Στις 16 Σεπτεμβρίου, στην Πορφυριάδα Σχολή του Καρλοβάσου, η Γιώτα Βέη, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Του τραγουδιού τα μάγια» σε σκηνοθεσία Στάθη Ρέππα, η οποία αφορά στη ζωή και την καλλιτεχνική διαδρομή της, θα ερμηνεύσει τραγούδια από τις δύο πλευρές του Αιγαίου στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Μεσογειακού Ντοκιμαντέρ, που ξεκίνησε από μια ιδέα του σκηνοθέτη Βασίλη Βαφέα.
Η σημαντική ερμηνεύτρια των παραδοσιακών μας τραγουδιών με υποδέχτηκε στο φιλόξενο σπίτι της, ανάμεσα σε εκατοντάδες σελίδες σημειώσεων που αποτελούν τη βάση της αυτοβιογραφίας της, η οποία πρόκειται να εκδοθεί προσεχώς. Με φιλοδώρησε με ιστορίες, σπάνιες αναμνήσεις, με τραγούδια που έβγαιναν από τη βαθιά φωνή της, από τα σπλάχνα της. Θα μπορούσε να είναι μια συναρπαστική δασκάλα, σκέφτηκα, καθώς μου εξηγούσε τα γυρίσματα και τον ρυθμό.
Οι ερμηνείες της αποτελούν ένα σοβαρό κεφάλαιο, μια παρακαταθήκη για τους επόμενους μουσικούς και ερμηνευτές. Η ιστορία της είναι περιπετειώδης, μυθιστορηματική και πλούσια και η πίστη της στην παράδοση και τα δημοτικά τραγούδια αταλάντευτη και αρραγής μέσα στα χρόνια. Η αφήγηση της ζωής της κυλάει σαν γάργαρο νερό, σαν ένα τραγούδι που υπάρχει βαθιά μέσα μας.
«Πόσο δύσκολο είναι να επιβληθείς με το δημοτικό τραγούδι! Πρέπει να έχεις πολλή δύναμη για να αντισταθείς και να κάτσεις στη γραμμή που έχεις χαράξει, στην ποιότητα που απαιτεί να έχει η παράδοση».
Είμαι από τη Λουτρόπολη Πλατυστόμου, εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια αγροτική οικογένεια που ήταν σε καλή κατάσταση. Ωστόσο ένα αγροτικό σπίτι είχε απαιτήσεις άλλου τύπου. Πηγαίναμε σχολείο στη Μακρακώμη και κάναμε επτά χιλιόμετρα κάθε μέρα, ταλαιπωρία. Όταν ήμουν 15 χρονών ήρθε η θεία μου που ήταν κομμώτρια στον Άγγελο και με πήρε στην Αθήνα και με μύησε στην τέχνη της κομμωτικής. Ήταν φίνα γυναίκα, εξελιγμένη, η ωραιότερη γυναίκα που έχω δει, και ήταν το πρότυπό μου. Οι κομμώτριες είναι πολύ παρεξηγημένες. Πολλές από αυτές είναι γυναίκες με ταλέντο και άτομα κοινωνικά, ακούνε εξομολογήσεις και κρατούν μυστικά.
Έμαθα κομμωτική, που μου εξασφάλισε ένα επάγγελμα, παντρεύτηκα 23 χρονών και όταν χώρισα γράφτηκα στο νυχτερινό γυμνάσιο του Παπαϊωάννου για να τελειώσω το σχολείο. Ήθελα να κάνω και κάτι άλλο. Όταν χώρισα, άνοιξα το μαγαζί στην Αναγνωστοπούλου, αλλά το τραγούδι το αγαπούσα πάντα. Είχα τον νου μου αλλού, μερικές φορές ξέχναγα το μαγαζί και πήγαινα στον Φαληρέα στο POP ELEVEN να μιλήσουμε και να ψάξω για μουσικές.
Στο χωριό ο θείος μου είχε ένα κέντρο εξοχικό, το «Γουρνάκι», και εγώ πήγαινα και κούρδιζα το γραμμόφωνο. Ήξερα όλα τα τραγούδια που είχε κάθε δίσκος, και τα ελαφρά και τα ρεμπέτικα. Όταν ήρθα στη θεία μου, ρεμπέτικα δεν ακούγαμε καθόλου, ήταν σαν απαγορευμένα. Μετά από χρόνια, όταν άρχισε να βγαίνει ξανά η ρεμπέτικη ιστορία και οι δίσκοι που έφερναν οι αδερφοί Φαληρέα, εγώ προσπαθούσα να συνδέσω εκείνη την εποχή που θυμόμουν με το παρόν μου.
Δημοτικά άκουγα στο χωριό, η μάνα μου και η γιαγιά μου τραγουδούσαν όλη μέρα, αλλά εγώ όταν ήρθα από το χωριό ήθελα να τραγουδάω «τα ξένα». Τρελαινόμουν για τη ροκ, για την τζαζ, αλλά καθόλου για τα δημοτικά, μη με πουν και χωριάτισσα.
Τα είχα αφήσει στην άκρη. Αλλά αυτά υπάρχουν μέσα σου, βαθιά. Στο νυχτερινό σχολείο κάναμε τις παραλογές, εκεί εκτίμησα τα δημοτικά, δεν ήξερα ότι έχουν περάσει στην παιδεία μας. Τότε έγινα λάτρης τους, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και όταν πηγαίναμε τα βράδια στην πλατεία Κολωνακίου και τραγουδούσαμε κάποιες φορές, εγώ έλεγα ένα δημοτικό. Εκεί το αποδέχτηκα και εκεί έδιωξα το κόμπλεξ μου με το δημοτικό τραγούδι. Κατάλαβα ότι χρειάζεται να ζήσεις δίπλα στη γύμνια και το τσιμέντο της πόλης για να λαχταρήσεις την πρώτη αγνότητα και την ομορφιά της απλότητας. Εκεί βρήκα κρυμμένους όλους τους πολύτιμους θησαυρούς της κληρονομιάς μας. Ήταν τόσο απλό και τόσο πολύτιμο. Όσο κι αν έπρεπε να παλέψει κανείς γι’ αυτό, να πάει κόντρα στις συμβάσεις, στην εμπορικότητα, στο ρεύμα της εποχής.
Στο χωριό, η γιαγιά μου η Βίνα ήτανε γυναίκα σίφουνας, αλλά δεν μιλούσε ούτε για τα βάσανα, ούτε για τις χαρές της. Τραγουδούσε και τα τραγούδια ήταν ατέλειωτα, μεγάλα, και αργότερα, όταν ξεθάρρεψα και είδε πώς τραγουδούσα –ήθελα να της μοιάσω– με συμβούλευε, δεν θα βιάζεσαι να λες το τραγούδι, για να ‘χει καλό γύρισμα. Αργότερα κατάλαβα τι εννοούσε.
Εκεί άρχισα και τα πρώτα διαβάσματα, είχα μεγάλη περιέργεια, είχαμε και βιβλία στο σπίτι γιατί ένα κομμάτι της οικογένειας ήταν εγγράμματο, από το σόι της μάνας μου. Με τους μεγάλους συγγραφείς ήρθα σε επαφή με τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», με ξετρέλαινε ο Ουγκό, μάθαινα τις ιστορίες απέξω, τον «Μικρό Ήρωα» απέξω, μέχρι και το «Υπόγειο» του Ντοστογέφσκι είχα διαβάσει, που το διαβάζω ξανά και ξανά. Αλλιώς τα βλέπεις τα πράγματα κάθε φορά. Και, θυμάμαι, σε ένα περιοδικό είχε κάτι σαν βιογραφίες, του Προυστ και του Βιγιόν, που σχεδόν τις είχα μάθει απέξω, και έτσι αργότερα διάβασα τα έργα τους.
Όταν άφησα το σχολείο, έλεγα θα διαβάζω λογοτεχνία και φτάνει. Αλλά όχι, η σφαιρική γνώση που παίρνεις στο σχολείο είναι αναντικατάστατη. Δεν μου έκανε καλό που το άφησα. Αυτό το κομμάτι του σχολείου μου έλειπε, γι’ αυτό το συμπλήρωσα μεγάλη και ακόμα και σήμερα δεν έχω σταματήσει να διαβάζω.
Όταν αποφάσισα ότι θα λέω δημοτικά, που τα έζησα στο πετσί μου από παιδί, τα κουβάλησα με πίστη και σεβασμό και δεν παρεξέκλινα στο παραμικρό, ήμουν καθαρή. Και έψαχνα, έβρισκα και μάθαινα δημοτικά τραγούδια από όλη την Ελλάδα. Μερικά από αυτά, σπάνια και ανέκδοτα, μου τα εμπιστεύτηκαν στο Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών λαογράφοι και μουσικολόγοι.
Γιώτα Βέη - Τώρα τα πουλιά
Περισσότερα από 2.000 τραγούδια ήταν αυτά και με βοήθησαν να τα μάθω η εξασκημένη μνήμη μου και η έμφυτη τεχνική μου. Ξενυχτούσα για να τα μάθω και από την άλλη λαχταρούσα να αναπτύξω και τον εαυτό μου, να τελειώσω το νυχτερινό, πήγαινα και φροντιστήριο, πήγαινα και στις γκαλερί, στα βιβλιοπωλεία. Θα το πω ξανά, η κομμωτική, αυτή η τέχνη η απλοϊκή, ήταν που μου έδωσε ελευθερία και οικονομική ανεξαρτησία.
Στο κομμωτήριο ερχόταν η Μελίνα, ήταν κάτω από το σπίτι της. Θυμάμαι όταν ήρθε για πρώτη φορά φορούσε μια κελεμπία, σανδάλια, κρατούσε τα τσιγάρα της και κάποια χρήματα στο χέρι. Η Μελίνα είχε αυτήν τη σπουδαία προσωπικότητα, εγώ νιώθω λίγη να την περιγράψω, δεν φτάνουν τα λόγια. Δέκα χρόνια κράτησε η σχέση μας, η Μελίνα με βοήθησε, ό,τι πέτυχα τότε το πέτυχα επειδή επενέβαινε μόνη της η Μελίνα.
Εκείνη με γνώρισε στην Καραΐνδρου, με την οποία συνεργαστήκαμε για επτά ολόκληρα χρόνια. Εγώ ήμουνα τότε περήφανη, δεν ήθελα να λένε ότι ξέρω τη Μελίνα και έκανα αυτό ή το άλλο, ωστόσο η Μελίνα μου έδωσε το ταξίδι εκείνο το μοναδικό που κανείς δεν θα μπορούσε να μου το δώσει. Με πάθος, με ανιδιοτέλεια, με πίστη με έστειλε να βρω το μυστικό της ζωής που είναι το έργο, η δημιουργία, η προσπάθεια για τα καλύτερα και τα σπουδαιότερα.
Στο κομμωτήριο είχα πελάτισσα και την Πόλυ Πάνου. Με είχε ακούσει να τραγουδάω και με πήρε μια μέρα και πήγαμε στον Τσιτσάνη, εκεί που τραγουδούσε, στην Εθνική οδό, στο «Όνειρο». Του λέει η Πόλυ: «Έχω φέρει μια με φωνή σαν της Νίνου». «Να έρθει επάνω να τραγουδήσει αμέσως» της λέει. Κι ανέβηκα και είπα παλιά του Τσιτσάνη, τα ήξερα από το γραμμόφωνο, αυτά που είχαν γίνει με ένα νόημα και έναν πόνο του απλού, του λαϊκού ανθρώπου, σε καταστάσεις δύσκολες. Μου λέει ο Τσιτσάνης: «Δεν θα φύγεις ποτέ από εδώ». Έμεινα 15 μέρες. Πήγαινα ακόμα στο νυχτερινό, δεν γινόταν, η νύχτα δεν μου άρεσε, σταμάτησα.
Έλεγα, αν είναι να γίνω τραγουδίστρια, θα γίνω. Λεφτά έβγαζα, δεν ήθελα να το βιάσω, δεν ήθελα να μπω στην ουρά κανενός και δεν πήγα στα κέντρα. Μετά τον Τσιτσάνη, αποφάσισα να μάθω κιθάρα. Πήγα στον Νότη Μαυρουδή και έκανα ιδιαίτερα για έναν χρόνο. Κάποια στιγμή μου λέει: «Μήπως ξέρεις κανένα δημοτικό τραγούδι;». Και πήγαμε με την ΕΦΕΕ στα πανεπιστήμια και τραγούδαγα παραδοσιακά, παραλογές, μεγάλα τραγούδια πολύστροφα, δραματικά τραγούδια, εκεί κατάλαβα τι σημαίνει για μένα δημοτικό τραγούδι.
Με τούτα και με κείνα, άργησα να βγω στο τραγούδι. Το σχολείο ήταν το απωθημένο μου κι αν το ‘χανα, ποτέ δεν θα το ξανάβρισκα. Όμως νομίζω ότι ο χρόνος δούλεψε καλά στη συνέχεια της ζωής μου. Το 1977 ο Χατζιδάκις άνοιξε το Τρίτο και εγώ είχα διαβάσει σε μια εφημερίδα ότι ήθελε να κάνει έναν χώρο που θα δέχεται κάθε είδος μουσικής, ακόμα και δημοτικό τραγούδι. Η Μιράντα Τερζοπούλου, που ήταν ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, έκανε εκπομπές με τραγούδια της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ήρθε και με βρήκε στο κομμωτήριο και μου έδωσε τα τραγούδια, δύσκολα και άγνωστα, και τα ξεσήκωσα «σαν καρμπόν», έτσι μου έλεγε.
Κάναμε περίπου 20 εκπομπές στο Τρίτο, τραγουδούσα α καπέλα και στη συνέχεια με την Καραΐνδρου γράψαμε και το τραγούδι που ήταν σήμα της εκπομπής, «Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια», που ήταν καθοριστικό για την καριέρα μου. «Αυτήν τη φωνή θα τη βάζεις να ακούγεται κάθε μέρα», της είπε ο Χατζιδάκις, «δεν θα της βάζεις μουσικούς γιατί πρέπει να ακούγονται καθαρά τα μελίσματα και η καθαρότητα της φωνής». Στο Τρίτο ήμουνα όσα χρόνια λειτούργησε. Ο Χατζιδάκις με αναγνώρισε, με στήριξε και με έστειλε σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ της Ευρώπης.
Ήταν μια όαση στα πολιτιστικά πράγματα, ένα πολιτιστικό πανεπιστήμιο. Δυστυχώς το αρχείο διαλύθηκε, το ίδιο και τα όνειρα για σειρά δίσκων. Τελικά, έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο στη «Λύρα» το 1982, με την καλλιτεχνική και μουσική επιμέλεια της Καραΐνδρου. Καθυστέρησα πολύ να δισκογραφήσω, αλλά σήμερα σκέφτομαι πως αν κάτι δεν έχει να κάνει με σουξέ ή με την επικαιρότητα δεν έχει σημασία αν βγει νωρίτερα ή αργότερα. Σκέφτομαι συχνά τον Χατζιδάκι. Μετά από τόσα χρόνια απουσίας, αισθάνομαι πως λείπει αυτός ο ογκόλιθος της μουσικής και την έχει αφήσει ορφανή.
Όταν τραγούδησα στο Ζάγκρεμπ το 1979 μαζί με την ελληνική ομάδα αποσπάσαμε το πρώτο βραβείο στο «Jeunesses musicales», μια κορυφαία διάκριση ανάμεσα σε 36 χώρες. Τότε έκανα πλήθος εμφανίσεων σε όλη την Ευρώπη, σε διεθνούς φήμης φεστιβάλ, και περιοδεία στη Γαλλία. Δώσαμε 40 συναυλίες σε περιφερειακά δημοτικά σχολεία σε συνεργασία με το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού. Μάλιστα, μια φορά με πήρε ο Παύλος Ζάννας να πάμε σε ένα φεστιβάλ στη Βαλένθια, το 1986, που τα χρήματα τα έβαλαν οι ίδιοι οι Ισπανοί, παντού μας καλούσαν.
Στο Παρίσι γνώρισα τον Γιάννη Τσαρούχη, στο σπίτι μιας καθηγήτριας της Σορβόνης που δεν θυμάμαι το όνομά της. Ήμασταν εκεί με τον Νίκο Κυπουργό και τον Ψαραντώνη και ο Τσαρούχης καθόταν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοίταζε γύρω αφηρημένος. Πήγα και του μίλησα, με κάλεσε στην έκθεσή του που θα γινόταν λίγο καιρό μετά στην Αθήνα και εγώ άρχισα να του τραγουδάω το «Γιάννη μου, το μαντίλι σου» και έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από τα μάτια του. Από τότε όλες τις φορές που συναντιόμασταν με έβαζε και του το τραγουδούσα. Πήγαινα συχνά στο σπίτι του στο Μαρούσι και όταν έλεγα «θα πάρω μια σκούπα να καθαρίσω», μου έλεγε «εν τη αταξία η τάξις, που έλεγε και ο Ηράκλειτος».
Του πήγαινα εργολάβους από ένα μαγαζί στην πλατεία Μαβίλη, είχε ζάχαρο και δεν επιτρεπόταν να φάει γλυκά, αλλά αυτό μου ζητούσε, σαν σκανταλιάρικο παιδί. Μου έκανε πολλά σκίτσα, μου έφτιαξε ακόμα και σχέδια για τα ρούχα που θα έπρεπε να φοράω, φυσικά δεν τα έραψα ποτέ. Αυτά δεν με ενδιέφεραν, μου άρεσε ότι κάθε φορά που τον έβλεπα ήταν σαν να συναντάω έναν συγγενή μου. Ήταν ένας δαιμόνιος καλλιτέχνης, γεμάτος χιούμορ και σοφία. Μια φορά τον ρώτησα τι θα γινόταν αν δεν ήταν ζωγράφος και μου είπε «καλλιεργητής γης, γεωργός, να παράγω τα προϊόντα που θα χρειαζόμουν για να ζήσω».
Γιώτα Βεη - Σαν Τα Μάρμαρα Της Πόλης
Όταν έκανα παράπονα ότι κάποιοι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν την τέχνη, αυτός ο δοτικός άνθρωπος μου έλεγε: «Οι καλλιτέχνες περιμένουν να τους εκτιμήσουν άνθρωποι που δεν εκτιμούν». Νομίζω ότι γενικά εδώ δεν εκτιμάμε, μας τρώει η ίντριγκα, γι’ αυτό διαλύθηκαν και οι δισκογραφικές εταιρείες, αλλά όταν είναι να γίνει κάτι, θα γίνει, αυτό έχω καταλήξει να πιστεύω, γιατί και στους κύκλους του παραδοσιακού, κι εκεί παίζονται παιχνίδια.
Η Ελένη Καραΐνδρου με πήρε και με πήγε στον Θόδωρο Αγγελόπουλο που θα γύριζε τότε τον «Μεγαλέξανδρο». Πήγαμε και τον βρήκαμε κάπου στην Πελοπόννησο και με έβαλε και τραγούδησα διάφορα δημοτικά, αν θυμάμαι, άρχισα να λέω παραλογές και ακριτικά. Τελικά ο Αγγελόπουλος δεν πήρε την Καραΐνδρου για αυτήν την ταινία, πήρε τον Χριστόδουλο Χάλαρη, αλλά εμένα με κάλεσε να τραγουδήσω. Νομίζω την πίκρανε που πήγα, αλλά εγώ δεν μπορούσα να αρνηθώ, θαύμαζα τον Χάλαρη, που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε με τη βυζαντινοτροπούσα μουσική που τόσο συγγένευε με αυτά τα δημοτικά που εγώ επέλεγα.
Κάναμε τα γυρίσματα με τσουχτερό κρύο στον παλιό Άγιο Παντελεήμονα, ένα χωριό εγκαταλελειμμένο, αφημένο στη μοίρα του. Τραγουδούσα στην πλατεία, στον πλάτανο, μπροστά στον σχεδόν κρεμασμένο ληστή. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές γυρίσαμε τη σκηνή, τα μάτια του Ομέρο Αντονούτσι, του πρωταγωνιστή στην ταινία, έτρεχαν δάκρυα, δεν γνώριζα αν ήταν μέσα στον ρόλο του ή από συγκίνηση. Γύρω δεν ακουγόταν κιχ. Υπήρχε μια μαγεία γύρω μας, μια υποταγή στην προσταγή του αρχηγού που ήταν ο Αγγελόπουλος, που για μένα είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας σκηνοθέτης. Και αυτή είναι μια από τις αλησμόνητες στιγμές της πορείας μου.
Πόσο δύσκολο είναι να επιβληθείς με το δημοτικό τραγούδι! Πρέπει να έχεις πολλή δύναμη για να αντισταθείς και να κάτσεις στη γραμμή που έχεις χαράξει, στην ποιότητα που απαιτεί να έχει η παράδοση. Η παράδοση δεν είναι μια λέξη που έχει γίνει καραμέλα, είναι αυτό που παραδίδεται πλέον στον κόσμο, είναι το απάνθισμα της ζωής, της εποχής, του λαού, όλων των εκφράσεων. Η Ελλάδα έχει τέτοιες παραδόσεις.
Τα πιο πολύπλοκα, τα πιο περίτεχνα τραγούδια είναι της Θράκης, τα ηπειρώτικα, τα ριζίτικα και τα ποντιακά. Ειδικά τα τρία τελευταία έχουν καθαρότητα, με την πρώτη νότα θα καταλάβεις ότι είναι ηπειρώτικο, με την πρώτη λύρα θα καταλάβεις ότι είναι κρητικό. Κρήτη και Πόντος, οι ακρίτες, έχουν μεγάλη συγγένεια, το βλέπεις και στα ρούχα τους τα μαύρα, αυτοί είναι οι δυο μεγάλοι κύκλοι του τραγουδιού, τα ακριτικά και οι παραλογές, που περικλείουν τα πάντα, την κοινωνική ζωή, τον ξενιτεμό, την αγροτική ζωή, πολέμους, λεηλασίες, ιστορία, τον γάμο, την αγάπη.
Τα δράματα όλα είναι εκεί, στις παραλογές. Αυτά είναι τα αγαπημένα μου, αυτά που κουράστηκα να μάθω, έδωσα ψυχή και αίμα. Ένα αρχαγγελίτικο από τη Ρόδο, το «Να ‘μουν πουλί να πέταγα» από τη Θράκη, το «Εχθές βγήκα και πλάγιασα», ένα αργό ηπειρώτικο, το «Τώρα τα πουλιά», το «Τζιβαέρι», το «Με το φεγγάρι περπατώ», αυτά είναι μεγάλα τραγούδια, ένα κλέφτικο, το «Σήκω επάνω, Γιάννο μου», το «Μια κόρη ετραγούδησε σε κρυσταλλένιο πύργο». Όσο και να θέλουμε να χάσουμε την παράδοση, δεν χάνεται, ακόμα και αν ασχολείται ένα πέντε τοις εκατό, γιατί κι εγώ εκεί ανήκω. Θα προχωρήσει. Η παράδοση είναι ζωντανή και παρούσα. Έχουμε μπει σε άλλη εποχή, αλλάζει το κλίμα, αλλά υπάρχουν καλοί και αφοσιωμένοι μουσικοί που την υπηρετούν.
Σήμερα, συγκριτικά με παλιότερα χρόνια, μέσω των μουσικών σχολείων κυρίως, το δημοτικό τραγούδι γνωρίζει μια νέα άνθηση και χαίρομαι που βλέπω νέα παιδιά απαλλαγμένα από κόμπλεξ να ερμηνεύουν άρτια, ακόμα και να διασκευάζουν με επιτυχία, με μια δική τους αισθητική, δίνοντάς του νέα υπόσταση. Τα τραγούδια, ενταγμένα στο σήμερα, ανανεωμένα, ζωντανά, δεν χάνουν τίποτα από τη διαχρονική τους αξία. Για μένα αυτά τα παιδιά είναι άξια θαυμασμού. Έχουν γνώση, παιδεία, που τους επιτρέπει να παίρνουν την ομορφιά της μουσικής και τη σοφία των στίχων και με την ιδιαίτερη δεξιοτεχνία των οργάνων που παίζουν να προσθέτουν φρεσκάδα και αίγλη σε αυτά που ο χρόνος και οι αιώνες φέρνουν σήμερα στις μέρες μας χωρίς να τα αγγίζει η φθορά και η αδιαφορία.
Γιώτα Βεη - Περιπλανώμενη Ζωή
Πιστεύω ότι ο άνθρωπος για λίγα πράγματα πρέπει να παλεύει στη ζωή του, να κρατάει την αξιοπρέπειά του, να επιδιώκει την καλλιέργεια του πνεύματός του, να κερδίζει με τιμιότητα τη ζωή του και να μην αδικεί τον συνάνθρωπό του, να έχει συναδελφικότητα και ευγένεια και τότε η καταξίωση έρχεται, αν και η εποχή μας είναι υλιστική και απάνθρωπη, και συχνά μας βγάζει έξω από ευαισθησίες και μας οπλίζει με σκληρότητα απέναντι στους κινδύνους που μας απειλούν.
Τελικά ήμουνα πάντα ένα αγροτοκόριτσο, στο βάθος, μέσα μου. Ενώ αφομοιώθηκα στην Αθήνα, την αγάπησα, είπα «δεν θα φύγω ποτέ από εδώ», είμαι μια έποικος. Στο βάθος η αναφορά μου είναι το χωριό. Το διαπίστωσα κάνοντας το ντοκιμαντέρ «Του τραγουδιού τα μάγια» για τη ζωή μου. Έπρεπε να γυρίσω πίσω και να τα δω όλα βήμα-βήμα και να τα αφηγηθώ.
Η λιτότητα είναι για μένα τρόπος ζωής, η οικονομία μια καθημερινή άσκηση. Και με πολλά και με λίγα, διαλέγεις τον τρόπο που θέλεις να ζήσεις. Αρκεί να μην είσαι μίζερος και καρμίρης από τη φύση σου. Η πλεονεξία είναι κατάρα και σου στήνει τις χειρότερες παγίδες, αυτό αν αποφύγεις, είσαι ευδαίμων.
Η Γιώτα Βέη θα ερμηνεύσει τραγούδια από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Μεσογειακού Ντοκιμαντέρ, στις 16 Σεπτεμβρίου, στην Πορφυριάδα Σχολή του Καρλοβάσου.