«Εγώ δεν είμαι καλή στον λόγο, στο τραγούδι είμαι», με προειδοποίησε απολογητικά όταν της τηλεφώνησα για να της ζητήσω συνέντευξη. Άνθρωποι σαν την Παγώνα μάλλον δεν φαντάζονται πόσες χιλιάδες λέξεις χρειάζεται να γράψει και να σβήσει ένας συγγραφέας μέχρι να κατακτήσει τη δική τους φυσικότητα και αμεσότητα στον λόγο. Τέτοια σκεφτόμουν ανεβαίνοντας προς το σπίτι της, σύνορα Κυψέλης - Γαλατσίου, ενώ οι ψιχάλες και τα δέντρα στις όχθες του δρόμου μύριζαν χωριό.
— Με τέτοια βουνίσια φωνή που έχετε, ήμουν σίγουρος ότι σε κάποια ανηφοριά θα μένατε.
Αυτή η ανηφοριά μ’ έχει τρελάνει, γιατί έχω εγχειρίσει τα γόνατά μου κι όλο ταξί παίρνω. Δεν μπορώ τον ανήφορο αυτόν και τον κατήφορο.
— Είναι βουνίσια η φωνή σας ή εμένα μου ακούγεται έτσι;
Βουνίσια δεν πιστεύω να είναι. Μεσογειακή περισσότερο, θα πω.
— Πού μεγαλώσατε;
Έζησα ως τα πέντε μου χρόνια στη Βίτσα Ζαγορίου και μετά στα Γιάννενα.
— Πολλοί ίσως δεν ξέρουν ότι είστε απ’ την οικογένεια των Χαλκιάδων, ότι είστε κόρη του Φώτη Χαλκιά. Το επώνυμό σας ξεγελάει.
Είναι του άντρα μου, του Πάνου Αθανασίου. Οι Ηπειρώτες το ξέρουν όμως. Εγώ είμαι από την οικογένεια των Χαλκιάδων, αλλά μεγάλωσα ψυχοπαίδα αλλού. Μεγάλωσα στα Ζαγοροχώρια, με τους θετούς μου γονείς. Είχα πάρα πολύ καλούς γονείς, με λατρεύανε. Μπορεί να μη γνώρισα τους πραγματικούς μου γονείς, αλλά ζούσα με τους θετούς μου μέχρι που πέθαναν.
«Να σου πω: το τραγούδι δεν διδάσκεται. Ή το ‘χεις και τραγουδάς, ή δεν το ‘χεις».
— Σε ποια ηλικία το μάθατε ότι ήσασταν υιοθετημένη;
Το κατάλαβα μόνη μου. Να σου πω πώς το κατάλαβα; Η μάνα μου κι ο πατέρας μου ήταν λευκοί, μα εγώ ήμουν μαυρατζέλω μικρή, μελαχροινούλα. Κι έλεγαν στη μάνα μου: «Αχ, κυρά Κλεονίκη, δεν σου μοιάζει η κόρη σου». «Α, μοιάζει τον άντρα μου» έλεγε εκείνη. Ενώ κι ο πατέρας μου λευκός ήτανε! Κι εγώ από κει, τα εργάστηκα στο μυαλό μου. Κι άκουγα και τον κόσμο που έλεγε κρυφά από πίσω: «Α, μοιάζει τη μάνα της». Και το κατάλαβα μόνη μου σιγά σιγά.
— Σας πείραξε που σας είχαν δώσει;
Όχι. Μ’ αγαπούσαν πάρα πολύ οι θετοί μου γονείς, κι εγώ τους αγαπούσα. Μετά παντρεύτηκα, ήρθαμε στην Αθήνα, γιατί ο άντρας μου ήθελε να γίνει τραγουδιστής, του άρεσε το τραγούδι. Πήγαμε στη Γερμανία πρώτα, δουλέψαμε εργάτες κάνα δυο χρονάκια και μετά γυρίσαμε, τον πήρε ο πατέρας μου, ο Φώτης Χαλκιάς, μαζί του. Βγήκε ο άντρας μου στη δουλειά, αλλά χάλασε το συγκρότημα, πέθανε ο πατέρας μου, ο μπαρμπα-Τάσος δεν δούλευε, έκανε λοιπόν δικό του συγκρότημα κι ήθελε και μια γυναίκα. Και του ‘λεγε ο κουνιάδος μου ο Κώστας, που δούλευε με τον Βασίλη τον Σούκα στον Πετροκότσιφα: «Τι ζητάς τραγουδίστρια, αφού την έχεις δίπλα σου; Πάρε την Παγώνα». Ε, πες-πες, πήγα στον Βασίλη τον Σούκα, μου ‘δωσε κάποια τραγουδάκια και αμέσως μόλις τα είπα, έγινα. Είπα το «Σου στέλνω, μάνα, επιταγή» και τη «Βόρεια Ήπειρο». Δώδεκα είπα, αλλά αυτά τα δύο μόλις τα είπα, έγιναν. Γινόταν χαμός.
— Εμπειρία από πανηγύρια στην Ήπειρο δεν είχατε καθόλου;
Τα καλοκαίρια δουλεύαμε στην Ήπειρο αλλά, ξέρεις, τότε έπρεπε να περάσεις από την Αθήνα, να περάσεις απ’ τα κέντρα της Αθήνας για να γίνεις. Ήταν μεγάλο σχολείο τα κέντρα.
Σκίζω, ρίζω (Ρίζο), το λεμόνι (Πανάγιω) - Παγώνα Αθανασίου Πέτρο Λούκας Χαλκιάς
— Σε ποια κέντρα δουλέψατε;
Στον Σκάρο, στο Ελληνικό Χωριό και στον Βάγια. Κι ένα-δύο χρόνια δούλεψα και στον Έλατο.
— Υπόγεια δεν ήταν αυτού του είδους τα μαγαζιά;
Τα περισσότερα, ναι. Αλλά εγώ δεν δούλεψα σε υπόγεια. Ο Σκάρος ήταν ισόγειο, και το Ελληνικό Χωριό ισόγειο, και ο Βάγιας ήταν σε όροφο, ήταν η καλύτερη αίθουσα τότες.
— Πώς ήταν το κλίμα εκεί; Έμοιαζε περισσότερο με πανηγύρι ή με νυχτερινό κέντρο;
Πάρα πολύ ωραία ήτανε. Εμείς είχαμε όλο οικογένειες. Φέρναν και τα παιδιά τους πολλές φορές.
— Οι περισσότεροι θα ήταν εσωτερικοί μετανάστες που είχαν έρθει απ’ τα χωριά τους.
Έρχονταν πάρα πολλοί Ηπειρώτες. Ήταν όμως κι αυτοί που έρχονταν απ’ τα χωριά τους για να κάνουν τις δουλειές τους στην Αθήνα.
— Για τα ρεμπέτικα στέκια, για τα σκυλάδικα, έχουν φτιαχτεί μυθολογίες. Ίσως βλέπετε το «Αυτή η νύχτα μένει».
Ναι, και μ’ αρέσει πάρα πολύ.
— Για τα κλαριντζίδικα όμως δεν φτιάχτηκε ανάλογη μυθολογία.
Κάναμε παράδοση εμείς. Γινόταν καμιά φασαριούλα για τον χορό, για τη σειρά, όχι τίποτα άλλο. Εμάς μας είχαν λίγο στην ακρούλα. Εδώ δεν είχαν πάει να γράψουν τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον μεγάλο τραγουδιστή. Δεν υπάρχουν πολλά βίντεο απ’ τον Αγγελόπουλο. Βέβαια, ίσως τους πείραζε το χρώμα του. Έτσι είναι η Ελλάδα, μάτια μου. Στα μαγαζιά τα δικά μας γινότανε χαμός. Έφευγαν οι λαϊκοί, που ξέραν ένα όργανο, και κοιτούσαν να ‘ρθουν σε μας να δουλέψουν, γιατί ήταν καλό το μεροκάματο. Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν πήγε κανένας να τραβήξει και να βλέπει ο κόσμος τώρα πώς γλεντούσαμε παλιά. Κι αν υπάρχουν, θα ‘ναι πολύ λίγα.
— Σας ρίχνανε χιλιάρικα, πεντοχίλιαρα;
Ναι, τότε εμείς δουλεύαμε πολύ με τη χαρτούρα. Τα κέντρα μάς δίναν ένα μεροκαματάκι, μα όταν βλέπανε ότι παίρναμε πολλή χαρτούρα μάς το κόβαν κι αυτό. Ξέρεις τώρα πώς γίνεται εδώ στην Ελλάδα. Αλλά ωραία περνούσαμε.
— Τα πανηγύρια, όμως, άλλη φάση.
Άλλη φάση, ναι. Εγώ δούλεψα πολύ Θεσπρωτία. Και στα Γιάννενα και στα Τρίκαλα και στη Λάρισα. Δεν είχαμε φασαρίες, γλεντούσε ήσυχα ο κόσμος. Μια χαρά ήταν τα πανηγύρια. Κοίταξε, άμα σ’ αρέσει η δουλειά που κάνεις, σ’ αρέσουν όλα ύστερα.
— Πόσες μέρες τη βδομάδα δουλεύατε;
Όταν δουλεύαμε στο Ελληνικό Χωριό, δεν έκλεινε το μαγαζί. Κάναμε ρεπό με τη σειρά, μια μέρα τη βδομάδα. Σήμερα θα λείπαμε εγώ με τον άντρα μου, την άλλη μέρα θα έλειπε άλλος. Και μια βραδιά που είχαμε ρεπό, ήρθαν και μας πήραν, γιατί ήταν μια καλή παρέα στο μαγαζί, και πήγαμε. Ήταν όμως και μαγαζιά που έκλειναν μια μέρα, Δευτέρα ή Τρίτη.
— Πόσες ώρες συμπληρώνατε πάνω στο πάλκο;
Άσ’ τα. Μπαίναμε δέκα η ώρα το βράδυ και πολλές φορές βγαίναμε οχτώ το πρωί. Όταν ήταν Χριστούγεννα, Απόκριες, κλείναμε οχτώ-εννιά ώρες.
— Είχατε τόσο μεγάλο ρεπερτόριο;
Στα μαγαζιά υπήρχαν πέντ’-έξι τραγουδιστές, όχι μόνο Ηπειρώτες, από παντού, είχαμε όλο το φάσμα της Ελλάδας. Μόνο για τα νησιώτικα δεν είχαμε, αλλά τα λέγαμε εμείς, με κλαρίνο. Δούλευα με τον Αντώνη Κυρίτση και τον Πετρολούκα πολλά χρόνια. Είχα πολύ καλή συνεργασία με τους συναδέρφους μου, δεν έχω τσακωθεί ποτέ. Μ’ αγαπούσαν, τους αγαπούσα, με σεβάστηκαν, τους σεβάστηκα. Όλο καλά έχω να σου πω απ’ τη δουλειά μου, γιατί την αγαπούσα πολύ τη δουλειά μου εγώ. Λέγαμε τ’ αστεία μας, τα καλαμπουράκια μας. Ξέρεις, άμα είσαι με δέκα-δώδεκα άτομα πάνω στο πατάρι, δεν μπορείς και να τα βρεις με όλους, έτσι δεν είναι; Κάνεις και υποχωρήσεις για να περάσεις καλά. Κι εγώ ήμουν άνθρωπος που έκανε υποχωρήσεις. Με τον άντρα μου βέβαια δούλευα. Βγήκα τραγουδίστρια παντρεμένη και με τα παιδιά μεγαλωμένα, τριάντα τριώ χρονώ. Ογδόντα είμαι τώρα.
— Τελικά ήταν εύκολο να γίνετε τραγουδίστρια εκείνο τον καιρό;
Εγώ ήθελα να γίνω τραγουδίστρια από μικρή. Ο πατέρας μου τραγουδιστής, ο μπαρμπα-Τάσος έπαιζε κλαρίνο, ο μπαρμπα-Μήτσος έπαιζε βιολί, τ’ αδέρφια μου, τα ξαδέρφια μου, όλοι ήταν στη δουλειά. Κι η αδερφή μου η Βάσω τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία. Αλλά δεν μας έβγαζαν εμάς τραγουδίστριες, το επάγγελμα δεν το είχαν για καλό, καταλαβαίνεις τώρα παλιά πώς ήτανε, ξέρεις τι λέγανε τότε. Αν ξαναγεννηθώ, θέλω πάλι τραγουδίστρια να γίνω. Να μάθω και γράμματα όμως. Ως το δημοτικό πήγα. Και να μάθω κι ένα όργανο.
— Σας έμαθε κανείς να τραγουδάτε;
Όχι, από μόνη μου. Αλλά καλό είναι να πας να μάθεις, να κάνεις τοποθέτηση φωνής. Αυτό τώρα το κάνουν όλοι. Εμείς οι παλιοί δεν το κάναμε.
— Έχετε σκεφτεί καθόλου να διδάξετε τραγούδι;
Όχι. Να σου πω: το τραγούδι δεν διδάσκεται. Ή το ‘χεις και τραγουδάς, ή δεν το ‘χεις.
— Και τόσα ωδεία, τόσες σχολές, τόσα σεμινάρια, τι κάνουν;
Κοίτα, καλό είναι να μαθαίνεις κάτι πάνω στη δουλειά σου. Αλλά αν δεν έχεις χρώμα καλό κι αν δεν πονάς όταν το λες το τραγούδι, δεν πα’ να κάνεις σεμινάρια, δεν πα’ να κάνεις ό,τι θες...
— Εσείς πονάτε πάντα στο τραγούδι;
Ναι, ναι. Είμαι νταλγκαδιασμένη με το τραγούδι, μάτια μου.
— Πίνετε καθόλου όταν τραγουδάτε;
Να σου πω, τον χειμώνα πίνω κανένα ουισκάκι καμιά φορά. Το καλοκαίρι δεν πίνω.
— Τώρα πού εμφανίζεστε;
Το χειμώνα δεν πάω σε μαγαζί, πάω σε εκδηλώσεις, γάμο, βάφτιση. Μετά την Πρωτοχρονιά είχαμε και πολλές εκδηλώσεις, που κόβανε τις πίτες. Τώρα δουλεύω πολύ με τους Βορειοηπειρώτες. Πολύ καλοί τραγουδιστές, πολύ καλά όργανα. Υπέροχοι άνθρωποι κι αυτοί, νοικοκυραίοι. Αυτοί γλεντάνε τώρα όπως γλεντούσαμε εμείς το ‘80.
— Οι Έλληνες φοβούνται το κλαρίνο, το θεωρούν χωριάτικο; Μήπως περισσότερο το αγαπούν οι μετανάστες που ήρθαν από Αλβανία;
Όχι, θα σου πω εγώ. Εμείς καταρχάς έχουμε πάρα πολύ καλή νεολαία. Το καλοκαίρι που πάμε στα πανηγύρια, γλεντάνε και χορεύουν παλιά τραγούδια.
— Τα τραγούδια που λέτε μιλάνε στα νέα παιδιά;
Πώς δεν μιλάνε; Αυτό δεν σου είπα; Στα πανηγύρια η νεολαία μάς ζητάει παλιά τραγούδια. Εν τω μεταξύ, θέλει και τα καινούρια. Δεν θα την κλείσουμε στο κλουβί! Αλλά την παράδοση την έχουν.
— Εσείς λέτε καθόλου καινούρια τραγούδια;
Πρώτα, έλεγα. Και νησιώτικα και συρτά, τσιφτετέλια. Όταν παίζαμε στα μαγαζιά λέγαμε πρώτα αυτά και μετά μπαίναμε στα ηπειρώτικα.
— Απ’ όσα τραγούδια είπατε, τη μεγαλύτερη εντύπωση μου κάνει η «Πανάγιω». «Κι αν θα παντρευτείς, τι καλό θα δεις; / Θα φιλήσεις, θ’ αγκαλιάσεις και θα βαρεθείς». Δεν είναι πολύ προχωρημένο για δημοτικό;
Κι όμως, είναι πολύ παλιό. Κοίταξε, τα παλιά τραγούδια μιλάνε για τον θάνατο, την ξενιτιά και τον έρωτα. Τέτοια λόγια έχουν τα παλιά τραγούδια.
— Γίνονται και πολλές διασκευές τελευταία στα δημοτικά. Έχετε ακούσει τους Villagers;
Κάτι έχω ακούσει. Εμένα μ’ αρέσει που τα ‘χουν διασκευάσει.
— Άλλα είδη έχετε τραγουδήσει;
Όχι, όχι. Μ’ αρέσουν τα ρεμπέτικα πάρα πολύ, αλλά δεν έχω τραγουδήσει. Είμαι ταμένη εκεί, στο ηπειρώτικο.
— Αν σας έλεγε ένας συνθέτης «έγραψα δέκα τραγούδια για σένα, Παγώνα», θα δεχόσασταν να τα πείτε;
Θα το σκεφτόμουν, γιατί έχω σφραγίδα στην Ήπειρο, φοβάμαι μήπως το χαλάσω το θέμα.
— Εκτός Ελλάδας παίξατε ποτέ;
Και στη Γερμανία πήγα και στην Αμερική και στην Αυστραλία. Σαν την Ελλάδα δεν είναι πουθενά. Περισσότερο πάντως μ’ άρεσε στη Γερμανία, που είναι κι εδώ κοντά. Και στην Αλβανία, πολλές φορές. Έχω πάει Αγίους Σαράντα και σε χωριουδάκια εκεί γύρω, στο Αργυρόκαστρο, που μ’ άρεσε πολύ, και το Πάσχα θα πάω σε μια βάφτιση.
— Πριν λίγα χρόνια κάνατε και το πρώτο σας βιντεοκλίπ, με τον ανιψιό σας, τον Στέφανο Αθανασίου.
Το ‘δες; Ωραίο δεν είναι;
Παγώνα Αθανασίου & Στέφανος Αθανασίου | Ηπειρώτικος Σεβντάς Official Video Clip 2019
— Ωραίο, ναι. Πώς ήταν στα γυρίσματα; Νιώσατε λιγάκι ηθοποιός;
Όχι, δεν έχω τέτοια. Αλλά μου άρεσε. Και ήμουν η πρώτη που το έκανα από τους δημοτικούς, νομίζω.
— Στο ίντερνετ μπαίνετε;
Μπαίνω. Πέρυσι έκανα και Facebook. Δεν το ‘ξερα ότι είναι τόσο ωραίο. Μου γράφουν τόσο ωραία λόγια, τι να σου πω! Εμένα μ’ αγάπησε πολύ ο κόσμος, με σεβάστηκε πολύ. Βέβαια, έδωσα και πήρα, έτσι;
— Θα σταματήσετε ποτέ να τραγουδάτε;
Όσο μ’ ακούει ο λαιμός μου, όχι. Το θέμα είναι να τραγουδάς καλά. Εγώ, πιστεύω, καλή είμαι ακόμα.
— Μετά από τη δική σας γενιά, θα επιζήσει το δημοτικό τραγούδι; Θα έχει συνεχιστές;
Πιστεύω. Άμα χάσουμε την παράδοση, χάνουμε την ταυτότητά μας. Θα χαθεί η παράδοση; Εγώ πάντως θέλω να πεθάνω στο πατάρι επάνω. Εκεί που δουλεύω.
— Σε ποιο τραγούδι;
«Όσα φάμε, όσα πιούμε / όσα κι αν γλεντήσουμε / τη ζωή δεν θα τη βρούμε / πρέπει να τη ζήσουμε». Αυτό είναι του Κώστα Τζίμα. Υπέροχος τραγουδιστής ο Τζίμας.
ΟΣΑ ΦΑΜΕ ΟΣΑ ΠΙΟΥΜΕ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.