Πολύχρωμες αφίσες που πλημμυρίζουν τους δρόμους. Διασκέδαση μέχρι το πρωί από δεξιοτέχνες του κλαρίνου αλλά και μια μεγάλη ορχήστρα από γνωστούς τραγουδιστές του δημοτικού τραγουδιού. Είτε τους καλοκαιρινούς μήνες είτε στη διάρκεια του Πάσχα, τα παραδοσιακά άσματα γνωρίζουν μεγάλες δόξες και είναι άκρως συνυφασμένα με ήθη και έθιμα πολλών περιοχών ανά την Ελλάδα. Παράδοση, χαρά, ενθουσιασμός, μέθεξη και διασκέδαση σε χωριά της επαρχίας, σε γειτονιές της Αθήνας αλλά και σε νυχτερινά στέκια που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία.
Για πολλά χρόνια τα σκήπτρα της νυχτερινής διασκέδασης κρατούσαν θρύλοι των πανηγυριών, όπως η Φιλιώ Πυργάκη, ο Γιάννης Κωνσταντίνου, η Τασία Βέρρα, η Γιούλα Κοτρώτσου, ο Γιώργος Τζαμάρας, ο Ανδρέας Τσαούσης, ο Αλέκος Κιτσάκης, ο Κώστας Σκαφίδας, ο Πετρολούκας Χαλκιάς, η Σοφία Κολλητήρη, ο Τάκης Καρναβάς, ο Δημήτρης Ζάχος, αλλά και μουσικοί όπως ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ο Βασίλης Σαλέας, ο Γιώργος Μάγκας, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Κώστας Αριστόπουλος, ο Γιώργος Κόρος και ο Λευτέρης Ζέρβας. Ονόματα που αναμφίβολα αποτέλεσαν ξεχωριστά κεφάλαια της παραδοσιακής μουσικής και έγραψαν ατελείωτες ώρες καλλιτεχνικής και αυθεντικής διαδρομής στο δημοτικό τραγούδι. Σήμερα, στις νέες δυνάμεις του δημοτικού και των πανηγυριών ανήκουν κυρίως ο Γιάννης Καψάλης, η Γιώτα Γρίβα, ο Γιώργος Βελισσάρης, ο Κωνσταντίνος Τσαμαδός, η Γωγώ Τσαμπά, η Χαρά Βέρρα, ο Γιάννης Κατσίγιαννης, αλλά και οι σολίστες του κλαρίνου Μάκης Τσίκος και Άρης Μουγκοπέτρος.
Στη σύγχρονη περίοδο τα πανηγύρια άντεξαν αλλά και άλλαξαν. Είναι γεγονός ότι έχουν απολέσει τον παραδοσιακό τους τόνο και ο χαρακτήρας τους έχει αλλοιωθεί σημαντικά, εντάσσοντας στο ρεπερτόριο ακόμη και τσιφτετέλια, καθώς και μουσικές επενδύσεις σκυλάδικων της εθνικής.
Το πανηγύρι είναι μια πανάρχαια συνήθεια, μια αγαπημένη ιεροτελεστία που στη διάρκεια των ετών εξελίχθηκε σε τόπο συνάθροισης πολλών ανθρώπων και θεωρείται μέσο υπαίθριας ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Ο χαρακτήρας του ήταν πάντοτε θρησκευτικός, αφού οργανωνόταν για τον εορτασμό κάποιου αγίου. Τις περισσότερες φορές διαρκεί δύο μέρες, παραμονή και ανήμερα, και τον εκκλησιασμό ακολουθεί η ψυχαγωγία. Αφού γίνει η λειτουργία στους ναούς, η εθιμοτυπική αρτοκλασία και η περιφορά των εικόνων, έπεται μεγάλη εμποροπανήγυρη με πάγκους μικροπωλητών, μουσικοχορευτικά δρώμενα και γλέντι μέχρι πρωίας. Για πολλά χρόνια ήταν ένα έθιμο της αγροτικής Ελλάδας που λάμβανε χώρα σε καφενεία και πλατείες των χωριών, αλλά με τα χρόνια μεταφέρθηκε και στις πόλεις.
Στις μέρες μας, η φυσιογνωμία τους σε μεγάλο βαθμό έχει αλλάξει, αφού δεν υπάρχει πλέον ανόθευτο δημοτικό τραγούδι. Κυριαρχεί η ανάμειξη πιο μοντέρνων ήχων και μουσικών ειδών, η χρήση της τεχνολογίας, η εμφάνιση των social media, που έχουν διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στον μετασχηματισμό τους από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή, πολλές τηλεοπτικές εκπομπές οι οποίες φιλοξενούν συχνά τα νέα ονόματα του δημοτικού τραγουδιού προκειμένου να στήσουν το απόλυτο γλέντι και να εκτοξεύσουν το κέφι στα ύψη, μάλιστα αυτό χρησιμοποιείται και ως μουσική συνοδεία σε εορταστικές οικογενειακές μαζώξεις, ενώ για μεγάλο κομμάτι της νεολαίας τα κλαρίνα έχουν γίνει ξανά μόδα. Συγχρόνως, η σκυτάλη έχει παραδοθεί πλέον στους σταρ των πανηγυριών, ενώ το περιεχόμενό τους έχει προσαρμοστεί στις τάσεις της εποχής.
Στη σύγχρονη περίοδο τα πανηγύρια άντεξαν αλλά και άλλαξαν. Είναι γεγονός ότι έχουν απολέσει τον παραδοσιακό τους τόνο και ο χαρακτήρας τους έχει αλλοιωθεί σημαντικά, εντάσσοντας στο ρεπερτόριο ακόμη και τσιφτετέλια, καθώς και μουσικές επενδύσεις σκυλάδικων της εθνικής. Ειδικά μετά την κρίση, είναι ευδιάκριτη η μεταμόρφωση της ανθρωπογεωγραφίας στα πανηγύρια αλλά και κάποιων κύριων χαρακτηριστικών τους.
Τώρα, για παράδειγμα, τα μεγάλα ονόματα, όπως ο Γιώργος Βελισσάρης, ο Γιάννης Καψάλης και ο Γιάννης Κατσίγιαννης, η Γρίβα, η Τσαμπά, είναι τα πρόσωπα που γεμίζουν αθόρυβα γνωστά δημοτικά κέντρα της Αθήνας. Ωστόσο, όπως είχε πει η Φιλιώ Πυργάκη: «Σήμερα τα πανηγύρια έχουν γίνει συναυλίες, τραγουδάνε με πρόγραμμα. Εκείνα τα χρόνια η γιορτή του χωριού ήταν η αφορμή να μαζευτεί το σόι, να ψήσουν, να γίνουν μια παρέα και να χορέψουνε. Σήμερα τα έχουν ξεπεράσει πλέον αυτά. Ποτίστηκε ο κόσμος από το πολύ γλέντι χωρίς λόγο – έχει κάνει μεγάλο κακό η τηλεόραση».
Πράγματι, το γνωστό «πατάρι» έχει δώσει τη θέση του στους πολύχρωμους εναλλασσόμενους φωτισμούς, ο παλμός, η τελετουργία και το αρχέγονο γλέντι έχουν αντικατασταθεί από τους καπνούς, τα ηχοσυστήματα αλλά και τα μικρόφωνα-ψείρες. H εμπορευματοποίηση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι τηλεοπτικές εκπομπές έχουν μεταμορφώσει το παραδοσιακό «αντάμωμα» σε αισθητική παραλιακού κέντρου. Μπορεί λοιπόν η φράση «θα πάμε στο πανηγύρι;» να μην έχει σβήσει στη διάρκεια του χρόνου, αλλά οι καιροί αλλάζουν, το ίδιο και τα πολιτισμικά πρότυπα, καθώς και οι κοινωνικές, οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες.
Ενδεικτικά, στην κατηγορία των νεο-παραδοσιακών τραγουδιών ξεχωρίζουν, μεταξύ άλλων: η Γιώτα Γρίβα (έχοντας 220.000 ακολούθους στο Facebook), τραγουδίστρια σαρακατσάνικης καταγωγής, η οποία έχει γεννηθεί στο Κότελ της Βουλγαρίας. Ο Γιάννης Καψάλης, γεννημένος στη Ζίτσα Ιωαννίνων, ξεκίνησε ακούγοντας τον παππού του Πολυχρόνη Καψάλη. Ο πατέρας του, Σταύρος, τον έβαλε να μάθει κιθάρα, φωνητική και βυζαντινή μουσική, ενώ πρώτη φορά τραγούδησε σε πανηγύρι στο χωριό του σε ηλικία 12 ετών και είπε το «Πιο καλή η μοναξιά» του Γιάννη Πάριου. Μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια του είναι το «Συζητάς για μια αγάπη», «Όλοι πάνω» και «Το μαντίλι». Στο Instagram έχει 57.000 ακόλουθους ενώ στο Facebook τον ακολουθούν σχεδόν 200.000. Η Γωγώ Τσαμπά γεννήθηκε στον Ορχομενό Βοιωτίας όπου και μεγάλωσε και έχει γίνει πολύ γνωστή για την ερμηνεία τραγουδιών όπως το «Δεν σου κάνω τον άγιο», τραγούδι το οποίο ερμήνευσε για πρώτη φορά ο Δημήτρης Κοντολάζος αλλά και για τα «Ρίξε μου το ραβασάκι», «Συνέχεια» και φυσικά «Τα καγκέλια». Η Χαρά Βέρρα, με 130.000 ακολούθους στο Instagram γεννήθηκε στην Πάτρα, έχει τραγουδήσει γνωστές επιτυχίες όπως «Ο χαδιάρης» και το «Δεν μιλούν οι μαργαρίτες» ενώ –σημεία των καιρών– έχει συμμετάσχει και στην τηλεοπτική εκπομπή του Νίκου Κοκλώνη «Just The 2 Of Us». Τέλος, στη νέα φουρνιά ονομάτων ανήκει πλέον και ο 15χρονος Κωνσταντίνος Τσαμαδός από το Ψάρι Κορινθίας, που μαζί με τον Άρη Μουγκοπέτρο στο κλαρίνο ήταν οι νικητές του ψυχαγωγικού σόου του Αντέννα «Ελλάδα έχεις ταλέντο».
Ο Δημήτρης Μανιάτης, δημοσιογράφος («Τα Νέα», in.gr) και συγγραφέας, έχει μελετήσει ενδελεχώς τους κανόνες και τους αστέρες της δημοτικής μας παράδοσης και έχει αρθρογραφήσει για πολλά χρόνια για πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία των πανηγυριών. Ποια θεωρεί σήμερα ότι είναι τα νέα ονόματα του δημοτικού τραγουδιού; «Πολλά και καλά τα νέα ονόματα του δημοτικού. Που εκφράζουν και τα διαφορετικά υπο-ρεύματα στο μεγάλο αυτό είδος (στεριανό, νησιά κ.λπ.). Μεγάλη η δουλειά των μουσικών σχολείων, του τέως ΤΕΙ Άρτας, των παραδοσιακών συλλόγων ανά τη χώρα, μια υπόγεια άνθιση και επιστροφή στις ρίζες αλλά πιο απενοχοποιημένη και αποστερημένη από ιδεολογήματα ή τοπικισμούς. Στο μαζικό είδος η Σαρακατσάνα Γιώτα Γρίβα, ο Καψάλης, ο Βελισσάρης κρατούν τα σκήπτρα του νεοπανηγυριού. Η Γωγώ Τσαμπά βεβαίως. Ο κλαριντζής Μάκης Τσίκος. Αλλά και τα πρόσωπα που θα τους δούμε και πέραν του δημοτικού με συμπορεύσεις και ανταμώματα σε άλλα είδη, όπως ο Θωμάς Κωνσταντίνου, ο Αρκαδόπουλος, η Μαριάνθη Λιουδάκη, ο Παναγιώτης Λάλεζας, η Εστουδιαντίνα του Ανδρέα Κατσιγιάννη, η Ασπασία Στρατηγού, οι αδελφοί Μέρμηγκα, η Αρετή Κετιμέ, ο Μαργώνης και ο Γκουβέντας, ο Χρήστος Τζιτζιμίκας. Η Τζένη Κατσίγιαννη», απαντά.
Στο σημείο αυτό του ζητώ να μας αφηγηθεί, από την προσωπική του εμπειρία, τις αλλαγές που διακρίνει συγκριτικά με την παλαιότερη γενιά. Και ο γνωστός δημοσιογράφος επισημαίνει: «Πολλά, αν και κάθε φορά η ιστορία του εν γένει τραγουδιού μας είναι μια ιστορία ρήξεων, ανανεωτισμών και ασυνεχειών. Σίγουρα, καταρχάς, έχουν αλλάξει οι τόποι και οι τρόποι που φιλοξενούν τις νέες δυνάμεις. Τα πανηγύρια προσομοιάζουν με ανοιχτά νυχτερινά κέντρα. Έχει εκλείψει η μεγάλη σκηνή των μικρών δισκογραφικών της Ομόνοιας αλλά και των κλαριντζίδικων του Κέντρου. Οι νέες δυνάμεις είναι πιο κατακερματισμένες, δεν συγκροτούν ρεύμα αλλά τάση, που πάντως αντέχει και κρατάει και ένα κάποιο νήμα με τα παλιά. Εξάλλου πολλοί νεότεροι δούλεψαν, πρόλαβαν μεγάλους παλιούς. Το δημοτικό σήμερα, ας μην ξεχνάμε, εξελίσσεται σε μια πραγματικότητα στην οποία η επαρχία δεν είναι τόσο μακριά από την πόλη και οι νέοι της Αθήνας που κατάγονται από χωριά μιλάνε με τους δικούς τους από τα κοινωνικά δίκτυα κάθε λεπτό».
Γιατί οι νέοι στρέφονται ξανά στα πανηγύρια; Ο Δημήτρης Μανιάτης υποστηρίζει: «Κοινοτισμός, φτηνή διασκέδαση, συνάντηση πιο αδιαμεσολάβητη, γείωση με ήχους που είναι γνώριμοι και οικείοι. Τα πανηγύρια έχουν φλερτ, εγωισμούς, φιλίες, σόου οφ, αγκαλιές. Όλα τα ανθρώπινα».
Οδηγώ τη συζήτηση στα νέα τραγούδια και στις μεταλλάξεις που βλέπει, ενώ τον ρωτώ αν σήμερα υπάρχουν αντίστοιχοι μεγάλοι ύμνοι των πανηγυριών. «Έχει επικρατήσει το λαϊκο-δημοτικό. Που βέβαια έχει σχέση με το είδος που πρωτοάνθισε ήδη απ’ το '60 και το '70 και μετά. Πιο ερωτικό, πιο επιφανειακό, δεν έχει την αγωνία του θανάτου ή της ξενιτιάς (παρότι η τελευταία καλά κρατεί), συχνά σαρκαστικό, αλλά και εδώ θα βρεις και έναν ακόμη πιο νέο ήχο με συχνά μοντέρνα όργανα πίστας. Τώρα, κάθε εποχή έχει τον ύμνο της. Τα τραγούδια της. "Έχασα τη Γη" και "Να μ’ αγαπάς" με τη Γρίβα. Τα "Καγκέλια" και το "Συνέχεια - Συνέχεια" της Τσαμπά. Το "Ραβασάκι" (που έχει αναβιώσει, ενώ είναι παλιό, με τη φωνή του μεγάλου Κιτσάκη). "Θα αλλάξω γειτονιά" με τον Βελισσάρη. Μιλώ για τα νεότερα τραγούδια γιατί υπάρχουν και κλασικά δημοτικά ή λαϊκο-δημοτικά που πάντα είναι στο ρεπερτόριο», αναφέρει.
Κλείνοντας, του ζητώ να μου πει την άποψή του για τα στέκια των κλαρίνων, είτε παλαιότερα είτε στις μέρες μας. Και ο Δημήτρης Μανιάτης καταλήγει: «Παλιά υπήρχε ένας τεράστιος βιότοπος κέντρων και στεκιών με άξονα κυρίως την Ομόνοια αλλά και πέριξ. Για παράδειγμα, ο Έλατος, τα Αγρίμια, τα Μανουσάκια, το Γλυκοχάραμα, το Χαλκιάς Παλλάς. Μιλώ για όσα εγώ πρόλαβα κυρίως, αφού πιο πριν υπήρχε πάντα η Ελληνική Γωνιά, το Ελληνικό Γλέντι, ο Σκαφίδας, η Ζούγκλα, το Χρυσό Κλαρίνο, ο Φάρος στη Νέα Φιλαδέλφεια (άκουσα εδώ τον τεράστιο βιολάτορα Στάθη Κουκουλάρη). Σήμερα αμιγώς κλαρίνα δεν έχουμε πολλά, αλλά έχουμε το νέο υβρίδιο να έχουν εμβολιαστεί τα λαϊκά κέντρα και με λαϊκο-δημοτικό ήχο ή οι σταρ του νέου δημοτικού να φιλοξενούνται σε μεγάλες πίστες. Μπορείς βέβαια πάντα να απολαύσεις αμιγώς βραδιές ακόμη και σε μουσικές σκηνές. Το τελευταίο μεγάλο κλαριντζίδικο με σοβαρό προσωπικό, καθαρό ποτό και σπουδαίες ορχήστρες ήταν τα Αγρίμια της οικογένειας Μπάρμπα στη Βάθη».