«Ακραία φεμινίστρια». «Φεμιναζί» (ή «φεμιναζίδιο»). «Μίσανδρη». «Αναρχο-άπλυτη»: από την άνθηση του πρώτου κύματος φεμινισμού και το άγριο κεφαλοκλείδωμα της Σιμόν Ντε Μποβουάρ σε κοινούς πατριαρχικούς όρους, μέχρι τις μέρες μας, οι παραπάνω χαρακτηρισμοί απευθύνονταν συλλήβδην στις φεμινίστριες –όποιου ρεύματος και όποιας σχολής, ανεξαιρέτως και συστημικά– ακόμα και σε εκείνες που καταδικάζουν απερίφραστα την όποια πράξη ή έκφραση βίας.
Άλλωστε, η γενίκευση και το τσουβάλιασμα όρων και ορολογιών είναι κάτι που βολεύει τις καπιταλιστικές αυτοματοποιημένες κοινωνίες, όταν πρέπει να εξαιρεθεί, στιγματιστεί και απαλειφθεί οποιαδήποτε προσπάθεια να έρθουν στον δημόσιο διάλογο τα έμφυλα ζητήματα.
Ωστόσο, υπάρχουν και σοβαρές ή έστω οργανωμένες προσπάθειες να αναλυθεί, εξηγηθεί και αποδελτιωθεί η φεμινιστική βία και να φωτιστούν τα πιο βαθιά σκοτάδια του φεμινισμού, οι ταμπού συζητήσεις φεμινιστριών σε όποιον πολιτικό χώρο κι αν ανήκουν (σ.σ.: εδώ κάποι@ θα «κλωτσήσουν» ενιστάμεν@ ότι μόνο η αριστερά παράγει τίμιες φεμινιστικές φωνές και ίσως δεν θα έχουν και απολύτως άδικο).
Τι ακριβώς συζητάμε εδώ όμως; Το πώς η φεμινιστική βία μπορεί να αποτελεί ακραιφνή και τελευταία απόπειρα απάντησης στις βίαιες πρακτικές της πατριαρχίας; Και γιατί κάτι τέτοιο το συζητάμε χαμηλόφωνα και κάπως απολογητικά;
Σε αυτές τις ερωτήσεις αποφάσισε να απαντήσει η Irene (πλήρες όνομα Irene García Galán) μέσα από ένα μικρό βιβλίο αφιερωμένο στην καταγραφή και (μια κάποια) εξήγηση του εξτρεμιστικού φεμινισμού.
Μπορεί να περνά από το μυαλό της κάθε μιας από εμάς φευγαλέα, μπορεί ο ρόλος της τιμωρού να παρηγορεί και να ανακουφίζει στιγμιαία το τραύμα, όμως εκείνο που πραγματικά επιθυμούν όλα τα κινήματα ισότητας είναι απόδοση δικαιοσύνης και αποτροπής τέτοιων εγκλημάτων. Άνδρες συμμάχους και έμπλεους συναίσθησης. Κοινωνίες που κατανοούν ότι η τοξική αρρενωπότητα σκοτώνει εξίσου γυναίκες και άνδρες, απλώς οι πρώτες είναι οι συχνότεροι, οι ευκολότεροι και οι πρόδηλοι στόχοι της.
Ο «Φεμινιστικός Τρόμος» σε μετάφραση Νίκου Μαρούπα (Εκδ.: «Οι εκδόσεις των συναδέλφων») είναι μία petite ανθολογία φεμινιστικής βίας από τα βάθη των αιώνων μέχρι το αποκτηνωμένο σήμερα. Η Galán –η οποία συστήνεται ως αναρχοφεμινίστρια, συγγραφέας και ακτιβίστρια– πιάνει την ιστορία από το 1593, έτος γέννησης της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι. Της για χρόνια αποσιωπημένης ζωγράφου Τζεντιλέσκι. Της ζωγράφου που επέζησε του βιασμού της από τον ίδιο της τον δάσκαλο, Αγκοστίνο Τάσι. Της ζωγράφου που για να γιατρέψει το τραύμα ενός τέτοιου εγκλήματος εξουσίας, υπήρξε η πρώτη καλλιτέχνις που απεικόνισε τη γυναικεία βία εναντίον ανδρών.
Και ναι, η Galán ξεκινά με το πασίγνωστο θέμα της αποσιωπημένης και βαθιά κακοποιημένης Τζεντιλέσκι, καταπιάνεται με ιστορίες κτηνώδους κακοποίησης γυναικών που συγκλόνισαν τη χώρα προέλευσής τους και τον κόσμο (ενδεικτικές οι ιστορίες της Άνα Οράντες και της Μαρία Ντελ Κάρμεν Γκαρσία από την Ισπανία, της Νουρά Χουσεΐν από το Σουδάν και της Ντιάνα από τη Σιουδάδ Χουάρεζ), φέρνει σε επαφή την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία (έξοχη η ανάλυση για τη Λιζμπέτ Σάλαντερ του «Millenium» και του Στιγκ Λάρσον), όμως...
Όμως, μέσα σε τόσες ιστορίες απερίγραπτης βίας εναντίον γυναικών γίνεται και ένα καθόλου τυχαίο, κάπως άτεχνο και σίγουρα επιτηδευμένο πέρασμα από τη Βάλερι Σολάνας και το Scum Manifesto της. Ναι, στόχος της Galán είναι να μιλήσει με ειλικρίνεια και ενάργεια για το τι πραγματικά θα συνέβαινε στον κόσμο, αν οι άνδρες άρχιζαν να νιώθουν στο πετσί τους τι πραγματικά σημαίνει τρόμος. Αν αντιστρέφονταν οι όροι και η φρικτή πιθανότητα ενός βιασμού / ξυλοδαρμού / άγριων βασανιστηρίων είχαν αποδέκτες άνδρες και δράστες γυναίκες. \
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «εφόσον η λογική, η ενσυναίσθηση και η ντροπή δεν φέρνουν τον τερματισμό της μισογυνικής βίας, της πατριαρχικής καταπίεσης, των βιασμών, των σεξουαλικών κακοποιήσεων και των γυναικοκτονιών, η μόνη διέξοδος που έχει απομείνει είναι ίσως η πρόκληση πραγματικού φόβου».
Όμως, εδώ τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς είναι άλλο πράγμα η πρόκληση φόβου και κάτι εντελώς διαφορετικό η βία, η ωμή απρόκλητη βία. Όσο και αν τώρα είμαστε σε θέση να συναισθανθούμε την τρικυμιώδη, γεμάτη τραύματα, απορρίψεις, απογοητεύσεις και εμπαιγμούς ζωή της Σολάνας, που τελικά την ώθησαν σε ακραίο μίσος για τους άνδρες, όσο κι αν κάθε μέρα γίνονται όλο και πιο οδυνηρές οι αξιώσεις για αποτελεσματικές λύσεις σε έμφυλα ζητήματα, η «ανάμειξη» της περίπτωσής της με τις ιστορίες γυναικών που δεν είχαν άλλη εναλλακτική από τη βία, είναι άστοχη και προβληματική.
Μισό λεπτό, όμως: αυτό δεν επιθυμούμε διακαώς; Το να νιώσει για μια στιγμή (ή και περισσότερες) ο κάθε κακοποιητής, ο κάθε βιαστής, ο κάθε γυναικοκτόνος την ανάγκη να προσευχηθεί για τη ζωή του; Να εκλιπαρίσει για το έλεος μας, όπως οι επιζώσες ή τα θύματά του; Όχι. Μπορεί να περνά από το μυαλό της καθεμιάς από εμάς φευγαλέα, μπορεί ο ρόλος της τιμωρού να παρηγορεί και να ανακουφίζει στιγμιαία το τραύμα, όμως εκείνο που πραγματικά επιθυμούν όλα τα κινήματα ισότητας είναι απόδοση δικαιοσύνης και αποτροπής τέτοιων εγκλημάτων. Άνδρες συμμάχους και έμπλεους συναίσθησης. Κοινωνίες που κατανοούν ότι η τοξική αρρενωπότητα σκοτώνει εξίσου γυναίκες και άνδρες, απλώς οι πρώτες είναι οι συχνότεροι, οι ευκολότεροι και οι πρόδηλοι στόχοι της.
Και επίσης, η Galán δεν εφευρίσκει και την πυρίτιδα ακριβώς (ασχέτως που δεν αποκηρύσσει ευθέως το ενδεχόμενο να πάρουμε όλες ένα όπλο...). Ναι μεν κάνει ένα ωραίο (ιστορικό) μάζεμα της καταπιεσμένης οργής και των αποσιωπημένων θηριωδιών εναντίον γυναικών, αλλά αυτά που υποστηρίζει, δεν τα σερβίρει πρώτη.
Είχε προηγηθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 –και επανήλθε μέσα στα '00s– η πραγματικά ριζοσπαστική Βιρζινί Ντεπάντ. Μόνο η Ντεπάντ είναι ένα αυτόφωτο σύμπαν με μία πολύ βασανισμένη προσωπική ιστορία και μια διαδρομή που εξηγούσε την οργή και το φεμινιστικό μανιφέστο της είτε μιλάμε για το εμβληματικό «King Kong Theory» είτε για το προβοκατόρικο και τόσο αληθινό «Baise Moi» που έκανε τους γαλλικούς κινηματογράφους να σείονται από το αφήγημά της.
Αυτήν, η Galán την ξεπετά με δυο τρεις αράδες, λες και δεν αναφέρεται στη γυναίκα που τα ‘πε όλα αναφορικά με τον φεμινιστικό εξτρεμισμό στην καθωσπρέπει, αλλά απολύτως κακοφορμισμένη Γαλλία του ‘90. Αστεία πράγματα. Όσο αστεία είναι και η εξήγηση που καθιστά τη φεμινιστική βία ανατρεπτική εν συγκρίσει με την πατριαρχική βία που είναι καταπιεστική. Όσο προχωρούν οι σελίδες, τόσο προχωρά και η αστεία ανάλυση, κατά την οποία «για τις γυναίκες η βία είναι εργαλείο», ενώ για τους άνδρες απλώς το προνόμιό τους. Όλο αυτό, βαρύ πλην αμάσητο, με μόνο θεωρητικό υπόβαθρο τις Σουφραζέτες του 1900 (και την εξτρεμιστική δράση τους) και μετά με το σερί γυναικοκτονιών στη Σιουδάδ Χουάρεζ στο Μεξικό. Εκεί κι αν μπερδεύεται (καθόλου γλυκά) η βία με τη νόμιμη αυτοάμυνα, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις.
Για τη νεαρή συγγραφέα (μόλις 23 ετών), που αυτοπροσδιορίζεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ως αναρχοφεμινίστρια, αντιφασίστρια και αντικαπιταλίστρια και εξέδωσε αυτό το μικρό βιβλίο μέσω συμμετοχικής χρηματοδότησης, όλες αυτές οι ιστορίες βίας βοήθησαν στην κοινωνιολογική πρόοδο των γυναικείων δικαιωμάτων. Υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας σ’ αυτό το άλμα σκέψης, αλλά καλώς ή κακώς από τις λιγοστές σελίδες του βιβλίου της και από τις πολύ συγκεκριμένες ιστορίες που αποφασίζει να παραθέσει λείπουν μερικά βασικά συστατικά.
Κατ’ αρχάς, η έλλειψη αντίστοιχου παραδείγματος έστω και στη σφαίρα του φαντασιακού: τι θα συνέβαινε αν υπήρχε, παραδείγματος χάριν, μια γυναικεία Χαμάς; Πόσο θα διέφερε στη δράση και στη λειτουργία της από τα αίσχη που παρακολουθούμε εδώ και χρόνια με αποκορύφωμα τις πρόσφατες κτηνωδίες στο Ισραήλ; Δεν θα ήταν αυτός ένας γυναικείος σχηματισμός που απλώς ακολουθεί το ακραία πατριαρχικό παράδειγμα;
Επίσης, από το βιβλίο απουσιάζει σχεδόν παντελώς κάθε αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο από το οποίο τελικά φιλτράρονται όλες αυτές οι αλλαγές που αναγνωρίζει ότι συμβαίνουν, όπως και οι αγώνες πολλών συναδελφισσών της από θέσεις ευθύνης.
Οι τελευταίες γνωρίζουν πολύ καλύτερα ότι η καταγραφή, η επιμονή και η αλλαγή παραδείγματος, κοινώς η μη βία και η διαρκής επανεκπαίδευση των κοινωνικών δομών «υπογράφει», τελικά, την όποια αλλαγή – έστω και με καθυστέρηση.