόβλημα ήταν πώς να συνδέσω το κείμενο με τις εικόνες και αυτό να μη χάσει την αυτονομία του, όπως και οι εικόνες τη δική τους.
Συνήθως στα ντοκιμαντέρ προσπαθούν οι εικόνες να είναι επεξηγηματικές του κειμένου αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θέλαμε οι εικόνες να αποσαφηνίζουν το κείμενο, μάλλον το αντίθετο: θέλαμε να αυτονομηθούν σχετικά από το κείμενο, το οποίο ταυτόχρονα είχε δική του βαρύτητα και προτεραιότητα. Σημασία είχε να ακούγεται το κείμενο και να περνάει το βάρος των αναμνήσεων, οι οποίες ασκούν μια συγκεκριμένη λειτουργία στο εσωτερικό των εικόνων.
Άλλωστε, πολλές φορές η ανάμνηση μιας στιγμής, όπως αυτή του ποδηλάτου στην ταινία, μπορεί να κινητοποιήσει μια σειρά από μνήμες. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικές, γιατί, όπως λέμε στην κινηματογραφική γλώσσα, «ανοίγουν την εικόνα».
— Ουσιαστικά, δηλαδή, προσαρμόζατε τις εικόνες στο κείμενο. Δεν ήταν δύσκολο;
Κάθε άλλο, ήταν κάτι που μας γέμιζε με πάθος και μας έκανε να θέλουμε να συνεχίσουμε.
— Πόσο εύκολο ήταν όμως να επιλέξετε εικόνες και βίντεο από ένα τόσο ευρύ υλικό;
Το υλικό δεν ήταν τόσο ευρύ όσο θα θέλαμε, μάλλον το αντίθετο. Στην πραγματικότητα είχαμε ανάγκη από τριπλάσιο υλικό για να είμαστε καλυμμένοι. Φανταστείτε ότι για ένα ντοκιμαντέρ χρειάζεται κανείς εκατό φωτογραφίες κι εμείς είχαμε το ένα τρίτο. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του ταξιδιού στη Μόσχα, η μητέρα μου είχε γράψει ένα υπέροχο κείμενο, αλλά, επειδή ήταν μεγάλο σε σχέση με το υλικό, της ζήτησα, με βαριά καρδιά, να το κόψει. Μπορεί να ήταν ωραίο, αλλά δεν είχαμε όσες φωτογραφίες χρειαζόμασταν για να το στηρίξουμε.
— Πάντως, όπως ομολογεί και η ίδια στην ταινία, ήταν πολύ σημαντικό αυτό το ταξίδι, καθώς ένιωσε ότι σήμανε την αρχή του τέλους της σχέσης της με τον πατέρα σας.
Νομίζω ότι ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη να πάει στη Ρωσία, όχι μόνο για προσωπικούς λόγους αλλά κυρίως για πολιτικούς και κοινωνικούς. Για αντίστοιχους λόγους πήγε και στην Αλβανία. Καθώς οι γονείς μου ανήκαν και οι δύο στην αριστερά, ήθελαν να επιβεβαιώσουν ιδίοις όμμασι ποια ήταν η κατάσταση στο κομμουνιστικό καθεστώς της Ρωσίας, της Αλβανίας και να διαπιστώσουν αν ο ουτοπικός σοσιαλισμός που τους απασχολούσε ήταν σε ισχύ στη Χιλή.
— Καταλαβαίνει, όμως, κανείς ότι καμία σχέση δεν είχε η Χιλή του Αλιέντε με την κομμουνιστική Ρωσία της εποχής.
Ναι, γιατί στη Χιλή, με την επιβλητική μορφή του Αλιέντε, φαινόταν να υλοποιείται μια ουτοπία που άλλαξε την πορεία του κόσμου. Ο Αλιέντε ήταν ένα σύμβολο για τα κοινωνικά κινήματα και την ιστορία της αριστεράς σε όλο τον κόσμο. Παρότι οι γονείς μου ήξεραν πώς είχαν τα πράγματα στην Αλβανία και στη Ρωσία πήγαν από περιέργεια, να δουν τι ίσχυε.
— Πάντως, ακούγοντας όσα λέτε και αντιπαραβάλλοντάς τα με όλα όσα λέει η μητέρα σας στο βιβλίο της τα «Χρόνια», τα οποία μοιάζουν να συνομιλούν με τα «Χρόνια των super 8», έχει κανείς την αίσθηση ότι η ταινία μιλάει πολύ για το παρελθόν με σκοπό να πει πολλά για το σήμερα. Για τις χαμένες ελπίδες στο τώρα.
Ναι, ακριβώς, σας ευχαριστώ που το λέτε. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η ταινία είναι πολύ σημαντική και η απόδειξη είναι οι νέοι που γέμισαν χτες την αίθουσα. Αν θέλαμε να καταγράψουμε μόνο ένα χρονικό μιας εποχής, η μητέρα μου θα αρκούνταν στο να υπερτονίζει διάφορες τάσεις, μόδες ή να φέρνει στο προσκήνιο άγνωστες λεπτομέρειες για προσωπικότητες της μουσικής, της κουλτούρας κ.λπ.
Αλλά εδώ το θέμα είναι άλλο, κοινός μας στόχος ήταν να κάνουμε μια ταινία πολιτική που θα μιλάει για το πως θα μπορούσαμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, πώς έγινε η μετάβαση από ένα παλιό καθεστώς σε κάτι άλλο και πόσα ακόμα θα έπρεπε να γίνουν. Άλλωστε, μην ξεχνάτε ότι τα προβλήματα σήμερα είναι διεθνή και συγκλονίζουν εξίσου όλους. Οπότε γι’ αυτό ακριβώς είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε κάτι όλοι μαζί.
— Κάτι αντίστοιχο, άλλωστε, τονίζει η μητέρα σας στα βιβλία της, μιλώντας στο α’ πληθυντικό και δείχνοντας πόσο σημαντική ήταν για εκείνη η κοινή δράση.
Κοιτάξτε, στα χρόνια εκείνα υπήρξε μια δύναμη ανατροπής που ήταν καθολική στη Γαλλία. Μόνο που με την πάροδο των χρόνων φτάσαμε σε ένα απόλυτα αποκλίνον σημείο, το οποίο μας οδήγησε στην αντίθετη φάση. Αρκεί να δείτε τι γίνεται τώρα: έχουμε ένα υποτιθέμενα φιλελεύθερο καθεστώς που φέρεται με τον πιο απολυταρχικό τρόπο, αδιαφορώντας πλήρως για τις ανάγκες του κόσμου.
Σάμπως η γαλλική κυβέρνηση να μη νοιάζεται καθόλου για τις κοινωνικές διεκδικήσεις και προτιμάει να περνάει τους δικούς της νόμους, γράφοντας κυριολεκτικά στα παλιά της τα παπούτσια το γεγονός ότι τόσος κόσμος βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στους δρόμους.
Αυτό για μένα είναι ο απόλυτος απολυταρχισμός: το να μη δίνεις σημασία στο τι θέλει και τι συμβαίνει στον κόσμο. Χτες μιλούσα, συμπτωματικά, εδώ στη Θεσσαλονίκη με κάποιον που είδε την ταινία και μου είπε ότι και σήμερα βιώνουμε σε ολόκληρο τον κόσμο ανάλογες καταστάσεις με αυτές της δεκαετίας του ’70, αστυνομοκρατούμενα καθεστώτα με τη λογική της κοινωνίας του ελέγχου. Λες και η Ιστορία κάνει κύκλους, σαν να πέρασε από τον σοσιαλισμό τύπου Μιτεράν με τα καλά του και τα κακά του, που άνοιξε μεν ένα παράθυρο, αλλά οδήγησε σε αυτό που βιώνουμε τώρα.
Παρ’ όλα αυτά, είμαι αισιόδοξος ότι αυτός ο απολυταρχισμός έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο, ότι η κοινωνία αντιδρά και ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Γι’ αυτό, λοιπόν, επιστρέφω στην αρχική μου θέση: μπορεί στην ταινία να μιλάμε για ατομικές αναμνήσεις αλλά όχι για τον ατομισμό ούτε για τις παλιές εποχές. Το μόνο που δεν θέλαμε ήταν να βγάζει η ταινία νοσταλγία.
— Είναι και αντιπαθητική έννοια η νοσταλγία, γιατί μιλάει για κάτι νεκρό.
Ναι, απολύτως, συμφωνώ. Αυτό λέμε κι εμείς στην ταινία.
— Ωστόσο, φαντάζομαι ότι επίτηδες επικεντρώνεται στη δεκαετία του ’70.
Ναι, για όλους τους λόγους που προανέφερα. Γιατί μπορεί οι συνθήκες να μεταλλάχθηκαν πολιτικά προς το καλύτερο τη δεκαετία του ’80, αλλά οι ουσιαστικές, συντριπτικές αλλαγές έγιναν το ’70. Κι εσείς στην Ελλάδα, απ’ όσο ξέρω, βιώσατε αντίστοιχες αλλαγές με τον σοσιαλισμό την ίδια περίοδο που εμείς είχαμε τον Μιτεράν αλλά και πριν από λίγα χρόνια, με την ανάλγητη συμπεριφορά της Ευρώπης προς τον Τσίπρα. Θεωρώ πως ο τρόπος που αντέδρασε τότε η Ευρώπη στην πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο σκληρός αλλά και βαθιά αντιδημοκρατικός.
— Εκτός, όμως, από την πολιτική, η ταινία μιλάει πολύ για την έννοια της περιπλάνησης (flanery), και μάλιστα με τρόπο ρομαντικό.
Μου αρέσει που το λέτε, έχετε δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί. Ξέρετε, εκτός από τους γονείς μου, οι οποίοι ταξίδευαν από περιέργεια να δουν πώς έχουν τα πράγματα σε ολόκληρο τον κόσμο, σημαντικοί είναι και τα άλλα μέλη της οικογένειας που συμμετέχουν στην περιπλάνηση.
Για παράδειγμα, η θεία μου εκπροσωπούσε έναν ανθρωπότυπο της εποχής, προτιμούσε να ζει απομονωμένη σε ένα χωριό, σε συνθήκες πρωτόγονες, χωρίς ρεύμα, ουσιαστικά έξω από το κοινωνικό πλαίσιο. Θεωρώ πως επρόκειτο για άλλη μια έκφραση της δεκαετίας του ’70, που πολλοί είχαν επιτύχει.
— Τη θυμάστε τη θεία σας;
Φυσικά, τη λάτρευα. Θυμάμαι να την επισκεπτόμαστε και να προσπαθώ με μια κιθάρα να παίξω δυο ακόρντα. Όχι ότι τα κατάφερνα, αλλά για εμένα ήταν ευτυχία η όλη συνθήκη.
— Εσείς, αλήθεια, πόσο έχετε καταφέρει να ζείτε σε καθεστώς ανεξαρτησίας;
Προσπαθώ να έχω αυτονομία κινήσεων, παρότι ζω στην πόλη, και να μην υπόκειμαι σε εξαναγκασμούς.
— Δεν είναι, όμως, δύσκολο, εφόσον είστε δημοσιογράφος;
Δεν ασκώ πια τη δημοσιογραφία και η αλήθεια είναι πως εδώ και δέκα χρόνια έχει αλλάξει ριζικά η ζωή μου. Έχω παιδιά, οικογένεια, δεν είναι το ίδιο.
— Αλήθεια, περιμένατε η μητέρα σας να πάρει το Νόμπελ;
Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Μας είχαν πει τα προηγούμενα χρόνια ότι υπήρχε μια φήμη ότι θα το πάρει και είχαμε ελπίδες, αλλά το είχαμε ξεχάσει πια. Οπότε το θυμάμαι σαν τώρα ότι μια ωραία Τετάρτη με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν να ανοίξω το ραδιόφωνο γιατί η μητέρα μου είχε κερδίσει το Νόμπελ. Πραγματικά δεν το πίστευα!
Αλλά αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλα ήταν ο τρόπος που αντέδρασε ο κόσμος στη Γαλλία, με τεράστια χαρά, νιώθοντας προσωπική δικαίωση. Γιατί κατά βάθος ήξεραν ότι ουσιαστικά ήταν σαν να επιβραβεύονταν οι κοινωνικοί, πολιτικοί και συλλογικοί αγώνες πολλών χρόνων, τους οποίους πρέσβευε και πρεσβεύει η μητέρα μου και όλοι όσοι συμπορεύονται μαζί της.
Ίσως να ήταν αυτός ο λόγος που τη διαβάζουν με πάθος και όταν πήρε το Νόμπελ να ένιωσαν ότι δικαιώνονται, και γι’ αυτό η βράβευση είναι πολύ σημαντική. Μου αρέσει πολύ, λοιπόν, που ο κόσμος στη Γαλλία νιώθει πολύ πιο περήφανος γι’ αυτό το Νόμπελ περισσότερο από τα άλλα. Και για να απαντήσω, τελικά, στην ερώτησή σας, μπορεί να μην το περίμενα, αλλά σίγουρα το άξιζε.
— Θεωρείτε ότι ήταν ένα ριζοσπαστικό Νόμπελ, ας το πούμε έτσι, για τα παραδεδομένα ήθη της Ακαδημίας;
Ήταν ένα διαφορετικό Νόμπελ σε σχέση με τα προηγούμενα. Φυσικά και άξιζαν να πάρουν το βραβείο συγγραφείς όπως ο Μοδιανό και ο Κλεζιό, αλλά ήταν ένα Νόμπελ που πιο πολύ είχε να κάνει με την κουλτούρα και τη λογοτεχνία. Ενώ τώρα μιλάμε για μια άλλη οπτική, καθαρά για έναν τρόπο κοινωνικής αντίδρασης παρά για λογοτεχνικές θέσεις.
— Ωστόσο, η μητέρα σας έχει καθιερώσει μια συγκεκριμένη σχολή «αυτοβιογραφίας – κοινωνιογραφίας», όπως την αποκαλούν, με πολλούς φανατικούς, όπως ο Εντουάρ Λουί.
Ναι, σίγουρα έχει εμπνεύσει πολλούς, αλλά δεν είναι εκείνη που καθιέρωσε το είδος. Σίγουρα, όμως, ήταν από τους πρωτοπόρους.
— Εσείς γράφετε; Έχετε το ίδιος πάθος με τον λόγο;
Όχι, καμία σχέση, εγώ είμαι άνθρωπος των εικόνων. Έχω μια λογοτεχνική ευαισθησία, αλλά η δουλειά μου είναι γύρω και αναφορικά με τις εικόνες. Βέβαια, όταν με ρωτούν, προτιμώ να απαντώ όπως ο Φλομπέρ, που έλεγε ότι ο συγγραφέας στη δουλειά του πρέπει να είναι σαν τον Θεό στο σύμπαν: πανταχού παρών, αλλά παντού αόρατος.
— Τα επόμενα βήματά σας;
Να συνεχίσω να κάνω ταινίες με την ίδια οπτική και λογική, να προσπαθώ να συναρμόσω την έρευνα του λογοτεχνικού κειμένου με την εικόνα και να δείξω την αλληλεπίδρασή τους. Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω συγκεκριμένα για τη νέα μου ταινία, αν δεν συμφωνήσω με τον παραγωγό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.