Η MONEMBAΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ένας τεράστιος απόκρημνος βράχος που αποκολλήθηκε από τη νοτιοανατολική Πελοπόννησο και δεσπόζει στο Αιγαίο. Από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, ο βράχος οχυρώθηκε και ανοικοδομήθηκε, πρώτα στην κορυφή (στην ερειπωμένη σήμερα Άνω Πόλη) και μετά στα ριζά του (στην κατοικούμενη Κάτω Πόλη), εξελίχθηκε σε κόμβο σύνδεσης του Βυζαντίου με τη Δύση, πέρασε στα χέρια Βενετών και Οθωμανών, έγινε το πρώτο κάστρο που κατέλαβαν οι επαναστάτες του ᾽21, υπήρξε γενέτειρα του Ρίτσου, και από τη δεκαετία του 1970 αναγεννήθηκε χάρη στο διεθνές ενδιαφέρον για το φυσικό κάλλος και τα μνημεία του.
Στο ποίημα του Ρίτσου «Μονοβασιά» δεσπόζουν τα στοιχεία της φύσης: «Ο βράχος. Τίποτ᾽ άλλο. Η αγριοσυκιά και η σιδερόπετρα. Πάνοπλη θάλασσα». Η ανθρώπινη παρουσία ταπεινή, υπομένει τον «αμείλιχτο ήλιο», «ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα».
Παρόμοια θαύμασαν τον τόπο ο Νίκος Καζαντζάκης και άλλοι επισκέπτες. Αυτή είναι η Μονεμβασιά που προστάτεψε και ανέδειξε με αυστηρούς κανόνες και διακριτικές παρεμβάσεις η πολιτεία εδώ και πάνω από έναν αιώνα, και αυτή είναι η «φανταστική πόλη που δεν την άγγιξε το πέρασμα του χρόνου», για την οποία καμαρώνει ο δήμος στην ιστοσελίδα του. Αυτή είναι και η Μονεμβασιά που γνώρισα από γεννησιμιού μου και ως σήμερα που είμαι εποχικός κάτοικος, και ίσως η ίδια είναι που με ενέπνευσε να υπηρετήσω την αρχαιολογία και σίγουρα να προχωρήσω στη δημόσια αυτή παρέμβαση.
Το έργο θα μπορούσε να υπονομεύσει καθοριστικά οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια ανάδειξης της καστροπολιτείας της Μονεμβασιάς σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, μια αναγνώριση που φέρνει τεράστια διεθνή προβολή και οφέλη τόσο πολιτισμικά όσο και οικονομικά.
Η εικόνα της Μονεμβασιάς θα αλλάξει ριζικά με το σχέδιο εκτεταμένου φωτισμού και κυρίως της εγκαθίδρυσης τελεφερίκ μπροστά από την είσοδο του κάστρου, 100μ. από τα τείχη. Το σχέδιο εκπλήσσει καθώς φανερώνει μια μεταστροφή του υπουργείου Πολιτισμού από πολιτικές ήπιας παρέμβασης και χαμηλού φωτισμού τις οποίες ακολούθησε για δεκαετίες. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επέμβαση που έχει γίνει στον βράχο εδώ και πάνω από δύο αιώνες και ίσως τη μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ μετά την ανοικοδόμηση των τειχών. Η κατασκευή αυτή, εν μέρει τσιμεντένια, εν μέρει μεταλλική και κινούμενη, άσχετη με την αισθητική και την ιστορικότητα του χώρου, θα αποσπά την προσοχή όσων προσεγγίζουν την όχι πια «ανέγγιχτη» καστροπολιτεία.
Πόσο εφικτή είναι η καθολική προσβασιμότητα στην Άνω Πόλη της Μονεμβασιάς;
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργείου, το τελεφερίκ της Μονεμβασιάς εξυπηρετεί την καθολική προσβασιμότητα στους αρχαιολογικούς χώρους, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατίας. Η καθολική προσβασιμότητα είναι σπουδαίο ζήτημα και δικαίως προτάσσεται από το υπουργείο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, το σχέδιο που περιγράφεται στις συζητήσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) εγείρει προβληματισμούς.
Πολλοί θα συμφωνήσουν ότι χώροι ανυπέρβλητης ιστορικής και συμβολικής σημασίας και υψηλής επισκεψιμότητας, όπως η Ακρόπολη της Αθήνας ή η Μασάντα στο Ισραήλ, έχουν δικαίως –και κατά προτεραιότητα– καταστεί καθολικά προσβάσιμοι ακόμα και με περίοπτα τεχνικά έργα, όπως ανελκυστήρες. Είναι όμως η Άνω Πόλη της Μονεμβασιάς άμεση προτεραιότητα, μετά την Ακρόπολη της Αθήνας, όπως την αναδεικνύουν οι εξελίξεις; Προκύπτουν άραγε οι προτεραιότητες από έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο με πρωταγωνιστές τα εμποδιζόμενα άτομα και τους φορείς τους; Μήπως οι πρωταγωνιστές αυτοί θα προέκριναν μια επένδυση στην καθολική προσβασιμότητα σε άλλους ελληνικούς χώρους και μνημεία πολύ υψηλότερης επισκεψιμότητας; Μήπως η όποια επένδυση στην καθολική προσβασιμότητα στην καστροπολιτεία πρέπει να επικεντρωθεί στην Κάτω Πόλη της Μονεμβασιάς, η οποία έχει οικίες, ξενοδοχεία, εμπορικά καταστήματα, αρχαιολογικό μουσείο και οσονούπω μουσείο Ρίτσου, ενώ είναι ο κατεξοχήν προορισμός των επισκεπτών του τόπου καθώς διαθέτει πολύ περισσότερα και καλύτερα σωζόμενα μνημεία από την Άνω Πόλη, αλλά δεν υστερεί σε απότομες κλίσεις, σκαλιά και λοιπά εμπόδια;
Σε ειδικές μελέτες του για την προσβασιμότητα σε μνημεία, ο David Gissen, ο οποίος είναι ο ίδιος εμποδιζόμενο άτομο και έχει έργο γνώριμο στο ελληνικό κοινό από εκθέσεις για την αρχαιολογία της αναπηρίας που έγιναν πρόσφατα σε μουσεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, εκφράζει επιφυλάξεις για λύσεις που διαχωρίζουν εμποδιζόμενα και μη άτομα και προκρίνει, αντίθετα, λύσεις που προβάλλουν την ενσωμάτωση των επισκεπτών. Επίσης, στη διεθνή συζήτηση, το ζήτημα της καθολικής προσβασιμότητας δεν περιορίζεται στο στενό πλαίσιο της πρόσβασης σε έναν χώρο, αλλά έχει να κάνει και με τα μέσα και το περιεχόμενο της πληροφόρησης που προσφέρεται. Για αυτές τις παραμέτρους δεν φαίνεται να υπάρχουν προβλέψεις στο σχεδιαζόμενο έργο και αυτό προκαλεί ερωτηματικά, καθώς μάλιστα το υπάρχον επίπεδο γενικής πληροφόρησης του επισκέπτη για τα λίγα καλοδιατηρημένα μνημεία της Άνω Πόλης (με εξαίρεση το συγκρότημα της πύλης) παραμένει φτωχό.
Πόσο δύσκολη είναι η πρόσβαση στην Άνω Πόλη; Η ίδια η ονομασία της Μονεμβασιάς, που δηλώνει περιορισμούς στην πρόσβαση αλλά και η ιστορικά τεκμηριωμένη επιλογή του χώρου λόγω της οχυρότητάς του ίσως ακούγονται αποθαρρυντικές. Όμως κατά την υπάρχουσα σήμανση, η ανάβαση από την κεντρική πλατεία της Κάτω Πόλης (η οποία απέχει τρία λεπτά πεζοπορίας από την ασφάλτινη οδό που οδηγεί στο Κάστρο) καλύπτει μόλις 220 μ. και διαρκεί 9 λεπτά. Επιβεβαιώνω ότι τόσο χρειάζεται ένας μεσήλικας με παραπάνω κιλά και ένα τετράχρονο παιδί σε ένα αυγουστιάτικο πρωινό, αλλά φυσικά δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Οι Μονεμβασίτες ξέρουν ότι η ανάβαση είναι απαιτητική αλλά όχι αδύνατη για ανθρώπους κάθε ηλικίας χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας, γι' αυτό άλλωστε ενίοτε –και μέχρι πριν λίγα χρόνια– ανέβαζαν μέχρι εκεί τον Επιτάφιο, με ακολουθία λαού και κλήρου με πασχαλινή (και όχι περιηγητική) περιβολή. Στη δημόσια συζήτηση επισημαίνεται δικαίως η ολισθηρότητα του ιστορικού λιθόστρωτου μονοπατιού ανάβασης, αλλά αυτό το πρόβλημα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί –πριν γίνει κάποιο σοβαρό ατύχημα– με ήπιους τρόπους.
Βεβαίως, το ιστορικό μονοπάτι δεν επιτρέπει σε ορισμένες ομάδες ατόμων με αναπηρία να φτάσουν στην Άνω Πόλη. Παρά ταύτα, ηπιότερες μορφές παρέμβασης, όπως η τοποθέτηση χειρολαβών, θα διευκόλυναν την πρόσβαση πολλών εμποδιζόμενων ατόμων. Ίσως αυτό δεν εξασφαλίσει απόλυτα την καθολική προσβασιμότητα, αλλά ακόμα και το πολύ πιο μεγαλεπήβολο έργο που σχεδιάζεται δεν είναι σαφές πως θα επιτρέψει, π.χ., σε άτομα που κινούνται με αμαξίδιο να εισέλθουν στον ναό της Αγίας Σοφίας ή να πλησιάσουν τις δύο αναστηλωμένες οικίες ώστε να κατανοήσουν αυτά τα λίγα καλά σωζόμενα μνημεία της Άνω Πόλης.
Διεθνείς αντιδράσεις: Από τον «νέο χρυσό μόσχο» ως τις αρχαιολογικές «Disneyland»
Στον τοπικό Τύπο, ορισμένοι εγκωμιάζουν τη χρήση τελεφερίκ σε άλλα μέρη του κόσμου αλλά όχι και σε αρχαιολογικούς χώρους. Για τους χώρους αυτούς εγείρονται ιδιαίτερα ζητήματα τόσο από εθνικούς όσο και από διεθνείς οργανισμούς διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η UNESCO (η Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών) ή η Europa Nostra (η κορυφαία οργάνωση για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ευρώπη). Ας εξετάσουμε πώς αντέδρασαν αυτές οι οργανώσεις και η διεθνής κοινότητα σε περιπτώσεις εγκατάστασης τελεφερίκ σε σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι αιγυπτιακές αρχές σχεδίαζαν τελεφερίκ στο όρος Σινά. Απέναντι στον λεγόμενο «νέο χρυσό μόσχο» (όπως ονομάστηκε το σχέδιο με βάση το σχετικό βιβλικό επεισόδιο) στάθηκαν το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, Αιγύπτιοι και ξένοι παράγοντες, οπότε το έργο ακυρώθηκε. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 η UNESCO παρενέβη και σταμάτησε το σχέδιο για τελεφερίκ στο Μάτσου Πίτσου των Ίνκας στο Περού. Το 2006 ο ίδιος οργανισμός αποδοκίμασε το σχέδιο για τελεφερίκ στο περίφημο κάστρο Κρακ των Ιπποτών στη Συρία. Παρομοίως, το 2013 επέβαλε στη Γερμανία να ξηλώσει τελεφερίκ που είχε στήσει προσωρινά στην κοιλάδα του Ρήνου, απειλώντας να αφαιρέσει το καθεστώς Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς από τον τόπο. Την τελευταία απόφαση επικρότησε η Europa Nostra, η οποία, στο άκουσμα του σχεδιασμού τελεφερίκ για το Κάστρο του Βελιγραδίου, κατέταξε το μνημείο ανάμεσα στα 7 πιο απειλούμενα της Ευρώπης για το 2020, εκτιμώντας ότι ένα τέτοιο έργο «θα διακυβεύσει δραστικά την αυθεντικότητα και την ακεραιότητα του χώρου».
Τα τελευταία χρόνια, το πιο μεγαλεπήβολο σχετικό έργο που σχεδιάζεται είναι το τελεφερίκ πάνω από την παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι «New York Times» έγραψαν πως το έργο προωθεί μια «Disneyland» που διαγράφει τον κυρίως αραβικό χαρακτήρα της παλιάς πόλης, ενώ πιστοί διάφορων θρησκειών θεωρούν ότι προσβάλλει την ιερότητα του τόπου. Το σχέδιο προωθείται παρά τον εξελισσόμενο σπαραγμό.
Υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων που προαναφέρθηκαν, το τελεφερίκ της Μονεμβασιάς καθιστά πολύ πιθανή την αρνητική δημοσιότητα για τον τόπο στον διεθνή Τύπο και την παρέμβαση αρμόδιων διεθνών οργανισμών. Το πιο σημαντικό: το έργο θα μπορούσε να υπονομεύσει καθοριστικά οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια ανάδειξης της καστροπολιτείας της Μονεμβασιάς σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, μια αναγνώριση που φέρνει τεράστια διεθνή προβολή και οφέλη τόσο πολιτισμικά όσο και οικονομικά. Η Ελλάδα έχει αναδείξει 19 τέτοια μνημεία και προσπαθεί να αναδείξει σχεδόν άλλα τόσα, αλλά δυστυχώς όχι και τη Μονεμβασιά, μια μελλοντική υποψηφιότητα η οποία θα υπονομευτεί από την εγκατάσταση τελεφερίκ.
«Kαμία αλλοίωση του τοπίου» στη Μονεμβασιά
Εκπρόσωπος της Δ.Ε. Μονεμβασίας καθησυχάζει στον Τύπο τους ενδιαφερόμενους ότι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο δεν βρίσκει ζήτημα «αλλοίωσης του τοπίου» και κρίνει πως τα σχέδια της προμελέτης (γιατί η μελέτη δεν έχει εκπονηθεί ακόμα) «είναι συμβατά με το πνεύμα και την ατμόσφαιρα του μοναδικού κάστρου». Αναρωτιέται κανείς αν αυτές οι τοποθετήσεις βασίζονται στα πρακτικά των σχετικών συνεδριάσεων του ΚΑΣ. Παρότι επιχειρηματολογεί υπέρ του έργου, η εισήγηση που παρουσιάστηκε στο ΚΑΣ (20.7.2022) επαναλαμβάνει δις ότι το έργο δημιουργεί την «εντύπωση μιας φαινομενικά ήπιας παρέμβασης», όπου η χρήση δύο πολύ υποκειμενικών όρων διασκεδάζει αμήχανα την κλίμακα της παρέμβασης αυτής, εξαιτίας της οποίας άλλωστε το συμβούλιο εξέτασε –αλλά τελικά απέρριψε για τεχνικούς λόγους– το σχέδιο να απομακρυνθεί περισσότερο το τελεφερίκ από την πύλη της Κάτω Πόλης.
Διαμετρικά αντίθετη είναι μια άλλη αποστροφή της εισήγησης, που μιλά για «οπτική ενόχληση με την παρουσία ενός υπερσύγχρονου κτιρίου σε μικρή σχετικά απόσταση από την πύλη εισόδου και το τείχος», ενώ ένας προσκεκλημένος ειδικός σημείωσε ότι «η εγκατάσταση θα είναι το κυρίαρχο στοιχείο σε όλη τη Μονεμβασιά». Αν αυτά τα λένε οι υποστηρικτές του σχεδίου, μπορείτε να καταλάβετε τι λένε όσοι έχουν διαφορετική γνώμη.
Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να μάθουν βασικά δεδομένα όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Σύμφωνα με τα πρακτικά του ΚΑΣ, η περιοχή ενδιαφέροντος για το έργο καλύπτει 310 (!) στρέμματα, οι εργασίες περιλαμβάνουν εκβραχισμούς από τον βράχο που ύμνησαν ποιητές και περιηγητές, και ανέγερση δύο μεγάλων τσιμεντένιων κτιρίων (ενός στην Κάτω Πόλη διαστάσεων 21,20μ.x11μ.x12,5μ. και ενός στην Άνω Πόλη διαστάσεων 9,60μ.x7,5μ., με μια εναλλακτική πρόταση να προτείνει ακόμα μεγαλύτερα κτίρια, αλλά την απόφαση να περιλαμβάνει προτροπή στους μηχανικούς να τα μικρύνουν).
Τα σχέδια αυτά επεξηγήθηκαν άραγε στους πολίτες ώστε να επικαλούνται οι πολιτικοί τη στήριξη του έργου από το κοινό; Ίσως όταν γίνουν γνωστά αυτά τα στοιχεία το κοινό να καταλάβει πως το έργο θα φαίνεται σε κάθε πανοραμική φωτογραφία της καστροπολιτείας και θα αποθαρρύνει τις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές εποχής που έχει προσελκύσει κατά καιρούς ο τόπος.
Ορισμένοι τοπικοί παράγοντες θεωρούν ότι το έργο θα αποτελέσει πόλο έλξης για τους τουρίστες, παραβλέποντας όμως ότι μεγαλύτερος πόλος έλξης από τον βράχο και τα μνημεία του δεν μπορεί να υπάρξει. Πόσοι άραγε αποφάσισαν να επισκεφτούν τη Σαντορίνη για το τελεφερίκ της και όχι για το φυσικό κάλλος, την προστατευόμενη παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τα εξαιρετικά μνημεία και μουσεία;
Από την εμπειρία μου στο εξωτερικό, όπου υπηρετώ τον ελληνικό και μεσογειακό πολιτισμό, και από τις ερωτήσεις που δέχομαι από ανθρώπους που ενδιαφέρονται να επισκεφτούν ελληνικούς χώρους ιδιαίτερου κάλλους και αναλλοίωτου ιστορικού και πολιτισμικού χαρακτήρα, φοβάμαι ότι το τελεφερίκ μπορεί να μειώσει –αντί να αυξήσει– τον ποιοτικό τουρισμό. Σε μια συγκυρία που όλος ο ενημερωμένος κόσμος προβληματίζεται για τον υπερτουρισμό, στη Μονεμβασιά θα αλλοιώσουμε ό,τι προστατεύθηκε με θυσίες δεκαετιών, απεμπολώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα «της φανταστικής πόλης που δεν την άγγιξε το πέρασμα του χρόνου»;
Στις λίγες περιπτώσεις που μελετήθηκαν από ειδικούς οι απόψεις των επισκεπτών ενός αρχαιολογικού χώρου σχετικά με την τοποθέτηση τελεφερίκ, τα δεδομένα δεν συνάδουν με τα επιχειρήματα των υποστηρικτών του τελεφερίκ Μονεμβασιάς. Στη θέση Wulingyuan της Κίνας, που απoτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, μια έρευνα διαπίστωσε πως σχεδόν τρεις στους τέσσερις επισκέπτες αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν το τελεφερίκ γιατί οι τουριστικοί πράκτορες συμπίεζαν τον διαθέσιμο χρόνο επίσκεψης λόγω της ύπαρξης του μέσου. Επίσης, καταγράφηκαν εκτεταμένα παράπονα για ουρές στο τελεφερίκ, καθώς πολλοί επισκέπτες που είχαν τη φυσική δυνατότητα να πεζοπορήσουν χρησιμοποιούσαν το τελεφερίκ από άγνοια σχετικά με την ύπαρξη πεζοπορικής οδού, από αβεβαιότητα σχετικά με τα χαρακτηριστικά της, ή από συντροφικότητα προς μέλη της παρέας τους που προτιμούσαν την άνεση της τεχνολογίας. Όπως επεσήμαναν οι συντάκτες της μελέτης, το τελεφερίκ αναδείχθηκε ως επίκεντρο παραπόνων και πάντως δεν ιεραρχείτο ως σημαντικό στοιχείο της θετικής εμπειρίας των επισκεπτών. Έχουν αντίθετα επιστημονικά δεδομένα όσοι υποστηρίζουν πως το τελεφερίκ θα ευχαριστήσει τους επισκέπτες και θα επιμηκύνει την παραμονή τους στον χώρο, ή απλά φαντασιοκοπούν;
Είναι επιτακτική η ανάγκη για καλύτερη ενημέρωση του γενικού κοινού και του τοπικού πληθυσμού από τους εμπλεκόμενους φορείς. Ας σκεφτούν ειδικά οι ντόπιοι αν έχουν λάβει επαρκή ενημέρωση για βασικά πολιτιστικά, κατασκευαστικά και οικονομικά δεδομένα του σχεδίου. Ας θυμηθούν επίσης ότι οι περασμένες γενιές κράτησαν διακριτικές τις επεμβάσεις στον τόπο σε πολύ δυσκολότερες εποχές, και ήταν αυτό που έφερε την άνθιση ενός άλλοτε μισο-ερειπωμένου χώρου. Μπορούμε να πετύχουμε ήπια και αειφόρο ανάπτυξη του Κάστρου της Μονεμβασιάς για το καλό του τόπου και των επόμενων γενεών. Αλλά και για να μη διακόπτουν «κάθε τόσο τον ύπνο τους» οι νεκροί στη «Μονοβασιά» του Ρίτσου.
Ο Αντώνης Κοτσώνας είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.