Σύμβολο του μαξιμαλισμού στα τέλη των '90s και στις αρχές του 2000, με τα σχέδιά του όσο και με την περσόνα του, ο Cavalli υπήρξε ένας οραματιστής της μόδας, όσο κι αν η εμφάνισή του με τα πούρα και την προκλητική χλιδή παρέπεμπε σε έκφυλο Ιταλό μεγιστάνα.
Σπούδασε εικαστικά και καμάρωνε για ένα πορτρέτο του φτιαγμένο από σπασμένα πιάτα με την υπογραφή του Julian Schnabel στο διαμέρισμά του στο Μιλάνο. Θάμπωνε τους επισκέπτες στη μυθική του βίλα στους λόφους πάνω από τη Φλωρεντία με τα σπάνια έργα τέχνης που είχε συγκεντρώσει εκεί, όλα τους επιδεικτικά τοποθετημένα σε ένα εκλεκτικό μιξάρισμα, το οποίο ωστόσο απέπνεε μια ιταλιάνικη καλλιτεχνική ευαισθησία που κανείς δεν μπορούσε να του αρνηθεί.
Αβρός και ανοιχτοχέρης με δημοσιογράφους και celebrities, ο Cavalli αντιλήφθηκε από τους πρώτους τη σημασία του να προσκαλείς τους πελάτες σου σε ελκυστικούς κόσμους που επινοείς γύρω από ένα brand μόδας, όπου η ιστορία, οι τέχνες και το design ενισχύουν την επιθυμία να ανήκεις σε αυτούς. Πιο χαλαρά και παθιασμένα από τον Giorgio Armani και πιο «βρόμικα» από τον Alessandro Michele, o Cavalli έχτισε μια αυτοκρατορία μόδας που περιλάμβανε café και private clubs: στο Just Cavalli Café στο Μιλάνο, που άνοιξε το 2002 στον περίφημο Πύργο Bianca του Gio Ponti, ο αρχιτέκτονας-γλύπτης Ron Arad είχε σχεδιάσει το κεντρικό μπαρ από ατσάλι, ενώ το πρώτο κλαμπ του Cavalli που λειτούργησε μερικά χρόνια αργότερα στη Φλωρεντία στεγάστηκε σε μια πρώην εκκλησία του 15ου αιώνα, την οποία μάλιστα αποκατέστησε δαπανώντας 3 εκατ. ευρώ.
Αβρός και ανοιχτοχέρης με δημοσιογράφους και celebrities, ο Cavalli αντιλήφθηκε από τους πρώτους τη σημασία τού να προσκαλείς τους πελάτες σου σε ελκυστικούς κόσμους που επινοείς γύρω από ένα brand μόδας, όπου η ιστορία, οι τέχνες και το design ενισχύουν την επιθυμία να ανήκεις σε αυτούς.
Δαιμόνιος επιχειρηματίας περισσότερο από μόδιστρος, ο Cavalli κινήθηκε φιλόδοξα από τα πρώτα του βήματα, στη δεκαετία του '70, όταν μια επαναστατική επεξεργασία τυπώματος σε δέρμα και τζιν που εφηύρε τού άνοιξε τις δύσκολες πόρτες των οίκων Hermès και Pierre Cardin. Η φήμη του στον κλάδο για τις τεχνικές του δεξιότητες με τα υφάσματα μεταφράστηκε σύντομα σε μια πρώτη απόπειρα προσωπικής συλλογής, που παρουσιάστηκε στις πρετ-α-πορτέ πασαρέλες του Παρισιού.
Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τη μόδα, ως ένα κράμα αισθησιακών διαφανειών, τολμηρών εμπριμέ και κεντημάτων, σε περιτύλιγμα ενός nonchalant τρόπου ζωής, αποκαλύφθηκε γρήγορα, σε μια μικρή μπουτίκ που έστησε το 1972 στο Σεν Τροπέ, τη Limbo. Η Μπριζίτ Μπαρντό εθεάθη να κυκλοφορεί ξυπόλητη στη γαλλική Ριβιέρα με ένα φόρεμα από αυτό το μαγαζί, η πρώτη μιας εντυπωσιακής παρέλασης από μούσες που προσηλυτίστηκαν στην πορεία, από τις χυμώδεις Τζένιφερ Λόπεζ και Μέγκαν Φοξ ως τις πιο ξερακιανές Βικτόρια Μπέκαμ και Γκουίνεθ Πάλτροου.
Το σουξέ εκείνου του μικρού μαγαζιού ήταν τέτοιο που ο νεαρός Cavalli προσκλήθηκε την αμέσως επόμενη χρονιά να παρουσιάσει τα πρωτότυπα δερμάτινα είδη του στη Sala Bianca, τη θρυλική αίθουσα με τα στούκο και τους καθρέφτες μέσα στο Palazzo Pitti της Φλωρεντίας, που φιλοξενούσε τις επιδείξεις ιταλικών οίκων μόδας και ταυτίστηκε με το «ιταλικό στυλ». Ανάμεσα στον Missoni, τον Basile, τον Fendi και την Krizia που μεσουρανούσαν, ο Cavalli όρμησε με την club αισθητική του, διακριτή ήδη από τότε, κι άρχισε να αναπτύσσει το δικό του αλφάβητο του «Excess is Success».
Σχεδίαζε για τους φίλους του που ζούσαν όπως κι ο ίδιος, σε μια λαμπερή φούσκα στον νότο της Μεσογείου, ένα non-stop πάρτι με τα πιο λαχταριστά κορίτσια κι αγόρια που χάιδευαν με τις animalier μουσελίνες του την άμμο των Καννών και τα ξύλινα deck πολυτελών γιοτ, σαν το μοβ φανταχτερό RC του. Από τη Madonna ως τη Σαρλίζ Θερόν, οι σταρ που γεύονταν τη γλυκιά ζωή του Roberto, μια παραζάλη χλιδής, πασπαλισμένη με τέχνη, φωτογραφία και πανέμορφα πλάσματα από το ζωϊκό βασίλειο, δεν τον εγκατέλειπαν ποτέ.
Εξερευνώντας ακούραστα τα όρια της φαντασίας μέσω της τεχνολογίας, ο Cavalli συνδέθηκε με τα εμπριμέ, διακοσμημένα με πέτρες τζιν (1988), το αμμοβολημένο ντένιμ (1994) και τα πρώτα ελαστικά (από Lycra) τζιν της αγοράς. Στα μέσα των '90s γεννήθηκε η ελάχιστα γνωστή ανδρική σειρά του σχεδιαστή, και λίγο αργότερα η πιο προσιτή του Just Cavalli, μια αδιανόητη εμπορική επιτυχία που τον έκανε ακόμα πιο πλούσιο και διάσημο. Το 2011 λάνσαρε την Cavalli Home, προεκτείνοντας την εμμονή του με το «ντύσιμο των ζώων», όπως ονόμαζε ο ίδιος τα animal prints, σε χλιδάτα υφάσματα και είδη διακόσμησης.
Στα προσωπικά του, υπήρξε εξίσου πληθωρικός και ακαταπόνητος. Μετά από έναν σύντομο νεανικό γάμο στα 20 του που άντεξε μόλις 3 χρόνια και του πρόσφερε δύο παιδιά, ο Cavalli συνδέθηκε με την Έβα Μαρία Ντίρινγκερ το 1980. Η γνωριμία τους, που ξεκίνησε σε καλλιστεία για τη Μις Υφήλιος στη Δομικανική Δημοκρατία, με την Έβα να είναι μια από τις υποψήφιες κι εκείνος ένας από τους κριτές, εξελίχθηκε από έρωτα σε συζυγική συνενοχή και, από το 1994 που της ανέθεσε την καλλιτεχνική διεύθυνση του οίκου του, σε συνεταιρισμό.
Τα τρία παιδιά που απέκτησε από την πιστή Έβα δεν ήταν τα στερνά του – από τον τρίτο του γάμο (το 2014) με την κατά 44 χρόνια νεότερη του Σάντρα Νίλσον Μπέργκμαν προστέθηκε πέρσι (στα 82 του) στη συμπεριληπτική φαμίλια του Cavalli ένα ακόμα αγόρι, που το βάφτισε Giorgio, σαν τον πατέρα του.
Και για όσους ποτέ δεν αγάπησαν το στυλ του, σαν κι εμένα, η αναγνώριση του Roberto Cavalli ως μιας εμπορικής διάνοιας κι ενός, αυτόκλητου έστω, ροκ σταρ της μόδας αξίζει να σημειωθεί τώρα που η παραζάλη της χλιδής μέσα στην οποία έζησε και δημιούργησε ξεθώριασε με τον χαμό του.
Θυμάμαι ακόμα, το 2007, όταν συνεργάστηκε με την H&M, τις ουρές και το ξεμάλλιασμα στα δοκιμαστήρια του αθηναϊκού καταστήματος, που δεν ήταν ωστόσο τίποτα μπροστά στα πλήθη που συνωστίζονταν έξω από τις πόρτες της μπουτίκ Cavalli στην 5η λεωφόρο και μάζευαν τα πεταμένα του πούρα (true story) από το πεζοδρόμιο σαν αναμνηστικά ή τους θεατές που παραληρούσαν σε μια συναυλία-reunion των Spice Girls, το 2008, όταν εκείνος μπήκε στο στάδιο.
Η φήμη του στις ΗΠΑ, γενικά, άγγιζε την υστερία, ίσως λόγω της εμφάνισής του ως special guest στο αμερικανικό «Project Runway». Φανταστείτε ότι το 2013 «άνοιξε» ως Grand Marshall την ετήσια παρέλαση της Columbus Day στη Νέα Υόρκη πάνω σε μια κουπέ Άλφα Ρομέο Σπάιντερ με 20 μοντέλα να ακολουθούν καβάλα σε αντίστοιχες μηχανές Ντουκάτι – ο πρώτος σχεδιαστής με ιταλική καταγωγή που συνδέθηκε ποτέ με αυτή την ιστορική μέρα, μετά από είδωλα όπως ο Παβαρότι, ο Σινάτρα, η Σοφία Λόρεν και ο Φράνκο Τζεφιρέλι.
Θα τον αποχαιρετήσω με δυο δικά του αποφθέγματα – το πρώτο υπήρξε η παντιέρα της μόδας του, το δεύτερο ο τίτλος της βιογραφίας του, που κυκλοφόρησε το 2013. «Excess is success» και «Just Me».