[Στην Ντέπυ και τον Τόμυ]
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ χιλιάδες σημεία όπου καταθέτουμε οικειοθελώς τα μυστικά μας. Δεν είναι τραπέζια σε καφέ και εστιατόρια, δεν είναι παγκάκια σε πάρκα ή πλατείες, δεν είναι μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα, δεν είναι ήσυχοι πεζόδρομοι ή φασαριόζικες πολυθρόνες κομμωτηρίου. Και ούτε εξομολογητήρια σε εκκλησίες είναι, παρόλο που μοιράζονται με αυτές το ίδιο branding, τον σταυρό. Έναν πράσινο σταυρό, συνήθως σχηματισμένο από αεικίνητα led, που αναβοσβήνουν σε τρελές χορογραφίες, πριν καταλήξουν στιγμιαία στη σύνθεση των δύο κάθετων γραμμών του. Είναι τα φαρμακεία, ναι. Και, κυρίως, τα φαρμακεία στις γειτονιές.
Tο σκηνικό είναι κοινό: ένας πάγκος, ένα ψηλό διαφανές διαχωριστικό –στοιχείο της μετά COVID-19 εποχής– και πολλά ράφια, ανοιχτά ή προστατευμένα, φορτωμένα άγνωστα και γνώριμα φιαλίδια ή κουτιά. Εύκολα παυσίπονα και φάρμακα βαριά, δίπλα σε σειρές προφυλακτικά και λιπαντικά τζελ. Ο έρωτας και ο θάνατος, η ηδονή και η φθορά, ένα ράφι απόσταση. Μυστήριο και μπαναλιτέ σε πλήρη ισορροπία, το ίδιο ανθεκτικό κράμα μαγείας που περιέγραφε ο Σαίξπηρ μιλώντας για εκείνο το φαρμακείο στη Μάντοβα απ’ όπου προμηθεύτηκε ο Ρωμαίος το ακριβό του φαρμάκι: «Γύρω στα ράφια, σκορπισμένοι σαν επαίτες, / ένας θλιμμένος συρφετός άδεια κουτιά, / πράσινα πήλινα δοχεία, φούσκες ζώων, / σπόροι που μούχλιαζαν, παλιά κομμάτια σπάγκος, / και ροδοπέταλα ξερά εδώ κι εκεί - / ένα ανήμπορο στημένο σκηνικό».¹
Νιώθεις πως εδώ ό,τι θα πεις ακούγεται, εσωτερικεύεται και λύνεται. Τα λες και «καθαρίζεις» επιτόπου με ένα χάπι.
Τα φαρμακεία στις γειτονιές διακοσμήθηκαν κάποτε από επαγγελματίες. Μα από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια, εκατοντάδες πελάτες, εφημερίες και διανυκτερεύσεις. Οι ανάγκες και οι εποχές πρόσθεσαν ατάκτως τις πινελιές τους – τον καναπέ με τη δερματίνη και το τραπεζάκι από μέταλλο και μελαμίνη. Όμως αυτά είναι και τα προαπαιτούμενα για την «εξομολόγηση», την καλή, τη σωστή, την αυθόρμητη, την impromptu, τη μη επαγγελματική και επιτηδευμένη. Μιλάμε για αυτή την οικεία ζεστασιά της ελαφράς ακαταστασίας, που επιπλέον μυρίζει απολύμανση. Νιώθεις πως εδώ ό,τι θα πεις ακούγεται, εσωτερικεύεται και λύνεται. Τα λες και «καθαρίζεις» επιτόπου με ένα χάπι.
Το καθημερινό τελετουργικό στηρίζεται σε διαλόγους που ανοίγουν με την απαγγελία ενός ΑΜΚΑ ως προοίμιο, για να εξελιχθεί λίγο μετά σε κάποιο μονόπρακτο, με πρωταγωνιστή τον πόνο, την αγωνία, την περιέργεια, μπορεί και τη χαρά. Στον πάγκο του φαρμακείου κατατίθενται συμπτώματα: πονοκέφαλος, βήχας, στυτική δυσλειτουργία, κρύωμα, δυσκοιλιότητα, τριχόπτωση, σκασμένες φτέρνες, δυσμηνόρροια, κίτρινα δόντια, σημάδια από τσιμπήματα εντόμων, αϋπνία. Εδώ επικρατεί ένα επίμονο, παραπονιάρικο α΄ ενικό πρόσωπο και μάλιστα δυσανάλογα μεγαλοφώνως: έχω έναν πόνο, έχω ένα έκζεμα, έχω τον λαιμό μου, δεν αντέχω μ’ αυτό το κότσι, ανησυχώ για την πίεση, θέλω κάτι για την πιτυρίδα, παίρνω αντιπηκτικά, ξεκινάω στατίνες, ζήτησα την υγρή πρόπολη, σας χρωστάω μια συνταγή, ήρθα για τα ομοιοπαθητικά, ξέχασα-θέλω-και-μάσκες, χρειάζομαι ένα ράπιντ.
Πιο ήσυχα και πιο σεμνά, κάποιοι νέοι φέρνουν την ακμή τους και ζητούν κρέμες και ειδικά σαπούνια ή απλώνουν με άγχος στον πάγκο ένα νεοαποκτηθέν αυτοάνοσο. Αποφασισμένοι και με δυσκολία προσπαθούν να συνεννοηθούν οι νεοφερμένοι στη χώρα και οι αλλοδαπές κυρίες που συνοδεύουν ηλικιωμένους και ηλικιωμένες. Διερμηνεία χρειάζεται πάντως πιο συχνά για τους μεγαλύτερους σε ηλικία που προσέρχονται μόνοι: τόσα ξενικά ονόματα φαρμάκων και ουσιών, τόση άυλη ευκολία απέναντι στη δική τους αντικειμενική αδυναμία μοιάζει αδύνατο να μεταβολιστούν.
«Εδώ γνωρίζω ηλικιωμένους / που αν τους ρωτήσεις απαντούν / και μόνον τ’ απαραίτητα / σε μια γλώσσα παλιά / ευγενική σανσκριτική ακατανόητη / κι ύστερα πάλι φυγαδεύονται / στη μερική τους άνοια, μακρινοί».² Είναι αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι που έρχονται ξανά και ξανά, ακολουθώντας την περιοδικότητα των συνταγών του γιατρού που καθορίζει τις ζωές τους ή ακόμα και υπερβαίνοντάς τη. Γι’ αυτό ταίριαξε και τόσο καλά ο περιοδικός πίνακας των χημικών στοιχείων που είδα έξω από κάποιο φαρμακείο, σαν απόφθεγμα έξω από σχολή φιλοσοφίας. «Όλα είναι χημεία», μοιάζει να λέει.
Και οι άνθρωποι πίσω απ’ τον πάγκο; Οι φαρμακοποιοί και οι υπάλληλοι φαρμακείου; Ακούραστοι ή εξουθενωμένοι, γελαστοί ή τυπικά ευγενικοί, εκνευριστικοί ή εκνευρισμένοι, αποκρίνονται σε ερωτήσεις που δεν απαντώνται, ενώ παράλληλα απομνημονεύουν ΑΜΚΑ και ονόματα τακτικών πελατών («κάποτε με ήξερε ο μπάρμαν με το μικρό μου όνομα, τώρα με ξέρει ο φαρμακοποιός», λέει ένα γλυκόπικρο meme που κυκλοφορεί ανάμεσα σε φίλους των -ήντα).
Ίσως να βρίσκουν κάτι χαριτωμένο ανάμεσα σε όλα αυτά, ίσως όμως σχολώντας κάθε μέρα να αποτινάζουν με μανία τη «χημεία» με τους πελάτες, σαν να φοβούνται μην τυχόν και επιβεβαιώσουν τον Επίκτητο: «Αν περνάς πολύ καιρό μαζί με κάποιον, είτε κουβεντιάζοντας μαζί του είτε πίνοντας μαζί του είτε απλώς ερχόμενος σε συχνή επαφή μ' αυτόν, τότε αναγκαστικά ή θα του μοιάσεις εσύ ή αυτός θα γίνει σαν εσένα».³
Ο Οκτώβρης είναι η εποχή των φαρμακείων. Τώρα που «παρελήφθησαν τα νέα αντιγριπικά εμβόλια», τώρα που αρχίζουν τα κρυολογήματα, τώρα πυκνώνουν οι πελάτες και ανοίγουν οι δουλειές. Και κάθε φορά υπάρχει πίσω απ’ τον πάγκο ένας άνθρωπος που ακούει και μπορεί στα σίγουρα να πει πως «παρελήφθησαν τα νέα» του καθενός μας.
«Να, στην υγεία της αγάπης μου (πίνει). Καλά / μου το ‘πες, φαρμακοποιέ. Τα φάρμακά σου / αμέσως ενεργούν. Μ’ ένα φιλί, πεθαίνω (πέφτει)».*
¹Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος & Ιουλιέττα (Πράξη E’), μτφρ. Διονύσης Καψάλης, Gutenberg, 2018
²Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα Τόμος Β, 2001-2013, ΣΤΑ ΞΕΝΑ «Νο16. Ο Ενικός, Χτυπήματα στην Πλάτη», Κέδρος, 2013
³Eπίκτητος, Η Ελευθερία, «Για τις κοινωνικές συναναστροφές Β’», μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, 2017
Η Έφη Κασούρα σπούδασε Κοινωνική Ψυχολογία στο EΚΠΑ και το Paris X - Nanterre. Eίναι Διευθύντρια Δημιουργικού σε εταιρία επικοινωνίας.