ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ γεμάτο απανωτές συγκρούσεις και πολέμους είναι άπειροι οι λόγοι για να επικαλούμαστε εκ νέου τον Τζόζεφ Κόνραντ. Παρά την ανειλικρίνεια της εποχής του, όπως και της σημερινής, που είναι γεμάτη από ψεύτικες ιδεολογίες και αδιέξοδες θεωρίες, ο Κόνραντ μιλούσε για αλήθειες που έσχιζαν σαν μαχαίρι το υπογάστριο της διανόησης και ως αντιστάθμισμα έβρισκε λέξεις που διατηρούσαν αυτούσιο τον μυστικό τους χαρακτήρα. Γνωρίζοντας με τον τρόπο του Μέλβιλ ότι η ποίηση των ναυτικών είναι η έκφραση του βιωμένου σκότους, πολεμούσε όσο μπορούσε τους παραδεδομένους, κατεστημένους ποιητές και υποτιθέμενους εκφραστές της πνευματικότητας, δίνοντας έμφαση στην καθαρότητα και στην ιεροφαντική αλήθεια (στην Τύχη υπάρχουν ολόκληρες παράγραφοι όπου καταστηλιτεύει τον ποιητή πατέρα του καπετάνιου Άντονι και το σινάφι του).
Άλλωστε, επιλέγει σχεδόν πάντα για κεντρικό του ήρωα τον Μάρλοου, έναν μεγάλο κυνικό, επίσης θαλασσοδαρμένο ναυτικό που έχει ταξιδέψει στις άκρες του κόσμου και έχει γνωρίσει τον πόνο, την οδύνη και τον φαρισαϊσμό των ανθρώπων. Όλοι οι ήρωες του Κόνραντ έχουν στοιχεία από τον ίδιο, από τον μοναχικό ναυτικό στον Λόρδο Τζιμ, που φωνάζει «κρεμάστε τις ιδέες», μέχρι τον Κουρτς της Καρδιάς του σκότους, που ουρλιάζει η «η φρίκη! Η Φρίκη!» όταν αντιλαμβάνεται πως τίποτα δεν είναι ικανό να απεικονίσει με ακρίβεια τον υπαρξιακό του τρόμο και το μοναχικό του πεπρωμένο.
Πέρα από τις αφορμές για επισκόπηση, τα μεγάλα δώρα που μας αφήνει ο Κόνραντ μέσα από τα βιβλία του είναι αυτά της εξαίσιας γλώσσας και λογοτεχνικής μαεστρίας, καθώς ανασκαλεύουν τις πιο άγριες όψεις του ανθρώπου με έναν τρόπο που σήμερα μοιάζει πιο επώδυνος, καίριος και επίκαιρος από ποτέ.
Επομένως, κόντρα στις ιδεολογίες αλλά και στις θεωρίες περί ελεύθερης βούλησης, που ήταν τότε της μόδας στον βρετανικό κόσμο, ο Κόνραντ επέμενε ότι κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του, γνωρίζοντας ότι η ζωή παραμονεύει στη γωνία, προβάλλοντας διάφορες επιφανειακές επιλογές, όπως οι Σειρήνες στον Οδυσσέα. Ίσως η μόνη πραγματική επιλογή να ήταν ο θάνατος: ο Μάρτιν Ντεκούντ, ο μοναχικός ναυαγός στο έρημο νησί στον Νοστρόμο, δεν χρειάστηκε να περιμένει για να δει τις κακές εκπλήξεις που του επιφύλασσαν η απανθρωπιά και η μοίρα, επιλέγοντας σε αυτό το γεμάτο γαλήνη και ομορφιά τοπίο να στρέψει το περίστροφο προς τον εαυτό του και, σε αντίθεση με τον Κόνραντ που είχε κάνει μια αντίστοιχη απόπειρα, να πετύχει με ακρίβεια τον στόχο.
Στο ίδιο μήκος φιλοσοφικού νήματος, η Τύχη, παρά το εξωραϊσμένο τέλος, δεν φέρει τυχαία αυτόν τον ειρωνικό τίτλο, αποκαλύπτοντας τα πολλαπλά αδιέξοδα, παρά τις ευκαιρίες που προκαλεί η τύχη στο γένος των ανθρώπων. Ωστόσο εδώ η βαρβαρότητα φαίνεται στους ανάλγητους εκφραστές της ανώτερης τάξης που μπορούν να θυσιάσουν ανθρώπινες ψυχές στο όνομα των άτεγκτων κανόνων τους.
Ένα τέτοιο θύμα μιας ανάλγητης γκουβερνάντας με ευγενική καταγωγή και μιας αστής φεμινίστριας, της κυρίας Φάιν, που έσπευσε να την υιοθετήσει, ενόσω ο τραπεζίτης πατέρας της βρισκόταν στη φυλακή, είναι η έφηβη Φλόρα ντε Μπαράλ. Παρότι δεν ακούμε ποτέ σε πρώτο πρόσωπο τον λόγο της, παρά μόνο μέσα από τις αφηγήσεις άλλων, είναι σαφές πως η άτυχη Φλόρα είναι ένα «παθητικό» θύμα της μοίρας, αν και προς το τέλος του βιβλίου είναι αυτή που σέρνει στην άμαξα τον αποφυλακισμένο πατέρα της, επιδιώκοντας την επανασύνδεσή τους.
Ωστόσο είναι αφημένη στο έλεος της επιθυμίας των γύρω της και των σχεδίων που ετοιμάζουν γι’ αυτήν, από τις ανάλγητες γυναίκες που την περιστοιχίζουν μέχρι τον πολύ μεγαλύτερο από εκείνη σε ηλικία αδελφό της Φάιν, γιο ενός φημισμένου ποιητή, κα τον πλοίαρχο Άντονι, ο οποίος την κλέβει με τους όρους του ιπποτικού μυθιστορήματος, για να την πάρει μαζί του στο γεμάτο εκρηκτικά πλοίο Φερντέιλ, μέχρι τον αδιάφορο πατέρα της και ολόκληρο το πλήρωμα που δεν βλέπει με το καλύτερο μάτι τη γυναικεία παρουσία. Εξαίρεση αποτελεί ο σχεδόν συνομήλικός της ανθυποπλοίαρχος Πάουελ, ο οποίος θα παίξει καταλυτικό ρόλο ως τριταγωνιστής στην εξέλιξη της πλοκής. Από την πλευρά του, ο νεαρός Πάουελ είχε αποδεχτεί ήδη ως θείο δώρο και ως κάλεσμα της μοίρας την ξαφνική ναυτολόγησή του στο πλοίο του Άντονι, όταν τον συνάντησε εντελώς τυχαία στο ναυτιλιακό γραφείο του συνονόματού του, διευθυντή Πάουελ.
Καταθέτοντας, μάλιστα, από πρώτο χέρι τη δική του άποψη για όλα όσα έχουν συμβεί μέσα από συνομιλίες σε ένα περίεργο τραπέζι από αυτά που συνηθίζει να στήνει ο Κόνραντ στα βιβλία του, με τον Μάρλοου στον κλασικό ρόλο ενός σκεπτικού και αμφισβητία φιλοσόφου Σωκράτη, ο νεαρός Πάουελ θα φέρει με την εξιστόρησή του τη δυναμική που εκφράζουν, κόντρα στις παγιωμένες αντιλήψεις και την αρτηριοσκληρωτική αίσθηση του χρόνου, τα νιάτα (κάτι που ο Κόνραντ επαναλαμβάνει και στην ομώνυμη νουβέλα του). Αυτά εκπροσωπεί ο Πάουελ ως μοιραίος χαρακτήρας και ως απτή απόδειξη ότι από τα νιάτα απουσιάζουν η δόλια σκέψη και η επικίνδυνη στρατηγική που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ανηλεείς κυνηγούς και θύτες.
Γι’ αυτό και όλα όσα συμβαίνουν στη συνέχεια, με το γαϊτανάκι των ιστοριών να περιπλέκονται, με κύρια, ωστόσο, αναφορά το μοιραίο πρόσωπο της δύστυχης Φλόρα ντε Μπαράλ, δεν είναι παρά η απόδειξη ότι ο άνθρωπος, ακόμα και στις καλύτερες κοινωνικές τάξεις, δεν ωριμάζει όταν μεγαλώνει αλλά αλλοτριώνεται, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να αντισταθεί στην πιο ουσιαστική του μοίρα, που είναι ο χαρακτήρας του (το γνωστό «ήθος ανθρώπω δαίμων»).
Η ιδιοσυγκρασία, την οποία επαναφέρει ο Κόνραντ ως μοιραίο παράγοντα στην Τύχη, είναι που ουσιαστικά διαφεντεύει την πορεία και τις σχέσεις των ανθρώπων και όχι κάποια βαθυστόχαστη απόφαση ή βούληση. Δηλαδή, ενώ οι περισσότεροι έσπευσαν να θεωρήσουν την Τύχη, λόγω του ότι ο Κόνραντ επιλέγει μια γυναίκα για ηρωίδα, κάτι αδιανόητο για συγγραφέα του 19ου αιώνα με εξαίρεση τον Γάλλο Φλομπέρ, ως φεμινιστικό μυθιστόρημα –αν και ο ίδιος αρεσκόταν στον ειρωνικό όρο «γυναικείο»–, είναι εμφανές ότι χρησιμοποιεί την ηρωίδα του ακριβώς σαν τον Γάλλο ομότεχνό του για να δείξει την καταρράκωση των αξιών της εποχής του.
Ο φεμινισμός, στα μάτια ενός συγγραφέα που βλέπει με καχυποψία τις καταιγιστικές αλλαγές που φέρνει ο 20ός αιώνας, μοιάζει όχι με πρόοδο αλλά με αποκλειστική υπόθεση γυναικών οι οποίες απλώς υποπίπτουν στην τυφλότητα της ιδεοληψίας. Αντίστοιχα, οι έννοιες του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης φαντάζουν ως εθελοτυφλία μπροστά στην αλήθεια των δεινών που μαστίζουν την ανθρώπινη φύση. Το πρώτο κινούν ακίνητο είναι η απουσία του λόγου και της ηθικής που κάποτε έκανε ακόμα και τον αγαπημένο του Κόνραντ Σαίξπηρ να αναφωνήσει στον Βασιλιά Λιρ πως δεν θα έφταναν όλοι οι λαοί της γης για να αποκαλύψουν ότι όλα αυτά είναι ένα μάτσο άχρηστες λέξεις.
Είναι, μάλιστα, αποκαλυπτικός ο πανούργος τρόπος που ο Κόνραντ χρησιμοποιεί στην Τύχη ένα υποτιθέμενο ρομάντζο, το οποίο ανατρέπει στη συνέχεια, για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των αναγνωστών του και για τους μιλήσει, μέσω του Μάρλοου, για τις μυριάδες αυταπάτες που διαφεντεύουν τις ζωές τους. «Το να είσαι γυναίκα αποτελεί τρομερά δύσκολη τέχνη, εφόσον συνίσταται κατά κύριο λόγο στο πάρε δώσε με άντρες» γράφει χαρακτηριστικά. Δεν είναι να απορείς που ήταν το πιο ευπώλητο από τα μυθιστορήματά του, καθώς οι αναγνώστες, με το δόλωμα μιας μελό ιστορίας για μια εγκαταλελειμμένη νέα, έρχονταν αντιμέτωποι με την αποκάλυψη της πιο φριχτής όψης των σχέσεων δύναμης, εκμετάλλευσης και εξουσίας.
Οπότε, τι μένει; Η χαρά της αφήγησης και της γλώσσας, αλλιώς, όπως λέει ο ίδιος ο Κόνραντ στο καίριο σημείωμά του, που παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου, όλα θα συνοψίζονταν στη φράση: «Γεννήθηκαν, υπέφεραν, πέθαναν». Ο συγγραφέας θα μεταφέρει το ελιξίριο του διανοητικού πάθους του νου, που σε κάποιες σπάνιες, ευτυχείς περιπτώσεις ευθυγραμμίζεται με το περιεχόμενο των λέξεων, όπως οι ναυτικοί με το σύμπαν και τα μυστικά του.
Όχι ότι κανείς θα βρει τελικά τη Γη της Επαγγελίας ή την ευτυχία, κάτι που είχε διαπιστώσει ο πάντοτε κυνηγημένος Πολωνοβρετανός Κόνραντ από πρώτο χέρι, αλλά θα διαπιστώσει πως αυτή η ευθυγράμμιση μοιάζει με στιγμή της ερωτικής έξαρσης που νιώθει και ο νεαρός ήρωάς του, ο Πάουελ, όταν αντικρίζει την έφηβη Φλόρα πάνω στο πλοίο, φτάνοντας να βλέπει διαφορετική ακόμα και τη θάλασσα «με τις κοφτές αναλαμπές, αφού ξεπεταγόταν εδώ κι εκεί στη ζοφερή μακρινή της επικράτεια, η αμετάβλητη, προστατευτική θάλασσα που δίνει καταφύγιο σε όλα τα πάθη του ανθρώπου, εκτός από τον θυμό», αφουγκραζόμενος τη στιγμή που «η απεραντοσύνη του κόσμου ήταν ορατή, σχεδόν απτή».
Πέρα από τις αφορμές για επισκόπηση, τα μεγάλα δώρα που μας αφήνει ο Κόνραντ μέσα από τα βιβλία του είναι αυτά της εξαίσιας γλώσσας και λογοτεχνικής μαεστρίας, καθώς ανασκαλεύουν τις πιο άγριες όψεις του ανθρώπου με έναν τρόπο που σήμερα μοιάζει πιο επώδυνος, καίριος και επίκαιρος από ποτέ. Εξαίσια η μετάφραση της Τύχης από τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο για τη σειρά με κλασικούς των εκδόσεων Gutenberg, Orbis Literae.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.