ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ πυρετώδη ενεστώτα χρόνο, καθώς πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δεκάδες παράλληλες ιστορίες, ο Florian Illies συνθέτει στο βιβλίο του “Love in a Time of Hate: Art and Passion in the Shadow of War, 1929-1939” [Έρωτας σε μια εποχή μίσους: Τέχνη και Πάθος στη Σκιά του Πολέμου, 1929-1939], τη συναισθηματική ιστορία μιας καταδικασμένης γενιάς. Οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι που απαρτίζουν τον θίασο του βιβλίου περνούν τη δεκαετία του 1920 απασχολημένοι με διάφορους ερωτικούς πειραματισμούς, στη συνέχεια όμως υποκύπτουν στην αγωνία και τον απόλυτο πανικό καθώς προχωρά η δεκαετία του 1930 – η δεκαετία του 1940 τους βρίσκει είτε στην εξορία είτε καθ' οδόν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η καταιγιστική δομή του βιβλίου του Illies, ταιριάζει με τη στόφα των χαρακτήρων του. Ο Σαρτρ δηλώνει ότι η ύπαρξη είναι επισφαλής και σχετική, πράγμα που χρησιμεύει ως δικαιολογία για να ζει κανείς από στιγμή σε στιγμή. Ο Μπρεχτ αφήνει σημειώματα στις γυναίκες με τις οποίες περιστασιακά σχετίζεται λέγοντάς τους ότι είναι αφερέγγυος χαρακτήρας εκ φύσεως, και ο Πικάσο καταχωνιάζει μια ποικιλία από (ταυτόχρονες) ερωμένες και μούσες σε διάσπαρτα καταλύματα.
Η Αναΐς Νιν έχει σχέση με τον πατέρα της, η οποία καταγράφεται σε ένα ημερολόγιο με τίτλο Incest [Αιμομιξία]. Ο μυθιστοριογράφος Έριχ Κέστνερ στέλνει την μπουγάδα του στη μητέρα του στη Δρέσδη για πλύσιμο και την ενημερώνει για τα προβλήματα στα γεννητικά του όργανα καθώς υποβάλλεται σε θεραπεία για βλεννόρροια. Η Ζοζεφίν Μπέικερ χορεύει με μια φούστα που αποτελείται από διογκωμένες μπανάνες που μοιάζουν με φαλλικά τρόπαια που έχει συλλέξει.
Οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι που απαρτίζουν τον θίασο του βιβλίου περνούν τη δεκαετία του 1920 απασχολημένοι με διάφορους ερωτικούς πειραματισμούς, στη συνέχεια όμως υποκύπτουν στην αγωνία και τον απόλυτο πανικό καθώς προχωρά η δεκαετία του 1930 – η δεκαετία του 1940 τους βρίσκει είτε στην εξορία είτε καθ' οδόν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ γράφουν τους κανόνες του ανοιχτού γάμου: μπορούν να αποπλανήσουν όποιον θέλουν, κατόπιν όμως πρέπει να μοιραστούν αμέσως τις συχνά ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ο Νταλί και η αυταρχική σύζυγός του, η Γκαλά, την οποία αποσπά από ένα σουρεαλιστικό menage à trois, παραμένουν εμμονικά πιστοί ο ένας στον άλλον, ίσως επειδή κάνουν σεξ μόνο μία φορά (σύμφωνα με εκείνη) ή ποτέ (όπως επιμένει εκείνος).
Ο Σκοτ Φιτζέραλντ συνοφρυώνεται όταν η σύζυγός του, Ζέλντα, υποτιμά το μέγεθος του πέος του – ο Χέμινγουεϊ τους προτείνει να επισκεφθούν το Μουσείο του Λούβρου για να συγκρίνουν την ‘εξάρτηση’ του Φιτζέραλντ με εκείνη στα γλυπτά Ελλήνων αθλητών. Η τρίτη σύζυγος του Έρμαν Έσσε τον αποκαλεί Δία και με το κεφάλι του στην ποδιά της νιώθει ότι κρατάει στην αγκαλιά της τον εσταυρωμένο Χριστό. Τρομοκρατημένος από τέτοιο πάθος, εκείνος κάνει στείρωση και ακολούθως την περιορίζει σε ένα υπόγειο.
Ο συνθέτης Κουρτ Βάιλ εμφανίζεται περίπου ως ευτυχισμένος κερατάς, ο οποίος επιδοτεί τις συζυγικές απιστίες της Λότε Λένια, ξεπληρώνοντας ακόμα και χρέη που δημιούργησε στα καζίνο ο πιο πρόσφατος θαυμαστής της. Η Λένι Ρίφενσταλ είναι ντυμένη «Αμαζόνα» καθώς κινηματογραφεί τη ναζιστική εισβολή στην Πολωνία, «με ένα πιστόλι κάτω από τη ζώνη στον αριστερό γοφό της και ένα στιλέτο μέσα στη μπότα της». Ο ζωγράφος Ότο Ντιξ δηλώνει από τη μεριά του ότι η αιτία κάθε πολέμου είναι το αιδοίο.
Καύσιμο για όλη αυτή τη φρενίτιδα αποτελεί συχνά η νικοτίνη. Η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ σκανδαλίζει τον σύζυγό της καπνίζοντας πούρα. Δημοφιλής είναι επίσης η κοκαΐνη, μαζί με τα διάφορα οπιούχα και τη μορφίνη. «Αυτό που οι άνθρωποι στη δεκαετία του '20 χρειάζονταν απεγνωσμένα», σχολιάζει ο Illies, «ήταν αγάπη (ή τουλάχιστον ψυχοθεραπεία) – αυτό που έπαιρναν ήταν ναρκωτικά».
Η αφήγηση παραμένει εξαιρετικά διασκεδαστική μέχρι που οι Ναζί αρχικά περιορίζουν τους ελευθεριάζοντες και στη συνέχεια αρχίζουν να τους εξοντώνουν. Τα γλέντια τελειώνουν απότομα και αρχίζει ο αγώνας δρόμου για να προλάβουν τα τρένα από το Βερολίνο στο Παρίσι ή τα υπερωκεάνια για τη Νέα Υόρκη. Ήταν η αυγή αυτού που ο Illies αποκαλεί «εποχή του μίσους», η οποία φαίνεται να έχει επιστρέψει στις μέρες μας, γεγονός που προσδίδει στο βιβλίο του μια ανησυχητική επικαιρότητα.
Πηγή: The Guardian