ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΥΣ μήνες επανακυκλοφόρησε ένα αληθινά σημαντικό και σπάνιο ποιητικό βιβλίο, οι «Λιποτάχτες» του Γιάννη Θεοδωράκη (1932-1996), αδελφού του Μίκη Θεοδωράκη (1925-2021). Για πρώτη φορά το βιβλίο αυτό είχε τυπωθεί από τις εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη, το 1959, για να επανεκδοθεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος, 64 χρόνια αργότερα, το 2023!
Το βιβλίο αυτό είναι σημαντικό και από μόνο του, ως αυτόνομο ποιητικό έργο δηλαδή, μα και γιατί συνδέθηκε μ’ ένα από τα πιο συναρπαστικά, πρώιμα, λαϊκά τραγουδιστικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη, τους «Λιποτάκτες» (το γράμμα «χ» του βιβλίου έχει γίνει «κ» στον δίσκο), που θα ηχογραφούνταν τον Οκτώβριο του 1960 και που θα κυκλοφορούσαν σ’ ένα 7ιντσο EP, με τέσσερα τραγούδια, λίγους μήνες αργότερα – στο τέλος του 1960 ή, το πιο πιθανόν, στους πρώτους μήνες του 1961.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αρχίσει να καταπιάνεται με ορισμένα από τα ποιήματα του αδελφού του, που θα αναγνωρίζονταν μετά ως «Λιποτάχτες», ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στο πρόγραμμα των συναυλιών στο Θέατρο Λυκαβηττού, που θα γίνονταν γνωστές ως «Μουσικός Αύγουστος 1977» (θα αποδίδονταν και οι «Λιποτάκτες» εκεί) διαβάζουμε:
«Το “Χάθηκα”, τελευταίο τραγούδι από τους “Λιποτάκτες” είναι ουσιαστικά το πρώτο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Γράφτηκε πάνω σε στίχους του αδελφού του, όταν εκείνος υπηρετούσε φαντάρος στα Χανιά Κρήτης στα 1951. Αργότερα, στα 1959 στο Παρίσι, τελειοποίησε (ο Μίκης Θεοδωράκης) άλλα τρία τραγούδια από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη, και έτσι γεννήθηκε ο κύκλος τραγουδιών “Λιποτάκτες”».
Το σίγουρο είναι, και ανεξαρτήτως του πότε ακριβώς συνετέθησαν τα κομμάτια, σε μια πρωτόλεια μορφή, πως ο Μίκης Θεοδωράκης καταπιάνεται με αυτά ουσιαστικά, δίνοντάς τους την τελική τους διάσταση, το 1959-60. Μετά την έκδοση τού βιβλίου τού αδελφού του.
Ο Αστέρης Κούτουλας στο βιβλίο του «Ο Μουσικός Θεοδωράκης» [Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, 1998] αναφέρει ως έτος σύνθεσης των τραγουδιών (στα Χανιά) το 1952, τοποθετώντας ερωτηματικό όμως (στο 1952), ενώ για το «Χάθηκα» αναφέρει και την ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 1957 (Παρίσι) ως «ίσως νέα επεξεργασία;», ενώ τα πιο πρόσφατα χρόνια, από το 2000 και μετά, φαίνεται πως ως περίοδος σύνθεσης των τραγουδιών κυριαρχεί το διάστημα 1952-54, στις πόλεις Χανιά, Αθήνα και Παρίσι.
Το σίγουρο είναι, και ανεξαρτήτως του πότε ακριβώς συνετέθησαν τα κομμάτια, σε μια πρωτόλεια μορφή, πως ο Μίκης Θεοδωράκης καταπιάνεται με αυτά ουσιαστικά, δίνοντάς τους την τελική τους διάσταση, το 1959-60. Μετά την έκδοση τού βιβλίου τού αδελφού του.
Όταν θα έβγαινε λοιπόν το βιβλίο στον Δίφρο, ο ποιητής και μετέπειτα δημοσιογράφος Γιάννης Θεοδωράκης θα ήταν άγνωστος ακόμη. Λέμε «μετέπειτα δημοσιογράφος», επειδή ο Γ. Θεοδωράκης θα γινόταν περισσότερο γνωστός από το καλοκαίρι του 1960 και μετά, λόγω της παρουσίας του, ως συντάκτης, στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης».
Έτσι, και παρότι τα ποιήματα ήταν γραμμένα χρόνια νωρίτερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές του ’50, φαίνεται πως «πιάνουν» το zeitgeist του τέλους των 50s, όταν η ανθρωπότητα, που πορεύεται μέσα στο πλέγμα του Ψυχρού Πολέμου, βιώνει την αγωνία μιας καταστροφής από τη χρήση των πυρηνικών όπλων.
Είναι η εποχή όπου το φιλειρηνικό κίνημα αρχίζει να αποκτά πολύ μεγάλη δημοσιότητα, ιδίως μετά την ίδρυση της βρετανικής CND (Campaign for Nuclear Disarmament δηλ. Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό), μιας ειρηνιστικής κίνησης, που είχε ιδρυθεί τον Νοέμβριο τού 1957 και που προπαγάνδιζε, μέσα από ποικίλες δράσεις της, πορείες κ.λπ., τον πυρηνικό αφοπλισμό (και στο Ηνωμένο Βασίλειο, μα και διεθνώς).
Φυσικά, οι φιλειρηνικοί συνασπισμοί θα ξεκινούσαν τις δράσεις τους λίγο μετά το πέρας του Πολέμου, και κάπως έτσι θα ιδρυόταν και στη χώρα μας η Ελληνική Επιτροπή δια την Διεθνή Ύφεσιν και Ειρήνην (ΕΕΔΥΕ), τον Μάιο του 1955, η οποία τρία χρόνια αργότερα θα τύπωνε την 4σέλιδη δεκαπενθήμερη εφημερίδα της «Δρόμοι της Ειρήνης» (πρώτο φύλλο στις 9 Μαΐου 1958), καιρό πριν καταλήξει αυτή, προς το καλοκαίρι του 1960, σ’ ένα κανονικό και ελκυστικό περιοδικό,
Βρισκόμαστε, στο 1959, δεκατέσσερα χρόνια από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δέκα χρόνια από την λήξη του Εμφυλίου και οκτώ από την εκτέλεση του 23χρονου Νίκου Νικηφορίδη, ενός από τα πρώτα θύματα, αν όχι το πρώτο, του φιλειρηνικού κινήματος.
Ο... λιποτάχτης τού Γιάννη Θεοδωράκη μοιάζει μ’ εκείνον της ταινίας «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου, που θα προβαλλόταν μερικά χρόνια αργότερα (1966). Μοιάζει με τον λοχία, που ερωτεύεται τη γυναίκα τού ανθυπολοχαγού του, που αντιλαμβάνεται το μάταιο των συρράξεων, και που ως... απεργός του πολέμου, θέλει να περάσει τα σύνορα, για να γλιτώσει τη ζωή του και να ζήσει, ειρηνικά, με τον άνθρωπο που αγαπάει. Αυτό το μοτίβο κυριαρχεί χοντρικά και στους «Λιποτάχτες» του Γιάννη Θεοδωράκη.
Υπάρχει ο πόλεμος («τα σύνορα / πίσω απ’ τους ανέμους / κι εμείς / αραδιασμένοι πλάι-πλάι / ο καθένας μ’ οκάδες γη στην αγκαλιά του σημαδεύουμε»), υπάρχει η αγωνία όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το τι θα φέρει το αύριο («μιλούσαμε για τα βάσανά μας / καθισμένοι πλάι στον ποταμό / κι έτσι που κρυφοκοιτάζαμε ο ένας τον άλλο / καθώς το δάσος δεν είχε φωνή ν’ ακουστεί / κι η νύχτα δεν είχε χρώμα να μας βάψει / μείναμ’ εκεί / ακίνητοι σαν βράχια από λάσπη / ως το πρωί»), υπάρχει η γενικότερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση, που σε συνθλίβει («αυγή αφράτη / τσεκουριά στην πλάτη / απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά / και κρεμάστηκε στα παράθυρά μας / σκέπασε ατμός τον έρωτά μας»), όπως υπάρχει και η πίστη στη ζωή και η ανάγκη να ξεφύγεις από το χώρο και τις καταστάσεις που σε πνίγουν, αναζητώντας κάπου άλλου ένα δικαιότερο μέλλον («δακρυσμένα μάτια / νυσταγμένοι κήποι / όνειρα κομμάτια / ας ήτανε να ζω / στους μεγάλους δρόμους / κάτω απ’ τις αφίσες / στα χιλιάδες χρώματα / ας ήταν να βρεθώ»).
Οι «Λιποτάχτες» χωρίζονται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη έχει τίτλο «Περιγραφή» και αποτελείται από δεκαεννέα ποιήματα, η δεύτερη έχει τίτλο «Μαντινάδες-Χωριό Γαλατάς» και αποτελείται από ένα ποίημα και η τρίτη «Υδροκέφαλος» και αποτελείται από έντεκα ποιήματα.
Εν τω μεταξύ κάποια από τα ποιήματα του Γιάννη Θεοδωράκη είναι «ελεύθερα», ενώ σε κάποια άλλα υπάρχει ομοιοκαταληξία (στα λιγότερα). Ασυζητητί, όμως, ο ρυθμός τους είναι πάντα εκεί και η προσωδία τους, ενόσω τα διαβάζεις, είναι ικανή να σε κινητοποιήσει συναισθηματικά και να σε οδηγήσει κάπου αλλού. Φυσικά, διαβάζοντάς τα, από νωρίς, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν γινόταν να μην επιλέξει ορισμένα εξ αυτών, ώστε να τα μελοποιήσει.
Η μελοποίηση μπορεί να είναι ένα βασικό και πρωταρχικό στάδιο στη δημιουργία ενός τραγουδιού, αλλά από ’κει και πέρα πολύ μεγάλο ρόλο παίζει η επιλογή της φωνής και βεβαίως η ενορχήστρωση.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μέχρι να καταπιαστεί με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, τον Μάιο του 1958 στο Παρίσι, ήταν ένας «σοβαρός» συνθέτης. Έγραφε συμφωνικά έργα, μουσικές δωματίου, σονατίνες, σουίτες, σάουντρακ κ.λπ., με τα λαϊκά όργανα να μην αποτελούν, ακόμη, μέρος των ενορχηστρώσεών του.
Είναι, δηλαδή, εντελώς αδύνατον να δεχτούμε πως θα μπορούσε, το 1951-52, ο Μίκης Θεοδωράκης να φανταζόταν τα ποιήματα του αδελφού του ως «λαϊκά τραγούδια», έχοντας ως βασικό όργανο το μπουζούκι – και το λέμε τούτο παρά το γεγονός πως επιρροή από το λαϊκό εμφαίνεται στη σουίτα μπαλέτου για ορχήστρα «Ελληνική Αποκριά / Carnaval» από το 1953 ήδη (έργο στο οποίο θα παραλλασσόταν η «Ψαροπούλα» του Γιάννη Παπαϊωάννου).
Έπρεπε, με άλλα λόγια, να προηγηθεί ο «Επιτάφιος», αυτή η ακρογωνιαία στιγμή, της νεότερης ελληνικής μουσικής, ώστε και οι «Λιποτάχτες» να πάρουν, αμέσως μετά, το δρόμο τους.
Τον Μίκη Θεοδωράκη τον απασχολούσε από τότε το θέμα της «ελληνικότητας» στη σύνθεση, αλλά σε συνδυασμό, πάντα, με τα πιο σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Όπως θα έγραφε και ο ίδιος στο περιοδική «Κριτική» [τεύχος #6, Νοε.-Δεκ. 1959], που τύπωνε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης στη Θεσσαλονίκη:
«Το στοιχείο της ελληνικότητας θα πρέπει να το εξετάσουμε κάτω από τη διπλή διαπίστωση: 1). Κληρονόμοι μιας δυνατής παράδοσης σε ιστορία, έθιμα, χαρακτήρα, σε λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική και 2). Σύγχρονο έθνος, που τείνει να ευθυγραμμίσει τα ενδιαφέροντα και τα επιτεύγματά του με τις ακραίες τάσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Ώστε, αν από την πρώτη πηγάζει η αναγκαιότητα να εκφράσουμε την καταγωγή μας ή καλύτερα να αντλήσουμε από την καταγωγή μας όλα τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να εκφραστούμε πηγαία και δυνατά, απ’ την δεύτερη διαπιστώνουμε ότι θα ήταν απαράδεκτο να παραβλέψουμε το γεγονός ότι τα τεχνικά και εκφραστικά δεδομένα της σύγχρονης σύνθεσης διαγράφουν ορισμένες στοιχειώδεις τεχνικές και εκφραστικές προϋποθέσεις για το σύγχρονο έργο. Άρα το γνήσιο ελληνικό έργο θα πρέπει να είναι και γνήσιο σύγχρονο έργο».
Αυτές τις απόψεις ο Μίκης Θεοδωράκης θα τις έκανε χειροπιαστές σε διάφορα έργα του, εκείνης της εποχής, με τους «Λιποτάκτες» να είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά και προφανώς πρωτοποριακά. Για τις ανάγκες, δε, του έργου ο συνθέτης θα μελοποιούσε τέσσερα ποιήματα τού αδελφού του Γιάννη, δηλαδή τα «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» και «Χάθηκα».
Το «Θα γίνης δικιά μου», που έγινε γνωστό και ως «Όμορφη πόλις» (από τον πρώτο στίχο του) είναι το «Ζ» ποίημα από το μέρος «Περιγραφή» των «Λιποταχτών», το «Δακρυσμένα μάτια» είναι το «Δ» ποίημα από το ίδιο μέρος, το «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» είναι το «Α» ποίημα επίσης από την «Περιγραφή» (ξεκινά με τον στίχο «Αυγή αφράτη»), ενώ το «Χάθηκα», κατά έναν περίεργο(;) τρόπο δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο. Ανήκει όμως και αυτό στην σειρά «Λιποτάχτες» καθώς το διαβάζουμε στη δεύτερη ποιητική συλλογή τού Γιάννη Θεοδωράκη, που αποκαλείται «Πλημμύρα» [Ίκαρος, 1980] και η οποία θα επανεκδιδόταν, και αυτή από τον Μετρονόμο, τον Οκτώβριο του 2023. Η «Πλημμύρα» αποτελείται επίσης από τρία μέρη, με το τρίτο εξ αυτών να αποκαλείται «Λιποτάχτες». Εκεί υπάρχει το «Χάθηκα», αλλά όχι και όλα τα υπόλοιπα ποιήματα της έκδοσης του 1959.
Εκείνο που κάνει τους «Λιποτάκτες» ξεχωριστούς είναι, φυσικά, η απόφαση του Μίκη Θεοδωράκη να ερμηνεύσει ο ίδιος τα ποιήματα τού αδελφού του και βεβαίως η ενορχήστρωση που τους επιφυλάσσει. Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του μικρού δίσκου:
«H ομώνυμη ποιητική συλλογή τού Γιάννη Θεοδωράκη κυκλοφόρησε στα 1959. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ήδη γράψει μουσική πάνω σ’ ένα παληό ποίημα του αδελφού του, το “Χάθηκα μέσα στους δρόμους”. Αργότερα (ευθύς μετά τα τραγούδια του για τον Επιτάφιο, 1958) διάλεξε τρία ποιήματα από τους Λιποτάκτες κι έτσι συμπληρώθηκε ο κύκλος.(…) Όπως σ’ όλα του τα τραγούδια, έτσι κι εδώ, ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίζει τη ραχοκοκαλιά της μουσικής του πάνω στους μελωδικούς αρμούς των δημοτικών μας τραγουδιών και της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Για την ενορχήστρωση και μουσική εκτέλεσή τους ο Μίκης Θεοδωράκης οδηγήθηκε από τον εξής συλλογισμό: “Εάν ζούσαν στις μέρες μας οι Γερμανοί μελωδιστές του περασμένου αιώνα θα συνόδευαν ασφαλώς τα τραγούδια τους με τα ζωντανότερα όργανα της εποχής μας”. Σαν τέτοια θεωρεί αφ’ ενός μεν την τζαζ (σ.σ. τα ντραμς, τα κρουστά), δηλαδή τον χορευτικό ρυθμό –μουσικό σφυγμό– του αιώνα μας και αφ’ ετέρου το μπουζούκι, το κατ’ εξοχήν σύγχρονο ελληνικό λαϊκό όργανο. Χάρη στην μεγάλη μουσικότητα και δεξιοτεχνία τού Μανώλη Χιώτη, αυτό το τελευταίο μας δείχνει μέσα στους Λιποτάκτες ένα εντελώς νέο πρόσωπο. Ο Θεοδωράκης τραγουδά ο ίδιος τους Λιποτάκτες, τόσο για να αποκλείσει κάθε είδος φωνητικής τεχνικής, που θ’ αλλοίωνε, σ’ αυτή την μορφή, τον χαρακτήρα και της ποίησης και της μουσικής, όσο και γιατί είναι ένθερμος θιασώτης μιας όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένης επαφής τού καλλιτέχνη με το κοινό του».
Κατ’ αρχάς το γεγονός πως ένας μη-τραγουδιστής, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, επιλέγει να ερμηνεύσει τα τέσσερα κομμάτια του δίσκου, είναι κάτι που παρατηρείται για πρώτη φορά στην πιο σύγχρονη δισκογραφία μας (από το 1960 και μετά). Αυτό είναι και θεμελιακό και πρωτοποριακό. Ουσιαστικά μ’ αυτή την κίνησή του ο Μίκης Θεοδωράκης εγκαινιάζει την κατηγορία των singer-songwriters στην Ελλάδα – εκεί όπου το songwriter προηγείται του singer. Μετά απ’ αυτόν θα ακολουθούσαν ο Κώστας Χατζής, ο Διονύσης Σαββόπουλος και όλοι οι υπόλοιποι μη-τραγουδιστές. Κακά τα ψέματα... και ο Χατζής, αλλά και ο Σαββόπουλος δεν μπορεί παρά να τον είχαν για πρότυπο.
Και διεθνώς αν το δούμε, όμως, ο Μίκης Θεοδωράκης μοιάζει να είναι εδώ «πιο μπροστά» και από τον Bob Dylan (γιατί και ο Dylan δεν ήταν τραγουδιστής με την τυπική έννοια). Όχι μόνον ως μη-τραγουδιστής, που ηχογραφεί τραγούδια του τον Οκτώβριο του 1960, αλλά και ως... ηλεκτρικός τραγουδοποιός. Εκεί κι αν είναι «πιο μπροστά» απ’ όλους. Γιατί επιλέγοντας το ηλεκτρικό μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη, με τον καινούριο και πιο «δυτικό» ήχο και όχι ένα μπουζούκι από τα «τυπικά» της εποχής κάνει τα τραγούδια του να ακούγονται κάπως… folk-rock – όπως συνέβαινε με κάποια τραγούδια του σπουδαίου Trini Lopez, από την ίδια εποχή.
Καινοτομεί όμως γενικότερα, από ενορχηστρωτικής άποψης, εδώ ο Μ. Θεοδωράκης. Γιατί από τη μια μεριά μπορεί να δίνει μέσω του μπουζουκιού αυτό το folklore ηλεκτρικό χρώμα, αλλά μέσω του συνδυασμού της κλασικής κιθάρας, που χειρίζεται ο Δημήτρης Φάμπας, των κρουστών του Σπύρου Λιβιεράτου, μα και των υπόλοιπων οργάνων (ακούγονται ακόμη πιάνο, ακορντεόν και μπάσο), δημιουργούνται μοναδικά ρυθμικά και μελωδικά υπόβαθρα, ικανά να σε μεταφέρουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά του folk revival της εποχής (σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία). Κοντολογίς, εφαρμόζει εδώ ο Μίκης Θεοδωράκης εκείνα που έλεγε παραπάνω (στο περιοδικό «Κριτική»). Δηλαδή, από τη μια μεριά να παρουσιάζεται ως «κληρονόμος μιας δυνατής παράδοσης» (μπουζούκι) και από την άλλη να χρησιμοποιεί «τεχνικά και εκφραστικά δεδομένα της σύγχρονης σύνθεσης» (κλασική κιθάρα, κρουστά).
Το πότε ακριβώς κυκλοφορεί το δισκάκι «Λιποτάκτες», με τα τέσσερα τραγούδια και με το ωραίο εξώφυλλο του Μποστ, δεν είναι γνωστό (το πιο πιθανό είναι αυτό να συμβαίνει στις αρχές του 1961), τοποθετείται όμως ασυζητητί σε μια φοβερή δημιουργική φάση του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος από το φθινόπωρο του 1960 έως και το φθινόπωρο του 1961, δηλαδή μέσα σ’ ένα χρόνο, δισκογραφεί και κυκλοφορεί τους εξής ιστορικούς «κύκλους λαϊκών τραγουδιών»:
«Επιτάφιος» (με Νάνα Μούσχουρη-Μάνο Χατζιδάκι σε Fidelity, με Γρηγόρη Μπιθικώτση-Καίτη Θύμη-Μανώλη Χιώτη σε Columbia και Μαίρη Λίντα-Μανώλη Χιώτη επίσης σε Columbia), «Λιποτάκτες» (σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη), «Πολιτεία» (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου, με Γρηγόρη Μπιθικώτση- Στέλιο Καζαντζίδη-Μαρινέλλα, αλλά και με την Μαίρη Λίντα), «Αρχιπέλαγος» (σε ποίηση Νίκου Γκάτσου-Γιάννη Θεοδωράκη-Πάνου Κοκκινόπουλου-Οδυσσέα Ελύτη-Μίκη Θεοδωράκη-Δημήτρη Χριστοδούλου και με ερμηνείες σε διαφορετικές εκτελέσεις από τους Μαίρη Λίντα, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Γιοβάννα), «Η Νήσος των Αζορών» (σε ποίηση Μποστ, με Γ. Μπιθικώτση-Κ. Θύμη) και ακόμη το σάουντρακ από την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το Όνειρο» (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη-Κώστα Βίρβου, με τον Γ. Μπιθικώτση). Αν μετρήσαμε καλά λέμε για 28(!) δίσκους 45 στροφών, που κυκλοφορούν μέσα σ’ ένα χρόνο και που αλλάζουν άρδην το τοπίο και της ελληνικής μουσικής, μα και της δισκογραφίας.
Αυγή Αφράτη (Σκέπασε ατμός Τον έρωτα μας)
Τα τέσσερα τραγούδια από τους «Λιποτάκτες» (υπενθυμίζουμε: «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας», «Χάθηκα») υπήρξαν εξαρχής το κάτι άλλο, και δεν έχουν ουδεμία σχέση με όλα τα υπόλοιπα (εκπληκτικά), που θα δισκογραφούσε το 1960-61 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Απορώ, θέλω να πω, πώς τα αντιμετώπιζε τότε ο κόσμος – αν και κάτι αντιλαμβάνομαι από το μέρος μιας ερώτησης, που απευθύνεται στον Μ. Θεοδωράκη, στους «Δρόμους της Ειρήνης» τον Ιούλιο του ’61: «Δε μιλάω για τους “Λιποτάκτες”, που ύστερα από το δεύτερο-τρίτο άκουσμα γίνονται απαραίτητοι στον ακροατή και ασκούν μια παράξενη, αδιόρατη μαγεία επάνω του»
Φαίνεται λοιπόν απ’ αυτές τις δυο γραμμές πως τα τραγούδια απαιτούσαν περισσότερες ακροάσεις για να σε «πιάσουν», και από τη στιγμή που θα συνέβαινε αυτό, τότε ασκούσαν επάνω σου αυτή την «παράξενη» και «αδιόρατη μαγεία». Κακά τα ψέματα... 63 χρόνια αργότερα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει!
Το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης, στο Παρίσι, συνεργάζεται με την κορυφαία γαλλίδα χορεύτρια Ludmilla Tchérina, η οποία θέλει να εντάξει στο πρόγραμμά της τρία μπαλέτα. Το ένα ήταν το “Les Amants de Teruel”, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και χορογραφία Milko Šparemblek, που ήταν βασισμένο σε μιαν ιδέα τού βρετανού σκηνοθέτη Michael Powell (ιδέα που θα μετατρεπόταν και σε ταινία την ίδια περίοδο, την πασίγνωστη “Luna de Miel” ή “Honeymoon” ή “The Lovers of Teruel”), εκεί όπου ακούστηκε για πρώτη φορά και το κλασικό “The honeymoon song” («Αν θυμηθής τ’ όνειρό μου») από το Marino Marini Quartet.
Το 1962 ο γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Raymond Rouleau γυρίζει σε ταινία τον ίδιο μύθο, ως “Les Amants de Teruel” (πρώτη προβολή στη Γαλλία, στις 23 Μαΐου 1962), με τον Μίκη Θεοδωράκη να συμμετέχει και πάλι στο σάουντρακ. Εκεί θα ακουγόταν η μελωδία “Thème de l'amour”, που δεν ήταν άλλη από το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις»), από τους «Λιποτάκτες». Λίγο καιρό αργότερα, μέσα στο 1962, η μελωδία θα αποκτούσε και γαλλικούς στίχους από τον Jacques Plante, και ως “Les amants de Teruel” θα τραγουδιόταν από την Edith Piaf!
Edith Piaf - Les amants de Teruel
Περίπου την ίδια εποχή ένα άλλο τραγούδι από τους «Λιποτάκτες» θα γνώριζε και αυτό μια δεύτερη ελληνική εκτέλεση (μετά την πρωτότυπη του Μίκη Θεοδωράκη) από τον νεο-εμφανιζόμενο Κώστα Χατζή. Λέμε για το δισκάκι «Χάθηκα (Λιποτάκτες) / Ο Μίμης (στίχοι Μιχάλης Κατσαρός)», που ηχογραφείται στις 3 Φεβ. 1962. Το πόσο ήταν επηρεασμένος από τον... μη-τραγουδιστή Μίκη Θεοδωράκη ο Κώστας Χατζής είναι ολοφάνερο. Εξάλλου, λίγα χρόνια αργότερα (1968), ο Χατζής θα έκανε ένα καθαρό «θεοδωρακικού» αισθήματος άλμπουμ, το «Αναγέννησις Αλόννησος», κάτι που έχει τη δική του σημασία – σε μιαν εποχή όπου οι μουσικές και τα τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη ήταν απαγορευμένα.
Τη σημασία που είχε αποκτήσει σαν τραγούδι το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις») το αντιλαμβάνεσαι περαιτέρω και από το γεγονός πως ο Μίκης Θεοδωράκης, το καλοκαίρι του 1962 (9 Ιουνίου η πρεμιέρα) θα τιτλοφορούσε τη μουσικο-θεατρική παράστασή του, που θα ανέβαινε στο Θέατρον Παρκ, ως «Όμορφη Πόλη» (μια επιθεώρηση κατά βάση στηριγμένη σε κείμενα Μποστ-Μ. Θεοδωράκη και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη).
Πότε θα ακούγονταν, όμως, οι «Λιποτάκτες» για πρώτη φορά σε LP; Τούτο θα συνέβαινε στο άλμπουμ «Μικρές Κυκλάδες / Λιποτάκτες» [His Master’s Voice, 1964], με τα τέσσερα τραγούδια να χαράζονται στο τέλος της δεύτερης πλευράς.
Ακόμη, στο σάουντρακ της ταινίας του Νίκου Τζίμα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» [Lyra, 1980] θα συμπεριλαμβανόταν όλο το έργο «Λιποτάχτες» στη δεύτερη πλευρά του δίσκου – με τα «Θα γίνεις δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» και «Χάθηκα» να ακούγονται σε ορχηστρικές διασκευές. Μνεία, επίσης, και στην CD-έκδοση του έργου «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού + Λιποτάκτες» [EMI / His Master’s Voice] από το 2003.
Φυσικά οι μεμονωμένες διασκευές των τεσσάρων τραγουδιών είναι δεκάδες μέσα στα χρόνια, καθώς αυτά έχουν ερμηνευθεί από «τους πάντες» (Μαρινέλλα, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Γιάννης Πουλόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Σωκράτης Μάλαμας, Βίκυ Λέανδρος, Μαρία Φαραντούρη, Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, Δημήτρης Ψαριανός, Μανώλης Μητσιάς, Χάρις Αλεξίου, Γιάννης Πάριος κ.ά.).
Μίκης Θεοδωράκης - Λιποτάκτες