Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΟΛΛΑΝΔΟΣ διανοούμενος Μένο τερ Μπράακ, που θεωρείται η συνείδηση της ολλανδικής λογοτεχνίας, δημοσίευσε το μικρό δοκίμιο για τη μνησικακία το 1937. Σκοπός του ήταν να προειδοποιήσει τους συμπολίτες του, ιδιαίτερα τους διανοούμενους, για τον κίνδυνο της επερχόμενης βίας του εθνικοσοσιαλισμού και του ναζισμού.
Οι Ολλανδοί διανοούμενοι θεωρούσαν τότε τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ ένα «μάτσο αποτυχημένους» και υποβάθμιζαν τον κίνδυνο και την απειλή. Το ίδιο πίστευαν και για την ολλανδική εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού, το κόμμα NSB.
O Μένο τερ Μπράακ τους έλεγε όμως ότι ο εθνικοσοσιαλισμός είναι «δόγμα της μνησικακίας» και ότι εφόσον έρθει στην εξουσία θα αναζητήσει έναν εχθρό, πραγματικό ή υποθετικό, για να τον μετατρέψει σε αποδιοπομπαίο τράγο. Αυτός ο εχθρός μπορεί να ήταν οι Εβραίοι, μπορεί να ήταν η «νεγροποιημένη», λόγω της τζαζ, και εκφυλισμένη Γαλλία, μπορεί να ήταν, πάλι, ο «πουλημένος» Τύπος.
Ο Τερ Μπράακ ήταν ένα είδος ακτιβιστή της λογοτεχνίας (ας μας επιτραπεί ο αναχρονισμός). Μάλιστα το 1932 είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του αισθητισμού, που έδινε βάρος στην κομψότητα της μορφής, διεκδικώντας την επιστροφή στην ειλικρίνεια και στην ουσία του περιεχομένου.
Ο Ολλανδός διανοούμενος, συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος δανείζεται από τoν Νίτσε την έννοια της «μνησικακίας» (ressentiment), η οποία βρίσκεται στη βάση κάθε ιδεολογίας που προσδιορίζεται σε σχέση με έναν «εχθρό», για να εκφράσει την αγωνία του γι’ αυτό που ερχόταν, για τον φθόνο και τη βία που κρυβόταν μέσα σε συνθήματα για «αίμα», «ηρωισμό», «κοινότητα», «εκδίκηση».
Εκτός από τον Νίτσε, ο Μένο τερ Μπράακ χρησιμοποιεί και τις αναλύσεις του Γερμανού φιλοσόφου Μαξ Σέλερ (1874-1928), επίσης επηρεασμένου από τον Νίτσε, στο βιβλίο του «Ο μνησίκακος άνθρωπος». Εδώ ο Σέλερ γράφει για τη μνησικακία ως στοιχείο της νεωτερικής ηθικής. Είμαστε τυχεροί που αυτό το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Κωστή Παπαγιώργη (στις εκδόσεις Ίνδικτος) και έχει προκαλέσει έναν κάποιο διάλογο (όσο, τέλος πάντων, γίνεται διάλογος στην Ελλάδα).
Το πολεμικό δοκίμιο του Τερ Μπράακ επαναφέρει στην επικαιρότητα το βιβλίο του Σέλερ στη μετάφραση του Παπαγιώργη. Κυρίως μας κάνει να σκεφτούμε το σοβαρό θέμα της «μνησικακίας» και να διαπιστώσουμε ότι το κείμενο του Ολλανδού διανοουμένου «κολλάει» απόλυτα στη δική μας εποχή έξαρσης του λαϊκισμού, σε όλες του τις εκδοχές, των μαζικών κινημάτων και του διαδικτύου.
Για τις ανάγκες ανάγνωσης αυτού του βιβλιαριδίου του Τερ Μπράακ έκανα μια γρήγορη αναζήτηση στο σάιτ της LiFO με λέξη-κλειδί τη «μνησικακία». Πολλά τα ευρήματα. Συγκρατώ ένα-δύο: Μια διαμαρτυρία του Μιχαήλ Μαρμαρινού για τη «μνησίκακη, αγελαία, ημιανώνυμη φωνή του διαδικτύου», ένα κείμενο του Νικόλα Σεβαστάκη για την χρήση της Ιστορίας ως «μνησίκακης επιβολής».
Να, λοιπόν, όλη επικαιρότητα της μνησικακίας. Ο Μένο τερ Μπράακ γράφει ότι στις σημερινές δημοκρατίες τόσο η ισότητα όσο και η μνησικακία είναι καθολικά ιδεώδη. Όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα και βιώνει την ανισότητα, το πρώτο που αισθάνεται είναι ότι αδικείται.
Αυτό το αίσθημα αδικίας γίνεται φθόνος και μίσος και επιθυμία για εκδίκηση. Ο Τερ Μπράακ μας δείχνει ότι η μνησικακία διαπερνά τη συλλογική ψυχή ως γενικευμένο αίσθημα μείωσης και αδικίας.
Την ίδια χρονιά που ο Μένο τερ Μπράακ δημοσιεύει το δοκίμιό του για τον «εθνικοσοσιαλισμό ως δόγμα μνησικακίας», δημοσιεύει και ένα άλλο δοκίμιο περί χριστιανών, παλιών και νέων. Εκεί τεκμηριώνει ένα βασικό εύρημά του ότι «όλα τα μαζικά κινήματα εμπνέονται από τη μνησικακία». Και ότι το κακό, το όποιο κακό, χρησιμοποιείται πάντοτε ως βάση για λοιδορία. Αυτό είναι συγκλονιστικό αν σκεφτούμε ότι δεν πρόκειται για θεωρητικό σχήμα αλλά για την πραγματικότητά μας, που επαληθεύεται κάθε στιγμή, κάθε μέρα.
Στη θέση της αδικίας μπορούμε επίσης να βάλουμε την απουσία της χαράς. Ο Δανός φιλόσοφος Κίρκεγκορ, που στο θέμα της μνησικακίας επηρέασε τον Νίτσε, έλεγε ότι ο φθόνος είναι συντετριμμένος θαυμασμός. Όποιος δεν έχει αισθανθεί χαρά, όποιος δεν έχει νιώσει την απόλαυση και την ανάταση, σίγουρα είναι ασθενής. Και τα συμπτώματα αυτής της ασθένειας είναι ο φθόνος, η χαιρεκακία, η μνησικακία.
Για να ξαναγυρίσουμε στον Τερ Μπράακ, βασική αρχή της μνησικακίας είναι η αντίθεση και το μίσος. Ο μνησίκακος παραπονιέται διαρκώς γιατί αδικείται, μειώνεται κ.λπ. Δεν αναζητά ποτέ τα αίτια αυτής της αδικίας, πραγματικής ή όχι, στον δικό του εαυτό, στον δικό του κύκλο ευθύνης. Περνάει αμέσως από το ένα παράπονο στο άλλο, από τη μια διαμαρτυρία στην άλλη, ακόμη κι αν η αιτία του παράπονου εκλείψει, προκειμένου να μη χαθεί καθόλου έδαφος.
Η παραγωγή της μνησικακίας μπορεί να είναι και μαζική, σχεδιασμένη από καθεστώτα, κόμματα, κινήματα κ.λπ., όπως δείχνει το παράδειγμα του εθνικοσοσιαλισμού αλλά και άλλα παραδείγματα από την πρόσφατη πολιτική ζωή μας.
Στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε καθόλου τον Μένο τερ Μπράακ που γεννήθηκε το 1902 και αυτοκτόνησε τον Μάϊο του 1940, μετά την συνθηκολόγηση των Κάτω Χωρών με τους ναζί. Ήταν από τους πιο επιδραστικούς διανοούμενους στη χώρα του και στο σχετικό λήμμα της Britannica συγκρίνεται, ως προς την επιδραστικότητα, με τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον δικό του ρόλο στη Βρετανία.
Ο Τερ Μπράακ ήταν ένα είδος ακτιβιστή της λογοτεχνίας (ας μας επιτραπεί ο αναχρονισμός). Μάλιστα το 1932 είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του αισθητισμού, που έδινε βάρος στην κομψότητα της μορφής, διεκδικώντας την επιστροφή στην ειλικρίνεια και στην ουσία του περιεχομένου. Ήταν επίσης διακεκριμένος κριτικός. Η στενή σχέση του με τον Τόμας Μαν και η εκτίμηση που έτρεφε ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας γι’ αυτόν οφειλόταν εν πολλοίς στην κριτική που είχε γράψει ο Τερ Μπράακ για το μυθιστόρημα «Η Λότε στη Βαϊμάρη».
Το κείμενο του Τόμας Μαν συνοδεύει το δοκίμιο του Τερ Μπράακ και δημοσιεύτηκε «εις μνήμην» το 1947, δηλαδή αρκετά χρόνια μετά την αυτοκτονία του. Είναι μια αποτίμηση από έναν φίλο που γίνεται με όρους λογοτεχνικούς αλλά κυρίως πολιτικούς. Ο Τόμας Μαν παραπέμπει σε μια ρήση του Τερ Μπράακ ότι ήταν «ένας πολιτικός χωρίς κόμμα» και τον χαρακτηρίζει «μάχιμο παρτιζάνο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απέναντι στη βαρβαρότητα, της πνευματικής καθαρότητας απέναντι στο ψέμα».
Η έκδοση, σε συνδυασμό με την εισαγωγή της μεταφράστριας και τις σημειώσεις της, εικονογραφεί επίσης μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή των διανοουμένων τις παραμονές του θριάμβου του εθνικοσοσιαλισμού, όταν έπρεπε να αποφασίσουν με ποιους θα πάνε, σε ποιους θα αντιταχθούν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.