Τροβαδούρος σε κρουαζιερόπλοια, μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ιταλίας και ο μακροβιότερος μεταπολεμικός ηγέτης της: μία από τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές φιγούρες παγκοσμίως με μια απροσδόκητη πολιτική καριέρα που διήρκεσε δεκαετίες, σημαδεμένη από αμέτρητα σκάνδαλα σεξ και διαφθοράς.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν πολλά πράγματα μαζί, πάντοτε όμως παρέμενε μια πληθωρική, προβληματική και larger than life προσωπικότητα. Δίχασε την ιταλική κοινωνία όσο κανένας άλλος, λατρεύτηκε αλλά και μισήθηκε, και άφησε πίσω του μια κληρονομιά που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να επηρεάζει την παγκόσμια πολιτική σκηνή περισσότερο απ’ ό,τι του αναγνωρίστηκε.
Πολύ προτού ο Ντόναλτ Τραμπ παίξει το χαρτί του ιδιόρρυθμου και αντι-συστημικού επιχειρηματία, ο Μπερλουσκόνι ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε τη δύναμη των media για να πλασάρει τον εαυτό του ως πολέμιο της παρακμάζουσας και απαξιωμένης πολιτικής ελίτ. Ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, ναρκισσιστής και σεξιστής από τον τέως Πρόεδρο των ΗΠΑ, είχε αντίστοιχη αδυναμία στο έντονο σολάριουμ και ήταν εξίσου επιρρεπής στο να παρουσιάζει τον εαυτό του ως θύμα. Κάποτε, μάλιστα, είχε φτάσει να ισχυρίζεται πως ήταν «το πιο κυνηγημένο άτομο στην ιστορία του κόσμου και της ανθρωπότητας».
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν πολλά πράγματα μαζί, πάντοτε όμως παρέμενε μια πληθωρική, προβληματική και larger than life προσωπικότητα.
Ήταν ο πρώτος πολιτικός που ανέλαβε παράλληλα τον ρόλο του ξεκαρδιστικού γελωτοποιού αλλά και του οικοδεσπότη ξέφρενων γλεντιών, πολλά χρόνια προτού ο Βρετανός Μπόρις Τζόνσον επιχειρήσει να συνδυάσει την πολιτική με το χιούμορ ή πέσει θύμα των σκανδάλων των πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ. Και ήταν συνάμα ο «πολιτικός πατέρας» μιας σειράς στελεχών που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιταλική δεξιά, ανάμεσα τους και η Ιταλίδα νυν πρωθυπουργός της χώρας Τζόρτζια Μελόνι, στην οποία ανέθεσε το «υπουργείο Νεότητας» κατά την τέταρτη κυβέρνησή του, όταν η ίδια είχε κλείσει μόλις τα τριάντα ένα της.
Στο πολυετές και ταραχώδες ταξίδι του στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας, ο ανατρεπτικός και απρόβλεπτος Μπερλουσκόνι κέρδισε αμέτρητα παρατσούκλια, άλλοτε κοροϊδευτικά άλλοτε εκθειαστικά. Εκείνο που τον συνόδευε μέχρι το τέλος ήταν το «Cavaliere», δηλαδή «Ιππότης», καθώς τη δεκαετία του ’70 είχε αποσπάσει τον αντίστοιχο τιμητικό τίτλο από την ιταλική προεδρία λόγω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Οι θαυμαστές του λάτρευαν να τον αποκαλούν «Cavaliere» επειδή είχε τολμηρό και θρασύ ύφος, οι αντίπαλοί του επέμεναν σε αυτό για λόγους ειρωνείας, αφού ήταν μπλεγμένος σε έναν ατελείωτο χορό σκανδάλων και διαφθοράς. Τελικά, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και η επίμονη παρουσία του στην πολιτική δικαίωσαν και τις δύο πλευρές. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι υπήρξε, πράγματι, ο πρόδρομος του «ιπποτικού πληθωρικού λαϊκισμού»: με πανοπλία την εξουσία και την επιρροή που είχε αποκτήσει και δόρυ την αντισυστημική ρητορική και τον ευτελισμό των αντιπάλων, αποτελεί μέχρι και σήμερα πρότυπο δεκάδων φιλόδοξων λαϊκιστών.
Από πλανόδιος πωλητής, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας
Εκείνο που αναμφίβολα αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της πολυτάραχης ζωής του αλλά και του μύθου γύρω από το πρόσωπό του είναι το γεγονός ότι ήταν αυτοδημιούργητος. Γεννημένος στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936, ο πρώτος από τα τρία παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας του Μιλάνου, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι μετακόμισε στην ιταλική επαρχία με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου έζησε με τη μητέρα του. Ο όμορφος, ευγενικός και χαρισματικός νεαρός έβγαλε νωρίς τα πρώτα του χρήματα πρώτα ως πλανόδιος πωλητής ηλεκτρικής σκούπας και ύστερα ως περιστασιακός περφόρμερ σε νυχτερινά κέντρα και κρουαζιερόπλοια, μαζί με τον καρδιακό του φίλο Fedele Confalonieri, ο οποίος θα παρέμενε ένας από τους πιο πιστούς συνεργάτες του μέχρι το τέλος.
Αφού αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή το 1961, στα 25 του χρόνια ξεκίνησε μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα στον κατασκευαστικό τομέα στην ευρύτερη περιοχή του Μιλάνου.
Η πρώτη του real estate επιτυχία δεν θα αργούσε να γίνει πραγματικότητα· πήρε σάρκα και οστά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με την κατασκευή του μεγαλεπήβολου Milano 2, μιας μαξιμαλιστικής αυτόνομης κωμόπολης στα προάστια της ιταλικής μεγαλούπολης που ήταν γεμάτη τεχνητές λίμνες, πρωτοποριακές αθλητικές εγκαταστάσεις, εκκλησίες και εμπορικά κέντρα. Ήταν ουσιαστικά η προσαρμογή του αμερικανικού ονείρου στην ιταλική πραγματικότητα, μία από τις προσωπικές εμμονές του Καβαλιέρε, ο οποίος κάποτε είχε παραδεχτεί στον βρετανικό Τύπο πως «είμαι υπέρ οποιουδήποτε αμερικανικού στοιχείου προτού καν μάθω τι είναι».
Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε και στα επόμενα επιχειρηματικά του βήματα, στην οικοδόμηση της τεράστιας μιντιακής αυτοκρατορίας του «Mediaset», η οποία υιοθέτησε την έννοια του «infotainment» και προσάρμοσε στην ιταλική πολιτισμική σφαίρα την αμερικανική λαϊκή κουλτούρα μέσα από σαπουνόπερες, διαφημίσεις και talkshows.
Ο Μπερλουσκόνι μπορεί να βρισκόταν πίσω από τη δημιουργία της πρώτης αλλά και μοναδικής ιταλικής εμπορικής τηλεοπτικής αυτοκρατορίας, ωστόσο η αλήθεια είναι πως δεν ήταν μόνος του. Βοηθήθηκε σημαντικά από τις διασυνδέσεις του με τον Μπετίνο Κράξι, τον γενικό γραμματέα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρωθυπουργό της Ιταλίας τη δεκαετία του ’80, ο οποίος εξέδωσε έκτακτο διάταγμα που νομιμοποίησε τις μεταδόσεις σε εθνικό επίπεδο από τους τηλεοπτικούς σταθμούς του Μπερλουσκόνι.
Το οπορτουνιστικό πέρασμα στην πολιτική
Από τη μια αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, από την άλλη δικτυωμένος και υπερκοινωνικός, ο Μπερλουσκόνι μοιραία άρχισε να δέχεται πιέσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν μια σαρωτική έρευνα διαφθοράς άρχισε να πλήττει πολλούς πολιτικούς φίλους και συνεργάτες του. Αντί να αποτραβηχτεί, ωστόσο, ο πάντοτε ευρηματικός Καβαλιέρε άρπαξε την ευκαιρία που αναζητούσε. Το 1992, στο ζενίθ των σχετικών ερευνών, ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης ρωτήθηκε εάν θα σκεφτόταν ποτέ να θέσει υποψηφιότητα για δήμαρχος στη γενέτειρά του, όπου ο ποδοσφαιρικός σύλλογος, του οποίου ήταν ιδιοκτήτης, είχε μόλις κατακτήσει τον 12ο τίτλο του στο πρωτάθλημα. Η αποστομωτική απάντησή του έμελλε να είναι προφητική.
«Ξέρεις ότι κάθε μέρα λαμβάνω 400 επιστολές από νοικοκυρές που με ευχαριστούν που τις απάλλαξα από την καθημερινή τους πλήξη με τα τηλεοπτικά μου προγράμματα;» απάντησε σχεδόν προσβεβλημένος στον δημοσιογράφο. «Αν έμπαινα στην πολιτική με αυτή την εκλογική βάση, δεν θα πήγαινα απλώς για δήμαρχος. Θα έχτιζα ένα κόμμα σαν του Ρέιγκαν, θα κέρδιζα τις εκλογές και θα γινόμουν πρωθυπουργός».
Έτσι ακριβώς έγινε. Δύο ολόκληρες δεκαετίες προτού ο Εμανουέλ Μακρόν ιδρύσει μια νέα, προσωποκεντρική παράταξη και σαρώσει στις γαλλικές εκλογές, ο Ιταλός μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης με τα ανύπαρκτα πολιτικά διαπιστευτήρια κατάφερε ακριβώς το ίδιο, και μάλιστα στον μισό χρόνο. Το κόμμα του Forza Italia είχε μόλις κλείσει πέντε μήνες ζωής όταν ο πληθωρικός ιδρυτής του ανέβηκε στην εξουσία, την άνοιξη του 1994, χάρη σε μια καμπάνια γεμάτη γενναιόδωρες υποσχέσεις για χαμηλότερους φόρους, λιγότερη παρεμβατικότητα από το κράτος και αποκατάσταση της υπερηφάνειας του ιταλικού έθνους.
«Η άνοδός του ήρθε μετά από μια δύσκολη περίοδο για την Ιταλία, τα “μολυβένια χρόνια”, που χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη εσωτερική τρομοκρατία», σχολιάζει χαρακτηριστικά η βετεράνος δημοσιογράφος Barbie Latza Nadeau που καλύπτει εδώ και τέσσερεις δεκαετίες τον τομέα της ιταλικής πολιτικής. «Ανατινάζονταν εκκλησίες, υπήρχε πολλή βία αριστερών καταβολών στη χώρα. Ο Μπερλουσκόνι, λοιπόν, παρέσυρε τον λαό λέγοντας: “Ακούστε με, μπορώ να διορθώσω αυτή την κατάσταση. Κοιτάξτε με, είμαι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και μπορώ να διευθύνω αυτήν τη χώρα όπως διευθύνω τις επιχειρήσεις μου, να σας βγάλω όλους από το χρέος και να σας κάνω να νιώσετε ασφάλεια!”. Είναι μια ρητορική που είδαμε να επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί, χρόνια αργότερα, από τον Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η απροσδόκητη καμπάνια του Καβαλιέρε κατάφερε να μιλήσει σε μια τεράστια μερίδα του ιταλικού λαού και οι οπαδοί του έφτασαν να τον αποκαλούν «εκλεκτό του Κυρίου». Οι πιο σκεπτικιστές επικριτές του, ωστόσο, εξαρχής υποστήριξαν πως το πολιτικό κίνητρο του Μπερλουσκόνι ήταν αμιγώς προσωπικό και αφορούσε την επιθυμία του να προστατεύσει και να ενδυναμώσει τις ίδιες του της επιχειρήσεις. Και αυτή η κριτική αποδείχθηκε προφητική, καθώς επιβεβαιώθηκε αμέτρητες φορές από τους φωτογραφικούς νόμους που οι διαδοχικές κυβερνήσεις του επέβαλαν στο Κοινοβούλιο τα χρόνια που παρέμεινε στην εξουσία.
Η ανθεκτικότητα του Καβαλιέρε
Μπορεί η πρώτη, ανορθόδοξη και τρομερά άπειρη κυβέρνηση που σχημάτισε να κατέρρευσε εξαιρετικά σύντομα, ωστόσο ο Καβαλιέρε έμελλε να διαψεύσει τους επικριτές του, που τότε τον θεώρησαν ξοφλημένο. Ο μεγιστάνας πολιτικός θα συνέχιζε να κυριαρχεί στην ιταλική πολιτική τις επόμενες δύο δεκαετίες, ανακάμπτοντας χάρη στους εκλογικούς θριάμβους του 2001 και του 2008. Και παρά το γεγονός πως αναγκάστηκε να ηγηθεί ενός δυσκίνητου, πολυσυλλεκτικού συνασπισμού με παράδοξες και αντιφατικές συνθέσεις, κατόρθωσε να γίνει ο μόνος πρωθυπουργός που ολοκλήρωσε μια πλήρη πενταετία. Δεδομένου ότι η Ιταλία έχει σχηματίσει 67 διαφορετικές κυβερνήσεις από το 1945 μέχρι και σήμερα, πρόκειται για ένα διόλου ευκαταφρόνητο επίτευγμα.
Ο συνδυασμός μιας κρίσης λόγω χρέους που γονάτισε την ευρωζώνη, απώλειας της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας αλλά και των αμέτρητων πληροφοριών για αθλιότητες και όργια με σεξεργάτριες στην ιδιωτική του κατοικία έφτασε για να καβαλήσει ο Καβαλιέρε το άλογο και να εγκαταλείψει διστακτικά την εξουσία το 2011 ‒ ήταν η τρίτη και τελευταία φορά.
Ωστόσο, παρότι η δημοφιλία του υποχωρούσε με ραγδαίους ρυθμούς, δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιταλική πολιτική σκηνή, παίζοντας κεντρικό ρόλο σε μια σειρά από εκλογικές αναμετρήσεις που θα ακολουθούσαν.
Αναλογιζόμενος τη διαρκή υποστήριξη που απολάμβανε ο μεγιστάνας πολιτικός, ο Maurizio Cotta, καθηγητής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σιένα, θεωρεί πως τελικά ο Μπερλουσκόνι κατανοούσε ορισμένες πτυχές της ιταλικής ψυχής καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πολιτικό της σύγχρονης ιστορίας, καθώς μιλούσε στους Ιταλούς «alla pancia», δηλαδή στο στομάχι. «Ήξερε τα αδύνατα σημεία τους», λέει χαρακτηριστικά, «γνώριζε τον φόβο που τους προκαλούσαν η πειθαρχία, το κράτος και το ενδεχόμενο απώλειας της περιουσία τους».
«Ο Μπερλουσκόνι μπορεί να είναι ικανός να προκαλέσει κάθε πιθανή καταστροφή, αλλά ταυτόχρονα μιλάει τη γλώσσα των υποστηρικτών του και γνωρίζει τα συμφέροντα του κοινωνικού μπλοκ που τον στηρίζει», έγραφε αργότερα ο δημοσιογράφος Περάντζελο Μπατίστα στην «Corriere della Sera», σχολιάζοντας την ανθεκτικότητά του και απευθυνόμενος στους μικρομεσαίους που αποστρέφονται τη φορολογία αλλά και στους μεγαλοεπιχειρηματίες που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά των υποστηρικτών του.
Σίγουρα έπαιξε ρόλο η ισχύς που είχε χτίσει χάρη στα επιχειρηματικά του βήματα και τις πολιτικές του γνωριμίες. Σίγουρα βοήθησε και το χιούμορ, η χαρισματική, προκλητική και πληθωρική του περσόνα, που έφερνε πάντοτε τους αντιπάλους και τους συνομιλητές του σε δύσκολη και αμήχανη θέση. Όμως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν θα γινόταν ποτέ ο μακροβιότερος μεταπολεμικός ηγέτης της Ιταλίας αν δεν είχε διορατικότητα και στρατηγική ευφυΐα. Κι αν απέδειξε ένα πράγμα, είναι πως δεν υπάρχει λαϊκισμός χωρίς μια βαθιά και πηγαία κατανόηση του λαού του οποίου θέλει κανείς να ηγηθεί.