ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2019 ο ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο ΕΚΠΑ και σημαντικός επιστήμονας με διεθνείς διακρίσεις στον χώρο του, Δημήτρης Πλουμπίδης, ήταν υποψήφιος με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Πήρε 63.748 σταυρούς, ερχόμενος στην όγδοη θέση της λίστας των αναπληρωματικών, και βρέθηκε οριακά επάνω από τη Ραλλία Χρηστίδου, γνωστή τραγουδίστρια προερχόμενη από το «Fame Story». Τους χώρισαν μόλις 1.300 περίπου ψήφοι.
Αν ο Πλουμπίδης δεν ήταν γιος του Νίκου Πλουμπίδη, ενός συμβολικού προσώπου με μια δραματική και γνωστή ιστορία στον χώρο της αριστεράς, θα ήταν αρκετά πιο χαμηλά στη λίστα των αναπληρωματικών. Η εξαιρετική επιστημονική του διαδρομή και η αντίστοιχη πολιτική του συγκρότηση δεν αποτελούσαν για τους ψηφοφόρους κριτήρια ικανά ώστε να τον τοποθετήσουν σε μια εκλόγιμη θέση.
Για την πλειονότητα των ψηφοφόρων αυτές οι ιδιότητες του Δημήτρη Πλουμπίδη είναι αδιάφορες ή και άγνωστες. Προτιμούν πρόσωπα όπως τον Αλέξη Γεωργούλη, που εκλέχθηκε με άνεση στην ευρωβουλή, συγκεντρώνοντας 140.404 σταυρούς. Υπερδιπλάσιους από τον Πλουμπίδη. Τον Γεωργούλη τον γνώριζαν από το θέατρο και την τηλεόραση, κυρίως ως «εραστή δυτικών προαστίων».
Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, προτιμά πρόσωπα γνωστά και προβεβλημένα, ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές και γενικά τηλεπερσόνες, αντί για ανθρώπους ικανούς στον χώρο τους.
Η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, προτιμά πρόσωπα γνωστά και προβεβλημένα, ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές και γενικά τηλεπερσόνες, αντί για ανθρώπους ικανούς στον χώρο τους, με συγκρότηση, που δίνουν βάρος στην αξιοπρέπεια και τη συνέπεια αγώνων και υποτιμούν τη δημοσιότητα.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα από εκείνο το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ των ευρωεκλογών του 2019, που δείχνουν κάτι επιπλέον. Ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων προτιμά ένα πρόσωπο-επαγγελματία της πολιτικής που κάνει καριέρα στην ευρωβουλή και με τα πολλά χρήματα που συγκεντρώνει αγοράζει σωρηδόν και με συνέπεια διαμερίσματα στην Αθήνα ή ένα πρόσωπο από τον χώρο της δημοσιογραφίας που δεν διακρίνεται για την πολιτική του συνέπεια ή δεν έχει και τις καλύτερες περγαμηνές στον επαγγελματικό του χώρο, γνωστό όμως και αυτό από την τηλεόραση, από ένα πρόσωπο με μεγάλη προσφορά σε ανθρωπιστικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο και μια σημαντική καριέρα στον χώρο της ιατρικής, που δεν εκλέχθηκε τότε (Μουζάλας). Στα ίδια ψηφοδέλτια ήταν όλοι αυτοί.
Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά, υπάρχουν άλλωστε δεκάδες σε όλα τα κόμματα και θα χρειαζόταν να γραφτούν εκατοντάδες λέξεις γι’ αυτά. Εύκολα θα θυμηθούμε την περίπτωση του άλλοτε ποδοσφαιριστή Θεόδωρου Ζαγοράκη, που εκλέχθηκε με τη Νέα Δημοκρατία με βασικό και μοναδικό του πολιτικό φορτίο τη δράση του στα γήπεδα και την παρεπόμενη δημοφιλία και που μια φορά καταψήφισε στο Ευρωκοινοβούλιο από παραδρομή (!) έκθεση για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Έκανε λάθος, είπε.
Δεν είναι αυτό το ζητούμενο όμως. Αλλά η διάθεση των πολιτικών ηγεσιών να επιλέγουν πρόσωπα με αποκλειστικό κριτήριο να φέρουν ψήφους, ανεξάρτητα με το ποια είναι τα πρόσωπα αυτά που τις φέρνουν. Δεν τους ενδιαφέρει αν αυτοί που βάζουν στα ψηφοδέλτιά τους αλλοιώνουν ή διαστρεβλώνουν τα όποια πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κομμάτων τους, δεν τους απασχολεί ότι απαξιώνεται ακόμα περισσότερο η πολιτική και μετατρέπεται σε ένα πεδίο ανταγωνισμού διάσημων και προβεβλημένων. Η συγκέντρωση ψήφων είναι αυτοσκοπός. Οι ψήφοι δεν εχουν χρώμα και παραλλαγές, απλά είναι χρήσιμες.
Τα πρόσωπα αυτά εκλέγονται από τον κόσμο, αυτό είναι το βασικό επιχείρημα όσων υπερασπίζονται αυτές τις καιροσκοπικές επιλογές, μεταθέτοντας την ευθύνη στους ψηφοφόρους και ανασύροντας τη λογική της «ατομικής ευθύνης». Όσοι ψηφίζουν σίγουρα δεν είναι αμέτοχοι σε αυτό.
Όμως, υποτίθεται ότι οι πολιτικές ηγεσίες εκπροσωπούν ιδεολογίες, αρχές, συλλογικές αξίες με συγκεκριμένο πολιτικό φορτίο. Με τις αποφάσεις αυτές παρασύρουν την κοινωνία σε επιλογές στις οποίες υπερτερεί η σκοπιμότητα αντί για οτιδήποτε άλλο. Και αν για τα συντηρητικά κόμματα οι σχετικές επιλογές δεν απέχουν από τις όποιες ιδεολογικές αναφορές αυτά έχουν, για την αριστερά δεν (θα έπρεπε να) συμβαίνει το ίδιο. Αυτό που τη διακρίνει από τους «απέναντι» είναι η ιδεολογική και πολιτική επιρροή, η υπεροχή ενός ιδεολογικού φορτίου αντικειμενικά πιο σημαντικού, το πρόταγμα της αλήθειας όσων συμβαίνουν.
Όμως, αν αυτή η αριστερά «βάλθηκε να διαγράψει καθετί αριστερό», για να θυμηθούμε και τον Ντιντιέ Εριμπόν, και προσπαθεί να μοιάσει τόσο πολύ με τους άλλους, η ίδια θα είναι χαμένη από αυτή την ιστορία. Αυτό συμβαίνει με τη βασικότερη ελληνική εκδοχή της. Οι «Αντώναροι», για παράδειγμα, που σηματοδοτούν συγκεκριμένες πορείες, δεν βλάπτουν μόνο το κόμμα που τους υιοθετεί, αλλά δυσφημούν μια ολόκληρη ιδεολογία…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.