Ο βιομηχανικός χώρος στα Καμίνια έχει τα ίχνη ενός ένδοξου παρελθόντος. Συνδέεται με ένα ούζο που έγραψε ιστορία, το διάσημο στην Ελλάδα και το εξωτερικό Sans Rival, που σημαίνει «ασυναγώνιστο» και έμελλε να καθιερωθεί ως ένα κλασικό, παραδοσιακό ελληνικό ούζο υψηλής ποιότητας με σημαντικές διακρίσεις, παρουσιάσεις σε διεθνή περιοδικά όπως το «Jours de France», αναφορές σε κινηματογραφικά έργα όπως το «Γάμος αλά ελληνικά» και το «Peppermint» και προβολή σε βιτρίνες φημισμένων καταστημάτων για τα εκλεκτά προϊόντα τους όπως το «Fauchon» του Παρισιού ως τυπικό ελληνικό προϊόν.
Η ιστορία του ούζου «Sans Rival» ξεκινά από το 1905, από τον Πέτρο Θωμόπουλο που έμαθε την τέχνη της απόσταξης από τον πατέρα του, στην περιοχή της Καλαμάτας – στη συνέχεια η εταιρεία του μετέφερε τις εγκαταστάσεις παραγωγής της στον Πειραιά. Το Sans Rival γίνεται συνώνυμο της έννοιας του εθνικού ποτού της Ελλάδας, μονοπωλώντας την αγορά του ούζου με μια εξαγωγική δραστηριότητα που εκτείνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τον Καναδά και φτάνει μέχρι τη Σομαλία, το Σουδάν και την Αυστραλία, σε περισσότερες από 50 χώρες.
Η έκθεση «Sans Rival» αποτελεί έναν διάλογο μεταξύ ύλης και κενού, σιωπής και ήχου, στο πλαίσιο του οποίου ο επισκέπτης καλείται να δημιουργήσει, να ακούσει, να αγγίξει, να ξεκουραστεί, να κινηθεί, να αναστοχαστεί.
«Η έκθεση "Sans Rival" ονομάστηκε από τον βιομηχανικό χώρο στον οποίο παρουσιάζεται, το πρώην εργοστάσιο ούζου "Sans Rival" που βρίσκεται στα Καμίνια, στον Πειραιά. Από μόνος του ο χώρος αυτός αποτελεί ένα θραύσμα της βιομηχανικής ιστορίας της Ελλάδας, με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του και τα σημάδια της προηγούμενης ταυτότητάς του να είναι εμφανή στον χώρο. Το εργοστάσιο, που πλέον ονομάζεται "Kαμίνος 44", αξιοποιήθηκε από τη Molonglo με σκοπό́ να στεγάσει διαφορετικές μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας και παραγωγής», μου λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Σταματία Δημητρακοπούλου που με ξεναγεί στον μεγάλο, σιωπηλό χώρο.
Η έκθεση «Sans Rival» προβάλλει μια τριμερή σχέση, με τους δυο καλλιτέχνες και τον χώρο να βρίσκονται σε ανοιχτή συνομιλία. Μέσα στη συνθήκη που δημιουργεί ο βιομηχανικός αυτός χώρος η υλικότητα και οι αντιθέσεις συνδιαλέγονται σε συνθήκες τέλειας ισορροπίας. Ο χώρος, που φιλοξενεί τα έργα του Theodore Psychoyos και του Raoul de Pesters, λειτουργεί διαφορετικά για τον καθένα. Στην περίπτωση του Ψυχογιού η Καμίνος 44 αποτελεί τα τελευταία χρόνια το εργαστήριό του, οπότε είναι ο τόπος μέσα στον οποίο τα έργα συλλαμβάνονται και δημιουργούνται, ενώ στην περίπτωση του De Pesters τα mobiles sonores, δηλαδή τα ηχητικά γλυπτά που παρουσιάζει κυριολεκτικά κουρδίζονται εκεί, οπότε ο χώρος λειτουργεί ως ηχείο.
Πρόκειται για δυο πολυσχιδείς καλλιτέχνες που συναντιούνται στην κοινή προσπάθειά τους να διερευνήσουν τη φύση, εξετάζοντας τις μορφές της, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τη βαρύτητα και την τυχαιότητα, την κίνηση και την ισορροπία, το στιγμιαίο και το αιώνιο. Ο Theodore Psychoyos χρησιμοποιεί ως κύριο υλικό του μεταβιομηχανικό μάρμαρο που έχει υποστεί επεξεργασία. Πρόκειται για μάρμαρα που είχαν κοπεί μέχρι να γίνει η μεγάλη επανάσταση της μαρμαροκατασκευής στην Ελλάδα τις δεκαετίες 1930-1960 και λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων δεν χρησιμοποιούνται πια.
«Χωρίς δυναμική, άρα χωρίς ενδιαφέρον, τα υλικό αυτό, που κατέληξε να απωθείται από το σύστημα, μέσω της προσέγγισης του Ψυχογιού αποκτά νέα ταυτότητα και μετατρέπεται σε χρηστικό αντικείμενο. Η παρέμβασή του σε αυτό είναι μηδαμινή και η προσέγγισή του ολιστική: το χέρι, ο ήλιος, το φως και το νερό έχουν ασκήσει την ίδια επιρροή σε κάθε έργο και κάθε κομμάτι που περισσεύει βρίσκει ξεχωριστή χρήση σε κάτι διαφορετικό», λέει η κ. Δημητρακοπούλου.
«Η έκθεση πραγματοποιείται στο ισόγειο, το οποίο είναι προς το παρόν το εργαστήριό μου. Σύντομα το κτίριο θα καταληφθεί από περισσότερους καλλιτέχνες και τεχνίτες που θα επωφεληθούν ο ένας από τον άλλον, από τη γνώση και τις διαφορετικές τεχνοτροπίες. Επέλεξα αυτό το μέρος για την έκθεση λόγω των ανεπεξέργαστων, μεγάλων χώρων του και του παιχνιδιού του φωτός με τη σκιά, που είναι ιδανικό για γλυπτά», λέει ο κ. Psychoyos.
Ο δουλειά του Raoul De Pesters, ενός ιστορικού καλλιτέχνη του κινήματος της οπτικής τέχνης (op art), παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα. Γεννήθηκε το 1937 στην ιστορική κοινότητα διανοουμένων και καλλιτεχνών του Monte Veritá στη λίμνη της Ασκόνα, στην Ελβετία. Στο Παρίσι έχει εργαστεί στενά με τους καλλιτέχνες Horacio Garcia-Rossi και Hugo Demarco της γκαλερί Denise René. Τα μουσικά γλυπτά που παρουσιάζoνται στην έκθεση «Sans Rival» αποτελούν περίπλοκες δομές δημιουργημένες από φυσικά στοιχεία, όπως το ξύλο και το μέταλλο, και εξελίσσονται στον χώρο και στον χρόνο, προσθέτοντας συντονισμένους ήχους μέσα από φαινομενικά τυχαία κίνηση (kinetic art).
«Αυτή η συνάντηση υποδηλώνει έναν ποιητικό και στοχαστικό διάλογο μεταξύ της πρακτικής των δυο καλλιτεχνών μέσα από τα κατεξοχήν υλικά τους, την πέτρα και τον ήχο, δηλώνοντας μια διαλεκτική αντίθεση, ενώ στην έκθεση λειτουργούν συμπληρωματικά: οι εγκαταστάσεις καθισμάτων του Psychoyos καλούν τον θεατή να καθίσει και να παρατηρήσει τα έργα του De Pesters», λέει η κ. Δημητρακοπούλου.
Το έργο του παρέχει, μέσω του υλικού του, τη γείωση και τη βαρύτητα μέσα από τις οποίες αναδύονται οι λεπτότερες ποιότητες των έργων του Raoul de Pesters. Οι δυο προσεγγίσεις συναντιούνται σε ένα κέντρο, στο μέρος όπου συγκεντρώνεται η μετασχηματιστική τους δύναμη και παράγεται η ενέργειά τους. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς ότι ο χώρος με κάποιον τρόπο συνεχίζει την προηγούμενη μετασχηματιστική δράση του, όπως όταν ήταν εργοστάσιο απόσταξης.
Ο Theodore Psychoyos άρχισε να δουλεύει με το μάρμαρο στην Ελλάδα, στη Νάξο. Πριν από αυτό σπούδαζε γλυπτική στην École Nationale des Beaux-Arts στο Παρίσι. Ωστόσο, στο σχολείο υπήρχε μόνο ένα παλιό, φτωχό κομμάτι μάρμαρου στην αυλή, εγκαταλειμμένο και θλιβερό. Είχε την ευκαιρία να κληθεί από τους καθολικούς της Χώρας της Νάξου παράλληλα με τους πρώτους του πραγματικούς δασκάλους, τους Ingbert Brunk και Hung Sui, και μια ομάδα ανθρώπων που ασχολούνταν με την εξόρυξη μαρμάρου. Δούλευε στην εξορυκτική εταιρεία το πρωί και το απόγευμα περνούσε ατελείωτες ώρες στο εργαστήριο του Ingbert, στο μοναστήρι των Ουρσουλινών.
«Χειμώνα και καλοκαίρι, χωρίς θέρμανση, σχεδόν χωρίς φαγητό, τίποτα. Απλώς σκάκι, βόλτες στη φύση, ιστορία, αρχαιολογία, γεωλογία, ανάγνωση, ζωντανή μουσική με μια οικογένεια μουσικών από την ανατολική Γερμανία που έπαιζε μπαρόκ, συζητήσεις για τον Μπρανκούζι με τον Ingbert, κυκλαδική και αρχαϊκή τέχνη και μάρμαρο, μάρμαρο, μάρμαρο... Απλά σχολείο, απλή απόλαυση. Σε ένα σημείο ένιωσα ότι το μάρμαρο ήταν πολύ σκληρό, πολύ δεσμευτικό, ότι θα με αιχμαλωτίσει, όπως έκανε στον δάσκαλό μου, και έφυγα. Στράφηκα στο ξύλο και τη ζωγραφική που είναι πολύ πιο ελαφριά, πιο ευέλικτη. Τα πάντα, εκτός από την πέτρα, ήταν παιχνίδι για μένα. Ήμουν σχετικά καλός σε αυτό, πήγε αρκετά καλά και διήρκεσε μέχρι που βαρέθηκα και τον εαυτό μου ακόμα. Τότε σταμάτησα εντελώς την τέχνη και άρχισα να αποκαθιστώ ξύλινα καΐκια, γιατί τα αγαπούσα πολύ και με συνέθλιβε το να τα βλέπω να ερημώνουν και να καταρρέουν. Τελικά έχασα τα περισσότερα από τα χρήματά μου με τα καΐκια και μετά αρρώστησα πολύ. Ωστόσο, αυτό ήταν μάλλον καλό πράγμα, μια αλλαγή στο παιχνίδι. Με την προοπτική του τέλους της ζωής επέλεξα να αντιμετωπίσω το πρωταρχικό στοιχείο μου, την πέτρα», λέει ο Theodore Psychoyos.
Σε κάθε έκθεση ο χώρος παίζει κεντρικό ρόλο στην εμπειρία θέασης του έργου, γι’ αυτό άλλωστε τα τελευταία χρόνια ο «λευκός κύβος» θεωρείται από πολλούς αποστειρωμένος και οι σύγχρονοι επιμελητές αναζητούν χώρους με ταυτότητα που θα πυροδοτούν αναπάντεχες συνδέσεις. Τα έργα του Theodore Psychoyos, χρηστικά γλυπτά που μπαίνουν στην κατηγορία του design, λόγω της συμμετοχικής τους φύσης, κάθε φορά που έρχονται σε επαφή με διαφορετικό χρήστη και πλαίσιο παρουσίασης, έχουν την ικανότητα να μεταβάλλονται. Σε αυτή την έκθεση θα τα δούμε στον χώρο γέννησής τους, οπότε θα είναι εμφανής η επιρροή του μέρους όπου δημιουργήθηκαν. Όσον αφορά τα έργα του Raoul de Pesters, καθότι παράγουν ήχο, ο χώρος είναι ουσιαστικής σημασίας εφόσον γίνεται το ηχείο τους.
«Παρότι έχει βρεθεί αρχειακό υλικό του εργοστασίου στον χώρο που αφορούσε το "Sans Rival", στην έκθεση κεντρικό ρόλο έχει η σχέση ανάμεσα στους δυο καλλιτέχνες.
Ωστόσο, η τριμερής σχέση που συνδέει αυτούς και τον χώρο γίνεται απόλυτα εμφανής στην κεντρική, in situ εγκατάσταση της έκθεσης, ένα έργο των δύο που είναι ταυτόχρονα συμμετοχικό. Πρόκειται για ένα σύστημα συνδεδεμένο με τρία καθίσματα, στα οποία όταν κάθεται ο επισκέπτης ενεργοποιούνται τέσσερις διακόπτες και μέσω καλωδίων, που λειτουργούν ως χορδές, παράγεται μια νότα που ακούγεται μέσα από τα άδεια καζάνια του ούζου τα οποία βρίσκονται στο εργοστάσιο», λέει η κ. Δημητρακοπούλου.
«Γνώρισα τον Raoul μέσω της αδερφής μου, στο Παρίσι, όταν ήμουν έφηβος. Τελικά παντρεύτηκαν. Όταν εξέφρασα ενδιαφέρον για τις τέχνες, με προσκάλεσε στο εργαστήριό του για να πειραματιστώ με τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Ανακάλυψα το έργο του, τον είδα να δουλεύει, να σκέφτεται, ανακάλυψα μουσική από τις Κυκλάδες, τη μουσική των Πυγμαίων, μουσικά όργανα από τη συλλογή του που δεν είχα ξαναδεί, ανακάλυψα τη Νάξο... Δεν μπορώ να το εξηγήσω περιληπτικά. Ο Raoul είναι η ιστορία της ζωής μου», λέει ο Theodore Psychoyos όταν τον ρωτώ για τη σχέση του με τον De Pesters.
Το κοινό στοιχείο της πρακτικής τους στην έκθεση είναι ο ρόλος που αποδίδουν στην τύχη, η κοινή τους επιθυμία να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο που να επιτρέπει στον επισκέπτη να εξερευνήσει τα δικά του εσωτερικά συναισθήματα καθώς και η αίσθηση του θαύματος.
«Στο "Sans Rival" η αρχή της έκθεσης είναι απλή: εγώ φτιάχνω τα καθίσματα και τις βάσεις, ο Raoul φτιάχνει τα αντικείμενα που τραβούν την προσοχή. Είναι μια συλλογική εμπειρία όπου ο νους, τα αυτιά και τα μάτια καλούνται να ξεκουραστούν και να αναρωτηθούν. Η διαλεκτική που αναπτύσσεται μεταξύ των έργων μας δεν αναζητά την απάντηση αλλά δημιουργεί έναν κενό χώρο, ένα πλαίσιο στο οποίο μπορεί να συμβεί εμπειρικά και ίσως ασαφώς ένα "παρόν" για τον επισκέπτη. Παραφράζοντας τη διάσημη επιγραφή της Ραβένας, "ή το φως γεννήθηκε μέσα σε αυτούς τους τοίχους ή μέσα σε αυτούς τους τοίχους κινείται ελεύθερα», λέει ο κ. Psychoyos.
Το σκεπτικό πίσω από τα έργα του μιλάει για έναν χώρο υποστήριξης του σώματος και του μυαλού, όπου ο επισκέπτης μπορεί να αναπαυθεί, να τροφοδοτηθεί και να σκεφτεί. Ο Psychoyos δουλεύει με επαναχρησιμοποιημένο υλικό από τη μεταβιομηχανική περίοδο, το οποίο έχει διαμορφωθεί από το ανθρώπινο χέρι και τις μηχανές και έχει εγκαταλειφθεί για να αλλοιωθεί/βελτιωθεί από φυσικά στοιχεία όπως το νερό και το φως, και να αποσυντεθεί. Ο σχεδιασμός του προτείνει έναν χώρο όπου ο επισκέπτης μπορεί να εξερευνήσει προσωπικές λειτουργίες που δεν είναι απαραίτητα τόσο κατανοητές ή γενικές. «Παρεμβαίνω μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο για να οργανώσω την ισορροπία και τη λειτουργικότητα με τα υλικά που συλλέγω. Δεν θεωρώ την ακινησία ως ένα λειτουργικό πρόβλημα. Για μένα, τα πράγματα είναι όπου είναι και επιτρέπουν στον άνθρωπο να κινείται ελεύθερα, και γύρω από αυτά. Μου αρέσει τα έπιπλα να είναι αμετάβλητα και δυναμικά, όπως οι τοίχοι ενός χώρου. Όταν ψάχνεις για σκιά στη φύση, βρίσκεις ένα δέντρο, δεν φυτεύεις ένα και περιμένεις να μεγαλώσει», λέει.
Η έκθεση αποτελεί έναν διάλογο μεταξύ ύλης και κενού, σιωπής και ήχου, στον οποίο ο επισκέπτης καλείται να δημιουργήσει, να ακούσει, να αγγίξει, να ξεκουραστεί, να κινηθεί, να αναστοχαστεί. «Σε μια συζήτησή μας, ο Theodore είχε πει: “Για να ξεπεράσεις την ύλη, δεν χρειάζεται το μυαλό ή κάτι το αφηρημένο, πρέπει πρώτα να περάσεις μέσα από αυτήν”. Αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι η "Sans Rival" αποτελεί ένα πέρασμα από την ύλη. Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει κάτι να κατανοήσει ο θεατής, αλλά αν υπάρχει κάτι να νιώσει, θα ήθελα να είναι η εμπειρία ολοκλήρωσης που το συνοδεύει», λέει η κ. Δημητρακοπούλου.
«Sans Rival»
Από τις 9 -21 Iουνίου 2023
Theodore Psychoyos και Raoul de Pesters
Επιμέλεια: Σταματία Δημητρακοπούλου
Χρυσοστόμου Σμύρνης 44 Καμίνια Πειραιάς ( 4-9μμ και κατόπιν ραντεβού)