Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ δεν έχει κανένα εσωτερικό πρόβλημα, αλλά, ακόμα και αν έχει, κανένας από την κυβέρνηση ή το κόμμα δεν θα τολμούσε, όπως άλλωστε έχει συμβεί μέχρι τώρα, να αμφισβητήσει τον πρωθυπουργό και την κυριαρχία του στο εσωτερικό του κόμματος. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η εξουσία λειτουργεί σαν συνεκτικός κρίκος, ενώνει ακόμα και τους μεγαλύτερους αντίπαλους.
Όσο διατηρεί την εξουσία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι απόλυτα ήσυχος ως προς αυτό. Η κυβέρνηση όμως ουσιαστικά δεν έχει κανένα πρόβλημα και σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα κόμματα που αποτελούν δυνάμει αντιπάλους της και θεωρητικά θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξουσία.
Αξιωματική αντιπολίτευση ουσιαστικά δεν υπάρχει για μια σειρά απο λόγους, ιδιαίτερα επειδή επέλεξε για αρχηγό της έναν πολιτικά ανερμάτιστο άνθρωπο ο οποίος στερείται στοιχειώδους πολιτικής κουλτούρας (μέχρι που ζήτησε εκλογές με την παρουσία διεθνών παρατηρητών!) και προσπαθεί, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να μετατρέψει το κόμμα του σε ένα μεταμοντέρνο σχήμα χωρίς αρχή, μέση και τέλος.
Η κυβέρνηση μπορεί να μην κινδυνεύει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, κινδυνεύει όμως από την ίδια την κοινωνία η οποία ωστόσο αδυνατεί να βρει διέξοδο, να εκτονώσει την οργή της και δείχνει αμήχανη ως προς το πού θα κατευθύνει την ψήφο της.
Το ΠΑΣΟΚ, εντελώς αμήχανο, μοιάζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις καθηλωμένο σε χαμηλά ποσοστά και, αδύναμο να δημιουργήσει μια δυναμική, περιορίζεται σε μια μοναδική φιλοδοξία: να κερδίσει μια-δυο μονάδες περισσότερες που θα το φέρουν πιο ψηλά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό φαίνεται να του αρκεί.
Η απουσία ενός ικανού πολιτικού αντιπάλου απέναντι στην κυβέρνηση, ο οποίος θα καταφέρει να την απειλήσει, μπορεί να είναι πρωτόγνωρο για τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν προκαλεί κυβερνητική φθορά. Και αυτή είναι μεγάλη, μάρτυρες οι δημοσκοπήσεις. Ολοένα περισσότεροι πρώην υποστηρικτές της Νέας Δημοκρατίας εκφράζουν δυσαρέσκεια για όσα βλέπουν να συμβαίνουν, οι προσδοκίες τους μειώνονται, η απογοήτευσή τους μεγεθύνεται. Τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από την κυβέρνηση συνεχώς αυξάνουν, τον Μάρτιο υπολογίστηκαν στο 46%, και έχουν συνεχείς τάσεις ανόδου.
Τα κακά νέα για την κυβέρνηση δεν περιορίζονται εδώ: οι οκτώ στους δέκα λένε ότι τα μέτρα κατά της ακρίβειας (από τα πιο σημαντικά προβλήματα, όπως οι ίδιοι πολίτες τα ιεραρχούν) που αποφασίστηκαν δεν έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα. Και, το πιο ενδιαφέρον, ένα συντριπτικά μεγάλο ποσοστό πολιτών θεωρεί ότι η κυβέρνηση όχι απλώς δεν έκανε όσα έπρεπε για να πέσει φως στο έγκλημα των Τεμπών αλλά, έναν χρόνο μετά, θεωρεί ότι το πολιτικό και δικαστικό σύστημα δεν έχει κινηθεί για να αποδοθούν ευθύνες, μόνο προσπαθεί να το συγκαλύψει. Η κυβέρνηση έχει χάσει και ένα μεγάλο μέρος του ηθικού πλεονεκτήματος που κάποτε είχε για όσους την επέλεξαν.
Όλα αυτά δείχνουν πως η κυβέρνηση μπορεί να μην κινδυνεύει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, κινδυνεύει όμως από την ίδια την κοινωνία η οποία ωστόσο αδυνατεί να βρει διέξοδο, να εκτονώσει την οργή της και δείχνει αμήχανη ως προς το πού θα κατευθύνει την ψήφο της. Υπάρχει μια θεωρία που ακούγεται σε αυτές τις περιπτώσεις στις οποίες δημιουργούνται μεγάλα πολιτικά αδιέξοδα· και αυτή λέει ότι τα κενά στην πολιτική πάντα καλύπτονται. Σε έναν βαθμό αυτό ισχύει, με το έναν ή άλλο τρόπο. Οι πολίτες θα διοχετεύσουν τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια σε κάποιες επιλογές, το κενό θα καλυφθεί. Ποιες όμως μπορεί να είναι αυτές οι επιλογές και τι κινδύνους κρύβουν;
Στα πρώτα χρόνια των μνημονίων ένα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων κατευθύνθηκε σε ό,τι χειρότερο εμφανίστηκε στη νεότερη ιστορία της χώρας, με μια ακραία τιμωρητική διάθεση επέλεξε τους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής, και με ιδιαίτερα μεγάλα ποσοστά. Σήμερα, ο κίνδυνος προς τη συγκεκριμένη επιλογή φαίνεται ότι είναι περιορισμένος, οι μετρήσεις της κοινής γνώμης όμως δείχνουν πως ο άνθρωπος με την ακροδεξιά ατζέντα που πούλαγε επιστολές του Ιησού καταφέρνει να εισπράττει ένα μεγάλο ποσοστό δυσαρέσκειας, φτάνοντας δημοσκοπικά σε ποσοστά που πλησιάζουν το 10%.
Αν στο κόμμα Βελόπουλου προστεθούν τα ποσοστά των Σπαρτιατών και εκείνων της Νίκης, το συμπέρασμα είναι πως η κοινωνία γέρνει όλο και περισσότερο προς τα δεξιά και ακροδεξιά σχήματα και τον λαϊκισμό, με ό,τι αυτά συνεπάγονται.
Ένα άλλο σημαντικό ποσοστό φαίνεται πως θα προστεθεί σε εκείνους που, απογοητευμένοι από την τρέχουσα πολιτική, της έχουν γυρίσει την πλάτη και απέχουν. Μην ξεχνάμε ότι στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές τα ποσοστά αποχής ξεπέρασαν κάθε αρνητικό ρεκόρ από το 1974 έως τώρα. Όμως είναι αυτό μια καλή λύση;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.