Τα έργα της Ελένης Μπαγάκη που αποτελούν την έκθεσή της «Something like a poem, a nude and flowers in a vase» στο ΕΜΣΤ είναι πορτρέτα ανδρών, «ιδανικών ανδρών» για την ίδια, που έχουν γίνει με αφετηρία την επιθυμία.
Τα αχνά ιμπρεσιονιστικά χρώματα και η ονειρική διάθεση που δημιουργούν κάνουν το περιβάλλον να θυμίζει περισσότερο κήπο, παραβλέποντας σχεδόν ότι όλοι οι άνδρες είναι γυμνοί, παρότι η σωματική έλξη και ο ερωτισμός είναι πολύ έντονα στον χώρο που περιλαμβάνει επίσης μικρότερα έργα χρωματισμένα πάνω σε σελίδες από πορνοπεριοδικά των ’70s.
«Μέσα από τη συλλειτουργία ζωγραφικής, σχεδίων, ηχητικών έργων και κειμένων, η έκθεση “Something like a poem, a nude, and flowers in a vase” διαμορφώνεται ως μια συνθήκη ονειρικής περιπλάνησης και παρατήρησης πάνω στην επιθυμία, στη σεξουαλικότητα και στην ερωτική αναζήτηση». Η κουβέντα με τη διεθνή εικαστικό έγινε στον χώρο της έκθεσης λίγη ώρα πριν κλείσει το μουσείο, και συνεχίστηκε σε καφέ στο Κουκάκι.
Ζωγραφίζω με επιθυμία και για την επιθυμία, οπότε οι πίνακές μου είναι φαντασιώσεις μου. Και επέλεξα τη ζωγραφική ως μέσο για τη συγκεκριμένη έκθεση γιατί μου επιτρέπει να μπω στο ασυνείδητο και να αφήσω να βγει η επιθυμία μου. Και άρχισα να σκέφτομαι πώς θα ήταν ο άνδρας που επιθυμώ, πώς θα ήθελα να δω τον ιδανικό άνδρα.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά το 1979. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι υπάρχει τέχνη στο γυμνάσιο, αλλά στο λύκειο, δεν έχω ιδέα πώς, αποφάσισα ότι ήθελα να κάνω τέχνη. Ήταν τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που ακουγόταν πάρα πολύ το Λονδίνο, η brit pop, οι young British artists, διάβασα και ένα άρθρο για μια έκθεση που είχε κάνει ο Saatchi το 1997 στο Royal Academy, και επειδή ο αδελφός μου ζούσε ήδη εκεί, πήγα να τη δω. Δεν είχα βρεθεί ποτέ στο εξωτερικό και όταν πήγα στην έκθεση, παρότι δεν καταλάβαινα τίποτα, μαγεύτηκα. Μπήκα μέσα κι ένιωσα ένα φοβερό δέος και μια περιέργεια και λέω “αυτό θέλω να κάνω”. Το περιβάλλον μου δεν είχε σχέση με την τέχνη, αλλά με στήριξαν. Ήταν πολύ υποστηρικτικοί, ακόμα είναι.
Στο Λονδίνο πήγα να σπουδάσω το 1998. Πήγα στα τυφλά, αλλά αυτό που με ενδιέφερε ήταν να φύγω από τα Χανιά. Έκανα ένα foundation course στη μόδα, δεν ήξερα καν τι ήθελα να κάνω, είδα “art & design” και είπα “εδώ είμαστε”. Ήταν η εποχή που το design και η τέχνη στο Λονδίνο ήταν ένα και επηρεαζόταν πολύ το ένα απ’ το άλλο.
Το πρώτο μου πτυχίο είναι στο Jewelry Design στο Middlesex, ένα φανταστικό course, μοναδικό στην Ευρώπη, όπου αντιμετώπιζαν το κόσμημα ως γλυπτό πάνω στο σώμα. Οι καθηγητές μου ήταν πολύ πρωτοποριακοί και με στήριξαν για να συνεχίσω να κάνω art. Οπότε συνέχισα με master στα εικαστικά στο St. Martins και όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου έμεινα στο Λονδίνο. Για συνολικά δώδεκα χρόνια δούλευα, έπαιρνα μέρος σε εκθέσεις, παρακολουθούσα ό,τι συνέβαινε στα εικαστικά.
Στην Αθήνα ήρθα το 2010. Δεν είχα ξαναζήσει εδώ. Δεν ήξερα κανέναν τότε και η κατάσταση δεν ήταν καθόλου εύκολη, γιατί ήταν όλοι πολύ κλειστοί. Είχα σκεφτεί να οργανώσω ένα group show για να έρθω σε επαφή με καλλιτέχνες και δεν δέχονταν ούτε καν επισκέψεις στα στούντιο. Με ρώταγαν “ποια είσαι εσύ, τι θέλεις;”, ήταν μια πολύ κλειστή σκηνή, ειδικά αν ήσουν γυναίκα.
Τώρα έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα – πολύ πρόσφατα. Επιτέλους. Έχει γίνει το πρώτο βήμα, αλλά πολλές φορές αναρωτιέμαι αν έχει αλλάξει ουσιαστικά η νοοτροπία, γιατί προς τα έξω μπορεί να λένε ότι θα βάλουμε στις διοργανώσεις περισσότερες γυναίκες ή μόνο γυναίκες, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματικά εμπιστοσύνη στις γυναίκες.
Ωστόσο είναι σημαντικό που αυτήν τη στιγμή είμαι γυναίκα, είμαι 43 κι έχω έκθεση στο ΕΜΣΤ. Και δεν είμαι μόνη. Είναι σχεδόν ανέκδοτο το ότι δεν έχω πεθάνει και έκανα έκθεση στο μουσείο. Για μένα αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί δεν το φανταζόμουν. Έχεις συνηθίσει τόσο πολύ ότι ως Ελληνίδα και με βάση τα δεδομένα, για να δείξεις δουλειά σου σε μουσείο, θα πρέπει να είσαι στα βαθιά γεράματα ή νεκρή.
Την Αθήνα την επέλεξα, ήταν πολύ συνειδητή επιλογή και πολύ δύσκολη, γιατί δεν ήταν εύκολα τα πράγματα όταν ήρθα από το Λονδίνο. Ωστόσο μου άρεσε πολύ εδώ και θεωρώ ότι στην Αθήνα έγινα η καλλιτέχνις που θέλω να είμαι γιατί τα πράγματα εδώ ήταν πολύ πιο ωμά, πολύ πιο χύμα κι αυτό μου έδινε πολύ χώρο και χρόνο για να δουλέψω με τον τρόπο που ήθελα.
Μπορούσα να συγκεντρωθώ, αισθανόμουν ότι ήμουν σε μια καλλιτεχνική περιφέρεια κι αυτό εμένα με βοηθούσε, ενώ στο Λονδίνο αναλωνόμουν σε διάφορα και δεν είχα ποτέ χρόνο. “Κατανάλωνα” πολλή τέχνη, κάτι που ήταν ωραίο και μου άρεσε πολύ, αλλά στο τέλος δεν έκανα τέχνη.
Όμως έχω την ανάγκη περισσότερο να φτιάχνω παρά να βλέπω, οπότε στην Αθήνα είχα αυτή την ευκαιρία. Έμενα πάντα στο κέντρο και μου άρεσε πολύ που μπορούσα να περπατήσω παντού, στα δημόσια μέρη και μέσα στην πόλη, γιατί η περιήγηση είναι και ένα μέρος της δουλειάς μου. Η Αθήνα μέχρι το 2016 ήταν outsider κι αυτό άλλαξε κάπως με την Documenta. Τώρα είναι μια πόλη που έχει πολλή τέχνη και δίνει πολύ περισσότερες ευκαιρίες σε καλλιτέχνες απ’ ό,τι όταν πρωτοήρθα.
Κι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, οι καλλιτέχνες πλέον πληρώνονται, πλέον δεν θεωρείται ερασιτεχνισμός η τέχνη, υπάρχουν περισσότερα fundings. Δεν ξέρω πόσοι βιοπορίζονται καθαρά από την τέχνη τους, αλλά πλέον παίρνεις χρήματα για τα έργα σου. Το αν σου φτάνουν ή αν θα πρέπει να έχεις παράλληλα κι άλλη δουλειά για να ζήσεις είναι άλλο πράγμα.
Υπάρχει ακόμα η νοοτροπία ότι ο καλλιτέχνης δεν τρώει και δεν πίνει και δεν έχει ανάγκες, ότι πρέπει να υποφέρει για να κάνει τέχνη, αλλά έχουν γίνει βήματα κι αυτό αλλάζει σιγά σιγά. Στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αρχικά.
Προτού με προσεγγίσουν από το ΕΜΣΤ είχα ξεκινήσει να κάνω βόλτες το Πεδίον του Άρεως, γενικά ο δημόσιος χώρος για μένα είναι μια προέκταση του στούντιο, έτσι το θεωρώ, γι’ αυτό περνάω πολύ χρόνο χαζεύοντας. Αυτός είναι πολύ σημαντικός χρόνος γιατί παρατηρώ και σκέφτομαι πράγματα – επειδή έμενα τότε δίπλα στο Πεδίον του Άρεως, περνούσα πολύ χρόνο εκεί.
Αυτές τις περιηγήσεις τις κάνω πάντα μέσα στη μέρα και συνήθως τις ώρες που οι περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν. Το πάρκο είναι λίγο πιο περιθωριακό μέρος, αλλά πήγαινα μεσημέρι και παρατηρούσα ότι ήταν γεμάτο με άντρες, κυρίως μεγάλης ηλικίας. Πολύ σπάνια έβλεπα γυναίκες το μεσημέρι. Άρχισε να με ενοχλεί που ένιωθα ότι με κοιτάνε κι εκεί που με εκνεύριζε αυτό, συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι κι εγώ τους κοίταζα.
Με ενοχλούσε το male gaze, αλλά σκεφτόμουν και το female gaze, κι αυτό έχει δύναμη· και σε παλιότερα έργα μου υπήρχε το male gaze και πάντα το αντιμετώπιζα με μια επιθετικότητα, ότι είμαι εγώ που με παρατηρούν και ότι δεν θέλω να είμαι αντικείμενο παρατήρησης. Ωστόσο στο πάρκο σκεφτόμουν ότι αυτή η σχέση έχει ενδιαφέρον, το observing και το being observed, μια σχέση αμφίδρομη.
Έτσι στήθηκε και η έκθεση “Something like a poem, a nude and flowers in a vase” στο ΕΣΜΤ, όπου τα παγκάκια είναι επηρεασμένα από το περιβάλλον του πάρκου. Ήθελα να τη στήσω έτσι ώστε όταν κάθεσαι σε αυτά τα παγκάκια για να διαβάσεις ένα βιβλίο ή να ακούσεις μουσική κάπως να ρεμβάζεις, να ενεργοποιείται ο χώρος.
Στη δουλειά μου υπάρχει πολύ η έννοια της επιθυμίας, η συγκεκριμένη έκθεση είναι όλη για τη θηλυκή επιθυμία, γι’ αυτό και υπάρχουν τόσοι γυμνοί άντρες. Θεωρώ ότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον που βλέπουμε επιτέλους γυμνούς άνδρες σε ένα μουσείο.
Ζωγραφίζω με επιθυμία και για την επιθυμία, οπότε οι πίνακές μου είναι φαντασιώσεις μου. Και επέλεξα τη ζωγραφική ως μέσο για τη συγκεκριμένη έκθεση γιατί μου επιτρέπει να μπω στο ασυνείδητο και να αφήσω να βγει η επιθυμία μου. Και άρχισα να σκέφτομαι πώς θα ήταν ο άνδρας που επιθυμώ, πώς θα ήθελα να δω τον ιδανικό άνδρα.
Όταν ζωγραφίζω δεν κάνω προσχέδια, ξεκινάω κατευθείαν στον καμβά, ζωγραφίζω παίρνοντας διάφορα στοιχεία από φωτογραφίες, αλλά χτίζω την εικόνα κατευθείαν πάνω στον καμβά, δεν έχω μια τελειωμένη εικόνα στο μυαλό μου. Πάντα αρχίζω και τη δημιουργώ σιγά-σιγά, με πολλή περιέργεια για το τι θα προκύψει.
Τα μικρά επιζωγραφισμένα έργα είναι σελίδες από πορνοπεριοδικά που άρχισα να μαζεύω από το 2010 που ήρθα στην Αθήνα, ελληνικά πορνοπεριοδικά κυρίως του ’70. Αυτό που με τράβηξε σε αυτά ήταν ότι έκαναν περισσότερο focus στο κείμενο παρά στη φωτογραφία. Άρχισα να διαβάζω, λοιπόν, αυτά τα κείμενα τα οποία είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, με μια γυναίκα να διηγείται τις σεξουαλικές της περιπέτειες.
Στην αρχή μού φαινόταν πολύ συμπαθητική, μου άρεσαν αυτά που έλεγε, τα λίγο πρόστυχα, αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν δική της η αφήγηση, ήταν μια ανδρική φαντασίωση μέσα από την αφήγηση μιας γυναίκας. Εκεί άρχισαν να αναρωτιέμαι “μα πού είναι η γυναικεία επιθυμία;”. Οι πίνακες της έκθεσης για μένα έχουν να κάνουν την αποκάλυψη αυτής της επιθυμίας.
Κάνω μια κατάδυση στο ασυνείδητο για να βρω πώς είναι οι άντρες που μ’ αρέσουν: είναι queer, είναι τρανς; Πραγματικά ζωγράφιζα με βάση αυτό που θεωρώ εγώ όμορφο, σέξι, χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Μέσα από τη δουλειά μου αναζητώ πάντα κάτι και αυτήν τη φορά ήθελα πάρα πολύ να μιλήσω για τη σεξουαλική επιθυμία, γιατί το προηγούμενο πρότζεκτ μου, όπου μόνο ταξίδευα, είχε μέσα πολλή στέρηση.
Η ώρα του ηλιοβασιλέματος είναι η πιο μαγική ώρα. Πέρα από το ότι γίνονται όλα ροζ και πορτοκαλί, είναι και η στιγμή που συνειδητοποιείς τον χρόνο και αντιλαμβάνεσαι πόσο γρήγορα περνάει. Όταν πέφτει ο ήλιος κοιτάζω πάντα από την αντίθετη μεριά για να δω το κτίριο που γίνεται ροζ. Μου αρέσουν αυτά τα ιμπρεσιονιστικά, καθαρά χρώματα, δεν βάζω καθόλου μαύρο ούτε καφέ.
Για μένα η ζωγραφική περιλαμβάνει πάρα πολλή αγάπη, πραγματικά τους ερωτεύτηκα όλους αυτούς τους άντρες που έχω ζωγραφίσει. Δεν ξέρω ποιοι είναι, είναι ένας συνδυασμός από διάφορες φωτογραφίες που βρίσκω online. Παίρνω στοιχεία από διαφορετικούς άντρες, ντυμένους – τα πέη δεν είναι δικά τους. Τους γδύνω με τη ζωγραφική, αυτό είναι κάτι που μου άρεσε ως ιδέα.
Όταν ξεκίνησα να τους ζωγραφίζω σκεφτόμουν ότι από την παράδοση της ζωγραφικής λείπει το σύγχρονο ανδρικό σώμα. Άρχισα να αναρωτιέμαι ποιο είναι το σύγχρονο ανδρικό σώμα και ποιος είναι ο τρόπος για να το ζωγραφίσεις.
Οι φιγούρες στα έργα μου έχουν πολλά στοιχεία από το fluidity, το gender fluid, έχουν επίσης και μια διαφάνεια. Δεν κάνουν σεξ, υπάρχει αυτό το ηδονοβλεπτικό που μου αρέσει, αλλά δεν είναι πρόστυχα, κι ας έχω ακούσει ως γυναίκα κριτική επειδή ζωγράφισα γυμνούς άνδρες…».
Η εικαστική έκθεση «Something like a poem, a nude, and flowers in a vase» της Ελένης Μπαγάκη παρουσιάζεται έως τις 7 Μαΐου.
Project Room 1, 3ος όροφος
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Λεωφ. Καλλιρρόης και Αμβρ. Φραντζή
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.