ΠΑΡΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ κοντά, μετά το κλείσιμο του θεάτρου ουσιαστικά επανασυνδέθηκα με τον λόφο του Λυκαβηττού στην εποχή της καραντίνας. Θυμάμαι με νοσταλγία –σα να έχουν περάσει δεκαετίες και όχι μόνο δύο-τρία χρόνια– τα δειλινά της πανδημίας στην «Πράσινη Τέντα» που λειτουργούσε στη ζούλα ως καντίνα. Καναδυό ποτά με θέα την αχανή πόλη (τέσσερα ευρώ το ουίσκι έκανε τότε ενώ μόλις άνοιξε επίσημα το μέρος αργότερα ως τουριστικό κατάστημα πολυτελείας οι τιμές έφτασαν στη στρατόσφαιρα) και μετά επιστροφή πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Η τελευταία φορά που πήγα σε συναυλία στον λόφο θα πρέπει να ήταν στον Rufus Wainwright το 2010. Χαμηλή προσέλευση αλλά εξαίσιες μουσικές και σύντομη γνωριμία με τον καλλιτέχνη ο οποίος υπέγραψε την αφίσα της συναυλίας που κάπου έχω ακόμα.
Προσπαθούσα με αφορμή την επαναλειτουργία του θεάτρου από σήμερα –μετά από δέκα χρόνια– να θυμηθώ κάποιες από τις πολλές συναυλίες, διαδικασία που γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα μπρα ντε φερ με τη μνήμη, από το οποίο μετά από κάποια ηλικία, δύσκολα βγαίνει κανείς νικητής. Πιο έντονες είναι οι αναμνήσεις από τα «περιφερειακά» της εμπειρίας –η άνοδος, τα ραντεβού, τα απρόοπτα, οι παρέες, οι καντίνες, η ουρά για τις μπίρες, η έξοδος, το πριν και το μετά– παρά οι ίδιες οι συναυλίες, παρότι είχα δει πολλούς αγαπημένους καλλιτέχνες στις δεκαετίες του ’80 και, κυρίως, του ’90, αλλά και αργότερα, μέχρι το πρώτο κλείσιμο το 2008.
Έκτοτε, και για πολλά χρόνια, κατοχυρώθηκε στη συνείδησή μου ως ένας από τους πλέον οικείους συναυλιακούς χώρους και σίγουρα ο πιο ευχάριστος, παρότι δεν έλειψαν και τα δυσάρεστα.
Αν δεν με απατά η μνήμη (που σίγουρα με απατά η άτιμη), η πρώτη φορά ήταν αρκούντως επεισοδιακή και «πανκ», ως εκ τούτου συναρπαστική για έναν μαθητή ακόμα, το 1986, στη συναυλία των Last Drive, με τη Γενιά του Χάους μαζί νομίζω, όταν έπεσαν δακρυγόνα ακόμα κι ανάμεσα στους θεατές στις κερκίδες.
Έκτοτε, και για πολλά χρόνια, κατοχυρώθηκε στη συνείδησή μου ως ένας από τους πλέον οικείους συναυλιακούς χώρους και σίγουρα ο πιο ευχάριστος, παρότι δεν έλειψαν και τα δυσάρεστα. Ήμουν εκεί όταν ξέσπασε η βία, τότε που χιλιάδες κόσμου επιχείρησαν να δουν τις Τρύπες με αποτέλεσμα ο χώρος να μετατραπεί σε πεδίο μάχης με πέτρες, λοστούς και πάσης φύσεως υλικά.
Μερικά από τα ονόματα που θυμάμαι να έχω δει (και με την ανησυχητική βεβαιότητα ότι ξεχνάω κάποιους που δεν θα έπρεπε): Peter Gabriel (πλήξη), Bjork (φοβερή), Siouxsie and the Banshees (δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός), Radiohead (μοναδικοί), Smashing Pumpkins (μου άρεσαν πολύ, στην παρέα μου όχι και τόσο), Suzanne Vega (απορώ που την θυμήθηκα), Violent Femmes (αποκοιμήθηκα, αλλά έφταιγαν μάλλον τα απανωτά ξενύχτια), Diamanda Galas (σοκ και δέος), Pet Shop Boys (υπέροχοι), Nick Cave and the Bad Seeds (φοβεροί όπως πάντα υποθέτω, αλλά πιο πολύ θυμάμαι το νταραβέρι μετά με την μπάντα backstage), Bryan Ferry (από τη μέση και μετά), Air (απρόσμενα εξαίσιοι live), Van der Graaf Generator (στη σύντομη επανασύνδεσή τους).
Φοβερά ονόματα, τώρα που τα ξαναβλέπω σε παράταξη. Υποθέτω ότι κάποια στιγμή θα ξαναβρεθώ στον ανανεωμένο χώρο, αλλά δεν το βλέπω να συμβαίνει πολύ σύντομα, ρίχνοντας μια ματιά στις συναυλίες που έχουν ανακοινωθεί για το επόμενο διάστημα και μέχρι τη λήξη της σεζόν, μετά τη σημερινή του Σταύρου Ξαρχάκου που ευχαρίστως θα πήγαινα αλλά είναι εντελώς sold-out: Πυξ Λαξ, Κωνσταντίνος Αργυρός (με εισιτήριο “Backstage Experience” στα 100€), ο «επαναστάτης με το τσέλο» Hauser, Γιώργος Μαζωνάκης, Γιάννης Πλούταρχος, Γιάννης Χαρούλης, Μιχάλης Χατζηγιάννης, Melisses και δεν συμμαζεύεται… Του χρόνου ίσως.