ΜΟΝΟ ΣΤΙΓΜΕΣ ΔΙΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ μια υπόνοια κοινότητας. Όχι την ένωση σωμάτων με βάση ενιαία χαρακτηριστικά. Όχι έθνη και θρησκείες, γένη και ιδεολογίες, όλες τις κλασικές μορφές «κοινού» που έχουν ξεθυμάνει.¹ Μα μια εφήμερη ευθυγράμμιση της επιθυμίας των σωμάτων, μια στιγμιαία σύγκλιση αντίληψης και δράσης, νήμα που δένει τις ζωές με τον κόσμο που φτιάχνουν. Σε γειτονιές, πάρκα, στιγμές – συχνά σε καταλήψεις.
Οι καταλήψεις είναι ιδανικοί παραγωγοί κοινοτήτων. Όταν ένας χώρος ξεφεύγει από τη χρήση του κι εκφράζεται αλλιώς, όταν ένα θέατρο γίνεται ανοιχτή πλατεία (Εμπρός), ένας σκουπιδότοπος κοινωνικό κέντρο (Παπουτσάδικο), ένα δημόσιο κτίριο –που προοριζόταν για mall– δομή στέγασης (Προσφυγικά) κι ένα εργοστάσιο τα πάντα (Υφανέτ), νέες σχέσεις ανθίζουν, νέες δυνατότητες συλλογικών μεταβολών. Ο ανεστραμμένος χώρος ευνοεί τις συναντήσεις. Αντικρίζοντας σώματα σε έναν τέτοιο τόπο, ένα κομμάτι σου ακουμπά ένα δικό τους κομμάτι, τα θραύσματα διαπλέκονται γεννώντας κάτι τρίτο, μια αίσθηση κοινότητας ως σπάνια αλληλουχία.
Η τελευταία επιχείρηση αυτού του κόσμου συνίσταται στη διάλυση των αυθεντικών κοινοτήτων (γειτονιές, κοινωνικά κέντρα, πάρκα) και στην αντικατάστασή τους με εμπορευματοποιημένες προσομοιώσεις του «κοινού».
Γνωρίζω αυτή την αίσθηση. Την έχω ξαναζήσει –συζητώντας για στρατηγική πριν από έναν χρόνο στο Εμπρός∙ ακούγοντας φρέσκα ποιήματα πριν από οκτώ μήνες στο Εθνικό∙ σε μεσημεριανό τραπέζι στη Rosa Nera, σε live για τα δέκατα ένατα γενέθλιά της–, κάθε φορά απ’ την αρχή αυτή η παρουσία. Στην κατάληψη που κάναμε στο Πανεπιστήμιο στην Αγγλία με ανθρώπους που ήρθαν για να μας συναντήσουν, σε αναλύσεις, προβολές, ξέχειλες συνελεύσεις, ξανά αυτή η συνοχή, η ίδια αλληλουχία. Αυτό είναι κοινότητα: η εμπειρία της συνέχειας ανάμεσα στα σώματα και με μια σπιθαμή του κόσμου που δομούν.
«Θα γνωρίζω το όνομά σου χωρίς να σε ξέρω / θα μοιάζεις φίλος / σύντροφος / αδελφός, μητέρα όποια και αν είσαι / και όποιος και αν είσαι / θα είμαι ερωτευμένος μαζί σου πριν σε γνωρίσω».² Νέες μορφές συσχετισμού, νέοι μεταδοτικοί τρόποι ζωής στις καταλήψεις. Όταν ένας τρόπος ζωής εγείρει την επιθυμία όσων τον συναντάνε –ακριβώς επειδή είναι πιο ελκυστικός από τις μικροπρέπειες του τυποποιημένου κόσμου–, τότε η ισχύς αυξάνεται, το «πιθανό» αλλάζει, τότε αγαπιέσαι στα τυφλά.³ Στον βαθμό που κάποιες καταλήψεις αποφεύγουν τον κίνδυνο του περιχαρακώματος και της αναδημιουργίας σκληρωτικών αποκλεισμών και ταυτοτήτων –στον βαθμό που ανοίγονται στον κόσμο– παράγουν κοινότητα, δεσμούς που ρέουν εντονότερα από τις αφαιρέσεις των εθνών.
Άμα το κράτος προσπαθεί να σπάσει τις καταλήψεις, αν διμοιρίες εκκενώνουν τα Ζιζάνια και το Άνω Κάτω Πατησίων, ενώ η χώρα καίγεται και άνθρωποι απανθρακώνονται στον Έβρο∙ αν μπαίνουν μετά από είκοσι χρόνια στην Πολυτεχνειούπολη∙ αν μπουκάρουν στον Ευαγγελισμό στην Κρήτη βασανίζοντας ένα παιδί ώσπου αυτό να πηδήξει απ’ την ταράτσα∙[4] άμα το κράτος προσπαθεί να «ξαναπάρει» χώρο, αυτό δεν γίνεται λόγω κάποιας προσκόλλησης στον «νόμο και την τάξη».
Το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν σπάει τις καταλήψεις επειδή μισεί την κοινότητα, μα για να προωθήσει τη δική του μορφή «κοινότητας», μια μορφή η οποία ορίζεται από την αγορά: ευπρεπείς, «αναβαθμισμένοι» χώροι που φέρνουν τον κόσμο κοντά για όσο κρατά μια βόλτα – στον Στρέφη, στου Φιλοπάππου, στο Πάρκο Δρακοπούλου. Για να στηθεί αυτή η απόπειρα εξομοίωσης κοινότητας απαιτείται μια ολόκληρη πολεοδομική εκστρατεία. Η πραγματικά κοινοτική σχέση με τον χώρο πρέπει να εξοριστεί, τα πλαίσια που την εκφράζουν –πάρκα, πλατείες, λόφοι και καταλήψεις– οφείλουν ν’ αλλάξουν.
Στην πραγματικότητα, η υπόσχεση της κοινότητας είναι ένα απ’ τα βασικά προϊόντα που πλασάρει ο σύγχρονος καπιταλισμός.[5] Σήμερα, που όλες οι παραδοσιακές μορφές κοινότητας ξεφτίζουν, που το νόημα γλιστράει απ’ τις ζωές όπως το ψαχνό από τα κόκαλα στη χύτρα, που ο ατομικισμός καλπάζει ανυπέρβλητος και δίχως χαλινάρι, το σύστημα προσπαθεί να πουλήσει συνοχή. Στα social media, στις νέες εταιρείες με τα αφεντικά που βγάζουν τους υπαλλήλους για ποτά, στις τσόντες – παντού μια προσομοίωση σύνδεσης με τους άλλους.
Προπαντός, στα προπύργια του εξευγενισμού, στις χίπστερ επιτελέσεις που συνωστίζονται στα «κουλ» σημεία της «εναλλακτικής» Αθήνας, στιγμιότυπα ενός κόσμου οργανωμένης σήψης που μασκαρεύονται σε καταλήψεις. Η τελευταία επιχείρηση αυτού του κόσμου συνίσταται στη διάλυση των αυθεντικών κοινοτήτων (γειτονιές, κοινωνικά κέντρα, πάρκα) και στην αντικατάστασή τους με εμπορευματοποιημένες προσομοιώσεις του «κοινού».
Αυτή η απόπειρα αντικατάστασης είναι καταδικασμένη ν’ αποτύχει. Δεν μπορείς να πουλήσεις κοινότητα, όπως δεν μπορείς να αγοράσεις συνοχή, για τον απλούστατο λόγο ότι «τα σώματα δεν λέγονται∙ η σκέψη δεν συνοψίζεται∙ το νόημα ρέει μόνο μέσα από ρωγμές∙ τα τοπία μάς αντικρίζουν και οι πέτρες κατοικούν γύρω μας∙ η αγάπη είναι μια ακατανόητη μορφή ζωής∙ η δύναμη δεν ταυτίζεται με την ισχύ»∙ η κοινότητα δεν προσομοιώνεται∙ «η πραγματικότητα δεν ψηφιοποιείται».[6]
[1] Που έχουν, πιο σωστά, ξεμπροστιαστεί ως κούφιες υποθέσεις – γιατί απομονώνουν περισσότερο απ’ ό,τι ενώνουν, γιατί οι διαφορές ανάμεσα στα «μέλη» τους υποσκιάζουν πάντοτε κάθε κοινό στοιχείο.
[2] Τ. Σαγρής, Βρες ένα τρόπο να συναντηθούμε.
[3] S. Hartman, «Η αναρχία των έγχρωμων κοριτσιών που συναθροίζονται με εξεγερμένο τρόπο», στο Η Αφροδίτη σε δύο πράξεις, μτφρ. Α. Ιωαννίδης-Γ. Προδρόμου, Τοποβόρος, 2020.
[4] Μαρτυρία για τη βίαιη αστυνομική επιχείρηση στην κατάληψη Ευαγγελισμού.
[5] Όπως γράφουν κάποιοι φίλοι, των οποίων τα ονόματα ντρέπομαι ν’ αναφέρω –των οποίων τα ονόματα δεν ξέρω–, «τι είναι η σύγχρονη ζωή, αν όχι η υπόσχεση της κοινότητας, αθετημένη;».
[6] Παραποιημένο από: Σ. Ρέγκας, «Οι περιπέτειες του συναισθήματος», Kaboom #7.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.