Κάτι μεταξύ Βοημίας, Καρναβαλιού και Κόλασης
Μια μέρα στην μικρή μεγάλη πόλη
ΔΙΟΡΘΩΣΕ ΜΕ ΑΝ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ: Οι άνθρωποι εκφράζονται πιο ελεύθερα τον τελευταίο καιρό. Και για καλό και για κακό. Σα να νοιάζονται λιγότερο τι θα πει ο άλλος. Ένα βρακί να βάλουμε κι όξω απ΄την πόρτα. Στυλιστικώς και ψυχικώς. Οι δρόμοι είχαν πάντα θέαμα, τώρα κινούνται μεταξύ Βοημίας, Καρναβαλιού και Κόλασης. Τρυφερά το λέω.
Είναι παραπροϊόν του κόβιντ; Της αργής διάλυσης ― διάλυσης πάντως― της παραδοσιακής οικογένειας; Της ανωνυμίας (και ασυδοσίας) που αποκτάς μέσα στο μπάχαλο της μεγάλης πόλης; Η κούραση που επέρχεται όταν πεις κι ακούσεις πολλά, αλλεπάλληλα ψέματα; Ο θεός που είναι χρόνια στην εντατική και πλέον λογοδοτείς μόνο σε εραστές και φίλους;
Πες το ανεξαρτησία, ναρκισισισμό ή «απόφαση της μοναξιάς», πάντως ο άνθρωπος κάνει πλέον τα κουμάντα του εν κρυπτώ σε ακάλυπτες κουζίνες. Ο κοινός βίος εξαχνώνεται. Συνεπώς και οι κανονισμοί της κοινωνίας― πώς να ντυθείς, πώς να φερθείς.
Βγαίνεις απ΄το σπιτάκι σου σαν κομάντο αυτοκτονίας, σαν πυροτέχνημα αδυσώπητου αρτίστα.
Ο καθένας ντύνεται, φέρεται και κυρίως αισθάνεται πιο ιδιοσυγκρασιακά. Πιο αμέριμνα. Πιο ελεύθερα. Το βλέπεις από την Αθηνάς ως την Πατριάρχου.
Κι αυτό είναι ωραίο.
Έχει όμως και κάτι και από τη σαλεμένη μοναξιά των τεράτων, όταν βγαίνουν απ΄τις κρύπτες τους.
Τόσοι πολλοί παπάδες, τόσο λίγος θεός
Και παντού ακροβολισμένοι αστυνομικοί, με πόζες μοντέλου, χαχανίζοντας μεταξύ τους ή τριπάροντας στα κινητά τους. Μετά το πρόσφατο περιστατικό, η πυκνή παρουσία τους είναι σαν ειρωνία, σαν ανέκδοτο. Καλύτερα να εξαφανίζονταν για λίγο.
Στο Ίδρυμα Θεοχαράκη φτάνεις το ταβάνι με το χέρι σου
Στην έκθεση του Μιχάλη Οικονόμου στο Ίδρυμα Θεοχαράκη ― αυτό το αποπνικτικό, χαμηλοτάβανο κτίριο με την είσοδο που μοιάζει με εμποροπανήγυρη, το συνήθως κούφιο και ασυνάρτητο curating των εκθέσεων, την έλλειψη αξιοπρεπούς συνοδευτικού υλικού― μια εν γένει αντιπνευματική ατμόσφαιρα που καμώνεται την πνευματική. Έτσι όπως είναι δηλαδή και η ζωγραφική του συνονόματου ιδιοκτήτη του. Που καλός άνθρωπος φαίνεται και λυπάμαι που ίσως τον ενοχλήσω. Αλλά, έστω μια φορά, ας του το πει κάποιος ότι και καλός ζωγράφος δεν είναι και το ίδρυμά του είναι ο πιο πληκτικός, άσχετος χώρος τέχνης στην Αθήνα.
Τούτων λεχθέντων, η συγκεκριμένη έκθεση είναι καλή ― ίσως γιατί την έχει ετοιμάσει το Ίδρυμα Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα και περιέχει πολλούς καλούς πίνακες του χαμηλόφωνου αισθηματία ζωγράφου που πέθανε στο Δρομοκαΐτειο το 1933, στα 49 του χρόνια. Δείτε εδώ δύο παλιότερα άρθρα μας που αφορούν την έκθεση και το έργο του.
ΟΛΙΓΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Κι αν τύχει και πάρουν τα πόδια σου την κατηφόρα, επειδή έχει ήλιο ή επειδή είσαι αφηρημένος, σε 10 το πολύ λεπτά, πάνε και τα σπίτια που ονειρεύονται, πάνε κι οι παπάδες, πάνε και οι μπάτσοι περίπατο. Κάτω από το παλιό ΙΚΑ, βρίσκονται οι πραγματικά μόνοι άνθρωποι.
Οι τελείως μόνοι
Όλα μού φταίγανε σήμερα. Η απίστευτη βρώμα της πόλης, οι κακομοίρηδες τουρίστες που τρώγανε σκουπίδια στον ήλιο της Αδριανού σα μουγκές παστές σαρδέλες, η τζάμπα παραφορά της άνοιξης πάνω απ΄τα πλήθη της Ερμού που πήγαιναν κοπαδιαστά φωνάζοντας «ε, μαλάκα», με σέλφις ανά μέτρο― μια μικρή δόση μισανθρωπίας είναι, μή δίνεις σημασία· βασικά ήθελα να μη δημοσιεύσω σκέτες φωτογραφίες και πει ο Στάβερης ότι τον αντιγράφω.