ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΚΕΜΠΕΡ, Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς, Ουέιν Ουίλιαμς, Ρόμπερτ Χάνσεν… Ο μέσος Έλληνας αγνοεί παντελώς αυτά τα ονόματα. Για τον μέσο Αμερικανό, όμως, στα χρόνια του '70 και του '80, υπήρξαν συνώνυμα του τρόμου και της φρίκης.
Ο ένας σκότωνε φοιτήτριες που έκαναν οτοστόπ στην Καλιφόρνια, ο άλλος θέριζε ερωτευμένα ζευγαράκια στη Νέα Υόρκη, ο τρίτος στραγγάλιζε μη λευκά παιδιά στην Ατλάντα, ο τέταρτος απήγαγε σεξεργάτριες και τις κρεμούσε στα δάση της Αλάσκας.
Τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί; Ποια τα κίνητρά τους; Πώς λειτουργεί το μυαλό ενός κατά συρροήν δολοφόνου;
Μέχρι ν’ αναδειχτεί κορυφαίος «profiler», ο Τζον Ντάγκλας έλιωσε τα παντελόνια του στα θρανία και εκμαίευσε πληροφορίες από δεκάδες έγκλειστους κακοποιούς, υπέστη υπομονετικά την αρτηριοσκληρωτική δομή του FBI επί βασιλείας του Χούβερ ανοίγοντας δρόμο στις υπηρεσίες του, και δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με τη χρήση όπλου, παρ’ όλο που το 1983 η ζωή του κινδύνεψε.
Ο Τζον Ντάγκλας, στο πρόσωπο του οποίου στηρίχτηκε ο ρόλος του μέντορα της Τζόντι Φόστερ στη «Σιωπή των αμνών», είναι σε θέση να γνωρίζει. Επί εικοσιπέντε χρόνια ειδικός πράκτορας και επικεφαλής ομάδας έρευνας του FBI, έγινε για τους συναδέλφους του θρύλος εν ζωή, καθώς κατάφερνε να φτάνει στα ίχνη των σίλιαρ κίλερς, συνδυάζοντας την ψυχολογία, τα διδάγματα της πείρας και το κυνηγετικό ένστικτό του. Ο Ντάγκλας γνωρίζει, αλλά δεν έχει καμία πρόθεση να μοιραστεί επαγγελματικά μυστικά, διευκολύνοντας έτσι «τη δράση του αντιπάλου».
Όσοι εν τούτοις ενδιαφέρονται να μάθουν πώς εξελίχθηκαν οι μέθοδοι για την ψυχογράφηση των εγκληματιών, παίρνοντας ταυτόχρονα μια γεύση από μακάβριες και ανατριχιαστικές υποθέσεις, δεν έχουν παρά να διαβάσουν την αυτοβιογραφία του «Στο μυαλό των σίριαλ κίλερς» (1995). Εξαντλημένη για χρόνια, ανατυπώνεται τώρα από το Μελάνι, απ’ όπου είχε κυκλοφορήσει το 2004 σε μετάφραση Έφης Φρυδά.
Όπως επισημαίνει ο Ντάγκλας, σήμερα πια τα περισσότερα και τα πιο βάναυσα εγκλήματα διαπράττονται από αγνώστους σε αγνώστους. Αν ως τη δεκαετία του '60 το ποσοστό διαλεύκανσης των ανθρωποκτονιών ξεπερνούσε το 90%, στις μέρες μας δεν συμβαίνει το ίδιο, παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Οι σίλιαρ κίλερς «μαθαίνουν από την εμπειρία τους και βελτιώνουν τις κινήσεις τους». Οι δε μέθοδοί τους μας μπερδεύουν καθώς «η συμπόνια, η ενοχή ή η μεταμέλεια, χαρακτηριστικά κοινών δραστών, απουσιάζουν εντελώς απ’ τον δικό τους κόσμο». Πώς λοιπόν τους εντοπίζει κανείς;
Μέχρι ν’ αναδειχτεί κορυφαίος «profiler», ο Τζον Ντάγκλας έλιωσε τα παντελόνια του στα θρανία και εκμαίευσε πληροφορίες από δεκάδες έγκλειστους κακοποιούς, υπέστη υπομονετικά την αρτηριοσκληρωτική δομή του FBI επί βασιλείας του Χούβερ ανοίγοντας δρόμο στις υπηρεσίες του, και δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με τη χρήση όπλου, παρ’ όλο που το 1983 η ζωή του κινδύνεψε.
Ψάχνοντας τη λεία του σαν το λιοντάρι στη ζούγκλα, ερμηνεύοντας φωτογραφίες ευρημάτων και πρωτόκολλα αυτοψίας, ανιχνεύοντας υποψήφια θύματα και καταγράφοντας τις ενδείξεις συμπεριφοράς που αφήνει πίσω του και ο πιο προσεκτικός δολοφόνος, ως άλλος Σέρλοκ Χόλμς, ο Ντάγκλας έμαθε να βλέπει τον κόσμο «με τα μάτια και τη λογική του εγκληματία». Στην πορεία η οικογένειά του διαλύθηκε, οι τιμητικές διακρίσεις πολλαπλασιάστηκαν, τα βιβλία που έγραψε με το που συνταξιοδοτήθηκε μοσχοπουλήθηκαν.
«Σε τόσα χρόνια μελέτης και συνδιαλλαγής με στυγνούς εγκληματίες», καταλήγει στην αυτοβιογραφία του, «δεν βρήκα ούτε έναν που να προέρχεται από καλή, λειτουργική, υποστηρικτική οικογένεια. Έμαθα ότι οι εγκληματίες δεν γεννιούνται, κατασκευάζονται. Πράγμα που σημαίνει ότι, σε κάποιο σημείο της ζωής τους, ένα άτομο αποτέλεσε γι’ αυτούς αρνητική επιρροή. Πιστεύω λοιπόν ότι αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο από τα χρήματα, την αστυνομία και τις φυλακές, είναι η αγάπη».
Για τον Τζον Ντάγκλας, το έγκλημα είναι ένα ηθικό πρόβλημα. «Συνεπώς, μόνο σε ηθικό επίπεδο μπορεί να επιλυθεί».