ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΠΟΡΕΙΣ που το Γουέιτζερ «σκαρφάλωσε» στο Νο1 των «New York Times» όπου παρέμεινε πάνω από έναν χρόνο, ρεκόρ σχεδόν ακατόρθωτο για βιβλίο, σαν το σφηνωμένο ανάμεσα στα βράχια σκαρί του πλοίου που πρωταγωνιστεί στο πολύκροτο βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν.
Το αξιοθαύμαστο που κατάφερε ο συγγραφέας και ερευνητής δημοσιογράφος του «New Yorker» είναι ότι δεν μπόρεσε απλώς να αφηγηθεί με μυθιστορηματική δεινότητα την πραγματική ιστορία του θρυλικότερου ίσως ναυαγίου στον κόσμο, που ενέπνευσε, μεταξύ άλλων, τον Χέρμαν Μέλβιλ, τον Κάρολο Δαρβίνο αλλά και τους φιλοσόφους Ρουσό, Βολτέρο και Μοντεσκιέ –και αποτελεί, όχι τυχαία, το θέμα της επόμενης ταινίας του Μαρτιν Σκορσέζε με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο– αλλά και να εντρυφήσει στα υπάρχοντα ντοκουμέντα, ανιχνεύοντας μέσα από δικαστικά αρχεία, ναυτικά ημερολόγια, άρθρα στον Τύπο, ιστορικά βιβλία και δηλώσεις ναυαγών τι πραγματικά συνέβη με το ιστορικό πλοίο της Αυτού Μεγαλειότητας και τους ναυαγούς του.
Ο Γκραν στήνει με μαεστρία ένα συναρπαστικό αφήγημα για το τι σημαίνει τελικά άνθρωπος και ποια είναι τα βασικά υλικά του, που διαβάζεται σαν θρίλερ, ναυτική ιστορία ή φιλοσοφική πραγματεία.
Το ενδιαφέρον του ερευνητή και συγγραφέα είναι παραπάνω από εύλογο, αφού η πραγματική ιστορία των ανδρών που ξεβράστηκαν το 1743, με κάποιους μήνες διαφορά και με αυτοσχέδια πλοιάρια, στις ακτές της Βραζιλίας, ισχυριζόμενοι ότι ήταν επιζήσαντες ενός παλιότερου ναυαγίου, όχι μόνο απασχόλησε τον παγκόσμιο Τύπο αλλά επηρέασε και όλους τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού και τους κατοπινούς συγγραφείς που αναρωτιούνταν ποια μπορεί να είναι η βαθύτερη αλήθεια της ανθρώπινης φύσης σε τόσο ακραίες συνθήκες: αν είναι ουσιαστικά καλή ή κακή, ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο και τι συμβαίνει με τη λεγόμενη φυσική κατάσταση γύρω από την οποία διαξιφίζονταν φιλόσοφοι όπως ο Βολτέρος ή ο Χομπς.
Αρνούμενος να πάρει οριστική θέση και διατηρώντας εσκεμμένα ως παρατηρητής την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο Γκραν στήνει με μαεστρία ένα συναρπαστικό αφήγημα για το τι σημαίνει τελικά άνθρωπος και ποια είναι τα βασικά υλικά του, που διαβάζεται σαν θρίλερ, ναυτική ιστορία ή φιλοσοφική πραγματεία. Γνωρίζοντας καλά ότι η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη, όπως ούτε και η εξέλιξη του πολιτισμού και της βαρβαρότητας, ο συγγραφέας του Γουέιτζερ προτιμά, αντί για απαντήσεις, λειτουργώντας κατά κάποιον τρόπο ως ιδανικός αφηγητής ή σχολαστικός αρχειοδίφης, να καταγράψει τα τεκμήρια, ανασύροντας από το βάθος του χρόνου τα πρωτογενή υλικά της συναρπαστικής ιστορίας του.
«Πέρασα χρόνια πολλά», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του, «χτενίζοντας τα αρχειακά συντρίμμια: ξεβρασμένα ημερολόγια πλοίων, μουχλιασμένες επιστολές, προσωπικά ημερολόγια γεμάτα μισές αλήθειες, τα σωζόμενα πρακτικά της αγχώδους δίκης στο ναυτοδικείο. Κυρίως όμως μελέτησα τις δημοσιευμένες μαρτυρίες των εμπλεκομένων στην υπόθεση, οι οποίοι υπήρξαν όχι μόνο μάρτυρες των γεγονότων αλλά και αυτουργοί».
Όλα ξεκίνησαν όταν το μικρό «μπασταρδάκι» του στολίσκου, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνταν το Γουέιτζερ, άνοιξε πανιά, μαζί με τα υπόλοιπα πλοία, πολεμικά, φορτηγά και ένα ανιχνευτικό, τον Σεπτέμβρη του 1740 για μια μυστική αποστολή που σκοπό είχε ουσιαστικά να υφαρπάξει τους θησαυρούς των θαλασσοκρατόρων Ισπανών, εφόσον βέβαια οι άντρες του πληρώματος κατάφερναν να ξεπεράσουν τα ανυπέρβλητα εμπόδια που έθετε το νοτιότερο άκρο της αμερικανικής ηπείρου, το ακρωτήριο Χορν, διασχίζοντας τον Πορθμό του Ντρέικ, που φαίνεται ότι είχε καταπιεί απειράριθμα εμπορικά.
Τα επιπλέον προβλήματα που διαφαίνονταν εξαρχής δεν είχαν να κάνουν μόνο με τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες έτσι κι αλλιώς διαβιούσαν τότε οι ναυτικοί αλλά με την πραγματική δυστοκία και αδυναμία των κυβερνώντων να επανδρώσουν τα πλοία τους: όσοι τελικά επιβιβάζονταν, πολλές φορές με επίταξη, σε καράβια για τέτοιου είδους δύσκολες αποστολές ήταν αν όχι ανάπηροι πολέμου και υπέργηροι, στην καλύτερη περίπτωση δοκιμασμένοι στη στεριά τυχοδιώκτες, ξεπεσμένοι απόγονοι της αριστοκρατικής τάξης, όπως ο καπετάνιος Ντέιβιντ Τσηπ, ή ρομαντικοί θαλασσοπόροι που πίστευαν ότι διαμορφώνουν μια άλλη γενιά ηρώων και εξερευνητών της θάλασσας, όπως ο πρόγονος του Λόρδου Μπάιρον, ο δεκαεξάχρονος δόκιμος Τζων Μπάιρον που βρέθηκε κι αυτός ανάμεσα στα μέλη του πολύπαθου Γουέιτζερ.
Αφού το πλοίο κατάφερε, ξεπερνώντας μυριάδες δυσκολίες, με τους ναύτες να πεθαίνουν από τύφο και αμέτρητες αρρώστιες όπως το σκορβούτο –είναι συγκλονιστικές οι σκηνές όπου ο Γκραν περιγράφει ανάγλυφα τι προκαλούσε στο δέρμα η έλλειψη βιταμίνης C, μετατρέποντάς τους κυριολεκτικά σε ζόμπι–, να φτάσει τελικά στα μακρινά νερά της Γης του Πυρός, δυστυχώς παγιδεύτηκε για έναν μήνα σε μια τεράστια κακοκαιρία στον όχι άδικα τρομακτικό για τους ναυτικούς Πορθμό του Ντρέικ. Μετρώντας σημαντικές απώλειες, ο καπετάνιος Τσηπ, μαζί με κάποια μέλη του πληρώματος, οδήγησε για λίγο το πλοίο μακριά από τη δίνη του κυκλώνα, για να προσαράξει τελικά στα βράχια και να καταλήξουν οι περισσότεροι στην ακτή ενός ερημικού νησιού.
Το φαινομενικό τέλος του δράματος ήταν, όμως, απλώς η αρχή του, αφού το νησί δεν είχε να προσφέρει τίποτε άλλο από κακές συνθήκες, καθιστώντας τους ναυτικούς όχι απλώς απελπισμένους ναυαγούς αλλά κυνηγούς του ίδιου τους του εαυτού. Σε μια σχεδόν αναμενόμενη εξέλιξη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο αρχικά χαρακτηριζόμενος ως ηρωικός καπετάνιος Τσηπ μετατράπηκε σε τιμωρό-δυνάστη, δημιουργώντας δύο αντικρουόμενες ομάδες: αυτή που συνασπίστηκε γύρω από το αξίωμά του και την αντίπαλη, που επέλεξε τον ικανό αρχιπυροβολητή Μπάλκλεϊ για να χαράξει όχι μόνο το σχέδιο επιβίωσης αλλά και πιθανής απόδρασης από το νησί.
«Ο Τσηπ ήξερε πως η ενότητα είχε πρωταρχική σημασία για την επιβίωσή τους: αντιλαμβανόταν διαισθητικά μια αρχή που αργότερα θα επιβεβαιωνόταν και επιστημονικά», γράφει χαρακτηριστικά ο Γκραν, παρεμβαίνοντας πολλές φορές στην αφήγηση είτε με μια ειρωνική διάθεση, είτε για να παραθέσει γνωστά ρομαντικά ποιήματα του Κολεριτζ για τη θάλασσα, ή του Λόρδου Μπάιρον, ή του έτερου κυνικού μελετητή της ναυτικής φύσης, Κόνραντ, ή του Μέλβιλ, είτε για να παραπέμψει σε άλλου είδους επιστημονικές πληροφορίες, όπως η εξής: «Το 1945, σε μία από τις πιο εκτενείς σύγχρονες μελέτες της ανθρώπινης συμπεριφοράς υπό συνθήκες στέρησης, γνωστή ως Πείραμα Λιμοκτονίας της Μινεσότας, επιστήμονες εξέτασαν τον αντίκτυπο της πείνας σε μια ομάδα ατόμων. Για διάστημα έξι μηνών, σε 36 άντρες εθελοντές –όλοι τους άγαμοι, ειρηνιστές, με καλή φυσική κατάσταση και αποδεδειγμένη ικανότητα να τα πηγαίνουν καλά με τους άλλους– μειώθηκαν στο μισό οι θερμίδες που κατανάλωναν ημερησίως».
Δεν χρειάζεται να γράψουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος αφού είναι ίδια ανά τους αιώνες: οι πεινασμένοι έδειξαν αδιανόητες τάσεις παραφοράς και επιθετικότητας. Μάταια, επομένως, ο πλοίαρχος Τσηπ προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη στο αποδεκατισμένο και χτυπημένο από την πείνα πλήρωμα του Γουέιτζερ, αφού η ελάχιστη πειθαρχία μετατράπηκε σε αφορμή για χάος, αντιδικίες και διχόνοια. Ακόμα και όσοι κατάφεραν να παραμείνουν ουδέτεροι, όπως ο πιο ρομαντικός Μπάιρον, ζώντας σε μια αυτοσχέδια απομακρυσμένη καλύβα, γρήγορα αναγκάστηκαν να πάρουν θέση, αλλάζοντας, ωστόσο, στις κρίσιμες στιγμές, πάνω από μία φορά στρατόπεδα.
Όσα φρικαλέα ακολούθησαν ενδεχομένως να επιβεβαίωναν το Homo homini lupus του Χομπς, αν ταυτόχρονα δεν αναδεικνυόταν το υψηλά δημιουργικό ανθρώπινο πνεύμα που έκανε τους άνδρες, παρά τις ακραίες συνθήκες, να κατασκευάσουν αυτοσχέδια σκάφη για να διαφύγουν και αν δεν υπήρχαν κάποιες σπάνιες στιγμές σεβασμού και τρυφερότητας. Συγκλονιστικό, εν προκειμένω, το περιστατικό με τον σκύλο του Μπάιρον που τελικά έγινε αντικείμενο βρώσης από τους απελπισμένους ναυαγούς ή άλλες «ακρότητες», όπως τις χαρακτήρισαν οι ίδιοι, από τις οποίες δεν έλειψαν ακόμα και φαινόμενα κανιβαλισμού.
Σε αυτή την ακραία συνθήκη η μόνη σωτήρια παρέμβαση ήταν αυτή της φυλής των Καουέσκαρ, των ιθαγενών της περιοχής που είχαν μάθει να ζουν σε ακραίες συνθήκες, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους σε κανό και τρεφόμενοι αποκλειστικά από τη θάλασσα, αφού οι γυναίκες τους βουτούσαν σε μεγάλα βάθη. Αυτοί συνέδραμαν, όπως μπορούσαν, με τη τροφή που συνέλεγαν τους ναυαγούς, βοηθώντας τους και μαθαίνοντάς τους πώς να προφυλάσσονται από τα ακραία στοιχεία.
Δείχνοντας, δηλαδή, ότι ήταν ουσιαστικά οι ιθαγενείς αυτοί που βοήθησαν τους Δυτικούς και όχι το αντίθετο, ο Ντέιβιντ Γκραν επιβεβαιώνει για μία ακόμα φορά τη διαπίστωση που άφησε να διαφανεί και στο προηγούμενο βιβλίο του, τους Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού, που έγινε ταινία από τον Σκορσέζε, αντιστρέφοντας όμως τους όρους. Μετά την πρωτοφανή ασέβεια που έδειξαν προς τους σωτήρες τους οι άνδρες του Γουέιτζερ, παρενοχλώντας σεξουαλικά τις γυναίκες τους, τους ανάγκασαν να φύγουν και να βυθιστούν και πάλι σε συνθήκες πείνας και διχόνοιας· δύσκολα μπορούσες, άλλωστε, να διακρίνεις ποιος πραγματικά είχε σώας τας φρένας από τους 145 αρχικά –τελικά επιβίωσαν οι 92– ναυαγούς.
Και εδώ ακριβώς έγκειται το ενδιαφέρον του συναρπαστικού αυτού βιβλίου που εν πρώτοις διαβάζεται σαν συναρπαστικό θρίλερ –σε αυτό συμβάλλει η πολύ καλή μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου– πάνω στη σκληρή και πικρή αλήθεια ενός ναυαγίου που δεν κρύβει τίποτα ρομαντικό όπως θα ήθελε ο Ροβινσώνας Κρούσος, μάλλον το αντίθετο· αποδεικνύει στην πράξη ότι ο πραγματικός εχθρός του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και ότι τελικά είναι οι ακραίες συνθήκες της απληστίας και της επιδιωκόμενης κατάκτησης που κάνει τους ανθρώπους λύκους και όχι η φύση.
Ξεπερνώντας, επομένως, το ερώτημα για το αν τελικά ήταν δικαιολογημένη η περίπτωση της ανταρσίας –ας μην ξεχνάμε το σχετικό μυθιστόρημα του Μέλβιλ, Μπίλι Μπαντ, που ήθελε τους εκάστοτε στασιαστές να κρεμιούνται στα κεντρικά κατάρτια του πλοίου προς παραδειγματισμό–, ο Ντέιβιντ Γκραν βλέπει τη μεγαλύτερη εικόνα της ιστορίας που είναι, εκτός από το ουσιαστικό πολιτικό μήνυμα, η αιώνια ανάγκη για αφήγηση από άνθρωπο σε άνθρωπο, την οποία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί καμία τεχνολογία παρά μόνο το βίωμα και η έρευνα. Σε μια προσπάθεια εξακρίβωσης των πραγματικών περιστατικών ο συγγραφέας του Γουέιτζερ δεν δίστασε να διασχίσει ο ίδιος τις ακραίες αυτές θάλασσες και να φτάσει στην επικίνδυνη περιοχή για να δει ιδίοις όμμασι τα παλιά συντρίμμια του ναυαγίου.
Γράφει συμπερασματικά: «Κοντά στο Όρος της Θλίψης, εκεί όπου οι ναυαγοί έχτισαν το προκεχωρημένο τους φυλάκιο, εξακολουθούν να φυτρώνουν λίγα κλωνιά αγριοσέλινο, κι όποιος ψάξει, θα βρει και λίγες σκόρπιες πεταλίδες, σαν αυτές που έτρωγαν οι άντρες για να επιβιώσουν. Και λίγο παραμέσα, μισοθαμμένες σ’ ένα παγωμένο ρυάκι, υπάρχουν σάπιες σανίδες που ξεβράστηκαν στην ακτή πριν από εκατοντάδες χρόνια. Έχουν μήκος κάπου 5 μέτρα, είναι καρφωμένες με ξυλόκαρφα και προέρχονται από τον σκελετό ενός σκαριού του 18ου αιώνα – του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Τίποτα άλλο δεν έχει απομείνει από τον άγριο αγώνα που δόθηκε κάποτε εκεί, ούτε και από τα αδηφάγα όνειρα των αυτοκρατοριών».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.