Ένα πορτρέτο του Ρίτσαρντ Μπάρτον, ενός από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του 20ού αιώνα, είναι πάντα συναρπαστικό να το παρακολουθεί κανείς. Το ντοκιμαντέρ «In from the Cold? A Portrait of Richard Burton» παρακολουθεί όλη την εξέλιξή του ηθοποιού με την απίστευτη καριέρα και την ταραχώδη ζωή μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, της αδερφής του, της οικογένειάς του και εκείνων που επηρεάστηκαν από τη δουλειά του. Μπορεί στους περισσότερους σήμερα να είναι γνωστός για την καριέρα του στο Χόλιγουντ και τους δυο γάμους του με τη Λιζ Τέιλορ, ωστόσο οι ερμηνείες του στο θέατρο άφησαν εποχή.
Ο Μπάρτον πέθανε σε ηλικία 58 ετών από ενδοεγκεφαλική αιμορραγία, στις 5 Αυγούστου 1984 στο σπίτι του στο Σελινί της Ελβετίας, όπου και κηδεύτηκε. Αν και ο θάνατός του ήταν αιφνίδιος, η υγεία του ήταν πολύ κακή για αρκετά χρόνια ενώ είχε διαγνωστεί με κίρρωση και νεφρική νόσο τον Απρίλιο του 1981.
Υπήρξε αλκοολικός στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Robert Sellers, «στο απόγειο της μέθης του, στα μέσα της δεκαετίας του '70, έπινε τρία με τέσσερα μπουκάλια σκληρού αλκοόλ την ημέρα».
Όταν γύριζε την ταινία «The Klansman» (1974) παραλίγο να πεθάνει από το ποτό και πολλές από τις σκηνές του έπρεπε να γυριστούν με αυτόν καθιστό ή ξαπλωμένο λόγω της αδυναμίας του να σταθεί όρθιος, ενώ μίλαγε ασυνάρτητα. Αργότερα, μετά από χρόνια δεν θυμόταν καν να έχει γυρίσει αυτή την ταινία.
Σύμφωνα με τα ημερολόγιά του έπινε για να γεμίσει το κενό και την ισοπέδωση που του δημιουργούσε η ζωή όταν δεν ήταν στη σκηνή. Στα ίδια ημερολόγια γράφει ότι το αλκοόλ ήταν η αιτία που κατέστρεψε τον γάμο του με την Τέιλορ. Ήταν μια θλιβερή εξέλιξη για έναν άντρα που ήταν γνωστός για τις αθλητικές του ικανότητες και τη δύναμή του.
Σύμφωνα με τα ημερολόγιά του έπινε για να γεμίσει το κενό και την ισοπέδωση που του δημιουργούσε η ζωή όταν δεν ήταν στη σκηνή. Στα ίδια ημερολόγια γράφει ότι το αλκοόλ ήταν η αιτία που κατέστρεψε τον γάμο του με την Τέιλορ. Ήταν μια θλιβερή εξέλιξη για έναν άντρα που ήταν γνωστός για τις αθλητικές του ικανότητες και τη δύναμή του.
Η υγεία του κατέρρευσε πολύ νωρίς, από τα 40 του. Έπασχε από αρθρίτιδα, δερματίτιδα, κίρρωση του ήπατος και νεφροπάθεια, αλλά είχε σταθεί αδύνατον να υποβληθεί σε θεραπεία για αλκοολισμό, ενώ κάπνιζε τρία έως πέντε πακέτα τσιγάρα την ημέρα για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του.
Ακόμα και μετά τον θάνατό του, δημιουργούσε «σκάνδαλα». Όταν τάφηκε στο Σελινί με στίχους του Ντίλαν Τόμας χαραγμένους στο μνήμα του, η χήρα του αγόρασε τον διπλανό τάφο για να μην ταφεί εκεί η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, όπως είχαν πει όταν ήταν μαζί.
Ο Μπάρτον γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1925 στο Glamorgan της Ουαλίας και ήταν το δωδέκατο από τα δεκατρία παιδιά στην ουαλόφωνη οικογένεια ενός ανθρακωρύχου και μιας μπαργούμαν σε μια παμπ που ονομαζόταν Miner's Arms, εκεί που γνώρισε και παντρεύτηκε τον σύζυγό της. Ο πατέρας του ήταν ένας άντρας που έπινε και έπαιζε τζόγο και αργότερα ο Μπάρτον είπε ότι του έμοιαζε πολύ.
Ο Ρίτσαρντ ήταν μόλις δύο ετών όταν η μητέρα του πέθανε, στις 31 Οκτωβρίου, έξι ημέρες μετά τη γέννηση του Γκράχαμ, του δέκατου τρίτου παιδιού της οικογένειας. Μετά τον θάνατο της μητέρας του η μεγαλύτερη αδελφή του Ρίτσαρντ, Σεσίλια, την οποία προσφωνούσε στοργικά «Cis», και ο σύζυγός της Έλφεντ Τζέιμς, επίσης ανθρακωρύχος, τον πήραν υπό την προστασία τους σε μια περιοχή στο Port Talbot, μια σκληρή, βρόμικη χαλυβουργική πόλη.
«Όταν πέθανε η μητέρα μου, η αδελφή μου είχε γίνει μητέρα μου, και περισσότερο μητέρα για μένα από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να είναι οποιαδήποτε μητέρα... Ήμουν πολύ περήφανος γι' αυτήν, Ένιωθε όλες τις τραγωδίες εκτός από τη δική της» έλεγε ο Μπάρτον.
Από τον άντρα της αδερφής του μυήθηκε στο ράγκμπι και στα σπορ που λάτρευε, κρίκετ, τένις και πινγκ πονγκ, και έλεγε πάντα ότι προτιμούσε να είχε παίξει για την Ουαλία στο Cardiff Arms Park παρά τον «Άμλετ» στο Old Vic.
Τόσο ο πατέρας του όσο και ο άντρας της αδερφής του, έχοντας μπροστά τους ένα έξυπνο παιδί, θεωρούσαν την εκπαίδευσή του «υψίστης σημασίας» και σχεδίαζαν να τον στείλουν στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ο ίδιος ήταν υπότροφος στο γυμνάσιο. Άρχισε να κάνει μαθήματα τραγουδιού και ζήτησε τη βοήθεια του δασκάλου του, Φίλιπ Μπάρτον, που αργότερα έγινε διάσημος σκηνοθέτης.
Η φωνή του με την εξάσκηση έγινε όμορφη και έκανε την πρώτη του απόπειρα στο θέατρο με έναν μικρό ρόλο στην παράσταση του σχολείου του «The Apple Cart» του Ιρλανδού δραματουργού Τζορτζ Μπέρναρντ Σο.
Αποφάσισε να εγκαταλείψει το σχολείο στα τέλη του 1941 και να εργαστεί ως ανθρακωρύχος, για να βοηθήσει το σπίτι του οικονομικά. Άρχισε να ψάχνεται για να ασχοληθεί με την πυγμαχία, τη θρησκεία και το τραγούδι. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε να καπνίζει και να πίνει, παρά το γεγονός ότι ήταν ανήλικος.
Ο Φίλιπ Μπάρτον ήταν ένας από τους ανθρώπους που καθόρισαν τη ζωή του και δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρίτσαρντ πήρε το επίθετό του. Ο Φίλιπ ήταν τότε ραδιοφωνικός παραγωγός και του έδωσε ρόλο σε ένα ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ/διασκευή του έργου του για το ραδιόφωνο του BBC, «Youth at the Helm». Βλέποντας το ταλέντο του, δούλεψε σκληρά μαζί του για την ανάπτυξη της υποκριτικής και της φωνής του νεαρού προστατευόμενού του.
Ο ίδιος ο Ρίτσαρντ αποκάλεσε την εμπειρία αυτή «την πιο εργατική και επώδυνη περίοδο» της ζωής του και συχνά έλεγε ότι του χρωστά τα πάντα. Το 1943 ο Φίλιπ ήθελε να υιοθετήσει τον Ρίτσαρντ, αλλά δεν υπήρχαν οι νομικές προϋποθέσεις.
Έγινε όμως νόμιμος κηδεμόνας του και εκείνος άλλαξε το επώνυμό του σε Ρίτσαρντ Μπάρτον, από το επώνυμο του Φίλιπ, κάτι που αποδέχθηκε και ο βιολογικός του πατέρας. Ο Φίλιπ ζήτησε από τον Ρίτσαρντ να σπουδάσει στο Exeter College της Οξφόρδης, στο πλαίσιο ενός προγράμματος εξάμηνης υποτροφίας που προσέφερε η RAF σε δόκιμους.
Την ίδια χρονιά έπαιξε τον Χίγκινς στον «Πυγμαλίωνα» του Μπέρναρ Σο και ξεχώρισε αμέσως. Πληρωνόταν δέκα λίρες την εβδομάδα για τον ρόλο, δηλαδή «τρεις φορές περισσότερο από ό,τι έπαιρναν οι ανθρακωρύχοι», όπως έλεγε. Ενώ φοιτούσε με την υποτροφία που είχε πάρει στην Οξφόρδη, άρχισε να παίζει σε παραστάσεις δεσπόζοντας, όπως θυμούνται, απόλυτα, ακόμα και με την ακινησία του.
Τον είδε ο σπουδαίος ηθοποιός Τζον Γκίλγουντ και του πρότεινε να ασχοληθεί σοβαρά με το θέατρο. Εκείνη την εποχή, μέχρι να ολοκληρώσει και τη θητεία του στη RAF, το 1947 άρχισε να καπνίζει και να πίνει όλο και περισσότερο.
Το 1948, ο Μπάρτον μετακόμισε στο Λονδίνο και κέρδισε το πρώτο του συμβόλαιο 500 λιρών ετησίως. Έκανε το ντεμπούτο του και στον κινηματογράφο με την ταινία «The Last Days of Dolwyn». Ο Μπάρτον επαινέθηκε για την «υποκριτική του φλόγα, την αρρενωπή του συμπεριφορά και την καλή του εμφάνιση» και ο κριτικός κινηματογράφου Φίλιπ Φρεντς της εφημερίδας Guardian έκανε λόγο για ένα «εντυπωσιακό κινηματογραφικό ντεμπούτο».
Στα τέλη της δεκαετίας του '40 και στις αρχές της δεκαετίας του '50, ο Μπάρτον έπαιξε σε μικρούς ρόλους σε διάφορες βρετανικές ταινίες όπως τα «Now Barabbas» (1949) με τον Ρίτσαρντ Γκριν και την Κάθλιν Χάρισον, «The Woman with No Name» (1950) με τη Φίλις Κάλβερτ και «Waterfront» (1950) με τη Χάρισον.
The Last Days of Dolwyn
Ο C. A. Lejeune του Observer πίστευε ότι ο Μπάρτον είχε «όλα τα χαρακτηριστικά ενός πρωταγωνιστή που η βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία χρειάζεται επειγόντως σε αυτή τη συγκυρία: νεότητα, καλή εμφάνιση, φωτογενές πρόσωπο, προφανώς άγρυπνη ευφυΐα και ένα τέχνασμα να επιτυγχάνει τη μέγιστη προσπάθεια με την ελάχιστη φασαρία».
Ο Γκίλγκουντ έδωσε στον Μπάρτον το επίτευγμα της καριέρας του, σκηνοθετώντας τον στο «The Lady's Not For Burning» το 1949. Με αυτό το έργο πάτησε το πόδι του στο Μπρόντγουεϊ, στο Royale Theatre το 1950.
Ένας σταρ είχε γεννηθεί. Ακολούθησαν ερμηνείες σε σαιξπηρικά έργα και επαινέθηκε από ηθοποιός, ακόμα και από τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη σύζυγό του Λορίν Μπακόλ, αφού είδαν και οι δύο το έργο. «Ήταν απλά θαυμάσιος, ο Μπόγκι τον λάτρευε. Όλοι μας τον αγαπούσαμε» είπε η Μπακόλ. Ο Μπάρτον γιόρτασε την επιτυχία του στην Αμερική, αγοράζοντας το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα Standard Flying Fourteen, και απόλαυσε ένα ποτό με τον Μπόγκαρτ σε μια παμπ που λεγόταν The Dirty Duck.
Ο θεατρικός θρίαμβος και η μεγάλη του κινηματογραφική καριέρα είχαν ξεκινήσει και στο Χόλιγουντ, μετά από σύσταση του σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ, του δόθηκε ο πρωταγωνιστικός ρόλος στη γοτθική ρομαντική ταινία «Η ξαδέρφη μου Ρέιτσελ» (1952) απέναντι από την Ολίβια ντε Χάβιλαντ, που δεν τα πήγαινε καλά με τον Μπάρτον κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αποκαλώντας τον «έναν χοντροκομμένο άνθρωπο με χοντροκομμένη γοητεία και ένα ταλέντο που δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως, και μια χοντροκομμένη συμπεριφορά που τον κάνει να μη μοιάζει με κανέναν άλλο».
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπάρτον της έκανε σχόλια που δεν τα βρήκε καλόγουστα. Οι ΝΥΤ έγραψαν ότι ήταν τέλειος ήρωας της ιστορίας της Δάφνης ντι Μοριέ. Η ταινία χάρισε στον Μπάρτον τη Χρυσή Σφαίρα Νέου Αστέρα της Χρονιάς και την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Α' Ανδρικού Ρόλου.
Ο Μπάρτον έφτασε στο Χόλιγουντ σε μια εποχή που το σύστημα των στούντιο αντιμετώπιζε δυσκολίες και, παρά τις καλές κριτικές, επέστρεψε στην πατρίδα του στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο του 1953, προκειμένου να παίξει τον πρίγκιπα Άμλετ το 1953-54 στο Old Vic. Ο Μπάρτον έπαιξε έναν Άμλετ σε μια ερμηνεία «κυκλοθυμική, αρρενωπή και μοχθηρή, με ορμή, επιθετικότητα και ζωντάνια».
Γύρισε στο Χόλιγουντ γα να πρωταγωνιστήσει στο «The Robe», κάνοντας τεράστια επιτυχία. Ο Μπάρτον προτάθηκε επτά φορές για Όσκαρ και δεν κέρδισε κανένα. Ωστόσο κατάφερε και είχε ένα από τα μεγαλύτερα συμβόλαια στο Χόλιγουντ για επτά ταινίες με 1 εκατομμύριο δολάρια καθεμιά.
Σε ένα πάρτι για το «Robe» ο Μπάρτον συνάντησε για πρώτη φορά την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία εκείνη την εποχή ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Μάικλ Γουάιλντινγκ και ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο Μπάρτον έχει γράψει για τη γνωριμία τους: «Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν τόσο όμορφη που παραλίγο να γελάσω δυνατά [...] Ήταν αναμφισβήτητα πανέμορφη [...] Ήταν πλούσια. Είχε μια σκοτεινή, αδιάλλακτη γενναιοδωρία. Ήταν, εν ολίγοις, υπερβολικά "μεγάλη", και όχι μόνο αυτό, αλλά με αγνοούσε εντελώς».
Ο Μπάρτον παντρεύτηκε πέντε φορές, δύο φορές διαδοχικά με τη Λιζ Τέιλορ. Από το 1949 έως το 1963 ήταν παντρεμένος με τη Σίμπιλ Γουίλιαμς, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Κέιτ και την Τζέσικα Μπάρτον.
Οι γάμοι του Μπάρτον με την Τέιλορ διήρκεσαν από τις 15 Μαρτίου 1964 έως τις 26 Ιουνίου 1974 και από τις 10 Οκτωβρίου 1975 έως τις 29 Ιουλίου 1976. Ο πρώτος τους γάμος έγινε στο ξενοδοχείο Ritz-Carlton στο Μόντρεαλ. Η Τέιλορ δήλωσε τότε: «Είμαι τόσο ευτυχισμένη που δεν μπορώ να το πιστέψω. Αυτός ο γάμος θα κρατήσει για πάντα».
Ο δεύτερος γάμος τους έγινε δεκαέξι μήνες μετά το διαζύγιό τους, στο Εθνικό Πάρκο Τσόμπε στη Μποτσουάνα. Ο Μπάρτον υιοθέτησε και τα δυο παιδιά της Τέιλορ από τον Έντι Φίσερ και τον Μάικ Τοντ.
Η σχέση του Μπάρτον και της Τέιλορ απεικονίστηκε στην ταινία «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», βασισμένη στο θεατρικό έργο του Άλμπι. Ο Μπάρτον διαφώνησε με άλλους σχετικά με την περιβόητη ομορφιά της Τέιλορ, λέγοντας ότι το να την αποκαλείς «την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο είναι απόλυτη ανοησία. Έχει υπέροχα μάτια, αλλά έχει διπλοσάγωνο, υπεραναπτυγμένο στήθος και μάλλον κοντά πόδια».
Τον Αύγουστο του 1976, έναν μήνα μετά το δεύτερο διαζύγιό του από την Τέιλορ, ο Μπάρτον παντρεύτηκε το μοντέλο Σούζι Μίλερ, ενώ από το 1983 μέχρι τον θάνατό του το 1984, ήταν παντρεμένος με την ανεξάρτητη βοηθό παραγωγής Σάλι Χέι.
Το 1957 μετακόμισε στην Ελβετία, όπου η καταβολή φόρου ήταν συγκριτικά μικρότερη από ό,τι στη Βρετανία, λόγω της φορολογίας που επέβαλε το τότε κυβερνών συντηρητικό κόμμα. Μετακόμισε στο Σελινί, αγόρασε μια βίλα και έλεγε: «Πιστεύω ότι όλοι πρέπει να τα πληρώνουν, εκτός από τους ηθοποιούς». Ο Μπάρτον έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του.
Το 1968, ο μεγαλύτερος αδελφός του Μπάρτον, ο Άιφορ, γλίστρησε και έπεσε, σπάζοντας τον λαιμό του, μετά από μια συνάντηση με τον Μπάρτον στο Σελινί. Ο τραυματισμός τον άφησε παράλυτο από τον λαιμό και κάτω. Ο νεότερος αδελφός του, Γκράχαμ Τζένκινς, εκτίμησε ότι μπορεί να ήταν η ενοχή γι' αυτό το γεγονός που έκανε τον Μπάρτον να αρχίσει να πίνει πολύ, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Άιφορ το 1972.
Τον Νοέμβριο του 1974, ο Μπάρτον αποκλείστηκε μόνιμα από τις παραγωγές του BBC επειδή έγραψε δύο άρθρα σε εφημερίδες που αμφισβητούσαν τη λογική του Ουίνστον Τσόρτσιλ και άλλων κυβερνώντων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μπάρτον ανέφερε ότι τους μισούσε «σφοδρά» για την υποτιθέμενη υπόσχεση να εξαλείψουν όλους τους Ιάπωνες στον πλανήτη. Η δημοσίευση αυτών των άρθρων συνέπεσε με την εκατονταετηρίδα του Τσόρτσιλ και ήρθε αφού ο Μπάρτον τον είχε υποδυθεί στην ταινία «Ένας περίπατος με το πεπρωμένο», με σημαντική βοήθεια από την οικογένεια Τσόρτσιλ.
Ιδεολογικά ο Μπέρτον ήταν ισόβιος σοσιαλιστής, αν και ποτέ δεν ασχολήθηκε έντονα με την πολιτική. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της βιογραφίας του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία διακήρυξε δημόσια ότι ήταν κομμουνιστής, λέγοντας ότι δεν αισθανόταν καμία αντίφαση μεταξύ τού να κερδίζει τεράστια χρηματικά ποσά για ταινίες και να έχει αριστερές απόψεις, αφού «σε αντίθεση με τους καπιταλιστές, δεν εκμεταλλεύομαι άλλους ανθρώπους».
Ο άντρας που πέθανε από το αλκοόλ ήταν άθεος και δήλωνε για τις θρησκευτικές του απόψεις: «Μακάρι να μπορούσα να πιστέψω σε κάποιον Θεό, αλλά απλά δεν μπορώ».
Και μια ακόμα ιστορία: Το 2008, στο Φεστιβάλ Αθηνών η διάσημη θεατρική ομάδα Wooster Group παρουσίασε μια εκδοχή του «Άμλετ». Η βασική ιδέα ήταν να παίζουν οι ηθοποιοί με βάση και με φόντο την οθόνη μιας παράστασης του 1964 με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον που είχε κινηματογραφηθεί από την ομάδα της Ελίζαμπεθ Λεκόντ, πρωτοπόρου της μοντέρνας τεχνολογίας και της περφόρμανς/εγκατάστασης στο θέατρο (τότε και του Γουίλεμ Νταφόε, συνιδρυτή της ομάδας).
Εκείνη της παράσταση έφτασε σχεδόν τυχαία μέχρι τις μέρες μας, καθώς, αφού κινηματογραφήθηκε και παίχτηκε μόνο για μια εβδομάδα στους αμερικανικούς κινηματογράφους, βάσει συμβολαίου έπρεπε να καταστραφούν όλες οι κόπιες. Μετά τον θάνατο του Ρίτσαρντ Μπάρτον βρέθηκε στο γκαράζ του τυχαία μια κόπια κι έτσι διασώθηκε το θεατρικό γεγονός.
Τι ήθελε όμως αυτός ο σούπερ σταρ του θεάτρου με μια ομάδα λίγο ως πολύ άγνωστη στη Νέα Υόρκη, τον πρώτο θίασο που έκανε θέατρο μια αποθήκη; Η Ελίζαμπεθ Λεκόντ έλεγε: «Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ήταν ένας ζωντανός θρύλος στην Αμερική εκείνο τον καιρό. Ένα σύμβολο υποκριτικής, αστέρας του κινηματογράφου και, βέβαια, ένας εξαιρετικά ωραίος άντρας. Όταν έκανε αυτή την παραγωγή, στην οποία πρωταγωνιστούσε και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, οι ουρές του κόσμου που περίμεναν να δουν την (κινηματογραφημένη) παράσταση ήταν απίστευτες. Περίμεναν (και εγώ μαζί τους) επί ώρες για μια θέση.
Ήταν ένα εγχείρημα αδιανόητο και πολύ σοσιαλιστικό: Ο Μπάρτον δέχτηκε γιατί ήθελε να αγαπήσουν οι πάντες το θέατρο, να δουν θέατρο έστω και στον κινηματογράφο, όσοι δε μπορούσαν να φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, είπαν πολλοί, ήταν σε εκείνη την εκδοχή ο καλύτερος Άμλετ που είχαν δει ποτέ. Εμείς που βλέπαμε τη γαλαζωπή εικόνα του, σαν σκηνικό της παράστασης, δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε τα μάτια μας από το πρόσωπό του και τη μαγνητική του παρουσία».
In from the cold: The world of Richard Burton