Κοιτάζοντας τα κείμενα που έχω γράψει εδώ στο LiFO.gr για τον Διονύση Σαββόπουλο βλέπω κάμποσα για το «Φορτηγό» (1966), τον «Μπάλλο» (1971) και «Το Βρώμικο Ψωμί» (1972), αλλά κανένα για «Το Περιβόλι του Τρελλού» (1969). Αυτό δεν συνέβη τυχαία, μα ούτε και από διάθεση υποτίμησης του συγκεκριμένου άλμπουμ.
Βασικά, έψαχνα να βρω κάποια στοιχεία που μ’ ενδιέφεραν (και νομίζω ενδιαφέρουν ευρύτερα) σε σχέση με τον δίσκο και τα συμπαρομαρτούντα της εποχής, και κάπως έτσι, από τη στιγμή που μπόρεσα να εντοπίσω ορισμένα απ’ αυτά τα στοιχεία, που τα θεωρούσα εξ αρχής σημαντικά, θα ήμουν έτοιμος πλέον για να πιάσω... μολύβι και χαρτί. Και όντως.
Να πω ίσως το πιο σημαντικό όλων, ώστε να αντιληφθείτε από την αρχή τι εννοώ. Κανείς ποτέ, μέχρι σήμερα, δεν έχει αναφερθεί στους μουσικούς, που συνόδευαν τον Διονύση Σαββόπουλο στο «Περιβόλι του Τρελλού». Κάτι που το θεωρώ, γενικά, ανεπίτρεπτο. Να μην γνωρίζουμε, δηλαδή, τα ονόματα των οργανοπαικτών ενός τόσο ιστορικού LP.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως «Το Περιβόλι του Τρελλού» είναι το πρώτο... κάπως ροκ άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου. Και υπό αυτή την έννοια συναπαρτίζει τη ροκ τριλογία του, που θα εκτοξευόταν με τον «Μπάλλο» δύο χρόνια αργότερα (Απρίλιος ’71) και που θα ολοκληρωνόταν με «Το Βρώμικο Ψωμί», στο τέλος του ’72.
Έπαιζαν όντως τα Μπουρμπούλια στον δίσκο; Και αν έπαιζαν, τότε σε ποια τραγούδια έπαιζαν και σε ποια όχι; Και ποιοι μουσικοί έπαιζαν στα τραγούδια, στα οποία δεν συμμετείχαν τα Μπουρμπούλια; Το λέω αυτό, γιατί όλοι θα έχουν προσέξει πως στον δίσκο ακούγονται βιολιά, φλάουτα, φαγκότα κι ένα σωρό άλλα όργανα, που δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να τα έπαιζαν τα μέλη ενός ροκ συγκροτήματος.
Τέλος πάντων θα δώσουμε εδώ τις απαντήσεις, μαζί με κάποιες άλλες πληροφορίες και σκέψεις μας για τον δίσκο και την εποχή.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως «Το Περιβόλι του Τρελλού» είναι το πρώτο... κάπως ροκ άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου. Και υπό αυτή την έννοια συναπαρτίζει τη ροκ τριλογία του, που θα εκτοξευόταν με τον «Μπάλλο» δύο χρόνια αργότερα (Απρίλιος ’71) και που θα ολοκληρωνόταν με «Το Βρώμικο Ψωμί», στο τέλος του ’72.
Αυτοί οι τρεις δίσκοι αποτελούν ένα «σώμα», ένα κόρπους μέσα στο σύνολο της ελληνικής δισκογραφίας γενικότερα, μα και του ελληνικού ροκ ειδικότερα – και υπό αυτή την έννοια αξίζει να μελετώνται και να εξετάζονται μαζί.
Τουλάχιστον, όταν γράφεις για έναν απ’ αυτούς θα πρέπει να έχεις κατά νου και τους άλλους δύο. Το λέμε αυτό, επειδή το ίδιο το υλικό του Σαββόπουλου επιτάσσει κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, το τραγούδι «Η Δημοσθένους λέξις» ανήκει χρονικά στην εποχή του «περιβολιού», ασχέτως αν εμφανίστηκε τελικά στο «Βρώμικο Ψωμί».
Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του «Φορτηγού» (Νοέμβριος ’66) γίνεται το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Ο δίσκος δεν έχει προλάβει να κινηθεί ακόμη, δέχεται χλιαρές κριτικές-παρουσιάσεις και δεν θα ήταν λάθος αν λέγαμε πως περνά σχετικά απαρατήρητος, αφού πουλάει λίγο.
Εννοείται πως μετά την 21η Απριλίου 1967 ο δίσκος θα πουλούσε ακόμη πιο λίγο, αφού ο Σαββόπουλος ως αριστερός, και κοντά, μέσα ή γύρω από την ΕΔΑ, όχι μόνον δεν θα μπορούσε να τον υποστηρίξει, αλλά θα συλλαμβανόταν και θα κρατιόταν κιόλας στην Μπουμπουλίνας. Όπως είχε πει κι ο ίδιος (Περιοδικό Vmen της εφημερίδας «Το Βήμα», Αύγουστος 2008):
«Σαν τώρα, Αύγουστο του ’67, ήμουν στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας. Δεν περνούσαν οι μέρες, δεν περνούσαν οι ώρες, άκουγα και τα ουρλιαχτά. Δεν ξέρω πως έφτιαξα το “κι αν βγω απ' αυτή τη φυλακή”. Εννοείται χωρίς χαρτί, χωρίς μολύβι. Κάθισα και το τραγούδησα μόνος μου. Ε, άμα μπορείς να φτιάχνεις τραγούδια μέσα στο ζόφο θα πει πως αυτή είναι η καλύτερη δουλειά για σένα. Είχα κυκλοφορήσει ήδη το “Φορτηγό”, αλλά δεν ήξερα αν και πώς θα συνεχίσω. Σκεφτόμουν να γίνω ναυτικός, να ταξιδέψω, να το ψάξω. Αλλά εκεί, στην πηγάδα της Μπουμπουλίνας το βρήκα και βεβαιώθηκα».
Την Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 1967 ο Σαββόπουλος φαίνεται πως έχει βγει από την Μπουμπουλίνας, αν πάρουμε τοις μετρητοίς την αναγραφή του ονόματός του, σε μια καταχώρηση εκδήλωσης του Νίκου Μαστοράκη, υπό την επωνυμία «Καλοκαίρι ’67 / Το σώου της καινούργιας τσίχλας Darling-Melo» στο Θέατρο Μπουρνέλλη.
Ο Σαββόπουλος είχε συνεργαστεί με τον Μαστοράκη και πριν την δικτατορία (Φεβρουάριος ’67), στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής «Στην Διασταύρωση Ρυθμού και Μελωδίας», που μεταδιδόταν από το κανάλι του Στρατού (το γνωστό πρωτόλειο κλιπ με το τραγούδι «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο» από ’κει είναι), οπότε η εμφάνισή του σ’ εκείνο το «ελαφρύ» ποπ-σόου, από τον Σεπτέμβριο του ’67, δεν είναι κάτι που παραξενεύει σώνει και καλά.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εποχή εξακολουθεί να είναι δύσκολη έως και ασφυκτική για τον Σαββόπουλο, οι ευκαιρίες για δουλειά είναι λίγες, οπότε μετά τον γάμο του, στο τέλος Οκτωβρίου του ’67, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χώρα, με προορισμό τη Γαλλία (Παρίσι) και αργότερα την Ιταλία (Μιλάνο), για να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από ένα χρόνο περίπου, την εποχή της κηδείας του Γεωργίου Παπανδρέου (ο «Γέρος» θα πέθαινε την 1η Νοεμβρίου 1968, με την κηδεία του, που θα μετατρεπόταν σε αντιδικτατορική διαδήλωση, να γίνεται δύο μέρες αργότερα).
Εκεί, στο εξωτερικό, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα έγραφε αρκετά τραγούδια από ’κείνα που θα απάρτιζαν τον επερχόμενο δίσκο του, όπως τα «Οι πίσω μου σελίδες», «Το περιβόλι», «Τα παιδιά που χάθηκαν (στα παραμύθια)», «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», τη νέα εκδοχή της «Συννεφούλας» κ.λπ. Κι έτσι μαζί με τα τραγούδια που είχε ήδη γράψει στην Μπουμπουλίνας και στο διάστημα μέχρι να φύγει για το εξωτερικό, όπως τα «Η θεία Μάρω (Μάνου)», «Θαλασσογραφία» και «Είδα την Άννα κάποτε», είχε συγκεντρωθεί, επί της ουσίας, το υλικό του δίσκου.
Το διάστημα αυτό, ένας χρόνος πάλι, από τον Νοέμβρη του ’68, μέχρι τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του ’69, όταν θα κυκλοφορούσε «Το Περιβόλι του Τρελλού», είναι κάπως σκοτεινό για τον Διονύση Σαββόπουλο. Και εννοούμε με αυτό πως δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά και κυρίως καλά ντοκουμενταρισμένα.
Σίγουρα πάντως τότε (Νοέμβρης ’68) καταγράφεται η συνεργασία Διονύση Σαββόπουλου-Γιώργου Ρωμανού, για χάρη της οποίας δημιουργείται και η πρώτη μορφή του συγκροτήματος Μπουρμπούλια, με Άρη Τασούλη πλήκτρα, Βασίλη Ντάλλα μπάσο, Νίκο Τσιλογιάννη ντραμς – και με όλους αυτούς μαζί να εμφανίζονται στη Θεσσαλονίκη, στην μπουάτ Μπαρμπαρέλλα (υπάρχει και η φωτογραφία τους έξω από ένα χασάπικο της Αποστόλου Παύλου, στη Θεσσαλονίκη, με τον Ντάλλα να κρατάει έναν μπαλτά).
Όμως η ιστορία αυτή δεν θα κρατούσε για πολύ κι έτσι, μετά από κανα μήνα, τον Δεκέμβριο του ’68, ο Σαββόπουλος θα βρισκόταν ξανά στην Αθήνα και στην αναζήτηση ενός νέου χώρου, που τελικά θα ήταν το Rodeo του Παύλου Ζέρβα, στην Πλατεία Βικτωρίας (Χέυδεν 34), το οποίο ο κόσμος το ήξερε από πριν ως Fuji Yama (έπαιζαν οι Meteors εκεί, ένα από τα καλά, αλλά όχι πολύ γνωστά γκρουπ της εποχής). Για όλα αυτά είχε πει ο τραγουδοποιός Περικλής Χαρβάς, που συνεργαζόταν τότε με τον Σαββόπουλο (από συνέντευξη στο «Ποπ & Ροκ», στο τεύχος #60, τον Φεβρουάριο του ’83):
«Πήγα κι εγώ στη Θεσσαλονίκη, τα συζητήσαμε και τον Δεκέμβρη του ’68 κατεβήκαμε στο Ροντέο. Άρχισα να παίζω τα τραγούδια μου πια, χωρίς να λέω άλλα τραγούδια ξένα και άρχισε μια καινούρια περίοδος για το ελληνικό τραγούδι, με το μεράκι του Διονύση και των άλλων συναδέλφων, που βλέπανε από την τρύπα την αλέα, δηλαδή τον χώρο του πανηγυριού».
Πάντως τα πράγματα, στην αρχή, στο Rodeo, δεν ήταν και τόσο καλά, και όχι μόνο γιατί ο Γιώργος Ρωμανός θα αποχωρούσε από το σχήμα μετά το πρώτο βράδυ.
Όσοι ήξεραν τον Σαββόπουλο από τις μπουάτ της Πλάκας, πριν την δικτατορία, θα ξαφνιάζονταν που θα τον έβλεπαν τώρα μ’ ένα ηλεκτρικό γκρουπ πίσω του, και όχι μόνο του, με την κιθάρα του, καθισμένο σ’ ένα σκαμπό. Ήταν οι αριστεροί, που τον είχαν συνηθίσει μ’ ένα άλλο προφίλ και όχι με αυτό το καινούριο, το «χίπικο», που είχε υιοθετήσει και το οποίο αντιμετώπιζαν κάπως σαν «προδοσία». (Τηρουμένων των αναλογιών κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με τον Bob Dylan λίγα χρόνια νωρίτερα, στις 25 Ιουλίου 1965, στο Newport Folk Festival, όταν θα αποφάσιζε να ανεβεί στη σκηνή «ηλεκτρικός»). Κι έτσι η σεζόν θα τελείωνε κάπως άδοξα...
Αν δούμε το πράγμα συνολικά θα διαπιστώσουμε πως το ελληνικό ροκ, στο τέλος του ’68 και στο μεγαλύτερο μέρος του ’69, βρισκόταν σε μεγάλη ύφεση – δηλαδή τα πράγματα ήταν χειρότερα από το 1965-66 (συγκριτικά, τότε, ήταν «μια χαρά»). Ενώ έξω γινόταν πανζουρλισμός, εδώ επικρατούσε... νηνεμία. Τα ροκ γκρουπ ήταν ελάχιστα (οι M.G.C., οι Persons και κάποια λίγα ακόμη), έχοντας μικρή έως ανύπαρκτη θέση στη δισκογραφία, ενώ η ποπ κυριαρχούσε.
Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο ελληνικό Top-50 της εποχής (Φεβρουάριος 1969), που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Ο Κόσμος Του Τραγουδιού» θα διαπιστώσει πως επιτυχία είχαν οι Βίκυ Λέανδρος, Ζωή Κουρούκλη, Tammy, Νίκος Αντωνίου, Μαίρη Αλεξοπούλου, Idols, Τέρης Χρυσός, Olympians, Charms, Tony Pinelli, Strangers, Σταύρος Ζώρας και Mariners. Απουσίαζαν δηλαδή οι πιο έντονες ροκ «αποχρώσεις».
Υπάρχουν εξηγήσεις γι’ αυτό. Κατ’ αρχάς δεν είχε διαχυθεί η ροκ πληροφορία όσο και όπως θα έπρεπε στη χώρα. Ουσιαστικά, στο μεγαλύτερο μέρος του 1969, δεν κυκλοφορούν καν μουσικά περιοδικά στην Ελλάδα (έστω σαν τους «Μοντέρνους Ρυθμούς» του ’66).
Αμέσως μετά τη δικτατορία υπήρξε ένα διάστημα... μακαριότητας. Σαν οι μουσικοί και τα συγκροτήματα να πάτησαν ένα φρένο, για να δουν πώς ακριβώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Η δισκογραφία πάσχιζε σ’ ένα βαθμό, κυρίως μέσω των 45αριών ξένων συγκροτημάτων, να μεταφέρει τον πιο απαιτητικό ροκ ήχο στα ακροατήρια, ενώ και από το ραδιόφωνο μπορούσες ν’ ακούσεις, σε κάποιες εκπομπές, Jimi Hendrix, Cream, Rolling Stones, Who, Beatles εννοείται και άλλα διάφορα συγκροτήματα (εξάλλου ήταν και ο «αμερικάνικος» ραδιοσταθμός ή και οι ραδιοπειρατές ακόμη).
Χρειαζόταν όμως κάτι, που να ήταν ικανό να δημιουργήσει μια έκρηξη. Ένα μεγάλο γεγονός, που θα άλλαζε με μιας τον προσανατολισμό της νεολαίας. Που θα μετατόπιζε τα ακούσματα και τα ενδιαφέροντα σε νέες, πιο απαιτητικές περιοχές.
Φαίνεται πως αυτό θα ήταν το φεστιβάλ του Woodstock (ο αντίκτυπος του οποίου είχε φθάσει στη χώρα πολύ νωρίτερα από την ταινία), αλλά κυρίως ήταν η κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας στα έντυπα, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του ’69, με τον νέο νόμο «Περί Τύπου» (Ν.Δ. 346/1969), με αποτέλεσμα «όλοι» να γράφουν για hippies, LSD, Santana, γκρούπις, ψυχεδέλεια, John Lennon-Yoko Ono, Rolling Stones, “Hair” και “Paradise Now”, Grotowski, Arrabal, Μαύρους Πάνθηρες, “Zabriskie Point”, underground κινηματογράφο, free jazz, Εκκλησία του Σατανά, ακόμη και για την εγκατάλειψη των οικογενειακών εστιών από τους νέους (drop out), τη γυναικεία χειραφέτηση κι ένα σωρό κι ακόμη. Και πριν γράφονταν τέτοια πράγματα ως ένα βαθμό, αλλά μετά τον Νοέμβριο του ’69 ήταν πλέον κάτι σαν κανόνας. Και ήταν τότε, όταν θα έσκαγε και το ροκ δισκάδικο Pop Eleven, των αδελφών Φαληρέα, στο Κολωνάκι. Κάτι άλλαζε, εννοούμε, σε σχέση με την πληροφόρηση και αυτό ήταν πολύ σοβαρό.
Σ’ αυτό το διάστημα, και μέχρι την κυκλοφορία του δίσκου «Το Περιβόλι του Τρελλού» ο Διονύσης Σαββόπουλος επιχειρεί να διευθετήσει το θέμα της στρατιωτικής θητείας του, παίρνοντας τελικά αναβολή, όπως διαβάζουμε σ’ ένα ειδησάριο του περιοδικού «Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις», από τον Σεπτέμβριο του ’69, ενώ εμφανίζεται και στην τηλεόραση των Ενόπλων Δυνάμεων (12 Οκτ. 1969) στην εκπομπή του Όμηρου Αθηναίου «Ρεβύ Τι Βι», μαζί με τους Γιώργο Ζωγράφο, Βάσω Μεσηνέζη (που τότε είχε πει τα δύο πρώτα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου) και Μαρινέλλα. Φυσικά, αυτό το διάστημα θα γίνονταν και οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών για «Το Περιβόλι του Τρελλού».
Επειδή λοιπόν το ροκ δεν έχει εδραιωθεί, γενικότερα, όπως θα έπρεπε στη χώρα, και στη δισκογραφία, φαίνεται πως ο Αλέξανδρος Πατσιφάς της Lyra δεν ήταν έτοιμος να προτείνει, ως εταιρειάρχης, ένα ακραιφνές ροκ άλμπουμ – κάτι που θα έκανε για πρώτη φορά, ουσιαστικά, την επόμενη χρονιά, το 1970, με το LP «Δυο Μικρά Γαλάζια Άλογα» του Γιώργου Ρωμανού (και με τον ήχο που είχε πάρει πάνω του ο κιθαρίστας Αλέκος Καρακαντάς).
Μάλλον τη φοβόταν τη δουλειά (ο Πατσιφάς). Ίσως και ο Διονύσης Σαββόπουλος να είχε κάποιους ενδοιασμούς. Ίσως να μην είχαν ακόμη αντιληφθεί, αμφότεροι, προς τα πού θα έγερνε ο νέος ήχος. Δεν ξέρω... Αν και ο Τάσος Φαληρέας (1940-2000) είχε πει παλαιότερα («Ήχος & Hi-Fi», #243, Ιούνιος 1993) πως ο Σαββόπουλος ήθελε να κάνει ροκ ήδη από την εποχή του «Φορτηγού», και το γεγονός ότι δεν θα έκανε τελικά ήταν γιατί «δεν ήξερε μουσική».
Έτσι λοιπόν τα Μπουρμπούλια περιθωριοποιούνται στον δίσκο, ο οποίος χαρακτηρίζεται κυρίως από τις ενορχηστρώσεις ενός άξιου συνθέτη και arranger της εποχής τού «νέου κύματος», του Γιώργου Κοντογιώργου. Με λίγα λόγια ο ήχος στο «Περιβόλι του Τρελλού» δεν είναι βασικά εκείνος ο ροκ του Σαββόπουλου και των Μπουρμπουλιών, μα κυρίως ο ήχος του Γ. Κοντογιώργου – ένα ανακάτεμα από ροκ, ποπ, φολκ, «έντεχνο» και «νέο κύμα».
Αυτό το είχαν επισημάνει και μέλη των Μπουρμπουλιών ήδη από εκείνα τα χρόνια. Όπως είχε πει και ο αείμνηστος μπασίστας Βασίλης Ντάλλας σε μια συνέντευξή του στον Τάσο Φαληρέα, για το περιοδικό «Κούρος» [Μάης, 1971]:
— Ξεκινώντας με τον Σαββόπουλο περίμενες η μουσική σου έκφραση να έπαιρνε τις τωρινές της διαστάσεις και την σημερινή της απήχηση;
Το ’νοιωθα κάπου από την αρχή.
—Πώς έτσι;
Ήξερα τον Σαββόπουλο από το «Φορτηγό», που τότε δεν καταλάβαινα και πολύ τι έλεγε, αλλά ψυλλιαζόμουνα ότι κάτι πολύ δυνατό υπήρχε εκεί. Ύστερα ο Διονύσης ερχόταν από έξω (σ.σ. αναφέρεται στο διάστημα πριν τον «Περιβόλι…», όταν ο Σαββόπουλος βρισκόταν σε Παρίσι, Μιλάνο) και όσο να ’ναι είχε τις πληροφορίες του για τα μουσικά κόλπα από πρώτο χέρι.
— Πίστευες στον Σαββόπουλο, παρόλο που ο Σαββόπουλος έπαιζε τότε (σ.σ. την εποχή του «Φορτηγού») άλλη μουσική;
Σιγά-σιγά διαπίστωσα ότι είχε την δυνατότητα και την έμπνευση να οργανώσει πρώτος αυτός τον Ελληνικό Ροκ Ήχο.(...)
— Τι λες για το «Περιβόλι του Τρελλού»;
Θα μπορούσε να ήταν πολύ καλύτερο. Το υλικό του Σαββόπουλου ήταν φανταστικό, αλλά οι εκτελεστές μάλλον δεν έχουν ιδέα από ροκ και ούτε θέλουν να καταλάβουν. Όσο για τους ηχολήπτες – ωραία πλάκα.
Ο δίσκος ηχογραφείται λοιπόν το φθινόπωρο του ’69, στην Columbia από τον Γιώργο Κωνσταντόπουλο, κυρίως με μια ομάδα session μουσικών, τα ονόματα των οποίων θυμόταν, ένα προς ένα, ο Γιώργος Κοντογιώργος, όταν θα τον ρωτούσα σχετικώς στο facebook, στις 13 Ιαν. 2023. Αυτά ήταν:
Σταμάτης Πρωτόπαππας φλάουτο, Βαγγέλης Χριστόπουλος όμποε, Μάνθος Χαλκιάς κλαρίνο, Σπύρος Κακαρούγκας φαγκότο, Γιάννης Ζουγανέλης τούμπα, Δημήτρης Βράσκος βιολί, Κώστας Βλαχόπουλος βιολοντσέλο, Νίκος Τσεσμελής μπάσο, Τίτος Καλλίρης ηλεκτρική κιθάρα (αυτός παίζει στην «Θαλασσογραφία»), Χάρης Ανδρεάδης πιάνο, πλήκτρα και Νίκος Λαβράνος ντραμς, κρουστά.
Ρωτώντας δε τον Γιώργο Κοντογιώργο αν εμφανίζονταν τελικά τα Μπουρμπούλια στον δίσκο, μου είχε απαντήσει πως έπαιζαν σε δύο μόλις τραγούδια (κάτι που, μάλλον, μπορεί να το αντιληφθούν πολλοί), στα «Η θεία Μάρω» και «Σαν ρεμπέτικο παλιό», που είναι εν τω μεταξύ και τα πιο ροκ του δίσκου, οι «αμερικανιές», όπως τα αποκαλούσε και ο Σαββόπουλος. Βεβαίως, ακόμη και σ’ αυτά τα τραγούδια δεν ακούγονται μόνα τους τα Μπουρμπούλια, καθώς στην εγγραφή υπάρχουν κι άλλα όργανα (πνευστά, βιολί).
Ποιοι αποτελούσαν, τότε, το συγκρότημα; Οι τρεις που ήδη αναφέρθηκαν, δηλαδή ο Άρης Τασούλης πλήκτρα, ο Βασίλης Ντάλλας μπάσο και ο Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς, συν τον κιθαρίστα Τάκη Ανδρούτσο (που θα γινόταν πιο γνωστός αργότερα ως μέλος των Πελόμα Μποκιού).
Δ. Σαββόπουλος - Η θεία Μάρω
Τώρα, στην κλασική «κομμένη» φωτογραφία του οπισθόφυλλου του δίσκου, που ήταν τραβηγμένη από τον Άλκη Σαχίνη, στο σπίτι του Ζήσιμου Λορεντζάτου στην Κηφισιά (έτσι έχω μάθει), φαίνονται από αριστερά προς τα δεξιά οι Άρης Τασούλης, Βασίλης Ντάλλας και Διονύσης Σαββόπουλος (και οι τρεις τους χωρίς μακριά μαλλιά), ενώ στην ολοκληρωμένη φωτογραφία φαίνονται επίσης στην άκρη αριστερά ο Τάκης Ανδρούτσος και στην άκρη δεξιά ο Νίκος Τσιλογιάννης. Τώρα, γιατί «κόπηκαν» αυτοί οι δύο από το οπισθόφυλλο... ένας θεός ξέρει.
Επίσης να σημειώσουμε πως ο δίσκος είχε πολύ ωραίο πολύχρωμο «χίπικο» εξώφυλλο, σχεδιασμένο από τον Στέργιο Δελιαλή, ενώ η ημερομηνία της επίσημης κυκλοφορίας του ήταν η 21η Οκτωβρίου 1969. Στο discogs εικονίζεται κι ένα test-pressing με ημερομηνία 10 Νοεμβρίου 1969, οπότε ίσως να κυκλοφόρησε και αργότερα. Πάντως στο τέλος του ’69 «Το Περιβόλι του Τρελλού» ήταν ένα γεγονός.
Το πιο σημαντικό όλων που πρέπει να πούμε και να τονίσουμε –γιατί αυτό έχει χαθεί «κάπου», μέσα στα κατά καιρούς κείμενα, που έχουν γραφτεί– είναι πως στο «Περιβόλι του Τρελλού», που περιέχει δέκα τραγούδια, ακούγεται, τρίτο στην δεύτερη πλευρά, το περίφημο «Ντιρλαντά» (στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε «διασκευή Σαββόπουλου»).
Διονύσης Σαββόπουλος - Ντιρλαντά
Το «Ντιρλαντά», που υποτιμάται σήμερα, είναι ένα πολύ σημαντικό τραγούδι (προσωπικά ανατριχιάζω γλυκά όταν το ακούω, γιατί το μυαλό μου πάει κατευθείαν πίσω στα παιδικά μου χρόνια), που έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο από αυτή την καταπληκτική διασκευή του Σαββόπουλου. Το τραγούδι μπορεί να είχε ηχογραφηθεί νωρίτερα και να κυκλοφορούσε σ’ ένα δισκάκι της Fidelity, από τον Απρίλιο του ’66, σε επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου και με ερμηνεία από τον Καπετάν Παντελή Γκίνη και το τσούρμο του (όπως διαβάζουμε στο label), αλλά θα ήταν η διασκευή του Σαββόπουλου, τριάμισι χρόνια αργότερα, που θα το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.
Δυστυχώς το τραγούδι αυτό θα ταλαιπωρούσε δικαστικά τον Σαββόπουλο για περισσότερο από τρία χρόνια, στερώντας του ίσως τη χαρά να απολαύσει μία μοναδική, και κατά βάση δική του, παγκόσμια επιτυχία.
Το «Ντιρλαντά» μπαίνει στο «Περιβόλι του Τρελλού» ως μια προσπάθεια προσέγγισης του τραγουδιού με τα φολκλορικά στοιχεία από το ροκ και τη διανόηση. Δεν ήταν ο πρώτος ο Σαββόπουλος, στην Ελλάδα, που θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο, αλλά θα ήταν εκείνος, που θα έκανε έναν τέτοιο σκοπό γνωστόν όχι μόνο στην Ελλάδα, μα στα πέρατα του κόσμου! Κάτι γενικώς αδιανόητο, αφού τούτο θα γινόταν χωρίς τη βοήθεια της οθόνης (όπως είχε συμβεί με «Τα παιδιά του Πειραιά» ή τον «Ζορμπά»)! Αυτή την ιστορία, την ιστορία του «Ντιρλαντά», θα την διηγηθούμε όμως κάποιαν άλλη φορά...
Επίσης δεν πρόκειται, εδώ, να προβούμε σε φιλολογικές αναλύσεις των τραγουδιών του «περιβολιού» –έχουν γραφτεί τόσα πολλά, μέσα στα χρόνια–, απλώς να επισημάνουμε κάποιες αναφορές σε Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Bob Dylan, ρεμπέτικο, Βασίλη Βασιλικό, εμβατήρια, Che Guevara κ.λπ., που παίζουν ένα ρόλο, άλλοτε μικρότερο και άλλοτε μεγαλύτερο, στα τραγούδια. Κι αυτά όμως έχουν γραφτεί και ειπωθεί, αλλά τα επισημαίνουμε κι εδώ.
Τη χειμερινή σεζόν 1969-70 ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια του εμφανίζονται και πάλι στο Rodeo, το οποίο έχει αλλάξει δραστικά, μέσα από τη δουλειά του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Ηλία Παπαγιαννόπουλου (1939-1998).
Το υπόγειο κλαμπ της Πλατείας Βικτωρίας αρχίζει να αποκτά φήμη, από στόμα σε στόμα, καθώς στο πρόγραμμα παίρνουν μέρος οι τραγουδίστριες Μαρίζα Κωχ και Ρενάτα Καπερνάρου, μαζί με τον ταχυδακτυλουργό Μπαμπού, ενώ αργότερα, και πάντα στην ίδια σεζόν (πρώτοι μήνες του 1970), θα εμφανίζονταν εκεί και οι Γουώρεν Δύο (που μάλλον ήταν οι μετέπειτα Διόσκουροι, δηλαδή οι Βαγγέλης Γερμανός και Βασίλης Ζαρούλιας), η Δέσποινα Γλέζου και η Λήδα.
«Το Περιβόλι του Τρελλού» αρχίζει να μαθαίνεται και να διαδίδεται σιγά-σιγά, με το «Ντιρλαντά», που «κόβεται» και σε 45άρι τον Φλεβάρη του ’70, να κάνει μεγάλη εντύπωση (τα προβλήματα, με τα δικαστήρια, θα άρχιζαν από τον Οκτώβριο του ’70 και μετά) και με τον Διονύση Σαββόπουλο να μιλάει στα περιοδικά και στις εφημερίδες για τον δίσκο. Διαβάζουμε σε μια συνέντευξή του για το περιοδικό «Ψυχαγωγία» τον Μάρτιο του 1970:
«Κατ’ αρχάς πρέπει να τονίσω ότι το έργο δεν είναι “νεοκυματικό” – δεν καταλαβαίνω καν, εγώ, αυτή την έννοια. Το έργο είναι λαϊκό! Όχι βέβαια του είδους της πολλής καταναλώσεως, αλλά όταν λέω λαϊκό εννοώ ότι θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό από αρκετό κόσμο, όπου ανάμεσα θα βρεις όλη την μεσοαστική τάξη, τους φοιτητές και τους επαγγελματίες. Περιέχει όμως και μοντέρνα στοιχεία, που ίσως ακούγονται από τον πολύ κόσμο για πρώτη φορά, σε ελληνικό έργο αυτού του τύπου, όπως βιολοντσέλα, ανάποδες εγγραφές, οξείες γωνίες ήχου και άλλα πολλά. Η μουσική μου μπορώ να πω ότι δανείζεται στοιχεία από πάρα πολλά είδη. Έχει αρκετό ελληνικό φολκλόρ, όσον αφορά τους ρυθμούς και τους ήχους των οργάνων. Θυμίζει τόσο δημοτικό, όσο και παλιό ρεμπέτικο. Επίσης έχει μερικά βασικά στοιχεία της ηλεκτρονικής μουσικής (μηχανικοί ήχοι, παραμορφώσεις) και πολλά στοιχεία της μοντέρνας ποπ».
«Το Περιβόλι του Τρελλού» σαν LP, λόγω «Ντιρλαντά», κυκλοφορεί στη Γαλλία από την Polydor (“Le Jardin du Fou”), μα ακόμη και στις ΗΠΑ από την Grecophon / Fiesta Record Compamy (“The Garden of a Fool”), ενώ σαν 45άρι, το «Ντιρλαντά» με flip-side τη «Συννεφούλα» θα κυκλοφορούσε ακόμη σε Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Αυστραλία, στις σκανδιναυικές χώρες κ.ά., ενώ σαν διασκευή θα τραγουδιόταν σε Ολλανδία, Τουρκία, Ισραήλ (από τον Aris San), Σουηδία και Φινλανδία (από τον Τάκη και την Αφροδίτη Βούη), Τσεχοσλοβακία (από τις Martha και Tena Elefteriadu), Δυτική Γερμανία, Ισπανία, Δανία (από τον Γιώργο Μενέλαο Μαρίνο), Γαλλία (από την Dalida φυσικά κ.ά.), Χιλή κ.λπ.
Απλώς λέμε για ένα τραγούδι, που τα πρώτα χρόνια του ’70 ακουγόταν παντού, σε όλο τον κόσμο και βεβαίως στην Ελλάδα (πέραν του Σαββόπουλου) από τους Δημήτρη Μητροπάνο, Περικλή Χαρβά, Μίμη Πλέσσα, Τέρη Χρυσό, Μαρινέλλα, Θανάση Γκαϊφύλλια, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, The Sounds κ.ά., επηρεάζοντας θέατρο-επιθεώρηση («Χίππιδες και Ντιρλαντάδες», σεζόν 1970-71), κινηματογράφο («Ο Ντιρλαντάς», ταινία του Σούλη Γεωργιάδη, με τον Σταύρο Παράβα, από το 1970) κ.λπ. Γενικώς... χαμός!
Όμως οι επιθεωρησιογράφοι, που δεν άφηναν τίποτα να πέσει κάτω, ψάχνοντας τα πάντα για να βρουν ύλη, είχαν περιποιηθεί κι ένα άλλο τραγούδι του Σαββόπουλου, το «Σαν ρεμπέτικο παλιό», καθώς το δίστιχο «κι είπα “γεια χαρά σου” στον Αντύπα / κι άφησα ξοπίσω μου μια τρύπα» προσφερόταν για τη σχετική σάτιρα («Ξαναγαργάλατα» των Μίμη Τραϊφόρου-Γιώργου Θίσβιου και «Την Λένε Ακόμα Δημοκρατία...» των Γιώργου Λαζαρίδη-Ναπολέοντα Ελευθερίου). (Βλ. «Επιθεώρηση και Δικτατορία (1967-1974)» της Κωνστάντζας Γεωργακάκη).
Όσο κυλάει, όμως, το 1970 τόσο περισσότερο αφυπνίζονται και ξεσηκώνονται οι ροκ συνειδήσεις. Οι μεγάλοι δίσκοι, τα LP, ξένων ροκ ονομάτων αρχίζει να κυκλοφορούν με μεγαλύτερη συχνότητα, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο έχουν παραδοθεί στη «νέα ποπ», τα οικογενειακά περιοδικά σαν το «Φαντάζιο» έχουν συχνά ροκ θεματολογία, ενώ στα «Επίκαιρα» διαβάζεις επιτόπιες ανταποκρίσεις από το άλλο μεγάλο φεστιβάλ της εποχής το Isle of Wight από τον Αύγουστο του 1970 (δες εδώ ).
Έτσι, όταν θα ξεκινήσει να προβάλλεται και η ταινία “Woodstock” στη χώρα μας σε δύο φάσεις (από 29 Νοεμβρίου 1970 και για μια βδομάδα, και από τις 19 Δεκεμβρίου και μετά συνεχώς) το ροκ θα βρισκόταν πλέον παντού και βεβαίως χώροι σαν το Rodeo θα αναγνωρίζονταν κάπως σαν τους «ναούς» του.
Εξάλλου το Rodeo θα επισκεπτόταν και ο σκηνοθέτης του “Woodstock” Michael Wadleigh, που θα βρισκόταν για την avant-première της ταινίας του στην Αθήνα, στις αρχές Δεκεμβρίου, για να δει και ν’ ακούσει τον Διονύση Σαββόπουλο με τα Μπουρμπούλια του, που τώρα θα τα αποτελούσαν οι János Lambizi ηλεκτρική κιθάρα, Σπύρος Καζιάνης φαγκότο, τρομπόνι, Νίκος Μουρίκης κόρνο, Βασίλης Ντάλλας μπάσο και Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς, ενώ κοντά τους θα βρισκόταν και η Μαρίζα Κωχ.
Πλησιάζουμε, όμως, επικίνδυνα τα όρια του «Μπάλλου» και γι’ αυτό, για την συνέχεια της ιστορίας σας παραπέμπουμε εδώ.
Διονύσης Σαββόπουλος - Σαν ρεμπέτικο παλιό - Official Audio Release