Το βιβλίο «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ» του Βρασίδα Καραλή είναι ένα ανάγνωσμα που σε καθηλώνει. Όχι μόνο για την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία, ούτε γιατί σε συνεπαίρνουν οι πληροφορίες και οι εικόνες που το κατακλύζουν. Άλλωστε δεν πρόκειται για μυθιστόρημα ή νουβέλα αλλά για έναν θρήνο –αν ήταν ποίηση ίσως να μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και ελεγεία−, ένα βαθύ και σπαρακτικό κείμενο στη μνήμη ενός ανθρώπου που έφυγε πρόωρα.
Καθώς το διάβαζα βρισκόμουν σε μια συνεχή αμηχανία, μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω έναν τέτοιο έρωτα, μια τέτοια, ιερή σχεδόν, αφοσίωση ενός ανθρώπου σε έναν άλλο άνθρωπο, ενός άντρα σε έναν άλλο άντρα. Κι όμως είχα τουλάχιστον ένα απτό παράδειγμα στη ζωή μου, τον σπαραγμό ενός φίλου για τον αναπάντεχο θάνατο του συντρόφου του. Δεν είχα απορήσει τότε, περίπου δέκα χρόνια πριν, ίσως γιατί τους γνώριζα προσωπικά και τους δυο. Τον Ρόμπερτ όμως, τον σύντροφο του Βρασίδα, δεν τον ήξερα.
Τον είχα συναντήσει για πολύ λίγο σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας σε παλιότερό τους πέρασμα από την Ελλάδα. Δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, καταγράφηκε στη μνήμη μου μόνο ως ένας ευγενής κύριος που ερχόταν από μακριά. Από το Σίντνεϊ της Αυστραλίας, όπου ζούσαν. Δεν γνώριζα όμως ούτε τη σοβαρότητα της σχέσης τους. Τα προβλήματα υγείας του τα πληροφορήθηκα από σχόλια του Βρασίδα στο Facebook. Και μετά ήρθε το τέλος. Και ήρθε αυτό το σπαρακτικό κείμενο του Βρασίδα, το οποίο μεταφράστηκε από την Κατερίνα Σχινά στα ελληνικά για τη LiFO BOOKS.
Καθώς το διάβαζα βρισκόμουν σε μια συνεχή αμηχανία, μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω έναν τέτοιο έρωτα, μια τέτοια, ιερή σχεδόν, αφοσίωση ενός ανθρώπου για έναν άλλο άνθρωπο, ενός άντρα για έναν άλλο άντρα.
Αναρωτιέται ο Βρασίδας προς το τέλος του βιβλίου: «Μπορούμε να αποδεχτούμε τον θάνατο επειδή πέθανε ο αγαπημένος μας; Μπορεί να γίνει αγαπητή αυτή η σκοτεινή άβυσσος; Αδύνατον να συμφιλιωθώ μ’ αυτό το φρικτό σκοτάδι». Ο Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ ήταν μουσικός. Συναντήθηκαν πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1993 στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου του Σίντνεϊ, όπου η ορχήστρα του έπαιζε τα «Carmina Burana» του Καρλ Ορφ. Εκείνος μετά το τέλος της συναυλίας δεν συμμετείχε στη γιορτή των συναδέλφων του, αλλά προτίμησε να απομονωθεί σε μια γωνιά του προθαλάμου.
Όπως μας λέει ο Βρασίδας στο βιβλίο, καθώς τον πλησίαζε ήξερε μέσα του ότι «αυτός είναι, αυτός θα είναι, κανένας άλλος εκτός απ’ αυτόν». Λέει επίσης ότι μέσα του ήξερε ακόμα και ότι τον έλεγαν «Ρόμπερτ». Το είχε διαισθανθεί, και αυτές οι μνήμες είχαν καταγραφεί μέσα του ανεξίτηλα, σαν καλά κρυμμένο μυστικό που 30 χρόνια αργότερα θα το αποκάλυπτε σε εμάς. Αναμφίβολα πρόκειται για πράγματα που θα είχαν εκμυστηρευτεί άπειρες φορές μεταξύ τους τα χρόνια που ακολούθησαν, μπορεί και να γέλασαν με τα μικρά τους μυστικά, αλλά κανένας από τους δυο δεν μπορούσε να ξέρει ότι θα γίνονταν μέρος ενός θρηνητικού «γράμματος».
Κι έτσι αυτές οι μικρές στιγμές απέκτησαν ιδιαίτερο βάρος, απέκτησαν βαθύτερη σημασία, έγιναν κτήμα όλων μας, μέρος μιας κοινής μνήμης, όπως πάντα συμβαίνει με ένα έργο τέχνης. Εκείνο το πρώτο συναπάντημα μεταξύ τους, ενός Έλληνα ακαδημαϊκού με σίγουρη και εξασφαλισμένη καριέρα και ενός καθολικού Αυστραλού με πράσινα μελαγχολικά μάτια που αγωνιούσε καθημερινά για την επιβίωσή του, έγινε αφετηρία για μια σειρά πολλών ακόμα συνευρέσεων και σιγά-σιγά το νερό μπήκε στο αυλάκι. Συντονίστηκαν οι βηματισμοί τους και έγιναν ζωή. Μια ζωή που κράτησε μέχρι το τέλος του Ρόμπερτ. Χρόνια μετά, στο νεκροκρέβατό του, ο Ρόμπερτ, την τελευταία του νύχτα, θα εξομολογούνταν στον Βρασίδα πως ήξερε ότι ήταν αγάπη από την πρώτη στιγμή. «Την ένιωσα από τη μέρα που γνωριστήκαμε», του είπε.
Στην αρχή υπέπεσαν σε όλες εκείνες τις στερεοτυπικές και ανούσιες συνήθειες των γκέι αντρών, που θεωρούν καθημερινή υποχρέωση να ερωτοτροπούν στα μπαρ επιβεβαιώνοντας τη σαγήνη τους απέναντι σε άλλους ερωτικά ενεργούς γκέι άντρες. Μέχρι που έναν χρόνο αφότου είχαν γνωριστεί, μια βραδιά στο ξενοδοχείο Oxford ο Ρόμπερτ ψιθύρισε στο αυτί του Βρασίδα: «Δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Από εκείνη τη στιγμή ο Βρασίδας τέλειωσε με την «επιπόλαιη» ζωή. Από εκείνη τη φράση και μετά ήξερε ότι ανήκε στον Ρόμπερτ.
Ο Ρόμπερτ είχε αποδειχτεί πιο ώριμος, πιο αποφασισμένος, πολύ πιο βέβαιος από εκείνον. Κι αυτή την ωριμότητα και τη βεβαιότητα τις μετέδωσε στον Βρασίδα με όρους που δεν χωρούσαν αμφισβήτηση. Λέει χαρακτηριστικά: «Πρέπει να διαλέξω, σκέφτηκα. Αυτήν τη στιγμή για όλες τις στιγμές, αυτόν τον άντρα για όλους τους άντρες. Κοίταξα γύρω μου και τ’ αποχαιρέτησα όλα τούτα – κι αυτό ήταν. Σε ακολούθησα έξω και δεν επιστρέψαμε ποτέ».
Οι δυο τους θα περνούσαν τα πάντα μαζί έκτοτε. Αχώριστοι και αφοσιωμένοι όσο λίγοι σύντροφοι. Στα χρόνια αυτά δεν υπήρξαν απόλυτα πιστοί. Υπήρξαν και στιγμές απιστίας, κάποια συμβάντα όπου δεν κατάφερναν να αντισταθούν. Ήταν όμως απαραίτητα για να τους φέρουν πιο κοντά. Δεν ζήτησαν καν συγγνώμη ο ένας από τον άλλον.
Όταν οι δυο τους ταξίδεψαν πρώτη φορά στην πατρίδα του Βρασίδα, στην Αθήνα, όλοι τον αγάπησαν τον Ρόμπερτ – μητέρα, πατέρας, αδέλφια, φίλοι. Αλλά και οι δικοί του φίλοι, οι πολύτιμες συντροφιές και γνωριμίες της νιότης του, απολάμβαναν την τρυφερή του προσήλωση, τη φροντίδα που τους πρόσφερε κάθε φορά που επανασυνδεόταν μαζί τους. Κάθε Χριστούγεννα στόλιζε το σπίτι τους με φωτάκια και δέντρο με τις μπάλες και το άστρο, και γύρω από αυτό τα δώρα για τους αγαπημένους του.
Άλλωστε ο Ρόμπερτ ήταν ένας άνθρωπος υψηλού γούστου, ήξερε να διαλέγει, να εκφράζεται μέσα από την τέχνη και τα πιο υπέροχα αντικείμενα και ενδύματα, τον προσωπικό του υλικό πολιτισμό που αντανακλούσε τα ταξίδια του στην Ευρώπη και αλλού και τα ερεθίσματα που λάμβανε από αυτά. Και δεν ήταν καθόλου εύκολος, δεν πλησίαζε τα πράγματα απερίσκεπτα, όχι τουλάχιστον όσα τον αφορούσαν. Όταν άκουσε την ελληνική προεδρική ορχήστρα να παίζει τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ κατά την επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου Κλίντον στην Αθήνα, όπου έτυχε να βρίσκονται μαζί με τον Βρασίδα, εξοργίστηκε με την κάκιστη εκτέλεση.
Δεν είχε να κάνει προφανώς με την «ιερότητα» ενός εθνικού ύμνου, αλλά με τη μουσική ασυνέπεια. Ίσως η μόνη μεγάλη του αγάπη, που ισοφάριζε εκείνη για τον Βρασίδα, να ήταν η μουσική. Όπως λέει κι εκείνος: «Ανάσαινες μουσική, έπαιζες μουσική, τη δίδασκες με πάθος και χιούμορ». Η δασκάλα του στη βιόλα τον είχε επαινέσει στα πρώτα του βήματα λέγοντάς του: «Έχεις τον πιο ζεστό, βελούδινο ήχο απ’ όσους παίζουν σήμερα βιόλα». Η σύνεσή του και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας τον εμπόδισαν να εξελιχθεί στις μεγάλες ορχήστρες, όπου και θα μπορούσε να ανήκει.
Παραμονή της νέας χιλιετίας έπαιξε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων στην Αθήνα κι αργότερα στις πλαγιές του ηφαιστείου της Σαντορίνης ηχογράφησε τις μελαγχολικές μελωδίες του Χατζιδάκι, βιώνοντας την απόλυτη ευτυχία δίπλα στον λατρεμένο του σύντροφο, ατενίζοντας το Αιγαίο από το ψηλότερο άκρο του νησιού.
Μέχρι την τελευταία στιγμή η μουσική ήταν εκείνο που τον απασχολούσε περισσότερο. Είπε: «Κρίμα που δεν θα ξαναπαίξω το “Γερμανικό Ρέκβιεμ” του Μπραμς». Ο Βρασίδας θυμάται στην αφήγησή του πως, όταν έπαιξε το συγκεκριμένο κομμάτι στην Όπερα του Σίντνεϊ το 2002, «είδε» το δάκρυ του καθώς το εκτελούσε με τη βιόλα του. Πως ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του ακόμα και αν τους χώριζε μια απόσταση από τη σκηνή μέχρι το βάθος της πλατείας όπου καθόταν εκείνος. Και πώς θα ήταν αλλιώς, αφού πέρασαν τη μισή τους ζωή ο ένας δίπλα στον άλλον;
Λάτρευε τη μουσική βρετανική παράδοση, Έλγκαρ, Μπρίτεν, Ντίλιους, Μπάρμπερ, Γουόλτον. Δεν ήξερε αν ήταν καλός, αλλά η αφοσίωσή του ήταν απόλυτη. Έλεγε: «Δεν ξέρω πόσο καλός είμαι, αλλά θέλω να γίνω καλύτερος». Το 2004 αποφάσισε να γίνει δάσκαλος μουσικής και χρειάστηκε να ξεκινήσει έναν νέο κύκλο σπουδών. Κράτησαν τέσσερα χρόνια και τις παρακολούθησε με συνέπεια, ολοκληρώνοντάς τες με επιτυχία. Τα επόμενα δέκα χρόνια ξυπνούσε κάθε πρωί στις 7 για να είναι παρών στο δημοτικό σχολείο του Τσάτσγουντ, δημιουργώντας ένα από τα σημαντικότερα μουσικά προγράμματα της πολιτείας.
Σεμνός άνθρωπος και συγκρατημένος, παρ’ όλα τα βραβεία και τις διακρίσεις, δεν ήθελε να ξεχωρίζει σε μια συλλογική προσπάθεια. Αρνιόταν τα εύσημα για το πρόγραμμα ακόμα κι όταν σε ένα μεγαλειώδες κονσέρτο φάνηκε το μέγεθος της έμπνευσης που εμφύσησε στους μαθητές του, οι εκτελέσεις των οποίων ήταν σχεδόν αντάξιες ενήλικων μουσικών. Απόδειξη οι άπειρες επιστολές ευγνωμοσύνης από όλους. Και μετά άρχισε ο ουρανός να σκοτεινιάζει. Η εμφάνιση της λευχαιμίας τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη διδασκαλία και το σχολείο. Ένας Γολγοθάς που κράτησε τρία βασανιστικά χρόνια. Μέσα στον φόβο και την ανημπόρια. Ωστόσο έμεινε μέχρι τέλους αξιοπρεπής και χαμογελαστός.
Οι περιπέτειες των νοσοκομείων, η ελεεινή συμπεριφορά γιατρών και νοσοκόμων, τα απαισιόδοξα νέα για την εξέλιξη της ασθένειας, οι κάθε είδους ταπεινώσεις τον έκαναν να φτάσει να πει «θ’ ανέβω στην ταράτσα και θα πηδήξω». Ο Βρασίδας κοιμόταν εβδομάδες ολόκληρες δίπλα του, κάνοντας ό,τι περνούσε και δεν περνούσε από το χέρι του για εκείνον, με συνέπεια να του πει: «Ντρέπομαι πάρα πολύ. Σου επιβάλλω φοβερά πράγματα».
Τίποτα όμως δεν πτόησε τον Βρασίδα. Καμία σκέψη και απογοήτευση δεν τον λύγισαν, δεν τον έκαναν να λιγοψυχήσει και να αποδράσει από το καθήκον του να μείνει δίπλα του. Στο βιβλίο του, αυτή την επιστολή αγάπης στον Ρόμπερτ, επιστολή απολογητική και απολογισμού, του λέει: «Ο κόσμος που κρυβόταν μέσα μου ανάβλυσε, μου πρόσφερες μορφές και μύθους που καθιστούσαν την ύπαρξη στέρεη και αναγνωρίσιμη. Μπήκα στη ζωή χάρη σε σένα. Κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνο εγώ εντός μου. Οι γονείς μου μού έδωσαν ζωή κι εσύ μου έδωσες πραγματικότητα».