ΙΣΩΣ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ογκώδες βιβλίο όπως το Erotic Vagrancy: Everything About Richard Burton and Elizabeth Taylor του βιογράφου Ρότζερ Λιούις θα μπορούσε να καταγράψει το μέγεθος της υπερβολής –«τη μεγαλειώδη κακογουστιά, την απληστία και το χρήμα», όπως γράφει– που έγινε το κύριο χαρακτηριστικό του θρυλικού ζεύγους.
Η γραμμή του Λιούις για την Ελίζαμπεθ Τέιλορ είναι ότι το παιδί-θαύμα της MGM παρέμεινε για πάντα παιδί: οξύθυμη, κακομαθημένη, απαιτητική και εγωίστρια, μετέτρεπε σε δράμα τις διάφορες ασθένειές της και εκφόβιζε τους γιατρούς για να της συνταγογραφούν ό,τι ήθελε εκείνη.
Ήταν ουσιαστικά «ένα σύμπλεγμα ορέξεων» – μια ακόρεστη συλλέκτρια ρούχων και παπουτσιών και συζύγων, κατοικίδιων ζώων και δώρων και πολύτιμων κοσμημάτων. Όπως είχε πει ο τέταρτος σύζυγός της, Eddie Fisher, «ένα διαμαντάκι αξίας 50.000 δολαρίων μπορούσε να την καλμάρει έως και για τέσσερις ημέρες». Η ανάγκη της να αυτοπροβάλλεται ανά πάσα στιγμή ήταν αθεράπευτη: ακόμη και μια χειρουργική επέμβαση σ’ έναν «καλοήθη» όγκο του εγκεφάλου της («το μόνο καλόηθες κομμάτι της») έπρεπε να φωτογραφηθεί για το περιοδικό Life.
Ακόμα και το Βατικανό θεώρησε υποχρέωσή του να εκφραστεί για το αμαρτωλό ζευγάρι, περιγράφοντας την Τέιλορ ως «μια φιλάργυρη βρικόλακα που καταστρέφει οικογένειες και καταβροχθίζει συζύγους», κάτι που, προσθέτει ο Λιούις, «στην πραγματικότητα δεν αποτελεί υπερβολή».
Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ήταν το 12ο από τα 13 παιδιά που είχαν για πατέρα έναν χρόνιο μπεκρή, τον Ρίτσαρντ Τζένκινς, και μια μητέρα που πέθανε όταν ο Μπάρτον ήταν δύο ετών. Μεγάλωσε με τη μεγαλύτερη αδελφή του και τον ανθρακωρύχο σύζυγό της σε ένα προάστιο του Port Talbot στην Ουαλία, όπου ένας ντόπιος δάσκαλος, ο Φίλιπ Μπάρτον, πήρε το αγόρι υπό την προστασία του, του έδωσε το επίθετό του και το εκπαίδευσε για το θεατρικό σανίδι. Ωστόσο, ο συγγραφέας του βιβλίου όχι μόνο αποκαλύπτει μια αγωνιώδη μεφιστοφελική σχέση μεταξύ μέντορα και υιοθετημένου («μια κόλαση», όπως θα θυμόταν αργότερα ο Μπάρτον), αλλά δεν διστάζει να αποκαλέσει τον Φίλιπ παιδόφιλο.
Ίσως η μετέπειτα σχέση του Μπάρτον με τις γυναίκες να έκρυβε μια ομοφυλοφιλική ανασφάλεια, όχι άσχετη με τον χρόνιο αλκοολισμό, την αυτοεξόντωση και τα σκοτεινά ξεσπάσματα οργής. Ευτυχώς για τον ίδιο, διέθετε αυτή τη φωνή, που ήταν το υπέρτατο χάρισμα και η μαγεία του, και «ένας από τους πιο σπουδαίους θορύβους του 20ού αιώνα», όπως γράφει ο Λιούις. Η Κλερ Μπλουμ, από τη μεριά της, περιγράφει το σεξ μαζί του ως «μια φλόγα τόσο καυτή και φωτεινή που μας εξέπληξε και τους δύο».
Η φωτιά συνάντησε τη φωτιά, τελικά, στο πλατό της περιβόητης «Κλεοπάτρας» (1963), που αναπαρίσταται εδώ ως μια κολοσσιαία καταστροφή που κατέκαψε περιουσίες, γάμους, υπολήψεις. Οι δύο αστέρες φαίνεται να ανταγωνίζονταν για το ποιος θα ήταν πιο κτητικός, κακομαθημένος και ανεξέλεγκτος, με αποτέλεσμα την ταπείνωση των συζύγων τους Σίμπιλ Μπάρτον και Έντι Φίσερ.
Ακόμα και το Βατικανό θεώρησε υποχρέωσή του να εκφραστεί για το αμαρτωλό ζευγάρι, περιγράφοντας την Τέιλορ ως «μια φιλάργυρη βρικόλακα που καταστρέφει οικογένειες και καταβροχθίζει συζύγους», κάτι που, προσθέτει ο Λιούις, «στην πραγματικότητα δεν αποτελεί υπερβολή».
Ο συγγραφέας αναρωτιέται αν ο Μπάρτον και η Τέιλορ ξέφυγαν ποτέ «από τον κόσμο αυτής της ταινίας», καθώς τα ονόματά τους αποτέλεσαν στη συνέχεια συνώνυμο της χυδαίας επίδειξης, της αλόγιστης σπατάλης και των ατέλειωτων διαπληκτισμών. Οι καβγάδες τους, που τροφοδοτούνταν από το ποτό και τα ναρκωτικά, δεν ήταν μόνο λεκτικοί. Η Τέιλορ είχε βίαιες διαθέσεις.
Σύμφωνα με τον σεναριογράφο της ταινίας Ερνστ Λίμαν, «χτυπούσε και γρονθοκοπούσε διαρκώς τον Μπάρτον» στα γυρίσματα της ταινίας «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» (1966), η οποία, σύμφωνα με τον Λιούις, ήταν «ολόκληρος ο γάμος τους, συμπυκνωμένος σε μια μόνο ταινία». Ο ίδιος ο Μπάρτον ήταν επιθετικός, και μάλιστα σε εγκληματικό βαθμό μια νύχτα του 1968, όταν ένας μεθυσμένος καβγάς με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Άιβορ, κατέληξε στο να πέσει ο τελευταίος και να σπάσει το σβέρκο του. Παράλυτος από το λαιμό και κάτω, πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με τον Λιούις, το μοιραίο σπρώξιμο του Μπάρτον ήταν αυτό που τον σκότωσε.
Με στοιχεία από The Guardian.