ΣΗΜΕΡΑ Η ΛΕΞΗ «γκουλάγκ» χρησιμοποιείται συχνά μεταφορικά, αλλά στη Σοβιετική Ένωση το γκουλάγκ – ένα ακρωνύμιο που προσδιόριζε το σύστημα στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας – ήταν μια πραγματικότητα. Εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν και πέθαναν στα πολλά «νησιά» του γκουλάγκ που ήταν διασκορπισμένα στην αχανή χώρα. Τα χειρότερα βρίσκονταν στη βορειοανατολική Σιβηρία, όπου οι κρατούμενοι εργάζονταν σε θερμοκρασίες πολλών βαθμών κάτω από το μηδέν ενώ οι θερμίδες που τους δίνονταν ήταν ανεπαρκείς για να τους διατηρήσουν στη ζωή.
Η εμπειρία αυτή ήταν τόσο διαφορετική από οτιδήποτε είχαν φανταστεί οι δυτικοί διανοούμενοι, ώστε οι αναφορές των επιζώντων από τα γκούλαγκ γίνονταν συχνά αντικείμενο χλευασμού, ιδίως στη Γαλλία, όπου η μαρξιστική ιδεολογία ήταν πιο ισχυρή. Όλα αυτά άλλαξαν όταν η λεπτομερής καταγραφή του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν για το γκουλάγκ βγήκε λαθραία από την ΕΣΣΔ. «Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ: Ένα πείραμα λογοτεχνικής έρευνας», που δημοσιεύθηκε πριν από πενήντα χρόνια, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια λεπτομερή περιγραφή που συντάχθηκε από τις μαρτυρίες εκατοντάδων ανθρώπων – ήταν αναμφισβήτητα ένα από το κορυφαία έργα μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα.
Στο κάτεργο, ο Σολζενίτσιν συνειδητοποίησε σταδιακά τη θεμελιώδη φαινάκη της ιδεολογικής σκέψης: την ιδέα ότι το κακό προκύπτει από τους κακούς ανθρώπους και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να απαλλαγούμε από αυτούς. Κάθε άλλο.
Αφιερωμένο σε «όλους εκείνους που δεν έζησαν» για να διηγηθούν την ιστορία τους, το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» καταδεικνύει ένα ναδίρ της ανθρωπότητας με σχεδόν απύθμενη ωμότητα. Σε ένα αξιομνημόνευτο απόσπασμα, ο Σολζενίτσιν συλλογίζεται ότι αν οι διανοούμενοι των θεατρικών έργων του Τσέχωφ που αναρωτιόντουσαν πώς θα ήταν τα πράγματα σε μερικές δεκαετίες είχαν πληροφορηθεί τις απίστευτες αγριότητες, τα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στα γκουλάγκ ... «κανένα από τα έργα του Τσέχωφ δεν θα έφτανε στο τέλος του, επειδή όλοι οι ήρωες θα είχαν οδηγηθεί στο τρελάδικο».
Όσοι είχαν παραδεχτεί κάποιες από τις φρικαλεότητες συχνά τις απέδιδαν εξ ολοκλήρου στον Στάλιν, λες και ο Λένιν δεν θα έκανε τέτοια πράγματα, όπως αποδεικνύει όμως ο Σολζενίτσιν, ο Λένιν ήταν εκείνος που είχε στήσει το σύστημα των γκουλάγκ, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι τέτοιες μέθοδοι σωφρονισμού θα αποτελούσαν μόνιμα χαρακτηριστικά του νέου καθεστώτος. Σε όσους Δυτικούς φαντάζονται ότι αυτό το σύστημα τιμωρίας δεν θα μπορούσε να συμβεί στη χώρα τους, ο Σολζενίτσιν προειδοποιεί: «Αλίμονο, το Κακό του εικοστού αιώνα μπορεί να συμβεί οπουδήποτε στη γη».
Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό το Κακό; Ο Σαίξπηρ και ο Σίλερ προφανώς δεν αντιλαμβάνονταν μια ιδιαίτερη φύση του κακού, γράφει ο Σολζενίτσιν, επειδή οι κακοί στα έργα τους «αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους και γνωρίζουν ότι οι ψυχές τους είναι μαύρες», εκείνοι όμως που διαπράττουν το μεγαλύτερο κακό είναι αυτοί που θεωρούν τους εαυτούς τους καλούς: «Η ιδεολογία είναι αυτή είναι που δίνει στον κακό την απαραίτητη σταθερότητα και αποφασιστικότητα ... την κοινωνική θεωρία που βοηθάει στο να φαίνονται οι πράξεις του καλές ... στα δικά του μάτια και στα μάτια των άλλων».
Το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» δεν είναι μόνο ιστορία, αλλά και αυτοβιογραφία. Στο γκουλάγκ Ο Σολζενίτσιν συνάντησε τη «μεγάλη διχάλα» της ζωής στη φυλακή: Επιλέγει κανείς «να επιβιώσει με οποιοδήποτε τίμημα», ακόμη και εις βάρος των άλλων; «Από αυτό το σημείο οι δρόμοι πηγαίνουν και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. . . Αν δεξιά, χάνεις τη ζωή σου, αν πας αριστερά, χάνεις τη συνείδησή σου».
Στο κάτεργο, ο Σολζενίτσιν συνειδητοποίησε σταδιακά τη θεμελιώδη φαινάκη της ιδεολογικής σκέψης: την ιδέα ότι το κακό προκύπτει από τους κακούς ανθρώπους και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να απαλλαγούμε από αυτούς. Κάθε άλλο. «Η γραμμή που διαχωρίζει το καλό από το κακό δεν περνάει μέσα από τα κράτη, ούτε ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ούτε ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα - αλλά μέσα από κάθε ανθρώπινη καρδιά». Παραδόξως, το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» μετατρέπεται σε μια αισιόδοξη παραβολή για την αναγέννηση μιας ψυχής. «Εκεί έθρεψα την ψυχή μου», καταλήγει ο Σολζενίτσιν, «και λέω χωρίς δισταγμό: ‘Ευλογημένη να είσαι, φυλακή, που υπήρξες στη ζωή μου!’».
Με στοιχεία από την The Wall Street Journal