ΥΠΗΡΧΕ ΣΠΟΡΑΔΙΚΑ ΤΟ ματς Ελλάδα-Ιταλία, σε μια αλάνα πέρα από το κάμπινγκ, τα χρόνια πριν πλακώσουν στο νησί οι, μεσόκοποι σε συντριπτικό ποσοστό, Βρετανοί.
Τα Ιταλάκια έμεναν με τους γονείς τους σ’ εκείνα τα εντυπωσιακά για εμάς τότε αυτοκινούμενα τροχόσπιτα που έμοιαζαν να έχουν όλες τις ανέσεις, και κάποιες βραδιές, όταν είχε περάσει η ώρα του οικογενειακού δείπνου (που δεν ήταν και νωρίς, για καμιά από τις δύο κουλτούρες) μπορούσες να δεις Έλληνες και Ιταλούς γονιούς να εισβάλλουν από κοινού στον αγωνιστικό χώρο με απειλητικές διαθέσεις.
Οπότε, αν μη τι άλλο, υπήρχε μια σύνδεση στην κοινή εξάρτηση από τους ενήλικους κηδεμόνες. Από την εφηβεία και μετά, οι ελληνοϊταλικές σχέσεις θα αναπτύσσονταν σε άλλα πεδία, εξωγηπεδικά κυρίως και χωρίς γονεϊκές παρεμβάσεις.
Αμφίρροπα ματς, σε κάθε περίπτωση, που εκτός των άλλων έκαναν κι εμάς να νιώθουμε κανονικοί ντόπιοι, ως συμμετέχοντες σε έναν τοπικό θεσμό / διαχωρισμό που υπήρχε πριν από εμάς και που τον χειμώνα διεξαγόταν και χωρίς εμάς.
Σε πιο επίσημο επίπεδο (κανόνισμα δυο μέρες πριν, τουλάχιστον) υπήρχε το ντέρμπι Ντόπιοι - Αθηναίοι που διεξαγόταν τακτικά, συχνά όμως αναδείκνυε μια υφέρπουσα εχθροπάθεια, όχι ακριβώς ταξικού, αλλά ας πούμε «πολιτισμικού» τύπου. Και ένα παράπονο, εκ μέρους κάποιων ντόπιων παιδιών, που ήδη ασφυκτιούσαν στο στενό, επαρχιακό περιβάλλον και πίστευαν ότι εγκαταλείφθηκαν εκεί από κάποιο συμπαντικό σφάλμα, ενώ θα μπορούσες (ή θα έπρεπε) να είσαι εσύ στη θέση τους.
Δεν σου άφηναν όμως και τόσο ανεξίτηλο στίγμα αυτές οι τριβές, αφού ήξερες (ήταν νόμος) ότι μετά το τέλος του καλοκαιριού, θα επέστρεφες στην Αθήνα, στο σχολείο και στους «κανονικούς» σου φίλους και για εννέα μήνες δεν θα ξαναέβλεπες ούτε τα παιδιά αυτά, αλλά ούτε και τους περιστασιακούς συμπαίκτες σου, τους υπόλοιπους «Αθηναίους» που ζούσαν διασκορπισμένοι σε όλη την πρωτεύουσα.
Το «el classico» όμως του καλοκαιριού ήταν αδιαμφισβήτητα ο εβδομαδιαίος (περίπου) αγώνας μεταξύ Κάμπου και Παραλίας, παρότι τα όρια –όχι εθνικά, ούτε «τοπικιστικά» πλέον, μόνο γεωγραφικά και λίγο «γεωπολιτικά» ίσως– ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν ασαφή και συχνά αυθαίρετα. Αυτό συνέβαινε κυρίως επειδή ο διαχωρισμός δεν ήταν οριζόντιος, αλλά κάθετος, προκαλώντας συχνά σύγχυση στους «Αθηναίους» που ρωτούσαν με απορία τους γονείς τους, που κατά κανόνα είχαν, ο ένας από τους δύο τουλάχιστον, ντόπια καταγωγή, πώς γίνεται να ανήκουν στον «κάμπο» ενώ το σπίτι ήταν πλάι στη θάλασσα ή τι δουλειά είχαν στην «παραλία» ενώ έμεναν ψηλά στο βουνό.
Οι γονείς που είχαν μεγαλώσει εκεί, όπως και τα ντόπια παιδιά, απορούσαν με αυτούς τους χωροταξικούς προβληματισμούς. Η «παραλία» εκτείνεται από το λιμεναρχείο και τα ζαχαροπλαστεία στο λιμάνι μέχρι μέσα, πίσω από την πλατεία με τις διοικητικές υπηρεσίες και μέχρι ψηλά στο νεκροταφείο. Ο «κάμπος» ξεκινάει από το παλιό καρνάγιο, φτάνει μέχρι την πλαζ και το κάμπινγκ και απλώνεται μέχρι πίσω, βαθιά στον κάμπο.
Αμφίρροπα ματς, σε κάθε περίπτωση, που εκτός των άλλων έκαναν κι εμάς να νιώθουμε κανονικοί ντόπιοι, ως συμμετέχοντες σε έναν τοπικό θεσμό / διαχωρισμό που υπήρχε πριν από εμάς και που τον χειμώνα διεξαγόταν και χωρίς εμάς. Εξάλλου, τότε ακόμα δεν υπήρχαν και πολλοί «ξένοι» (δηλαδή χωρίς ίχνη ντόπιας καταγωγής) παραθεριστές, συνεπώς κάθε τόσο όλοι –κι εμείς και οι μόνιμοι– στην ίδια ερώτηση που μας έκανε κάποια γιαγιά στον δρόμο έπρεπε να απαντήσουμε: «Εσύ αφέντη μου τίνος είσαι;»